Γράφτηκε στις .

Γεγονός καὶ Σχόλιο: Μετάφραση τῶν λατρευτικῶν κειμένων

Γίνεται εὐρύτατος λόγος στίς ἡμέρες μας γιά τήν μετάφραση τῶν λατρευτικῶν κειμένων, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος καλλιεργώντας ἔντονα τόν ὀρθολογισμό ἀπαιτεῖ νά κατανοῆ λογικά ὅλα τα πράγματα, ἐπειδή ἐνδεχομένως ἔχει ταυτίσει τήν λογική κατανόηση μέ αὐτήν τήν ἴδια τήν ὕπαρξη. Ὅμως, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει μόνο λόγο, ἀλλά καί νοῦ, διάνοια, αἴσθηση, δόξα. Τό θέμα εἶναι μεγάλο, ἀλλά στό μικρό αὐτό σχόλιο θά ἐντοπίσω μόνον δύο σημεῖα πολύ ἐνδιαφέροντα, τά ὁποῖα συνήθως παραθεωροῦνται.

Τό πρῶτο ὅτι στόν ὀρθόδοξο χῶρο ἔγιναν πολλές λανθασμένες μεταφράσεις ὕμνων, εὐχῶν, ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων, ἀλλά ὅμως δέν δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς ἐπειδή ὑπῆρχε ἡ ὅλη ἐκκλησιαστική παράδοση καί ὁ Χριστιανός εἶναι ἐμβαπτισμένος μέσα στήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Καί οἱ λανθασμένες μεταφράσεις δέν ἔβλαψαν τόν πιστό, οὔτε τήν Ἐκκλησία, οὔτε φυσικά ἔγινε ὅ,τι στήν Δύση, στήν ὁποία οἱ λανθασμένες μεταφράσεις ἁγιογραφικῶν κειμένων ὁδήγησαν σέ “αἱρετικές” ἀπόψεις, ἀκριβῶς ἐπειδή δέν λειτουργεῖ ἐκεῖ σε ὅλη τήν ἔνταση καί ἔκταση αὐτή ἡ ἀποκαλυπτική παράδοση καί βιωματική ἐμπειρία. Γιά νά τό ἐκφράσω καλύτερα: ἡ πραγματική μετοχή μας στή θεία Εὐχαριστία μπορεῖ νά ξεπεράση καί ἀποτυχημένες μεταφραστικές προσπάθειες εἴτε στούς ὕμνους εἴτε στίς λειτουργικές εὐχές εἴτε ἀκόμη καί στίς βιβλικές ἐκφράσεις.

Τό δεύτερο εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό πραγματικό καί ὄχι τό μυστικό, ὅπως μᾶς ἔμαθαν οἱ Προτεστάντες νά λέμε, Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἕνας ζωντανός ὀργανισμός. Καί, φυσικά, κάθε ζωντανός ὀργανισμός δέν ὑποτάσσεται σέ τεχνικές μεθόδους καί ἀρχές. Ὁπότε, ὅταν ἡ Ἐκκλησία θεωρήση ὅτι πρέπει νά γίνη κάτι, τότε θά πραγματοποιηθῆ κατά τόν καλύτερο τρόπο. Δέν χρειάζονται ἀγωνιώδεις μέριμνες, ἀνθρωποκεντρικές ἐπιδιώξεις καί “εἰσπηδήσεις” μέ τεχνικούς τρόπους μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Τά μεγαλύτερα ἔργα ἔγιναν καί γίνονται μυστικά, ἤρεμα καί μέσα στήν κατάσταση τῆς σιγῆς. Καί, βέβαια, ὅταν κάνουμε λόγο γιά τήν Ἐκκλησία ἡ ὁποία θά κατανοήση τήν ἀνάγκη ἀλλαγῆς μερικῶν πραγμάτων, ἐννοεῖται ὅτι αὐτό τό ἔργο κάνουν οἱ ἅγιοι. Ὁπότε, ὅ,τι ἀλλαγές πρέπει νά γίνουν στήν ἐκκλησιαστική ζωή, θά γίνουν τήν κατάλληλη ἐποχή, ἀφοῦ τότε ὁ Θεός θά ἐμπνεύση ἁγίους ἀνθρώπους νά τό κάνουν.

Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία. Οἱ ἅγιοι πού ἔλαβαν πείρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ θέλησαν σέ κάποια συγκεκριμένη στιγμή ἀφ’ ἑνός μέν νά ἐκφράσουν αὐτήν τήν ἀναστάσιμη ἐμπειρία, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά καθοδηγήσουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ἡ δημιουργία τῶν ὕμνων εἶναι καρπός ὁμολογίας, ἀλλά καί ποιμαντικῆς προσφορᾶς. Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά δοῦμε τό ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου στόν τομέα τῆς λατρείας, τῶν ἄλλων ἁγίων Πατέρων, ἀκόμη καί τῶν συγχρόνων μας π. Ἰουστίνου Πόποβιτς καί π. Σωφρονίου Σαχάρωφ. Προχώρησαν σέ λειτουργική ἀνανέωση, χωρίς τυμπανοκρουσίες, μέ πνεῦμα Θεοῦ, καί ἔγιναν ἤ θά γίνουν ἀποδεκτές, ἀκριβῶς γιατί ὁ Θεός αὐτές τίς προσωπικότητες τίς ἀνέδειξε μέ θαύματα σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Τό πρόσωπο ἐξαγιάζει καί τούς θεσμούς καί τά ἔργα του.

Κάθε κίνηση μέσα στήν Ἐκκλησία πού γίνεται ἀνθρωποκεντρικά, ἀτομοκεντρικά, παθολογικά, καταλήγει σέ ἀποτυχία. Μόνον ἡ ζωοποιός ζύμη, ἀρτοποιεῖ ὅλο το φύραμα καί τό κάνει ἄρτο εὔγευστο, δυναμοποιό γιά νά θρέψη τήν πραγματική πείνα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ν.Ι.

ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΟