Γράφτηκε στις .

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Ἡ Ναύπακτος ἀπό τά κείμενα τοῦ Μητροπολίτου Ἰωάννου Ἀποκαύκου (Β')

ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΔΑΚΟΥΛΑ

(συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)

Ὅπως ἔχει ἤδη σημειωθεῖ, στήν Ναύπακτο ὑπῆρχε, κατά τήν ἐποχή τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Ι. Ἀποκαύκου, ὁ Ναός τῆς Πανυμνήτου Θεοτόκου, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει. Ὁ Ναός αὐτός, σημειώνει ὁ π. Ἱερώνυμος Δελημάρης, ὑπῆρχε ἀπό τόν 5ο μ.Χ. αἰώνα, καταστράφηκε δέ ὁλοκληρωτικά ἀπό σεισμό τό 1581. Χτισμένος ὁ Ναός αὐτός ἀπό τόν 5ο ἤδη αἰώνα, δηλαδή μεταξύ 400 καί 500 μ.Χ., εἶχε ὑποστεῖ ζημίες καί ἀπό τήν διαδρομή τοῦ χρόνου καί ἀπό σεισμούς, ἰδιαίτερα δέ ἀπό τόν σεισμό τοῦ 551, γιά τόν ὁποῖο ἔχει γράψει ὁ ἱστορικός των βυζαντινῶν χρόνων Πορφύριος: “.. ἐν τούτω δέ τῷ χρόνω, σεισμοί κατά τήν Ἑλλάδα ἐπιπεσόντες ἐξαίσιοι τήν τέ Βοιωτίαν καί Ἀχαΐαν καί τά περί τόν κόλπον Κρισαῖον κατέσεισαν. Καί χωρία μέν ἀναριθμα, πόλεις δέ ὀκτώ ἔς ἔδαφος καθεῖλεν... καί Ναύπακτος ὅλη... ἔνθα δή καί φόνος γέγονεν ἀνθρώπων πολύς. Καί χάος δέ τῆς γῆς πολλαχῆ ἀποσχισθείσης γεγένηται...”. Ὁ ναός αὐτός, συντηρούμενος ἐπέζησε καί μετά τόν σεισμό τοῦ 1554, ὅταν “σεισμός μέγας εἰς τήν Ἑλλάδα, ὥστε ἐχάλασεν τό Ζητούνη –ἡ Λαμία– ἡ Νέα Πάτρα καί τό Ναύπακτο, ἔπεσαν τά τείχη αὐτῶν ἐκ τοῦ σεισμοῦ τοῦ σφοδρού”, γιά νά καταρρεύση προφανῶς μέ τόν σεισμό τοῦ 1584, “ὅταν σεισμός μεγάλος καί τρομερός ἐγκρέμησε πολλά σπίτια στό Γαλαξείδι, Σάλονα –Λιδωρίκι– καί Ἔπαχτο”.

