Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Θεομητορικὸ Πανηγύρι

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κάθε θεομητορική ἑορτή εἶναι ὑπόθεση χαρᾶς γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀκριβῶς γιατί ἡ Παναγία δόξασε τό ἀνθρώπινο γένος, μέ τό νά γίνη τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού δώρισε τήν σάρκα της γιά νά ἐνανθρωπίση τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι, οἱ ἁγιογράφοι συναγωνίζονται στήν παρουσίαση τῆς ἀξίας τοῦ προσώπου τῆς Παναγίας μας, πού εἶναι ἡ χαρά τῶν Ἀγγέλων, ἡ δόξα τῶν ἁγίων, ἀλλά καί ἡ προστασία ὅλων των ἀνθρώπων πού πάσχουν καί ὑποφέρουν ἀπό ποικίλα προβλήματα, τά ὁποῖα συνδέονται στενά μέ τόν ἀνθρώπινο βίο.

Μεταξύ των πολλῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν σημαντική θέση κατέχει ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού ἀποκτᾶ μεγάλη σημασία καί ἀξία τόσο ὡς πρός τό περιεχόμενό της, ἀφοῦ ἡ Παναγία νίκησε τήν φθορά καί τόν θάνατο, μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο καί ὡς πρός τόν χρόνο πού ἑορτάζεται, γι’ αὐτό καί ἔχει ὀνομασθῆ τό Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ.

Συμμετέχοντας σέ αὐτό τό μεγάλο θεομητορικό πανηγύρι θά ἤθελα νά παρουσιάσω δύο εἰκόνες πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας γιά νά δείξη τό πάνσεπτο, παναμώμητο καί ἁγιασμένο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας.

Ἡ μία εἰκόνα πού παρουσιάζει αὐθεντικά το πρόσωπο καί τό ἔργο τῆς Παναγίας μας, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ὀφθαλμοῦ. Πράγματι, ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση, μέ τήν Παναγία, ἀπέκτησε ὀφθαλμό. “Νύν ἡ φύσις τῶν ἀνθρώπων ἐνεργόν ἔλαβε ὀφθαλμόν”. Πρίν γεννηθῆ ἡ Παναγία καί δεχθῆ μέ ὑπακοή νά γίνη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν τυφλή, δέν μποροῦσε νά δή τόν Θεό. Βέβαια, ὑπῆρχαν οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη πού ἔβλεπαν τόν Θεό, ἀλλά αὐτό ἦταν προσωρινό, ἀφοῦ δέν μποροῦσαν νά ὑπερβοῦν τόν θάνατο. Ἔτσι, γενικά ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση, μετά τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ὁμοίαζε μέ τόν τυφλό ἄνθρωπο, ἀφοῦ περιφερόταν δεξιά καί ἀριστερά, λατρεύοντας ψεύτικους θεούς. Καί αὐτό ἦταν φυσικό, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τόν ἀληθινό Θεό, καί σκοτίσθηκε πνευματικά. Ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἦταν συνέπεια τῆς ἀπώλειας τῆς λατρείας καί τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, αὐτά πού ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν οἱ Προφῆτες καί οἱ δίκαιοί της Παλαιᾶς Διαθήκης τά εἶδε ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.

Ἡ Παναγία ἦταν καί εἶναι ὁ πνευματικός ὀφθαλμός τῆς οἰκουμένης. Ὅπως μόνον στόν ὀφθαλμό προσφέρεται τό φῶς καί δί’ αὐτοῦ λαμβάνουν ἀξία καί τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, ἔτσι μόνον στήν Παναγία δόθηκε τό φῶς τό ἀληθινό καί δί’ αὐτῆς, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς οἰκουμένης, προσφέρθηκε τό φῶς σέ ὅλα τα μέλη, δηλαδή σέ ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.

Ἡ ἄλλη εἰκόνα πού συνδέεται μέ τό ἔργο τῆς Παναγίας μᾶς εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ πῆρε χῶμα ἀπό τήν γῆ, καί στήν συνέχεια ἐνεφύσησε ψυχήν. Ἡ γῆ συνετέλεσε, ἀφοῦ ἀπό ἐκεῖ πῆρε ὁ Θεός τήν ὕλη γιά νά τήν μεταπλάση καί νά κατασκευάση τό σῶμα, ἀλλά δέν ἔκανε κάτι ἀπό τόν ἑαυτό της, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ γῆ δέν ἔχει ἐλευθερία, γιά νά ἐρωτηθῆ καί νά ἀποφασίση.

