Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Καθημερινότητα καὶ Θεολογικὸ Κήρυγμα

Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη

Τό κήρυγμα στήν Ἐκκλησία παραμένει καί στίς μέρες μᾶς - παρά τήν ἀνάπτυξη πολλῶν μέσων ἐπικοινωνίας - ὡς ἕνα ἀπό τά σημαντικότερα μέσα ποιμαντικῆς καθοδήγησης. Κι’ αὐτό λόγω του ὅτι συνδέεται μέ τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ καί τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, πού κατανύσσουν τήν ψυχή καί “διανοίγουν” τό νοῦ στά πνευματικά νοήματα. Στό βιβλίο “Κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας” ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μᾶς κ. Ἱερόθεος γράφει γιά τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ἐδέσσης Καλλίνικο: “Πολλές φορές ἔλεγε “Ἡ δόξα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι τό ἀσίγητο κήρυγμα”. Καί προσπαθοῦσε νά τό ἐφαρμόζη σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά μήν κάνη καμμιά ἐκκλησιαστική ἀκολουθία χωρίς νά κηρύττη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τό Ποίμνιό του τόν αἰσθάνθηκε περισσότερο στόν χῶρο τοῦ κηρύγματος”.

Πολλοί, ὅμως, δυσανασχετοῦν ὅταν βλέπουν τόν Κήρυκα τοῦ θείου λόγου νά βγαίνη στήν Ὡραία Πύλη ἤ νά ἀνεβαίνη στόν ἄμβωνα. Οἱ δικαιολογίες γι’ αὐτήν τήν δυσανασχέτηση εἶναι πολλές καί ποικίλες. Προκαταβολικά θά ἤθελα νά πῶ ὅτι δέν ἔχουν τόσο σχέση μέ τό κηρυκτικό χάρισμα τοῦ ὁμιλητή, ὅσο μέ τό πνεῦμα πού μεταδίδει ὁ λόγος του καί μέ τήν ψυχική καί πνευματική κατάσταση τῶν ἀκροατῶν του. Ὑπάρχουν ὁμιλητές πού δέν εἶναι καλοί χειριστές τῆς γλώσσας ἀλλά ὁ λόγος τούς μεταδίδει ζωή, ἐπειδή πηγάζει ἀπό ὅλη τήν ὕπαρξή τους, ἡ ὁποία ἔχει μεταμορφωθῆ ἀπό τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπίσης, πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅτι δηλαδή, ὅπως ἡ ὄρεξη γιά τροφή εἶναι ἀπόδειξη τῆς ὑγείας τοῦ σώματος, ἔτσι ἡ διάθεση γιά ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου εἶναι ἀπόδειξη τῆς ὑγείας τῆς ψυχῆς. Ὁ πνευματικά ὑγιής διψάει γιά λόγο Θεοῦ. Ἔχει μιά ἀκόρεστη δίψα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἀντίθετη κατάσταση εἶναι ἀπόδειξη πνευματικῆς ἀσθένειας. Ὁπότε ἡ χωρίς ἐνδιαφέρον θεματολογία τοῦ κηρύγματος καί ἡ “ξύλινη” θεολογική ὁρολογία - ὅσο καί ἄν σέ κάποιες περιπτώσεις ἀποτελοῦν μιά πραγματικότητα - δέν πρέπει νά χρησιμοποιοῦνται ὡς ἄλλοθι, ἀλλά ἡ προσφυγή σ’ αὐτές νά ἀντιμετωπίζεται ὡς “πρόφαση ἐν ἁμαρτίαις”.

Στή συνέχεια θά σχολιάσω δύο ἀπό τίς πολλές θέσεις περί τοῦ κηρύγματος, πού διατυπώνοται κατά καιρούς, καί “ἀναπαύουν”, ὅπως φαίνεται, πολλούς.

Πρώτον, γίνεται συνήθως σκληρή κριτική τοῦ θεολογικοῦ κηρύγματος. Λέγεται ὅτι ὁ λαός δέν θέλει θεολογικά κηρύγματα, γιατί δέν τά καταλαβαίνει, λόγω του ὅτι τά κηρύγματα αὐτά ἀπαιτοῦν κάποια θεολογική παιδεία, γνώση μιᾶς ἐξειδικευμένης ὁρολογίας καί δέν ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν καθημερινή ζωή τοῦ ἁπλοῦ πιστοῦ. Δέν ὑπάρχουν στόν λαό προσλαμβάνουσες παραστάσεις, πού νά καθιστοῦν προσιτά τα νοήματα αὐτῶν τῶν κηρυγμάτων.

Δεύτερον, λέγεται συχνά ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά μπαίνη μέσα στά προβλήματα τοῦ λαοῦ, νά συμπάσχη μαζί του, ἐφαρμόζοντας τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου “χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων”. Αὐτό, βέβαια, εἶναι κάτι πού κάθε πραγματικό μέλος τῆς Ἐκκλησίας τό ζῆ. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπό τήν φιλαυτία καί τόν “ἑσμό τῶν παθών” του, τόσο γίνεται κοινωνικότερος, δηλαδή εὐαίσθητος στή χαρά καί τόν πόνο τοῦ συνανθρώπου του. Αὐτό, λοιπόν, πού εἶναι φυσικό γιά τά πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἐφαρμόζεται ἀπό τούς ποιμένες συνήθως στήν προσωπική - ἐξατομικευμένη - προσέγγιση τῶν ἀνθρώπων, πρέπει νά χαρακτηρίζη καί τό κήρυγμα, τή γενική, δηλαδή ποιμαντική καθοδήγηση. Ἔτσι τό κήρυγμα πρέπει νά ἀναφέρεται στά ποικίλα καθημερινά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουν οἱ Χριστιανοί, σέ ὅλους τους χώρους τῆς ζωῆς καί τῆς δράσεώς τους: οἰκογενειακή, ἐπαγγελματική, κοινωνική κ.τ.λ.

