Skip to main content

Οἱ ρίζες τῆς κοινωνίας μας

Ὁ Νικίτα Μιχάλκοφ εἶναι ἕνας διάσημος Ρῶσος σκηνοθέτης, ὁ ὁποῖος πρόσφατα παρουσίασε διάφορες ταινίες του στήν Ἀθήνα, οἱ ὁποῖες ἔκαναν ἰδιαίτερη αἴσθηση. Ἡ ταινία τοῦ “Ψεύτης ἥλιος” βραβεύθηκε μέ Ὄσκαρ τό 1995 καί ἀπό τότε ἀπέκτησε μιά διεθνῆ ἀναγνώριση. Ζῆ στήν Ρωσία καί τελευταία ἔδωσε συνέντευξη στόν Θανάση Λάλα, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στό “Βήμα” τῆς 27ης Φεβρουαρίου 2000.

Στήν συνέντευξη αὐτή ἀποκαλύπτει τήν προσωπικότητά του καί τήν πίστη στόν Θεό πού τόν διακρίνει. Καί κυρίως παρουσιάζει ὅτι διαπνέεται ἀπό τήν παράδοση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ, ὅπως διαμορφώθηκε μέ τήν ἐπίδραση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Γιατί πραγματικά ὁ Ρωσικός λαός ἔχει διαποτισθῆ ἀπό τήν πίστη πού εἶναι τελικά ἡ ἀποκαλυπτική ἀλήθεια, ἀλλά καί τρόπος ζωῆς, πού ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό τήν ζωή τῶν ἀσκητῶν καί μάλιστα τῶν ἀσκητῶν πού διαπνέονταν ἀπό τήν νηπτική ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Στήν συνέχεια θά καταγράψω τήν ἐρώτηση πού τοῦ ἔγινε καί τήν ἀπάντησή του πάνω σε ἕνα σοβαρό θέμα πού ἔχει σχέση μέ τήν παράδοση τοῦ λαοῦ.

“Ερώτηση: Ἀλήθεια, ποῦ πιστεύετε ὅτι ἔγινε τό λάθος στόν ὑπαρκτό σοσιαλισμό;

Ἀπάντηση: Θά σᾶς μιλήσω μόνο γιά τήν Ρωσία... Γιά ἐμᾶς Θεός δέν σημαίνει νά πηγαίνεις κάθε Κυριακή στήν ἐκκλησία οὔτε νά γράφεις γράμματα στούς γονεῖς σου ἀποδεικνύοντας ὅτι εἶσαι καλό παιδί. Γιά τήν Ρωσία Θεός ἦταν ὁ νόμος, ὅπως εἶναι καί γιά τήν Δυτική Εὐρώπη. Ὁ Ρῶσος ὅμως δέν μπορεῖ νά σεβαστεῖ, νά ἀγαπήσει τούς νόμους πού ἔχουν γραφτεῖ ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους –πόσο μάλιστα ἀπό μή Ρώσους... Τό 1827 ὁ Γκριμπογέντοφ –ἕνας μεγάλος ρῶσος ποιητής– εἶχε πεῖ: “Ρῶσος καί ἐλεύθερος αἰσθάνομαι μόνο στήν ἐκκλησία”. Εἶναι μιά ἀπάντηση αὐτή στήν ἐρώτησή σας. Ἐπί ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, ὅταν ἄρχισαν νά ἀνατινάζουν τίς ἐκκλησίες μας, νά βάζουν φυλακή τούς ἱερεῖς, ὅταν ἀνακοίνωσαν ὅτι θά οἰκοδομήσουν τόν παράδεισο ἐπί τῆς γῆς, ὅταν ξερίζωσαν τή ρίζα πού κρατοῦσε ζωντανό ἕνα ἔθνος ἐπί χίλια χρόνια, μᾶς ἔφεραν ἀντιμέτωπους μέ τήν καταστροφή. Δέν ξέρω ἄν μέ καταλαβαίνετε. Ἦταν μεγάλο λάθος νά ξεριζώσουν τό δέντρο πού μᾶς ἔδινε ἐλπίδα ἐπί ἑκατοντάδες χρόνια. Αὐτό μας πόνεσε, μᾶς ἀποπροσανατόλισε... Αὐτός ἦταν ὁ βασικός λόγος πτώσης τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ στήν Ρωσία.”

Συνειρμικά ὁ λόγος αὐτός μέ ἔφερε σέ μιά ἄλλη πραγματικότητα πού νομίζω εἶναι ἐπίκαιρη νά ὑπογραμμισθῆ.

