Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιαστικὸς Μοναχισμός

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός εἶναι καύχημα καί δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό ἐκεῖ βγῆκαν οἱ ἅγιοι Ἐπίσκοποι, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὅσιοι ἀσκητές. Πολλές φορές ἔχω γράψει ὅτι ὁ μοναχισμός, στήν ὀρθόδοξη διάστασή του, εἶναι ἡ προφητική ἐνόραση, ἡ ἀποστολική ζωή, ἡ μαρτυρική βιοτή, διατηρεῖ δηλαδή ἄσβεστο τό προφητικό, ἀποστολικό, μαρτυρικό καί πατερικό χάρισμα.

Βέβαια, κάνουμε λόγο γιά ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό μοναχισμό. Αὐτό σημαίνει ὅτι συνδέουμε τόν μοναχισμό μέ τό “ὀρθοδοξο” καί τό “ἐκκλησιαστικό”. Ἄλλωστε, κάθε τί τό ὀρθόδοξο πρέπει νά εἶναι καί ἐκκλησιαστικό καί κάθε ἐκκλησιαστικό πρέπει νά εἶναι καί ὀρθόδοξο. Δέν εἶναι δυνατόν ἐν ὀνόματι κάποιας “ὀρθοδοξίας” νά καταργῆται τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί πολίτευμα, καί ἐν ὀνόματι κάποιας “ἐκκλησιαστικότητος” νά καταργῆται ἡ Ὀρθοδοξία. Γιά παράδειγμα, ἡ Τετάρτη Οἰκουμενική Σύνοδος δογμάτισε γιά τίς δύο φύσεις στόν Χριστό, καταδικάζοντας τόν μονοφυσιτισμό καί τόν νεστοριανισμό, ἀλλά ταυτόχρονα θέσπισε ἱερούς Κανόνες γιά τήν καλή λειτουργία τοῦ μοναχισμοῦ. Ἔτσι, δέν εἶναι δυνατόν ἕνας μοναχός νά ὑπεραμύνεται τοῦ δόγματος τῆς Χαλκηδόνος, καί νά παραβαίνη τούς ἱερούς Κανόνες πού ἐθέσπισε ἡ ἴδια Οἰκουμενική Σύνοδος γιά τόν μοναχισμό. Πάντως, οἱ καλοί μοναχοί εἶναι μάρτυρες τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ἀλλά ἔχουν καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα, σέβονται τούς Ἐπισκόπους της Ἐκκλησίας.

Τιμῶ καί σέβομαι τούς ὀρθοδόξους μοναχούς. Γιατί, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, “μοναχός ἐστιν, ὁ μόνων των τοῦ Θεοῦ ἐνταλμάτων ἐχόμενος, ἐν παντί καιρῶ καί τόπω καί πράγματι. Μοναχός ἐστι, βία φύσεως διηνεκής, καί φυλακή αἰσθήσεως ἀνελλιπής. Μοναχός ἐστιν, ἠγνισμένον σῶμα, κεκαθαρμένον στόμα, καί πεφωτισμένος νοῦς. Μοναχός ἐστι, κατώδυνος ψυχή, ἐν διηνεκεῖ μνήμη θανάτου ἀδολεσχοῦσα, ἐγρηγορυία τέ καί ὑπνώτουσα”. Ποιός μπορεῖ νά μήν τιμήση τόν μοναχό πού ἔχει ἠγνισμένο σῶμα, κεκαθαρμένο στόμα καί πεφωτισμένο νοῦ;

Ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό, παρά τήν ἀναξιότητά μου, νά γνωρίσω πολλούς ἁγίους μοναχούς στό Ἅγιον Ὄρος, πού μου ἐνέπνευσαν τήν ἀγάπη πρός τόν μοναχισμό, ὅπως τόν π. Γαβριήλ Διονυσιάτη, τόν π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, τόν π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτη, τόν π. Παΐσιο Ἁγιορείτη, πολλά ἐρημικά πτηνά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στίς Σκῆτες ὅπου πέρασα πολύ καιρό κοντά τους καί εἶδα τήν ἁγία ζωή τῶν ἐρημιτῶν. Ἐπίσης γνώρισα τόν μεγάλο Στάρετς μέ τίς ἐκπληκτικές πνευματικές ἐμπειρίες, δηλαδή τόν μακάριο Γέροντα Σωφρόνιο στόν Essex τῆς Ἀγγλίας, πού μέ ἀγαποῦσε, καί γιά δεκαεπτά (17) καλοκαίρια ἔτρεχα στό Μοναστήρι του γιά νά αἰσθανθῶ τήν εὐωδία τοῦ πνεύματος τήν ὁποία ἀνέδυε αὐτή ἡ ἁγιασμένη ὕπαρξη. Ἀκόμη διάβασα πολλά ἀσκητικά κείμενα, ἰδιαιτέρως ὅμως τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Πρυτάνεως τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων, καί δοξάζω τόν Θεό γι’ αὐτήν τήν μεγάλη δωρεά. Γι’ αὐτό δέν μπορῶ νά ἀντιληφθῶ ὀρθόδοξη θεολογία ἔξω ἀπό τήν ἁγιασμένη ζωή αὐτῶν τῶν θεοπτῶν καί πραγματικῶν θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη, μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά ζήσω δέκα πέντε χρόνια κοντά σέ ἕναν ἀσκητή Ἐπίσκοπο, τόν μακάριο Γεροντά μου ἀείμνηστο Μητροπολίτη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κυρό Καλλίνικο.

Ἀπόσταγμα αὐτῆς τῆς ἐπικοινωνίας μέ ἁγίους Γέροντας μοναχούς πού ἐξέφρασαν τήν οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, εἶναι τά βιβλία πού περιγράφουν αὐτήν τήν ἁγιασμένη πολιτεία, ἰδιατέρως τά βιβλία “Μιά βραδυά στήν ἔρημό του Ἁγίου Ὄρους”, πού ἔχει ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις στήν ἑλληνική γλώσσα, καί ὅπως μου εἶπε Ἡγούμενος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐνέπνευσε πολλούς νά γίνουν μοναχοί, καί μεταφράστηκε σέ πάνω ἀπό δέκα γλῶσσες (ἐξεδόθησαν ἤ εἶναι ὑπό ἔκδοση), τό βιβλίο “Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὡς ἁγιορείτης”, καθώς ἐπίσης καί τά βιβλία πού κάνουν λόγο γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς θεραπευτική ἐπιστήμη καί ἀγωγή.

Ἔκφραση τῆς ἀγάπης μου πρός τόν μοναχισμό εἶναι καί ὅσα εἶπα, μεταξύ των ἄλλων, κατά τήν ἐπίσημη ἀκολουθία τῆς ἐνθρονίσεώς μου στήν Ἱερά Μητρόπολη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου:

“Οι μοναχοί δέν εἶναι κάποιοι ἰδιότροποι ἄνθρωποι πού ἀπό ἰδιορρυθμία βγῆκαν ἀπό τίς πόλεις καί κατοικοῦν μέσα σέ μερικά Μοναστήρια, ἀλλά “οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεού”, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, “οἱ εὐαγγελικῶς ζώντες”, κατά τόν Εὐάγριο τόν Ποντικό, “οἱ μάρτυρες τή προαιρέσει”, κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο, οἱ συνεχιστές τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἡ κόμη πού κοσμεῖ τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἐπειδή νεκρώθηκαν κατά κόσμο καί δοξάζουν τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει νά ὑπάρχη διάσταση μεταξύ μοναχικοῦ καί ἐγγάμου βίου, γιατί τότε οὔτε ἀληθινός μοναχισμός λειτουργεῖ, οὔτε ἀληθινός ἔγγαμος βίος. Ἐπίσης, δέν πρέπει νά ὑπάρχη διάσταση μεταξύ των Μοναστηριῶν καί τῶν Ἐνοριῶν. Οἱ Ἐνορίες τροφοδοτοῦν τά Μοναστήρια καί τά Μοναστήρια βοηθοῦν ποικιλοτρόπως τίς Ἐνορίες. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ μοναχική ζωή ἐκφράζεται ἀπό τό ἡσυχαστικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Καί ξέρουμε πολύ καλά ὅτι οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ταραγμένοι ἀπό λογισμούς καί ὑπαρξιακά προβλήματα, ἀναζητοῦν τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς, ὅπως διασώζεται στά Ὀρθόδοξα Μοναστήρια. Γι’ αὐτό ὁ ὀρθόδοξος πατερικός μοναχισμός, μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση καί τήν φιλανθρωπική δράση, εἶναι ἀπαραίτητος σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά”.

Ὅλες αὐτές οἱ προϋποθέσεις, μοῦ δίνουν τό δικαίωμα νά παρουσιάσω πολύ συνοπτικά μερικά ἀπό τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων μοναχῶν.

