Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Μεταξὺ δύο Αἰώνων

Εἰσαγωγή τοῦ ὁμότιτλου βιβλίου τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου πού θά κυκλοφορήσει ἐντός του Μαρτίου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ζοῦμε σέ μιά ὁριακή ἐποχή ἀπό πλευρᾶς χρόνου, καθώς βρισκόμαστε στό μεταίχμιο μεταξύ του εἰκοστοῦ (20ού) καί τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου (21ου) αἰῶνος. Οἱ ἄνθρωποι πανηγυρίζουν αὐτό τό σημαντικό γιά τήν ἱστορία γεγονός, ἀλλά ὅμως εἶναι ἀμφίβολο ἄν πρέπη νά πανηγυρίζουν θεαματικά. Τά σοβαρά καί μεγάλα γεγονότα ἀντιμετωπίζονται μέ σοβαρότητα. Καί αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι τέτοιοι ἐπέτειοι ἑορτάζονται μέ αὐτογνωσία, αὐτοκριτική, μέσα στά πλαίσια σοβαρῆς μελέτης γιά τό ἄν μποροῦμε νά σταθοῦμε στό ὕψος τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ μηνύματος πού προσέφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί μέ τήν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ἄν ἐξετάζαμε τήν συμπλήρωση τῆς δεύτερης χιλιετίας μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτήν, τότε δέν θά ἑορτάζαμε κοσμικά, ἀλλά θά συστήναμε χρόνους μετανοίας, γιατί πολλοί Χριστιανοί ἔχουν ἀλλοιώσει τό μήνυμα καί τόν σκοπό τῆς θείας ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας.

Ἔχω τήν γνώμη ὅτι πρέπει νά στεκόμαστε μέ ὑπευθυνότητα ἀπέναντί σε κάθε ἱστορικό γεγονός, καί μάλιστα ὅταν αὐτό εἶναι ἐκκλησιαστικό, ἀκριβῶς γιατί ὅλες οἱ στιγμές φορτίζονται ἀπό τά γεγονότα τοῦ παρελθόντος καί ἐμπνέονται ἀπό τήν ἐσχατολογική ἀτμόσφαιρα. Ἰδίως αὐτό πρέπει νά συμβαίνη στά ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, ἀκριβῶς γιατί ὁ χρόνος στήν Ἐκκλησία ἀποκτᾶ καί προσλαμβάνει ἄλλη διάσταση καί προοπτική.

Μέσα στά πλαίσια αὐτά, τά δύο τελευταῖα χρόνια, ἀνέπτυξα διάφορα θέματα, ὅταν κλήθηκα νά ὁμιλήσω σέ διάφορες συναντήσεις, ἤτοι συνέδρια, σεμινάρια, συγκεντρώσεις. Πάντοτε εἶχα τήν αἴσθηση τῆς φθαρτότητος τοῦ χρόνου καί τῆς ἱστορίας, ἀλλά καί τῆς ἀνακαινίσεως τῆς ἱστορίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καθώς ἐπίσης καί τῆς ἐμπνεύσεώς της ἀπό τά ἔσχατα, τά ὁποῖα ἦλθαν στήν ἱστορία μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά συγχρόνως εἶναι καί προσδοκώμενα.

Βέβαια, τά κείμενα αὐτά ἔχουν γραφή καί μέσα στήν προοπτική ὅτι ἐνῶ ἡ ἀποκαλυπτική Ἀλήθεια, πού παραδόθηκε ἀπό τόν Χριστό καί διαφυλάσσεται μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀναλλοίωτη καί αὐτή μόνη θεραπεύει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στήν θέωση, ἐν τούτοις ὅμως ἀπό μερικούς Χριστιανούς ἔχει ἀλλοιωθῆ, ἔχει παραχαραχθῆ. Ἔτσι, παρουσιάζεται στά κείμενα αὐτά τόσο ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως, ὅσο καί ἡ παραχάραξή της, καί αὐτό ἀποτελεῖ μιά ἀστοχία, ὁπότε δίνεται ἡ εὐκαιρία μέ τήν συμπλήρωση τῶν 2000 ἐτῶν νά γίνη ἡ ἀπαραίτητη αὐτοκριτική καί ἐπαναφορά στήν σώζουσα ἀποκαλυπτική ἀλήθεια.

Θεώρησα καλό νά συγκεντρώσω σ’ ἕναν τόμο ὅλες αὐτές τίς εἰσηγήσεις, ὁμιλίες, διαλέξεις, πού ἔγιναν στό διάστημα αὐτῶν τῶν δύο χρόνων, ἐντός καί ἐκτός της Ἑλλάδος, γιά νά ἐκδοθοῦν, ὥστε ὁ τόμος αὐτός νά ἀποτελέση μιά ποιμαντική φωνή μαρτυρίας καί ὁμολογίας, διαμαρτυρίας καί προσδοκίας, ἀποτυχίας καί ἐλπίδας, κραυγῆς καί ἱκεσίας, οἰκοδομῆς καί παρακλήσεως.

Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου “μεταξύ δύο αἰώνων” ἐκφράζει δύο πραγματικότητες. Ἡ μία εἶναι ὅτι πράγματι βρισκόμαστε στό μεταίχμιο μεταξύ του εἰκοστοῦ (20ού) καί εἰκοστοῦ πρώτου (21ου) αἰῶνος, ἀφοῦ τό ἔτος 2000 εἶναι τό τελευταῖο ἔτος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος καί μέσα στόν αἰώνα αὐτόν πού ἔρχεται, ἀργά ἤ γρήγορα, καί αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, θά γίνη ἡ ἀπόθεση τοῦ σκηνώματός μας καί θά ἀνατείλη μιά ἄλλη ζωή, πού τώρα εἶναι ἄγνωστη σέ μᾶς. Ἡ ἄλλη πραγματικότητα εἶναι ὅτι ζοῦμε στό μεταίχμιο μεταξύ της βιολογικῆς καί τῆς μελλούσης ζωῆς. Εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τήν παροῦσα ζωή παρόντα αἰώνα καί τήν ἄλλη ζωή μέλλοντα αἰώνα. Καί μάλιστα ὁ Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι στόν ἄνθρωπο δόθηκε Νόμος ὥστε τήν “ἐν οὐρανοῖς εὐταξίαν σκιαγραφεῖν ἐπί τῆς γής”. Ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον πρέπει νά βλέπη πρός τόν μέλλοντα αἰώνα, ἀλλά νά συντονίζη τήν ἐπίγεια ζωή μέ τήν ἀτμόσφαιρα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Ἑπομένως, ὄχι μόνον τό ἔτος πού διερχόμαστε, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ζωή μᾶς πρέπει νά κινῆται καί νά ἐμπνέεται ἀπό τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας μᾶς μεταξύ των δύο αἰώνων. Ἡ ζωή μᾶς ἐμπνέεται ἀπό τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἀλλά καί ὁδηγούμαστε μέ νοσταλγία πρός αὐτήν. Ζοῦμε τώρα σέ τόπο ἐξορίας καί νοσταλγοῦμε τήν ποθεινή πατρίδα, τήν ὁποία μέσα στήν Ἐκκλησία γευόμαστε ἀπό τώρα ἀμυδρῶς.

Ὅλα τα κείμενα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, καίτοι ἐγράφησαν ἀπό διαφορετική αἰτία καί ἀφορμή, ἐν τούτοις κινοῦνται μέσα στήν ὀρθόδοξη ἐσχατολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τά ἔσχατα εἶναι ὡς τά πρῶτα, δηλαδή ὅπως ἡ προπτωτική κατάσταση καί ἀκόμη ὑψηλότερα, ἀλλά συγχρόνως τά παρόντα εἶναι ἐμποτισμένα ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ εἴσδυση τῶν ἐσχάτων μέσα στήν ἱστορία, καθώς ἐπίσης καί τά ἔσχατά της Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι τροφή ἀλλά καί πείνα, πλησμονή ἀλλά καί ἀκόρεστη δίψα, ἀνάπαυση ἀλλά καί ἀσίγαστη ὁρμή.

Καί αὐτά ἀκόμη τά ἱστορικά καί κοινωνικά θέματα πού ἀναπτύσσονται μέσα στό βιβλίο αὐτό ἑρμηνεύονται μέσα ἀπό τήν προοπτική της θεολογίας, τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, τῆς ποιμαντικῆς καί τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, δέν μποροῦσε νά γίνη διαφορετικά, ἀφοῦ ἡ θεολογία εἶναι τρόπος ζωῆς, ἐμπειρία ἀποκάλυψης.

Ὁ Χριστός ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος, τό Α καί τό Ω, ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, νά εὐλογήση ὅλους μας ὥστε νά κινούμαστε πρός τόν μέλλοντα αἰώνα, καί νά μήν ἀπολυτοποιοῦμε τόν παρόντα αἰώνα.

Ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀπέστειλε δύο μαθητᾶς του νά ρωτήσουν τόν Χριστό, ὥστε προφανῶς οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές νά πληροφορηθοῦν ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ τήν ἀποστολή Του: “σύ εἰ ὁ ἐρχόμενος ἤ ἕτερον προσδοκῶμεν;” (Ματθ. ἴα', 4). Πολλοί ἄνθρωποι σήμερα ἐπαναλαμβάνουν τό ἐρώτημα αὐτό. Ὀφείλουμε νά δώσουμε τήν ἀπάντηση ὅτι ὁ Χριστός, ὁ ἀναμενόμενος ἀπό τούς Ἰουδαίους καί ὅλους τους πρό Χριστοῦ ἀνθρώπους, εἶναι ὁ ἐλθῶν καί ἁγιάσας ἠμᾶς, Αὐτός εἶναι καί ὁ ἐρχόμενος μέσα στόν ὑπαρξιακό μας χῶρο, ἀλλά ταυτόχρονα Αὐτός εἶναι καί ὁ προσδοκώμενος μέ ὅλη Του τήν δόξα καί μεγαλοπρέπεια, πού θά γίνη μέ τήν Δευτέρα Τοῦ Παρουσία.

Μακάρι αὐτό νά γίνη βίωμα, ἀκόρεστος καί ἀσίγαστος πόθος, ζωή καί προσδοκία. Γιατί μέσα ἀπό αὐτήν τήν διαχρονική ἐμπειρία μποροῦμε νά βγοῦμε ἀπό τά ἀσφυκτικά κελλιά τῆς σύγχρονης ζωῆς καί κοινωνίας καί μποροῦμε νά ἐνατενίσουμε τόν ὁρίζοντα τῆς ὑπαρξιακῆς μας ἐλευθερίας.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