Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἱερομάρτυς Εὐσέβιος Ἐπίσκοπος Σαμωσάτων, 22 Ἰουνίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἱερομάρτυς Εὐσέβιος Ἐπίσκοπος Σαμωσάτων, 22 ΙουνίουὉ ἱερομάρτυς Εὐσέβιος, Ἐπίσκοπος Σαμωσάτων, ὑπῆρξεν ὑπέρμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί εὐσεβείας. Ἦταν ὄνομα καί πράγμα Εὐσέβιος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, σέ ἐπιστολή πού τοῦ ἀπευθύνει, τόν ἀποκαλεῖ “στύλον καί ἑδραίωμα τῆς εὐσεβείας• φωστήρα τῆς Ἐκκλησίας καί Κανόνα πίστεως”. Ἔζησε τόν 4ο μ. Χ. αἰώνα, τότε πού ἡ Ἐκκλησία ταλανιζόταν ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν εἶναι τέλειος Θεός ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, ἀλλά κτίσμα τοῦ Θεοῦ δημιουργηθέν ἐν χρόνω. Ἐάν ὅμως συνέβαινε αὐτό, τότε θά ἦταν ἀδύνατη ἡ σωτηρία, ἀφοῦ μόνον ὁ Θεός ἔχει τήν δύναμη νά σώζη. Ἐμεῖς, ὅμως, γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά τόν σώση καί γιά νά καταργήση τά ἔργα τοῦ διαβόλου. Καί τήν ἔλευσή του ὡς Μεσσία καί Σωτήρα τήν ἐπιβεβαίωσε μέ τά θαύματα πού τελοῦσε καί ἐξακολουθεῖ νά τελῆ.

Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἦταν φυσικό ἀντέδρασε ἀμέσως, ὅπως ἀντιδρᾶ ἕνας ὑγιής ὀργανισμός στήν παρουσία ἑνός ξένου σώματος, τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἐπιφέρη στόν ὀργανισμό διάφορες ἀνωμαλίες ἤ ἀκόμα καί τόν θάνατο. Καί ἐάν ἀπό κάποια ἀρρώστια μπορεῖ νά ἐπέλθη ὁ σωματικός θάνατος, ἀπό τήν ἀλλοίωση τοῦ δόγματος, πού εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένο μέ τόν τρόπο ζωῆς καί τήν πνευματική ὑγεία, μπορῆ νά ἐπέλθη ὁ αἰώνιος θάνατος. Γιατί πραγματικός θάνατος εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ζωοποιό Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, συνῆλθε σέ Σύνοδο τήν ὁποία συνεκάλεσε ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος καί κατεδίκασε τήν παραπάνω αἵρεση. Αὐτή ἡ καταδίκη δέν ἦταν ἀποτέλεσμα φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας, ἀλλά πράξη ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας πρός τά μέλη της, καί πρός αὐτούς ἀκόμα τούς αἱρετικούς, τούς ὁποίους δέν τούς θεωρεῖ ἐχθρούς της, ἀλλά ἄρρωστα μέλη της. Ὅμως, αὐτή ἡ γνήσια καί ἀνιδιοτελής ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας προκαλεῖ ὅλους ἐκείνους πού δέν ἔχουν διάθεση νά ἀναγνωρίσουν τά λάθη τους, ἔστω καί ἐάν ἔχουν πεισθεῖ γι’ αὐτά, μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦνται ἀντιδράσεις. Οἱ ἀμετανόητοι αἱρετικοί, ἔχοντες καί τήν κάλυψη τῶν κρατούντων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, χρησιμοποιοῦσαν κάθε μέσο, γιά νά φιμώσουν τήν Ἐκκλησία. Ὅσοι Κληρικοί, καί κυρίως Ἐπίσκοποι, ἀγωνίζονταν γιά νά παραμείνη ἀναλλοίωστη καί ἀνόθευτη ἡ πίστη, ὑπέμειναν διωγμούς, ἐξορίες ἤ καί μαρτυρικό θάνατο, ὅπως καί ὁ ἅγιος Εὐσέβιος, ὁ ὁποῖος θανατώθηκε ἀπό μιά αἱρετική γυναίκα, πού τόν κτύπησε μέ κεραμίδα στό κεφάλι.