1. Ἡ μετάνοια. Ἐάν τό κατ’ ἐξοχήν ἔργο τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἡ μετάνοια, δηλαδή ἡ ἐκ τοῦ παρά φύσιν εἰς τό κατά φύσιν ἐπάνοδος τῆς ψυχῆς (ἄγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός), ἐάν ὅλοι οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ἐφαρμόζουν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ “μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανών” (Ματθ. γ', 2), αὐτό πολύ περισσότερο πρέπει νά γίνεται ἀπό τούς μοναχούς. Βέβαια, ἡ μετάνοια γιά νά εἶναι ἀληθινή πρέπει νά ἐκδηλώνεται σέ ἕνα ὑγιές πνευματικό κλίμα, ἀφοῦ “μετάνοια μετά συντυχιῶν, πίθος τετρημμένος” (ἄγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος). Ἡ μετάνοια συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν ταπείνωση καί τήν αὐτομεμψία. Ἐκεῖνος πού ἔχει γνήσιο μοναχικό πνεῦμα θεωρεῖ τόν ἑαυτό τοῦ “ὑποκάτω πάσης κτίσεως”. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος θά πῆ: “Ὁ ταπεινόφρων ἀδικούμενος οὐ ταράσσεται, οὐδέ ἀπολογίαν ποιεῖ ὑπέρ τοῦ πράγματος, οὐ ἠδικήθη• ἀλλά δέχεται τάς συκοφαντίας, ὡς ἀλήθειαν, καί οὐ μεριμνᾶ πεῖσαι τούς ἀνθρώπους, ὅτι ἐσυκοφαντήθη, ἀλλά συγχώρησιν αἰτείται”.

2. Ἡ προσευχή. Ἐκεῖνος πού ἐπιλέγει τόν μοναχικό βίο, τό κάνει γιά νά ἀσκηθῆ στήν προσευχή, ἀφοῦ ἡ προσευχή εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Καί ἐπειδή ἡ καθαρά προσευχή προϋποθέτει ἕνα κλίμα κατάλληλο, κλίμα ἡσυχίας τῶν αἰσθήσεων κυρίως, γι’ αὐτό καί ἐπιλέγει τόπους ἡσυχαστικούς γιά νά ἐκφράση αὐτήν τήν ἐπιθυμία του νά ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό. Καί φυσικά ὅταν κάνουμε λόγο γιά προσευχή, ἐννοοῦμε ἐκτός ἀπό τήν λατρευτική προσευχή, κυρίως τήν νοερά, καρδιακή προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἔνδειξη ὅτι ὁ μοναχός ἐκφράζει τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἔγινε μοναχός. Ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος ὁ Μέγας λέγει: “Ψυχή τελεία ἐστί τό λαλεῖν τῷ Θεῶ ἀρεμβάστως, ἐν τῷ συνάγειν ὅλους τους λογισμούς ἀρεμβάστως μετά τῶν αἰσθήσεων• ὁδηγεῖ δέ εἰς τοῦτο τόν ἄνθρωπον τό ἀποθανεῖν ἀπό παντός ἀνθρώπου καί τῷ κόσμω καί πάσι τοῖς ἐν αὐτώ”. Καρποί αὐτῆς τῆς καθαρᾶς προσευχῆς εἶναι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, “ἡ ἁπλότης, ἀγάπη, ταπεινοφροσύνη, καρτερία, ἀκακία καί τά τοιαύτα”.

3. Ἡ ἡσυχία. Ἡ προσευχή, γιά νά γίνεται κατά τόν ὀρθόδοξο τρόπο, ἀλλά καί γιά νά καρποφορήση, πρέπει νά συνδεθῆ στενά μέ τήν ἡσυχία, ἡ ὁποία κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι ἡ ἡσυχία τῶν αἰσθήσεων, τῶν λογισμῶν καί τῆς καρδίας, δηλαδή σωματική καί ψυχική ἡσυχία. Αὐτήν τήν ἡσυχία, πού εἶναι ἡ βάση τῆς προφητικῆς, ἀποστολικῆς καί μαρτυρικῆς ζωῆς, ἔζησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀπεδείχθη ἐραστής αὐτῆς τῆς ἡσυχίας. Γράφει σέ κάποιο ἔργο του: “ἐβουλήθην ἐν καιρῶ μέν παντί νεκρωθῆναι τῷ βίω καί ζῆσαι τήν ἐν Χριστῷ κεκρυμμένην ζωήν καί γενέσθαι τίς μεγαλέμπορος, πάντων ὧν ἔχω τόν τίμιον ὠνησάμενος μαργαρίτην καί ἀντιδούς τά ρέοντα καί συρόμενα τῶν ἐστώτων καί τῶν οὐρανίων”. Ὑπέρμαχος, ὅμως, τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία κατοχυρώθηκε καί συνοδικῶς καί ἔτσι ὁ γνήσιος ὀρθόδοξος ἡσυχασμός εἶναι ἡ βάση τῶν δογμάτων καί τῆς πίστεως, ἡ οὐσία τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Εἶναι σημαντικά τα ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στά ὁποῖα γίνεται λόγος γιά τήν ἱερά ἡσυχία, ὅπως ἡ ὁμιλία του στόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, ἡ ὁμιλία του στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ὅπου παρουσιάζεται ὁ ὀρθόδοξος ἡσυχαστής, πού μιμεῖται τήν ζωή τῆς Παναγίας, τό καταπληκτικό του ἔργο “ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων”, καί ἡ ἐπιστολή του “πρός τήν σεμνωτάτην ἐν μοναζούσαις Ξενην”, ὅπου περιγράφεται ὁ τύπος τοῦ ὀρθοδόξου μοναχοῦ.