Αὐτή ἡ εἰκόνα προσαρμόζεται πρός τήν ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου πού ἔγινε διά τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν Παναγία, ἀλλά μέ μιά διαφοροποίηση. Δηλαδή, ἡ Παναγία εἶναι ἡ νέα γῆ, ἀπό τήν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ νέος ἄνθρωπος, ἀλλά ἐνῶ ἡ γῆ κατά τήν πρώτη δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου δέν συνήργησε μέ τήν θέλησή της, ἀφοῦ δέν εἶχε ἐλευθερία, ἡ Παναγία κατά τήν δεύτερη δημιουργία, εἵλκυσε τόν Ἴδιο τόν Τεχνίτη καί Δημιουργό μέ τήν ἀρετή καί τήν ζωή της, καθώς ἐπίσης εἶναι ἐκείνη πού ἐκίνησε τήν χείρα τοῦ Δημιουργοῦ στήν ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ Παναγία εἶναι παράκλητος ὑπέρ ἠμῶν στόν Θεό, πρίν ἀκόμη ἔλθη ὁ Παράκλητος, δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Οἱ δυό αὐτές εἰκόνες δείχνουν τό μεγαλεῖο της Παναγίας, ἀλλά καί τό μεγάλο καί σημαντικό ἔργο πού ἐπιτέλεσε στήν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς σέ κάθε θεομητορική ἑορτή, ἀλλά ἰδιαιτέρως στήν παροῦσα ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ἀποδίδουμε τήν ἀγάπη μας. Δί’ αὐτῆς βλέπουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καί ἀντιμετωπίζουμε τά προβλήματα πού μᾶς ταλαιπωροῦν. Δί’ αὐτῆς ἀποβάλλουμε τήν πενυματική μᾶς τύφλωση καί ἀποκτοῦμε τήν θεογνωσία. Διά τῆς Θεοτόκου ὁ Θεός ἀνέπλασε τό ἀνθρώπινο γένος, καί ἐμεῖς μέσα στήν Ἐκκλησία γευόμαστε τήν ἀνάπλαση αὐτή. Ἡ ζωή μᾶς ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καί περιεχόμενο. Γι’ αὐτό ἡ ἀγάπη μας πρός τήν Παναγία εἶναι ἀνταπόδοση τῶν ὅσων ἐκείνη ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά κάνη γιά μᾶς.

Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τήν ἱστορία καί τά προβλήματά του. Γιά ὅλα αὐτά πρέπει νά καταφεύγουμε στήν Παναγία, πού εἶναι ζωντανή καί ἀκούει τίς προσευχές μας. Αὐτό δέν εἶναι χίμαιρα καί οὐτοπία, ἀλλά μιά ἁπτή πραγματικότητα. Ὁ λαός μᾶς ἔχει μεγάλη ἐμπειρία πάνω στό θέμα αὐτό. Βλέπει, ἀκούει καί αἰσθάνεται τήν Παναγία σέ δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς του. Αὐτή τήν παράδοση πρέπει νά καλλιεργήσουμε. Γιατί ἐμεῖς ὡς λαός ἔχουμε κάτι βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο, ἔχουμε ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους. Καί εἶναι γεγονός ὅτι ὁλόκληρος ὁ κόσμος σήμερα ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτή τήν προοπτική, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη δυνατή νά μᾶς ἑξαξάγη ἀπό τούς μονόδρομους τῆς παρούσης ζωῆς, καί τά ἀδιέξοδά της σημερινῆς μονοδιάστατης καί μονοσήμαντης, καί γι’ αὐτό, πολυτάραχης κοινωνίας.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς ἅς εὐχηθοῦμε νά βρισκόμαστε κάτω ἀπό τήν θεομητορική σκέπη τῆς Παναγίας, ὥστε, ἑνωμένοι μαζί της, νά μποροῦμε καί ἐμεῖς νά ἔχουμε πνευματικό ὀφθαλμό γιά νά βλέπουμε τά μεγαλεῖα του Θεοῦ, τήν τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἐπίσης καί τόν τρόπο πού μπορεῖ νά ἐπιτευχθῆ ἡ ἀνάπλαση καί ἀναδημιουργία μας.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