Βεβαίως, ὁ Ρωσικός λαός ἔχει μιά παράδοση σχετικά μέ τήν πίστη στόν Θεό, μιά παράδοση χιλίων ἐτῶν, ὅταν δέχθηκε τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη τότε Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, αὐτή πού ἐμεῖς ὀνομάζουμε σήμερα Βυζάντιο. Καί αὐτή ἡ πίστη ὡς τρόπος ζωῆς ἦταν ἕνα δυνατό δένδρο πού στήριζε καί τροφοδοτοῦσε τόν Ρωσικό λαό.
Ὅμως αὐτό ἰσχύει περισσότερο γιά μᾶς τούς Ἕλληνας Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἀφοῦ ἔχουμε μιά παράδοση πού δέν λειτουργοῦσε μόνον γιά χίλια χρόνια, ἀλλά πολύ περισσότερο.

Στόν τόπο μᾶς καλλιεργήθηκε μιά ἑλληνική φιλοσοφία ἀπό τήν ἀρχαία ἀκόμη ἐποχή, πρίν ἔλθει ὁ Χριστιανισμός. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι, τραγωδοί, ρήτορες, πολιτικοί ἀνέπτυξαν μιά μεγάλη πολιτιστική παράδοση, ἀσχολήθηκαν μέ τά ἐρωτήματα: τί εἶναι Θεός, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι ὁ κόσμος, ἀπό πού προέρχεται τό κακό πού ἐπικρατεῖ στόν κόσμο κλπ. Σήμερα ὅλες οἱ ἐπιστῆμες, ἡ σύγχρονη φιλοσοφία, ἡ σύγχρονη τέχνη, ἡ ψυχολογία, παίρνουν στοιχεῖα ἀπό τά ἐπιτεύγματα αὐτά. Πρόκειται γιά μιά Θεοκεντρική παράδοση.

Στήν συνέχεια ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστιανισμός καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού ἔφεραν κοντά τα δύο αὐτά ρεύματα, ἤτοι τόν ἑλληνισμό καί τόν Χριστιανισμό, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὅλα τα ἐρωτήματα πού ἔθεσε τό ἀρχαῖο πνεῦμα ἀπαντήθηκαν μέσα ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό λόγο. Καί κυρίως αὐτή ἡ ἑνότητα δέν στάθηκε σέ ἕνα θεωρητικό ἐπίπεδο, ἀλλά ἔγινε τρόπος ζωῆς, πολιτισμός, καθημερινή πράξη, πού ἐμπότισε ὅλες τίς ἐνέργειες τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων πού κατοικοῦσαν σέ αὐτόν τόν τόπο. Δηλαδή, ἔγινε ποίηση, εἰκονογράφηση, ἀρχιτεκτονική, μουσική, κοινωνιολογία, ἀνθρωπολογία, ὑπομονή, ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος ἀντιμετωπίσεως ὅλων των προσωπικῶν καί κοινωνικῶν προβλημάτων. Συνδέθηκε μέ ἀγῶνες τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, γιά τήν ἐλευθερία καί τήν δικαιοσύνη γιά τόν γάμο καί τόν θάνατο, γιά τίς δυστυχίες καί τίς εὐτυχίες του.

Καί πρέπει νά σεβόμαστε αὐτήν τήν μεγάλη παράδοση, πού εἶναι τρόπος ζωῆς. Ἀκριβῶς ἐπειδή αὐτή εἶναι αὐθεντική, γνήσια, ἄντεξε στόν χρόνο καί ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό ὅλους τους ἀνθρώπους διαχρονικά. Γιατί ὅποιος δέν σέβεται τό αὐθεντικό καί γνήσιο, θά ὑποστῆ τίς συνέπειες αὐτῆς τῆς πράξεώς του.