Ἡ πλούσια ρωμαίϊκη παράδοσή μας, πού διασώζεται στά ἤθη καί τά ἔθιμα τοῦ λαοῦ μᾶς ἐνοχλεῖ, κατά καιρούς, κάποιους, πού δέν ἔχουν ζυμωθεῖ μαζί της καί δέν γνωρίζουν τόν πλοῦτο καί τήν ἀξία της καί ἐνσυνείδητα ἤ ἀσυνείδητα τήν πολεμοῦν. Ὁ ἀγώνας, γιά νά διαφυλαχθῆ ἀνόθευτη, δέν ἀποτελεῖ πράξη μισαλλοδοξίας καί σκοταδισμοῦ. Ἀντίθετα, εἶναι προσπάθεια γιά τήν διάσωση τοῦ τρόπου ἀπόκτησης τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.

Τά ὅσα συμβαίνουν στόν τόπο μᾶς τίς ἡμέρες αὐτές, ἔφεραν στόν νοῦ μου τά λόγια τοῦ μεγάλου μας λογοτέχνη Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, πού γράφονται στόν πρόλογο τοῦ διηγήματός του “Λαμπριάτικος Ψάλτης”. Ἐπειδή εἶναι ἐπίκαιρα, ἀντιγράφω μερικά χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα: “Μή θρησκευτικά πρός Θεοῦ! Τό Ἑλληνικόν ἔθνος δέν εἶναι Βυζαντινοί, ἐννοήσατε; ... Συμβαδίζουν μέ τά ἄλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει το νά γράψης, ὅτι ὁ Χριστός δέχεται τήν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ καί ὅτι πτωχός ἱερεύς προσέφερε τῷ Θεῶ θυσίαν αἰνέσεως; Καί νά περιγράφης τό ἐσωτερικόν του ναΐσκου, μέ τάς νυσταλέας κανδήλας καί τάς ἀμαυρᾶς μορφᾶς τῶν ἁγίων ὁλόγυρα! Δέν τά ἐννοοῦμεν ἠμεῖς αὐτά. Ἠμεῖς θέλομεν διήγημα, τό ὁποῖον νά εἶναι ὅλο ποίησις, ὄχι πεζή πραγματικότης ... Ὅταν συγγραφεύς ἄλλος καί ἄλλης περιωπῆς, δημοσιεύσας πρό ἐτῶν ἱστορικοφανταστικόν δράμα προέτασσε “χυδαία” ἀληθῶς προλεγόμενα, δί’ ὧν ὕβριζε βαναύσως τήν θρησκείαν τῶν πατέρων του, τότε οὐδείς λόγος ἦτο ὅπως σκανδαλισθῆ τίς, διότι τό πράγμα ἦτο τῆς μόδας ... Ἀλλά ὁ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νά κάμη δημοσία τόν ἄθεον ἤ τόν κσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάση εἰς ὕψος καί φανῆ καί αὐτός γίγας ...”.

Καί καταλήγοντας τονίζει: “Τό ἑλληνικόν ἔθνος ... ἔχει καί θά ἔχη ἀνάγκην διά παντός της θρησκείας του. Τό ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καί ἀναπνέω καί σωφρονῶ, δέν θά παύσω πάντοτε, ἰδίως κατά τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νά ὑμνῶ μετά λατρείας τόν Χριστόν μου, νά περιγράφω μετ’ ἔρωτος τήν φύσιν καί νά ζωγραφῶ μετά στοργῆς τά γνήσια ἑλληνικά ἔθη. “Εάν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλώσσα μου τῷ λάρυγγί μου, ἐάν οὐ μή σοῦ μνησθῶ””.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