Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ἀναζητώντας τὴν ταυτότητα τοῦ προβλήματος τῶν ταυτοτήτων (Α)

Δημοσιεύουμε στό τεῦχος αὐτό, ὅπως εἴχαμε ὑποσχεθεῖ καί ἐν συνεχεία τοῦ προηγουμένου τεύχους (7ο κεφάλαιο), τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς εἰσήγησης τοῦ Σεβασμιωτάτου γιά τίς ταυτότητες, τήν ὁποία ἐκφώνησε στήν Ἱεραρχία τῆς 6ης Ἰουνίου 2000.

1ο Κεφάλαιο

Θεωρῶ ἰδιαίτερη τιμή καί εὐθύνη πού ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ πρόταση τοῦ Μακαριωτάτου Προέδρου Αὐτῆς κ. Χριστοδούλου μου ἀνέθεσε τήν Προεδρία τῆς εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν ταυτοτήτων καί τώρα μου ἀνέθεσε νά εἰσηγηθῶ στήν Ἱεραρχία τό θέμα: “Ἱστορική ἐξέλιξις τοῦ θέματος τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τά Δελτία τῶν Ἀστυνομικῶν Ταυτοτήτων τῶν Ἑλλήνων Πολιτών”.

Βέβαια, πρέπει νά ὁμολογήσω ὅτι ἀπό τήν ἀρχή ἀντελήφθηκα τήν σοβαρότητα τῆς Ἐπιτροπῆς αὐτῆς καί δίστασα νά ἀποδεχθῶ τήν τόσο τιμητική ἀλλά καί ὑπεύθυνη αὐτή διακονία, ἀλλά τελικά ἔκανα ὑπακοή.

Προβλεπόταν ἀπό πολύ καιρό μιά ἀλλαγή, ὄχι βέβαια ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον τέθηκε τό θέμα τελευταία, ἀλλά φαινόταν καθαρά ὅτι ἐγκυμονεῖτο καί ἐκυοφορεῖτο μιά ἀλλαγή στόν τομέα τῶν δελτίων ταυτοτήτων. Ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80 γινόταν λόγος γιά ἀλλαγή στόν τύπο τῶν ταυτοτήτων καί γι’ αὐτό οἱ Κληρικοί καί ἡ Ἱερά Σύνοδος δεχόταν ἐπανειλημμένως ὀχλήσεις - προκλήσεις.

Πρέπει νά ὁμολογήσω ὅτι στήν ἀρχή, ὅταν μελετοῦσα καί τό θέμα, δέν ἔβλεπα ὅλες τίς προεκτάσεις του, δηλαδή τό ἀντιμετώπιζα ἀποσπασματικά, ἀλλά μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, μέ τήν συνεχῆ μελέτη, ἔβλεπα τίς ποικίλες προεκτάσεις καί παραμέτρους. Δέν πρέπει νά βλέπη κανείς τό θέμα μόνον θεολογικά, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά προχωρῆ καί στήν μελέτη τῶν ἐθνολογικῶν καί κοινωνικῶν ζητημάτων, ὅπως ἐπίσης πρέπει νά βλέπη καί τήν ποιμαντική του ζητήματος. Ἄλλωστε, ἡ θεολογία ποτέ δέν πρέπει νά ἀποκόπτεται ἀπό τήν ποιμαντική. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίδαξαν ὅτι πρέπει νά θεολογοῦμε ποιμαίνοντες καί νά ποιμαίνουμε θεολογοῦντες.

Στήν συνέχεια θά ὑπογραμμίσω μερικά σημεῖα τά ὁποῖα θεωρῶ ἀπαραίτητα γιά τήν κατά τό δυνατόν καλύτερη κατανόηση τοῦ θέματος αὐτοῦ, ἀπό πλευρᾶς τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, καί μέσα πάντα ἀπό τήν προοπτική ὅτι ἡ ἐσχατολογική θεώρηση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ποτέ δέν ἀρνεῖται τήν ἱστορία καί τόν χρόνο. Τό λέγω αὐτό, γιατί πάντοτε ἔχουμε κατά νοῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία προχωρεῖ ἀπό τήν ἱστορία στά ἔσχατα. Δέν παραμένει στό ἱστορικό γίγνεσθαι, ἀλλά ὅμως ἡ πορεία αὐτή γίνεται μέ τήν ἔμπνευση τῶν ἐσχάτων. Ἀναγκαστικά, λοιπόν, ἡ εἰσήγηση αὐτή θά ἔχει ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ παρόντος, χωρίς νά ἀποδεσμεύεται ἀπό τό ἔσχατον πού μεταμορφώνει τό παρόν, δηλαδή θά προσπαθήσω νά κάνω μιά ὤσμωση μεταξύ θεολογίας καί τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων.