Αὐτό πού σχολιάζει ὁ Μιχάλκοφ, παρατηρήθηκε ἀνάλογα καί στόν τόπο μας. Προσπάθησαν διάφοροι νά περάσουν μιά νέα κοσμοθεωρία πού εἶναι ξένη πρός τήν παράδοση αὐτοῦ του λαοῦ. Δηλαδή, προσπάθησαν νά βελτιώσουν τίς κοινωνικές συνθῆκες ζωῆς, ὄχι μόνον μέ κοινωνικά συστήματα, ἀλλά καί μέ τίς ἰδέες τοῦ διαφωτισμοῦ. Ἐννοῶ ὅτι ὑπάρχει ἕνας ὀρθόδοξος σοσιαλισμός - κοινωνιολογία, καί ἕνας ἄθεος διαφωτιστικός σοσιαλισμός. Οἱ θεωρίες περί κοινοκτημοσύνης καί ἀκτημοσύνης, ὅταν ξεκόβονται ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση, δέν γίνονται ἀποδεκτές ἀπό τόν λαό. Ὅπως ἔγραφε παλαιότερα ὁ Ζουράρις: “Αὐτό ἔπαθαν οἱ κομμουνιστές, μετά τοῦ πιστοῦ τῆς δυτικῆς ἐπιστήμης τους: κανένα δέν ἐνόχλησε ἡ ἀθεΐα τους. Τό ἀνεόρταστον τῆς δυτικόφερτης τελετουργίας τους, εἶναι πού τούς καταδίκασε σέ πορεία μοναξιᾶς, σέ μακράν ὁδόν ἀπανδόκευτον, ἔξω ἀπό τό πανδοχεῖο τῆς ἑλληνομάζωξης, ἐκτός του παλλαϊκοῦ γιορταστικοῦ Νυμφῶνος. Ἔμειναν αὐτεξόριστοι, αὐτέγκλειστοι ἐν τῷ μέσω τῆς δυτικόπληκτης ἐπιστημονικῆς Νυκτός τους, βαθιά νυχτωμένοι, ὄτε οἱ ἔνδοξοι μαθηταί ἐν τῷ νηπτήρι τοῦ δείπνου ἐφωτίζοντο... Νάτην, ἡ καίρια πνευματική καί, ἑπομένως, “νομοτελειακά” πολιτική ἀποτυχία τῆς κομμουνιστικῆς πρότασης ζωῆς: ὁλόσωμη ἡ Ρωμηοσύνη καί “σύμπασα ἡ Ἑλλάς” τοῦ Θουκυδίδη, ἔζησε καί ζεῖ, νῦν καί εἰς τόν αἰώνα, τῷ καιρῶ ἐκείνω καί ἄχρι καιροῦ, πάντα ἀναπνέει ἀργοπεθαίνοντας καί ξανά πεθαίνει, πνέοντας τό ἱερό καί τό ἀνίερό της ρίγος, μέσα στό γιορταστικό, κοινό της ἱερό. Ἥν δέ τό Ἱερόν κοινόν... μᾶς θυμίζει ὁ Ἀριστοτέλης” (Κώστα Ζουράρι, γελᾶς ἑλλάς ἀποφράς, ἔκδ. Ἁρμός, 1995, σέλ. 91).

Τό ἴδιο ὅμως συμβαίνει καί μέ τό ἄλλο ρεῦμα, τό λεγόμενο δυτικό - καπιταλιστικό, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο δόθηκε προτεραιότητα στήν εὐδαιμονία –ἡδονική καί αἰσθητική– παραγνωρίζοντας στήν οὐσία ὅλη τήν δομή τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Μεταφέρθηκε ἕνας πολιτισμός πού εἶναι ξένος πρός τίς αἰώνιες αὐτές ρίζες τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τοῦ χριστιανισμοῦ. Πρόκειται γιά ἕνα κουστούμι πού στολίζει τόν ἐξωτερικό κόσμο, ἀλλά ἐσωτερικά ὑπάρχει μιά κενότητα, μιά κουφότητα.

Οἱ πολιτικοί μας, οἱ ἄνθρωποι τῆς τέχνης, οἱ ἐπιστήμονες πρέπει νά δοῦν αὐτήν τήν πλευρά τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Δέν πρέπει νά προσβάλλουν τήν παράδοση τοῦ λαοῦ μέ τίς βαθειές της ρίζες, γιατί διαφορετικά δέν θά περάση καί ὅ,τι θετικό ἔχουν νά προσφέρουν στήν κοινωνία μέ τίς “νέες-φρέσκιες ἰδέές” τους. Γιατί σέ τέτοια περίπτωση, ἀφ’ ἑνός μέν θά ἀποδοκιμασθοῦν ἀπό τόν λαό, πού ἔχει γνώση αὐτῆς τῆς μακραίωνης παράδοσής του, ἀφ’ ἑτέρου θά παραμείνουν ξένοι ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἔνδοξης καί πονεμένης Ρωμηοσύνης.

Ν.Ι.

  • Προβολές: 2728