4. Ἡ ὑπακοή. Πρόκειται γιά τήν εἰσαγωγική ἀρετή, μετά τήν ἀποταγή. Ἄλλωστε ἡ ἀποταγή συνδέεται στενώτατα μέ τήν ὑποταγή, ἀφοῦ ἡ πρώτη (ἀποταγή) γίνεται γιά νά ἀκολουθήση ἡ δεύτερη (ὑπακοή). Οἱ Πατέρες ὕμνησαν τήν ἀξία τῆς ὑπακοῆς. Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας γράφει: “ὑπήκοοι γενώμεθα τῶν κατά Θεόν Πατέρων ἠμῶν ἐν πάσιν, ἐκκόπτοντες πᾶν θέλημα ἠμῶν, ἕως οὐ ὑποταγῶμεν αὐτοῖς, ἴνα μείνη ἡ εὐλογία αὐτῶν μεθ’ ἠμῶν, ὡς εἰς τόν Ἐλισσαίον”. Εἶναι δέ γνωστός ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: “πείθεσθε τοῖς ἠγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε• αὐτοί γάρ ἀγρυπνούσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες. ἴνα μετά χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καί μή στενάζοντες, ἁλυσιτελές γάρ ὑμίν τοῦτο” (Ἑβρ. ἰγ', 17). Εἶναι φοβερό νά ἀγανακτῆ ὁ Ἡγούμενος μέ τούς μοναχούς του ἤ ὁ Ἐπίσκοπος μέ τούς Ἡγουμένους καί τούς μοναχούς. Αὐτό ἔχει μεγάλες καί σοβαρές συνέπειες. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν ἐξασκεῖται στήν ὑπακοή, ἀλλά ἀναμειγνύει τό δικό του θέλημα στά μοναχικά του ἔργα, εἶναι καί λέγεται μοιχός. “Ο ἐν τῇ ὑποταγή μίσγων λάθρα τό ἐαυτοῦ θέλημα, μοιχός ἐστι” (Ὅσιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής). Καί βέβαια ὅταν μιλᾶμε γιά ὑπακοή ἐννοοῦμε ὑπακοή τοῦ μοναχοῦ στόν πνευματικό του Πατέρα, στόν Ἐπίσκοπο καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν δέν λειτουργοῦν αὐτοί οἱ τρεῖς ἄξονες δέν ὑπάρχει ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή στόν Ἡγούμενο, χωρίς νά γίνεται ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο, σέ θέματα πού δέν συνιστοῦν παραβάσεις τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ καί τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, καί στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι γνήσια ὑπακοή, ἀλλά ψεύτικη, πού δέν διαφέρει ἀπό τήν ὑπακοή πού κάνουν οἱ ἀνατολικοί θρησκευόμενοι στούς δικούς τους γκουρού.  Μέσα στά πλαίσια αὐτά συντονίζονται καί ἱεροί Κανόνες πού κάνουν λόγο γιά τήν ὑπακοή τῶν μοναχῶν καί τῶν Ἡγουμένων στόν Ἐπίσκοπο, ὅπως ὁ Ἡ' Κανόνας τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τόν ὁποῖον θά ἀναφέρουμε πιό κάτω.

5. Ἡ διαρκής τελείωση. Οἱ καλοί μοναχοί, πού ἀρχίζουν ἀπό τήν ὑπακοή καί τίς ἄλλες εἰσαγωγικές ἀρετές, ἔχουν διαρκῆ προκοπή, συνεχεῖς πνευματικές ἀναβάσεις, ὅπως περιγράφονται στήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν. Μιά τέτοια χαρακτηριστική πνευματική κλίμακα θείων χαρίτων παρουσιάζεται ἀπό τόν μοναχό Θεοφάνη. Ἀπό τήν καθαρά προσευχή, τήν ἀπηλλαγμένη ἀπό φαντασίες καί ἡδονικούς ρεμβασμούς προέρχονται ἡ θέρμη τῆς καρδιᾶς, ἡ ἁγία ἐνέργεια, τά καρδιακά δάκρυα, τῶν λογισμῶν ἡ εἰρήνη, ἡ κάθαρση τοῦ νοός, ἡ θεωρία τῶν μυστηρίων, ἡ θεία ἔλλαμψη, ὁ φωτισμός τῆς καρδιᾶς, ἡ τελειότητα. Πρόκειται γιά μιά συνεχῆ πορεία πνευματικῆς ἀνόδου, πού δείχνει ὅτι ἀπό τήν πρακτική ἀρετή ὁ σωστός μοναχός προχωρεῖ στήν θεία ἔλλαμψη καί τήν θεωρία.

Ὅλα τα προηγούμενα δηλώνουν ὅτι οἱ μοναχοί γνωρίζουν τήν θέση τούς μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα ἔχει μία ἱεραρχία, δηλαδή μέσα στόν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό ὑπάρχει ἱεράρχηση χαρισμάτων καί διακονιῶν. Στό θέμα αὐτό νομίζω εἶναι καλό νά ἀναφερθῶ γιά λίγο στά ὅσα γράφει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης γιά τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα καί τήν θέση τῶν μοναχῶν στήν Ἐκκλησία.

Στά συγγράμματά του, πού ἐκφράζουν τήν ζωή τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, φαίνεται ὅτι οἱ μοναχοί ἀποτελοῦν τήν ὑψηλοτέρα τάξη μεταξύ της ἱεραρχίας τῶν λαϊκῶν. “Η δέ τῶν τελουμένων ἁπασῶν ὑψηλοτέρα τάξις ἥ των μοναχῶν ἐστιν ἱερά διακόσμησις, πάσαν μέν ἀποκεκαθαρμένην κάθαρσιν... ἐν νοερά θεωρία καί κοινωνία γεγενημένη... καί πρός τῆς ἱερᾶς αὐτῶν ἐπιστήμης ἀναλόγως εἰς τελειοτάτην ἀναγομένη τελείωσιν”. Λόγω αὐτῆς τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν οἱ καθηγεμόνες τῆς Ἐκκλησίας τούς ἔδωσαν πολλά ὀνόματα, μεταξύ των ὁποίων “θεραπευτάς” καί “μοναχούς”, “ἐκ τῆς τοῦ Θεοῦ καθαρᾶς ὑπηρεσίας καί θεραπείας καί τῆς ἀμερίστου καί ἑνιαίας ζωής”.

Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ὅτι οἱ μοναχοί ἀνήκουν στήν τάξη τῶν τελουμένων (λαϊκῶν), εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τούς καθαιρομένους καί φωτισθέντας, διότι ἔφθασαν στήν νοερά ἡσυχία καί θεωρία, τελοῦν ὑπό τήν καθοδήγηση τῶν ἱεραρχικῶν τάξεων, ἰδαιτέρως τοῦ Ἐπισκόπου, καί ὁδηγοῦνται πρός τήν τελείωση. Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Διονυσίου: “... τήν μοναχικήν τάξιν οὐκ εἶναι προσαγωγικήν ἑτέρων, ἀλλ’ ἔφ’ ἐαυτῆς ἐστώσαν ἐν μοναδική καί ἱερά στάσει, ταῖς ἱερατικαῖς ἑπομένην τάξεσι, καί πρός αὐτῶν, ὡς ὀπαδόν, ἐπί τήν θείαν κατ’ αὐτήν ἱερῶν ἐπιστήμην εὐπειθῶς ἀναγομένην”. Δηλαδή, οἱ μοναχοί βρίσκονται κάτω ἀπό τήν ἐξουσία καί τήν ἁρμοδιότητα τῶν Ἐπισκόπων.