Βέβαια, μπορεῖ νά παρατηρηθῆ μιά ἔλλειψη ἀπό τό γεγονός ὅτι τόν τελευταῖο καιρό πού γινόταν συζήτηση γιά τήν ἀναγραφή ἤ μή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες δέν τήν παρακολουθοῦσα ἐπαρκῶς, διότι εὑρισκόμουν στήν Ἀμερική. Ἀλλά αὐτό παρά τά μειονεκτήματα, ἔχει καί πλεονεκτήματα.

1. Γενικό θεωρητικό πλαίσιο

Τό θέμα τῶν ταυτοτήτων καί εἰδικά της ἀναγραφῆς ἤ μή τοῦ θρησκεύματος σέ αὐτές δέν εἶναι ἁπλό ζήτημα, ἀλλά πολύπλευρο καί πολυποίκιλο. Γιά νά δοῦμε τήν σοβαρότητα τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καί τήν πολυπλοκότητά του πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε συνοπτικά τέσσερα ἐπιμέρους ζητήματα, πού θά ἀποτελέσουν τό θεωρητικό ὑπόβαθρο τῶν ὅσων θά ἀκολουθήσουν.

Τό πρῶτο εἶναι ἡ σχέση μεταξύ της λεγομένης κοινωνικῆς συνοχῆς στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καί τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.

Πράγματι, οἱ νέες συγκυρίες καί ἱστορικές συνθῆκες μᾶς ἔχουν ἐντάξει στήν Εὐρωπαϊκή Οἰκογένεια καί ἔχουμε σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τούς ἄλλους εὐρωπαϊκούς λαούς, παρά τό ὅτι στό παρελθόν ὑπῆρχαν τεράστιες πολιτιστικές καί ἐθνικές ἀκόμη διαφορές μεταξύ της Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσης, ἀφοῦ στήν Ἀνατολή κυριαρχοῦσε ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία μέ τόν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, ἐνῶ στήν Δύση οἱ Φράγκοι μέ τήν ἰδιαίτερη πολιτιστική ἰδεολογία. Σήμερα ἔχουν ἀλλάξει τά πράγματα καί ζοῦμε σέ κοινωνία μέ τούς εὐρωπαϊκούς λαούς.

Ὅμως, τό πρόβλημα εἶναι ὅτι στήν σημερινή Εὐρώπη ὑπάρχει μιά πολυπολιτισμικότητα μεταξύ των λαῶν, καταρρέουν τά ἠθικά, θεολογικά καί φιλοσοφικά ἐρείσματα, πράγμα τό ὁποῖο ἔχει ὡς συνέπεια τήν αὔξηση τοῦ ἐγκλήματος, τῆς ἀδικίας, τήν διακίνηση ψυχοτρόπων οὐσιῶν κλπ. Ἐπίσης, ἡ μεγάλη λαθρομεταναστευτική κίνηση εἶναι ἐκείνη πού δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα. Ὅλα αὐτά τείνουν στό νά καταστρατηγῆται ἡ κοινωνική συνοχή. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἐπιδιώκεται μέ τήν θέσπιση νόμων καί τήν ὑπογραφή συνθηκῶν νά διατηρῆται ἡ κοινωνική συνοχή, παρά τήν ποικιλία καί τήν πολυμορφία τῶν παραδόσεων καί πολιτισμῶν.

Μέσα σέ αὐτήν τήν ἀδήρητη ἀνάγκη ἐρευνᾶται μήπως ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καταστρατηγηθῆ γιά χάρη μιᾶς κοινωνικῆς ἑνότητος. Βέβαια αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι πράγματι ὑφίσταται τεράστια διαφορά μεταξύ των ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τό θέμα μου καί δέν προχωρῶ στήν ἀνάπτυξή του. Τό ἐρώτημα, λοιπόν, πού τίθεται εἶναι πῶς θά διατηρηθῆ ἡ κοινωνική συνοχή χωρίς νά καταργῆται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καί πῶς ἡ λεγομένη ἐλευθερία τοῦ προσώπου δέν θά καταργῆ τήν κοινωνική συνοχή.

Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ἡ σχέση μεταξύ της λεγομένης παγκοσμιοποιήσης καί τῆς ἀρχῆς τῆς ἐπικουρικότητας.