Σ’ αὐτές τίς θέσεις ὑπάρχουν στοιχεῖα ἀλήθειας, ἀλλά καί στοιχεῖα πού συνιστοῦν τόν κίνδυνο τῆς ἐκκοσμίκευσης γιά τήν Ἐκκλησία. Εἶναι προφανής ὁ κίνδυνος νά ἐκτραπῆ τό κήρυγμα σέ στείρα ἠθικολογία ἤ στήν ἐνασχόληση μέ ποικίλα θέματα τῆς ἐπικαιρότητας ἄσχετα μέ τό πνεῦμα καί τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολλοί θεωροῦν θεολογικό κήρυγμα τή διανοητική ἀνάλυση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, μέ τή χρησιμοποίηση τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας τῶν ἁγίων Πατέρων, πού καθιερώθηκε στούς ἀγῶνες τούς ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦσαν στίς αἱρετικές τους διδασκαλίες ὅρους τῆς φιλοσοφίας. Τά κηρύγματα αὐτά - ἀναγκαῖα σέ κάποιες περιπτώσεις - ἱκανοποιοῦν μιά κατηγορία πιστῶν, πού ἔχουν ἀντίστοιχες ἀνησυχίες καί παιδεία, ἀφήνουν ὅμως ἀδιάφορη μεγάλη μερίδα τοῦ λαοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὅμως, δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε, ὅτι ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀπό τήν φύση τοῦ θεολογικός, γιατί εἶναι ἔκφραση τῆς ἐμπειρίας πού ἀποκτοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας στή σχέση καί κοινωνία τους μέ τόν Θεό. Σκοπός αὐτοῦ του λόγου δέν εἶναι νά ἐγγίση καί νά λύση τά ἐπίγεια προβλήματα τοῦ κόσμου, ἀλλά νά καθοδηγήση τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας στή μεγάλη ἔξοδό του ἀπό τή φθορά καί τή θνητότητα, τίς ὁποῖες κραταιώνουν τά πάθη τῆς καθημερινότητας. Γι’ αὐτό, ἐνῶ κινεῖται μέσα στήν καθημερινότητα τοῦ κόσμου, δέν ἐγκλωβίζεται σ’ αὐτή. Ἀνοίγει τό δρόμο γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι γεγονός ὅτι ὑπάρχει στόν κόσμο πολύς πόνος• πόνος σωματικός, ἀλλά καί πόνος ψυχικός. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ πονάει καί αὐτό πού περιμένει ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι λόγος παρακλήσεως, παρηγοριά πού νά ἀνακαινίζει τίς ψυχικές του δυνάμεις. Δέν περιμένει “παρηγοριές καί ψέματα”, ἀλλά λόγο ἀληθείας. Δέν θέλει νά ξεχασθῆ μέσα στήν εὐδαιμονία ἑνός ὄμορφου παραμυθιοῦ, ἀλλά θέλει νά θεραπευθῆ ἀπό τίς αἰτίες πού κάνουν τόν πόνο τοῦ ἀνέλπιδο, ἀτελέσφορο. Ἡ ἀπελπισία πού ὑπάρχει στόν κόσμο γίνεται καταστροφική ὅταν δέν μπορεῖ νά βρῆ κανείς νόημα στίς θλίψεις καί τίς ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό εἶναι σημαντική ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, τή ζωή του στόν Παράδεισο, τήν πτώση του, τήν ἀμαύρωση τοῦ “κατ’ εἰκόνα”, τήν ἀνακαίνισή του ἀπό τόν Χριστό, τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ κατά τήν Πεντηκοστή, τόν τρόπο τῆς ζωῆς πού ἐμπνέει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ὅταν προσεγγισθῆ μέ πίστη, στηρίζει τή διάνοια, δίνει αἰσιόδοξη προοπτική στή ζωή καί ἐξηγεῖ τόν πόνο• τόν κάνει, ἀπό αἰτία πνιγμοῦ τῆς ψυχῆς σέ ἀδιέξοδα, ὑλικό ἀσκήσεως, ἡ ὁποία “ὑπομονήν κατεργάζεται, ἡ δέ ὑπομονή δοκιμήν, ἡ δέ δοκιμή ἐλπίδα” καί ἡ ἐλπίδα αὐτή δέν ἀπογοητεύει. Ἡ παρηγοριά δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεολογία της• ὁ λόγος πού μιλᾶ γιά τό ὅτι ὁ “Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί” καί “ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἠμῶν ὑπέρ ἠμῶν ἀπέθανε”, ἀφήνοντάς μας τόν ἑαυτό τοῦ ὑπόδειγμα γιά νά “ἐπακολουθήσουμε τοῖς ἴχνεσιν αὐτού”, ὥστε νά γίνουμε, ὅταν “φανερωθῆ, ὅμοιοι αὐτώ”, γιατί θά τόν δοῦμε “καθώς ἐστί”.

Τό θεολογικό κήρυγμα εἶναι αὐτό πού ἑτοιμάζει τόν κόσμο νά συναντηθῆ καί νά συμβιώση μέ τόν Θεό. Αὐτή ἡ “συμβίωση” δέν ἔχει σχέση μέ δυσνόητες ἔννοιες, ἀλλά μέ τήν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς. Τό θεολογικό κήρυγμα, λοιπόν, εἶναι αὐτό πού βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἐπιθυμήση τήν ἁπλότητα καί καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, γιά νά μπορεῖ νά ζῆ μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγή τῆς θεολογίας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