'Ἐδῶ πρέπει νά παραθέσουμε τόν Η' κανόνα τῆς Τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἀναφέρεται στήν θέση τῶν ἱερομονάχων μέσα στόν ἐκκλησιαστικό πολίτευμα: “οἱ Κληρικοί τῶν πτωχείων καί μοναστηρίων καί μαρτυρίων, ὑπό τήν ἐξουσίαν τῶν ἐν ἑκάστη πόλει Ἐπισκόπων, κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν, καί μή κατά αὐθάδειαν ἀφηνιάτωσαν τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου. Οἱ δέ τολμῶντες ἀνατρέπειν τήν τοιαύτην διατύπωσιν, καθ’ οἶον δήποτε τρόπον, καί μή ὑποταττόμενοι τῷ ἰδίω Ἐπισκόπω, εἰ μέν εἶεν Κληρικοί, τοῖς τῶν Κανόνων ὑποκείσθωσαν ἐπιτιμίοις, εἰ δέ μονάζοντες ἤ λαϊκοί, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι”.

Εἶναι ἀξιόλογη ἡ ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος αὐτοῦ τήν ὁποία κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:

“Ὁ διορισμός τοῦ παρόντος Κανόνος εἶναι οὗτος. Ὅτι, οἱ Κληρικοί καί ἱερωμένοι ὁπού εὑρίσκονται εἰς τούς ναούς τῶν πτωχοτροφείων, ὀρφανοτροφείων δηλ. γηροκομείων, καί νοσοκομείων, καί εἰς τά μοναστήρια, καί εἰς τούς ναούς τῶν Μαρτύρων, πρέπει νά διαμένουσι πάντοτε ὑποτασσόμενοι εἰς τούς Ἐπισκόπους ἑκάστης πόλεως, κατά τήν παράδοσιν τῶν ἁγίων Πατέρων, καί νά μή ἀποσκιρτῶσιν ἀπό τήν ἐξουσίαν τοῦ ἐδικοῦ των Ἐπισκόπου μέ αὐθάδειαν. Ὅσοι δέ τολμήσουν νά παραβοῦν καθ’ οἱονδήποτε τρόπον τόν παρόντα Κανόνα, καί νά μή ὑποτάττωνται εἰς τόν ἐδικόν τους Ἐπίσκοπον, οὗτοι, εἰ μέν ὦσιν ἱερωμένοι καί Κληρικοί, νά ἦναι ὑποκείμενοι εἰς τά ἐπιτίμια τῶν Κανόνων, τά ὁποῖα ἤθελεν εὕρει εὔλογον ὁ αὐτός οὗτος κατά τόπον Ἐπίσκοπος, εἰ δέ ὦσι μοναχοί ἤ λαϊκοί, νά ἀφορίζωνται. Διά τί δέ ἀνωτέρω εἰπῶν ὁ Κανών, Κληρικούς καί μοναχούς μόνον, κατωθεν λέγει, καί λαϊκούς; διά νά φανερώση τούς λαϊκούς ἐκείνους, εἰς τό θάρρος τῶν ὁποίων, καί τήν ὑπεράσπισιν ἐπιστηριζόμενοι οἱ Κληρικοί καί μοναχοί, αὐθαδιάζουσι κατά τοῦ Ἀρχιερέως, καί δέν ὑποτάσσονται εἰς αὐτόν.”

Ἀπό τόν Κανόνα αὐτόν φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησιαστική Παράδοση θέλει τούς Ἱερομονάχους νά σέβονται τόν Ἐπίσκοπο στόν ὁποῖον ὑπάγονται καί νά μή ἀφηνιάζουν μέ αὐθάδεια ἐναντίον του. Ὅσοι δέν τηροῦν αὐτόν τόν Κανόνα, πράγμα τό ὁποῖο συνιστᾶ ἐκκλησιολογικό παράπτωμα, εἶναι ὑποκείμενοι σέ ἐκκλησιαστικά ἐπιτίμια. Ἐπίσης, εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί οἱ λαϊκοί ἐκεῖνοι πού ὑποστηρίζουν, ὑπερασπίζουν καί ἐνθαρρύνουν, μέ τόν τρόπο τους, τέτοιες “ἀναρχικές” ἐκδηλώσεις τῶν Ἱερομονάχων καί μοναχῶν ἐναντίον τοῦ Ἐπισκόπου τους, ὑπόκεινται σέ ἐπιτίμια ἀκοινωνησίας, ἤτοι ἀφορισμοῦ, εὐχαριστιακοῦ ἤ ἐκκλησιολογικοῦ περιεχομένου. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί δέν συνιστᾶ ἐκκλησιαστικό ἦθος το νά χρησιμοποιοῦν οἱ Ἱερομόναχοι τούς λαϊκούς ὡς ἀσπίδα γιά νά δικαιολογοῦν κάθε κανονική τους αὐθαιρεσία. Μάλιστα, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παραθέτει καί τήν ἀπόφαση ἄλλης Συνοδικῆς πράξεως σύμφωνα μέ τήν ὁποία: “ὁ γάρ λαϊκός, καν καί ἦναι γεμάτος ἀπό κάθε σοφίαν καί εὐλάβειαν, ὅμως λαϊκός πάλιν εἶναι, καί πρόβατον, ἀλλ’ ὄχι καί ποιμήν, ὁ δέ Ἀρχιερεύς, καν καί δείχνη κάθε ἀνευλάβειαν, ἀλλ’ ὅμως Ποιμήν εἶναι, ἕως ὁπού εὑρίσκεται εἰς τόν τόπον τῶν Ἀρχιερέων• ὅθεν δέν πρέπει τά πρόβατα νά ἀντιφέρωνται κατά τῶν ποιμένων τους.”