Σέ ἐργασίες τέτοιες, γιά τήν συντήρηση τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀναφέρεται στήν, μέ χρονολογία 1218, ἐπιστολή του “πρός τόν Τορνίκην κύρ Εὐθύμιον” στήν ὁποία γράφει, ὅτι εἶναι σέ βαθύ γῆρας –60 καί πλέον χρόνων– περιμένοντας τόν θάνατο καί ἀκόμη εἶναι ἀτελείωτος ὁ Ναός τῆς Πολυμνήτου Θεοτόκου• ἐνθυμούμενος δέ, ὡς γράφει, τήν παραίνεση τοῦ Ἡσιόδου, ὅτι δέν πρέπει νά ἐγκαταλείπεται ἀτέλειωτη ἡ οἰκοδομή, γιά νά μήν κράζει, ἐπικαθήμενη σ’ αὐτή ἡ κουρούνα (κορώνη λακέρυζα) καί χωρατεύουν γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι, καί ἀφοῦ τά ἀφορώντα στήν Ἁγία Γραφή, ὅταν δέν τελειώνουν, συνεπάγονται γιά τούς ὑπευθύνους κατηγορίες, τόν παρακαλεῖ: ἐπειδή ὁ προηγούμενος τεχνίτης Ἐπιφάνειος γυναικοκρατεῖται, νά πείσει τόν ἐκεῖ εὑρισκόμενο ζωγράφο κύρ Νικόλαον νά θελήση νά ἐργασθῆ γιά τήν πανύμνητο Θεοτόκο. “Επειδή ἀκόμη εἶναι ἀπαραίτητος καί τεχνίτης ἀγαλματοποιός –ἐρμογλύφος– γιατί οἱ πρόναοι καί ὅσα θά γίνουν ἀπό ξυστούς λίθους κάνουν ἀναγκαία τήν παρουσία καί ἀγαλματοποιοῦ, συνάθροισέ τους κι’ ἐλᾶτε μαζί, ἐγώ δέ, εὐπορώντας, θά σᾶς δώσω χρυσάφι καί ἀσήμι γιά ἀμοιβή, πού ἔχω συγκεντρώσει γιά τόν σκοπό αὐτό”. Μετά τόν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, κατά γεγόμενες ἐργασίες ἐκεῖ ὅπου σήμερα εἶναι ἡ οἰκία τῶν κληρονόμων Μ. Κουμπίου, ἀποκαλύφθησαν ἐρείπια παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς Ἐκκλησίας, πού ὁ καθηγητής τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Βασίλης Κατσαρός ταυτίζει μέ τόν Ναό τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ ὁ ἐπίσης καθηγητής στό Πανεπιστήμιο Ἰωαννίνων Ἀθανάσιος Παλιούρας ὑπεστήριξε ὅτι ὁ ναός αὐτός εἶναι τοῦ 5ου αἰώνα. Μάλιστα, καθώς συνεχίζονται ἀρχαιολογικές ἀναζητήσεις σέ παρακείμενο οἰκόπεδο, στήν ὁδό Καπορδέλη 4, ἔρχονται στό φῶς ἐρείπια μεγάλου κτίσματος, συνδεόμενα, ὅπως λέγουν μέ τά πρῶτα καί μπορεῖ κάποια ἡμέρα νά ἐπιβεβαιωθῆ, ὅτι τό μέγα αὐτό κτίσμα ἦταν ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου. Ἀντίθετα, ὁ ἀείμνηστος Γ. Ἀθανασιάδης Νόβας ὑπεστήριξε, ὅτι ὁ Ναός ἦταν στήν περιοχή τοῦ Ἅ’ Δημοτικοῦ Σχολείου, διότι, ὅπως θυμόταν, ὅταν χτιζόταν τό πρῶτο κτίριο γιά τό σχολεῖο, εἶχαν ἀποκαλυφθεῖ μωσαϊκό ἐποχῆς, μαρμάρινα ἐρείπια, “πολλά ἀρχαιολογικά θραύσματα χριστιανικῆς ἐποχῆς, μαρμάρινοι κιονίσκοι, ὑπέρθυρα, τεμάχια διλόβων παραθύρων”, ἐνῶ παράλληλα ἡ τοποθεσία καί ἡ φυσιογνωμία τοῦ τοπίου ἐπιβεβαίωνε, κατά τόν ἀείμνηστο συμπολίτη μας, ὅτι “ἐκεῖ ἔκειτο τό ἀνακτορίδιον τοῦ Ἀποκαύκου, πρός ἀνατολᾶς τοῦ ναού”, γεγονός πού ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἀποκαυκος, ἔγραψε ὁ Γ. Ἀθανασιάδης Νόβας σέ ἐπιστολή του στήν ὁποία περιλαμβάνεται καί ἡ περικοπή “ἐξῆλθε πρός ἀγρόν καί ὕδωρ πίνει ψυχρόν καί ἀηδόνων ἀκούει”, ποῦ, ἐπιλέγει, σέ πλησμονή ὑπῆρχαν στήν περιοχή αὐτή, στό Νοβέϊκο δηλαδή, μέχρι πρό τινός, περιβόλι.

