Γράφτηκε στις .

Γερασίμου Στυλιανοῦ: Α' Χαρίσματα καὶ χαρισματικοί

Γερασίμου Στυλιανοῦ

Συνεχίζοντας τά ἄρθρα μᾶς σχετικά μέ τήν Πεντηκοστιανή κίνηση, πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὅλοι οἱ Πεντηκοστιανοί “χαρισματικοί καί ἀναγεννημένοι” ἑρμηνεύουν τά πνευματικά φαινόμενα καί τίς “ἐμπειρίές” τους ὡς παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί πιστεύουν ὅτι χαριτώθηκαν, ἐπειδή θεωρήθηκαν ἄξιοί της πίστεώς τους. Τό γεγονός ὅτι ἔλαβαν χαρίσματα ἀποδεικνύει τήν ἀναμαρτησία καί τόν ἁγιασμό τους. Καί βέβαια στηρίζονται στό χωρίο τοῦ Παύλου: “Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίω” (Ἅ' Κορ. Ἰβ', 3). Ἰσχυρίζονται δηλαδή ὅτι ὅποιος λέγει τόν Ἰησοῦ Κύριο, ἔχει Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλιῶς δέν μπορεῖ νά τόν προσφωνήση Κύριο.

Ὅταν πάλι προφητεύουν, λένε: “Τάδε λέγει Κύριος”, νομίζοντας ὅτι μέ τοῦτο τόν τρόπο εἶναι κάτοχοι ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων καί καταστάσεων. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ πῶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιο πού “ἐνοικεί” στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ δημιουργεῖ νέα πραγματικότητα πού γίνεται αἰσθητῆ στόν πνευματοφόρο ἄνθρωπο. Αὐτό δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τίς ἐξωτερικές τεχνικές των Πεντηκοστιανῶν, ἀλλά προϋποθέτει τήν μετάνοια, πού εἶναι ἀποτέλεσμα θείας ἐνεργείας καί ἀνθρωπίνης προσπαθείας. Τό ἀληθινό χάρισμα δέν δίδεται στόν ἄνθρωπο, ἐάν δέν ὑπάρχει πνευματική πρόοδος.

Αὐτός πού θέλει νά καταστῆ δέκτης τῶν ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων, πρέπει νά ἀγωνιστῆ, νά συσταυρωθῆ μέ τόν Κύριο καί νά τελειωθῆ. Τά χαρίσματα πού προσφέρει ὁ Θεός καί ἀποτελοῦν πραγματικότητα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, χαρίζονται στίς ταπεινές ψυχές μέ βάση τήν θεία ἐνέργεια• δέν μπορεῖ νά ἀποτελῆ ἀποτέλεσμα ἐκβιασμοῦ στόν Θεό. Ὁ Θεός προσδιορίζει πότε καί σέ ποιόν θά ἔλθη ἡ Χάρη. Ὁ ἄνθρωπος δέχεται τήν Χάρη καί ταπεινώνεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἅς μή ξεχνοῦμε ὅτι τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχουν σκοπό τήν οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν κάποιος δέν εἶναι ἑνωμένος μέ τό “Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας” δέν ἔχει ἀληθινό χάρισμα, ἀλλά διακατέχεται ἀπ’ τό πνεῦμα τῆς πλάνης.

Β' Ποιές εἶναι οἱ ἐμπειρίες τῶν Πεντηκοστιανῶν;

Οἱ ἐμπειρίες τῶν Πεντηκοστιανῶν δέν ἀποτελοῦν ἁγιοπνευματικούς καρπούς, ἀλλά στηρίζονται σέ εἰδικές τεχνικές. Ἅς δοῦμε π.χ. τίς ἐμπειρίες μιᾶς μεγάλης πεντηκοστιανῆς κίνησης στήν χώρα μας, τῆς “Ἐλευθέρας Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας”. Αὐτή ἡ κίνηση προβάλλει στόν ἄνθρωπο τό καυτό ἐρώτημα: “Ποῦ πᾶμε; Τί θά γίνουμε;”, καί τονίζει πῶς ὁ καιρός τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ πλησιάζει, ἀφοῦ ἡ ἀνθρωπότητα ὁδηγεῖται στό χειρότερο. Οἱ χριστιανικές ἐκκλησίες ταυτίζονται μέ τήν “πόρνη Βαβυλώνα”, ἐνῶ τήν σωτήρια ὁδό ἐκπροσωπεῖ ἡ ἐκκλησία τῶν ἐκλεκτῶν.