Γενικά, ὁ μοναχός ἔχει δόξα καί τιμή, ὅταν κινεῖται μέσα στά πλαίσια τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, ὅπως διαγράφονται στήν Ἁγία Γραφή, τούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, καί τά συγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Θά ἤθελα ἐδῶ νά ὑπενθυμίσω τά κείμενα πού ἔγραψε ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ὁ διοργανωτής τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, καί τό ἔκανε αὐτό γιατί στήν ἐποχή τοῦ παρατηρήθηκαν φαινόμενα, ὅπως καί ἄλλοι Πατέρες (ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἄγ. Συμεών Θεσσαλονίκης) ἔχουν ἐντοπίσει, τῆς ἀνταρσίας μερικῶν μοναχῶν πρός τά ἐκκλησιαστικά θέσμια καί πρός τό ἀξίωμα καί τόν βαθμό τοῦ Ἐπισκόπου. Στούς ἀσκητικούς λόγους τοῦ Μ. Βασιλείου, στούς ὅρους κατά πλάτος καί στούς ὅρους κατ’ ἐπιτομήν, πού ἔγραψε ὁ ἴδιος ἅγιος, διασώζεται ὁ γνήσιος ὀρθόδοξος, ἐκκλησιαστικός μοναχισμός, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ εἰρήνη, γαλήνη καί σωτηρία καί σέ ἐκείνους πού τόν ἀκολουθοῦν καί σέ ἐκείνους πού πλησιάζουν αὐτούς τούς εὐλογημένους μοναχούς.

Τελευταία γράφονται καί διαδίδονται ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι διώκουν τόν μοναχισμό, ὅτι οἱ μοναχοί εἶναι διωκώμενοι ἀπό ἐκκλησιαστικούς ἄρχοντες κλπ. Καί βέβαια κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ ὅτι παρατηρήθηκαν μερικά φαινόμενα διώξεων καλῶν καί ὀρθοδόξων μοναχῶν. Ὅμως αὐτό εἶναι ἡ μία πλευρά τοῦ νομίσματος. Ἡ ἄλλη πλευρά εἶναι ὅτι μερικοί σύγχρονοι μοναχοί ἔχουν ἀλλοιώσει τήν μοναχική πολιτεία, μεταφέρουν καί ζοῦν ἕναν μοναχισμό πού δέν εὐνοεῖται ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ἕναν μοναχισμό πού εἶναι ἀντιπαραδοσιακός, φραγκευμένος καί δυτικός. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση δέν εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι πού διώκουν τόν μοναχισμό, ἀλλά οἱ ἴδιοι μοναχοί εἶναι διῶκτες τοῦ ὀρθοδόξου μοναχικοῦ πολιτεύματος, ὅπως τόν παρέδωσαν οἱ Πατέρες.

Παρατηροῦμε ὅτι στήν πατρίδα μᾶς ὑπάρχουν ἐκλεκτά καί ἁγιασμένα Μοναστήρια, τά “ἱερά τῷ Θεῶ φροντιστήρια”, ὅπως τά ἀποκαλεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καί ἄλλα Μοναστήρια πού εἶναι ἐκφραγκευμένα. Ὑπάρχουν μοναχοί πού ζοῦν τήν ἱερά ἡσυχία καί ἄλλοι πού ζοῦν σέ ἕνα ἀκατανόητο, ἀποτυχημένο καί ἀνορθόδοξο ἀκτιβισμό. Ὑπάρχουν μοναχοί πού ἀγωνίζονται, ζῶντες στήν Ἐκκλησία, νά σωθοῦν, καί ἄλλοι πού ἐπιδιώκουν νά “σώσουν” τήν Ἐκκλησία, ὡσάν ἡ Ἐκκλησία νά ἔχη ἀνάγκη σωτήρων. Ὑπάρχουν μοναχοί πού ἀσκοῦνται στήν προσευχή καί τήν ἡσυχία καί ἐξοικονομοῦν τα πρός τό ζῆν ἐργαζόμενοι τό εὐλογημένο ἐργόχειρο (ἁγιογραφία, κέντημα, λιβάνι, κερί, κομποσχοίνι κλπ.), καί ἄλλοι μοναχοί πού κατήντησαν ἐπιχειρηματίες, μέ ἐπιχειρήσεις, μέ ἀστικές ἑταιρεῖες, μέ σωματεῖα, τούς ὁποίους θά ζήλευαν πολλοί κοσμικοί ἐπιχειρηματίες, καί στήν πραγματικότητα ζοῦν σάν “παρεκκλησιαστικά σωματεῖα καί ὀργανώσεις” πού ἀντιστρατεύονται τούς ἐπισκόπους, ἐξασκοῦν πίεση σέ αὐτούς μέ διαφόρους τρόπους.