Πέρα ἀπό τήν συλλογιστική του ἀειμνήστου Γ. Ἀθανασιάδη Νόβα, γιά τήν θέση τοῦ Ναοῦ καί τοῦ Ἐπισκοπείου, ὑπάρχει στήν πρός τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Κωνσταντῖνο μιά περικοπή, κατά τήν ὁποία: ... εὐθύς ὡς ἤκουσε τήν καμπάνα τοῦ ὄρθρου, ἀντιπαρερχόμενος τόν δρόμο τοῦ ἵππου, πάτησε στό δρόμο τοῦ ἐκκλησιαστηρίου, χωρίς νά χρειασθεῖ ν’ ἀνέβει σκάλες, χωρίς νά περπατάει καί νά ἱδρώνει καί ν’ ἀσθμαίνει,... ὅταν δέ κάθεται κοντά στό κρεββάτι του, ἀκούει τούς ψάλτες σά νά εἶναι μαζί τους, πού πρέπει νά θεωρεῖται ὡς δεδομένο, ὅτι Ναός καί Ἐπισκοπεῖο συνέχονται, χωρίς ὅμως νά προσδιορίζεται καί ἡ ἀκριβής των θέση, ἀφοῦ ἡ φράση στήν ἴδια ἐπιστολή: “...διά τήν ὑψηλότοπον ἵδρυσιν τήν ὄψιν τῶν δρώντων πρός τήν ὑποκειμένη θάλασσαν ἀκοντίζοντα” δέν ὑποδηλώνει ἀναγκαία παραθαλάσσια θέση (στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρεται στούς μαρμάρινους ἀναβαθμούς καί τά μαρμαρόστρωτα ὕπαιθρα τοῦ Ἐπισκοπείου). Ἡ ἀπό τούς πανεπιστημιακούς ὑποδεικνυόμενη θέση δέν ἀπεῖχε πολύ ἀπό τήν θάλασσα, πού εἶναι “ὑποκειμένη”, ἦταν περίοπτη λόγω τῆς ὑψομετρικῆς διαφορᾶς ἀπό τήν ἐπιφάνειά της, ἀσφαλής κοντά στά τείχη τῆς πόλης καί ἡ χωροταξική της θέση κεντρική, ἐνῶ στήν θέση αὐτή ρέει ψυχρό ὕδωρ (Βατόβρυση...) καί οἱ περίοικοί της ἀκοῦνε καί σήμερα ἀηδόνια κατά τίς νυχτερινές ὧρες.

Ἐξ ἄλλου εἶναι δεδομένο ὅτι στό οἰκόπεδο, ὅπου σήμερα ἡ οἰκία Α. Σακελλάρη καί τό κτίριο τοῦ Ἐργατικοῦ Κέντρου, ὑπῆρχαν μέχρι τό 1945 τά ἐρείπια τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σωτήρας, βυζαντινῆς τεχνοτροπίας, ἡ ὁποία ἀφοῦ κατά τήν ὀθωμανική κυριαρχία δέν κτίζονταν ναοί χριστιανικοί, οἱ δέ ὑπάρχοντες εἶχαν μετατραπεῖ σέ τζαμιά, πρέπει νά ἦταν πολύ παλαιά, ἐρειπωμένη, λόγος γιά τόν ὁποῖο προφανῶς δέν εἶχε μετατραπεῖ σέ τζαμί, τῶν ὁποίων ἡ θέση στήν πόλη μᾶς εἶναι γνωστή. Σέ κάποια περίοδο θά ὑπῆρχαν ἔτσι οἱ δύο ναοί στόν αὐτό μικρό χῶρο;

Ἀκόμη δέν πρέπει νά διαφεύγη τῆς προσοχῆς μας, ὅτι στήν περιοχή, ὅπου κατά τόν Γ. Ἀθανασιάδη Νόβα ἦταν ὁ Ναός τῆς Θεοτόκου, ὑπῆρχε, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Ὀθωμανοῦ περιηγητῆ Ἐβλιᾶ Τσελεμπῆ, “Μεστζίτ” Δερβίσιδων –σχολή μουσουλμάνων θεολόγων καί ξενῶνες, πού δέν ἀποκλείουν τήν ἀπό τά ἐρείπιά τους προέλευση τῶν εὐρημάτων κατά τήν οἰκοδόμηση τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου.

Μετά ἀπό ἀρχιερατεῖα 32 ἤ 33 χρόνων στόν θρόνο τῆς Μητρόπολης Ναυπάκτου, κατά τήν ὁποία προσέφερε καί ἔργο θεολογικό, ἀλλά καί ἔργο κοινωνικό καί ἐδοκίμασε διώξεις καί πικρίες, ὁ Ι. Ἀποκαυκος ἀναγκάστηκε νά ὑποβάλη τήν 6η Αὐγούστου 1232 τήν παραίτησή του ἀπό λόγους μή ἀναγόμενους στήν θέλησή του. Ἐγκαταστάθηκε στό Μοναστήρι τῆς Κοζύλης, στήν Ἤπειρο, καρεῖς ὡς μοναχός, ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 1233 ἤ 1234.

Τελειώνοντας πρέπει νά εὐχαριστήσω καί ἀπό ἐδῶ τόν π. Ἱερώνυμο Δελημάρη, γιά τήν τιμή τῆς ἀποστολῆς τῆς ἐργασίας του, πού μου ἔδωσε τήν εὐκαιρία καί νά μάθω περισσότερα γιά τόν μεγάλο αὐτόν Ἱεράρχη τῆς Μητροπόλής μας καί νά γράψω, μέ τίς ὅποιες ἀτέλειες, τό ἱστορικό αὐτό σημείωμά μου.