Σ’ αὐτήν τήν ὁμάδα γίνεται στήν ἀρχή κήρυγμα, στό ὁποῖο ἐντάσσονται διάφοροι ὕμνοι. Κάποια στιγμή γίνεται ἀπ’ τόν ποιμένα τό πρῶτο βῆμα σωτηρίας στούς προσηλύτους: “Ἄν κάποια ψυχή θέλει νά σωθῆ, ἅς γονατίσει ἐδῶ κι ἅς πεῖ: “Χριστέ μου, σῶσε μέ, ἐλέησε μέ, σφράγισε μέ, μέ τό πνεῦμα σου τό Ἅγιο””. Στήν συνέχεια μέ τό τέλος τοῦ ὕμνου ὁ ποιμένας προτρέπει: “ἐάν σύ θέλεις νά παραδοθῆς στόν Χριστό, νά πῆς: “Κύριες θέλω κι ἐγώ...”, γονάτισε! καί θά σέ σώση...”.

Ὁ ὕμνος ξαναρχίζει κι ἐσύ πρέπει νά πῆς: “Κύριε, σήμερα νά μέ ἀναγεννήσης”. “Σήμερα ἔχω νά πῶ σ’ αὐτούς πού δέν ἀναγεννήθηκαν ὅτι ὁ ἄνεμος εἶναι ἕτοιμος νά πνεύση στήν καρδιά τους”. “Εάν λοιπόν δέν ἀναγεννήθηκες πρέπει σήμερα τό πρωί νά ἀναγεννηθῆς”.

Αὐτή ἡ διαδικασία ἐπαναλαμβάνεται σ’ ὅλες τίς συνάξεις, ὥστε νά καλλιεργῆται ἕνα αἴσθημα κατωτερότητος σ’ αὐτούς πού δέν “ἀναγεννήθηκαν”. Συνεπῶς, τό πρῶτο στάδιο εἶναι ἡ ἀναγέννηση, γιά νά προκύψη τό βάπτισμα μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί τέλος ἡ γλωσσολαλιά.

Τό περιβάλλον σ’ αὐτές τίς συνάξεις εἶναι ἐκστατικό, ἡ ψυχολογική πίεση αὐξάνεται, εἰδικά στά μέλη πού δέν “ἀναγεννήθηκαν”, καί ὁ ἐνθουσιασμός ἀφήνεται ἐλεύθερος. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ὅμως καταργεῖται ἡ γνησιότητα τῆς δράσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τῶν Ἀποστόλων μας, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά προσαρμόζη τίς φυσικές δυνατότητες στήν ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κατά συνέπεια νά ὑποπίπτη σέ δαιμονικές καταστάσεις.

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι οἱ Πεντηκοστιανοί διδάσκουν πῶς βασική προϋπόθεση γιά τό “πνευματικό βάπτισμα” εἶναι τό φαινόμενο τῆς γλωσσολαλιᾶς. Ἡ συγκεκριμένη διδασκαλία ἀποτέλεσε μιά βασική αἰτία γιά τήν διάσπαση τῆς πεντηκοστιανῆς κίνησης. Ὅμως σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη ἄποψη ἡ “ἐν Ἁγίω Πνεύματι” ζωή προϋποθέτει τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Κάθετι πού προκαλεῖ τόν ἄνθρωπο νά γνωρίση καί νά συναντήση τόν Θεό ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, εἶναι αἱρετικό.