Πρίν λίγους μῆνες μιά ἐφημερίδα παρουσίασε τήν ἐπιχειρησιακή δραστηριότητα συγχρόνων Μοναστηριῶν, μέ τίτλο: “Δί’ εὐχῶν τῶν ἐπιχειρήσεων ἠμών”. Δέν συνάντησα ἐπιτυχέστερη φράση γιά νά χαρακτηρίση τά σύγχρονα ἐκφραγκευμένα Μοναστήρια, διατυπωμένη μάλιστα ἀπό αὐτούς πού “θέλησαν” νά ἐπαινέσουν αὐτόν τόν τύπο τῶν Μοναστηριῶν. Τά ὀρθόδοξα Μοναστήρια λειτουργοῦν “δί’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἠμών”, ἐνῶ τά φράγκικα “αἱρετικά” Μοναστήρια λειτουργοῦν “δί’ εὐχῶν τῶν ἐπιχειρήσεων ἠμών”. Ἀντικαταστάθηκαν, δυστυχῶς, οἱ Πατέρες ἀπό τούς μάνατζερς.

Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα θέματα πού πρέπει νά ἀπασχολήση τήν Ἐκκλησία σήμερα εἶναι ὁ καθορισμός τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ μοναχισμοῦ, ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τοῦ σκοποῦ τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος, ἡ ἀντιμετώπιση τῆς συγχύσεως μεταξύ του ὀρθοδόξου καί αἱρετικοῦ μοναχισμοῦ, διότι μέσα ἀπό ἕνα ξένο πρός τήν παράδοση μοναχισμό περνᾶ ἡ ἐκκοσμίκευση στήν πνευματική ζωή, δημιουργοῦνται “ἀναρχικά τάγματα καί καπετανάτα” στήν Ἐκκλησία. Ἄν τά Μοναστήρια, ἀντί νά εἶναι πνευματικά θεραπευτήρια πού θεραπεύουν τούς ἀνθρώπους, γίνονται χῶροι οἱ ὁποῖοι ἀρρωσταίνουν, φανατίζουν τούς ἀνθρώπους καί τούς κάνουν πηγές ἀνωμαλίας, ἀφοῦ, ἐκτός ἀπό τά σοβαρά πνευματικά λάθη πού διαπράττονται σέ προσωπικό ἐπίπεδο, δημιουργοῦν ἐκκλησιολογικά καί κοινωνικά προβλήματα, τότε ἔχουμε ἀποτυχία τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ.

Ὁ ὀρθόδοξος ἐκκλησιαστικός μοναχισμός εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας. “Καύχημα γάρ τῆς Χριστοῦ ἐκκλησίας ἡ μοναχική πολιτεία” (ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος). Ὁ μοναχός διακρίνεται ἀπό τήν ἐσχατολογική προσδοκία: “Μοναχός ἐστιν ὁ ἔξωθέν του κόσμου καθήμενος, καί ἀεί δεόμενος τοῦ Θεοῦ, τυχεῖν τῶν μελλόντων ἀγαθών” (ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος). “Μοναχός ἐστιν ἄληκτον φῶς ἐν ὀφθαλμῶ καρδίας. Μοναχός ἐστιν ἄβυσσος ταπεινώσεως, ἐν αὐτή πᾶν πνεῦμα κρημνίσας καί ἀποπλήξας” (ἅγιος Ἰωάννης Κλίμακος).

Ὅταν βρίσκω τέτοιον μοναχό, πέφτω ταπεινά μπροστά του, τοῦ φιλάω τά πόδια, καί ζητῶ τήν εὐλογία του.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 3826