Στίς ἡμέρες μᾶς γίνεται πολύς λόγος γιά τήν παγκοσμιοποίηση. Σημαντικά κείμενα εἶναι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ἐννοῶ τήν ὁμιλία πού ἔκανε στό Νταβός, ὁμιλίες καί γραπτά κείμενα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, κείμενα ἄλλων Ἀρχιερέων, Καθηγητῶν Πανεπιστημίου κλπ. Ὅλα αὐτά τά προϋποθέτω καί δέν θεωρῶ τόν χῶρο κατάλληλο γιά νά γίνουν σχετικές ἀναλύσεις.

Ὅταν κάνουμε λόγο γιά παγκοσμιοποίηση πρέπει νά ἐννοοῦμε ὅτι αὐτή ξεκίνησε κυρίως ὡς οἰκονομικό μέγεθος ἀφοῦ ἀπέβλεπε στήν διεθνοποίηση τῆς ἀγορᾶς. Ἐπειδή ὅμως ἡ κινητήρια δύναμη τῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι ἡ τεχνολογία, γι’ αὐτό καί “ἡ ἀνάπτυξη τῶν νέων τεχνολογιῶν σέ ὅλον τόν κόσμο ὁδηγεῖ στήν δημιουργία μιᾶς πραγματικά παγκόσμιας κοινωνίας”. Καί, βέβαια, αὐτό ἐπεκτείνεται καί στήν δημιουργία ἑνός παγκόσμιου πολιτισμοῦ. Οὐσιαστικά, βαίνουμε στήν ἐπικράτηση ἑνός μόνο πολιτισμοῦ, τοῦ λεγομένου δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Πρόκειται γιά μιά καρλομάγνεια πολιτιστική κυριαρχία. Αὐτές εἶναι καί οἱ ἐπιδιώξεις τῆς λεγομένης Νέας Ἐποχῆς καί τῆς λεγομένης Νέας Τάξης Πραγμάτων. Καί, βέβαια, ἐμεῖς δέν ἔχουμε πρόβλημα τόσο μέ τήν παγκοσμιοποίηση στόν τομέα τῆς οἰκονομίας, ἀλλά κυρίως στόν τομέα τῆς λεγομένης ὁμογενοποιήσεως τῶν λαῶν, τῆς ἀφομοιώσεως τῶν πολιτισμῶν καί τῆς ἀπωλείας τῆς πολιτιστικῆς ἑτερότητάς μας.

Αὐτόν τόν κίνδυνο τόν βλέπουν καί ἐκεῖνοι πού διευθύνουν τίς τύχες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Πιό κάτω θά μᾶς δοθῆ ἡ δυνατότητα νά ἀναφερθοῦμε στό θέμα αὐτό καί νά δοῦμε πῶς οἱ προβληματισμοί τῶν Εὐρωπαίων Ἡγετῶν φαίνονται καί στίς συνθῆκες πού καταρτίζονται, ἀλλά ἐδῶ θά ἐπιμείνω μόνο σ’ ἕνα σημεῖο. Ἀπό σχετικό ἄρθρο πού δημοσιεύθηκε σέ ἐφημερίδα φαίνεται καθαρά ὅτι παράλληλα μέ τήν λεγομένη παγκοσμιοποίηση ἀναπτύσσεται στήν Εὐρώπη καί ἡ λεγομένη “ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητας”. Στήν ἐπίσημη Ἐφημερίδα τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων (14-7-1999) γίνεται λόγος γιά τήν “γνωμοδότηση τῆς ἐπιτροπῆς τῶν περιφερειῶν γιά τήν ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητας. Πρός μία πραγματική προσέγγιση τῆς ἐπικουρικότητας. Ἔκκληση τῆς ἐπιτροπῆς τῶν περιφερειών” τῆς 11ης Μαρτίου τοῦ 1999.

Στήν γνωμοδότηση αὐτή τῶν περιφερειῶν σαφῶς λέγεται: “Μόνον ἐφόσον διακριθοῦν οἱ περιφερειακές ἰδιαιτερότητες καί ἡ πολιτιστική ταυτότητα, μπορεῖ ἡ Εὐρώπη νά ἀντέξει στόν γενικό πολιτιστικό ἀνταγωνισμό”. Ἄρα γίνεται λόγος γιά πολιτιστικό ἀνταγωνισμό καί γιά προσπάθεια γιά διάκριση τῶν περιφερειακῶν ἰδιαιτεροτήτων καί τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας. Ἐπίσης πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι μέ τήν ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητας καθιερώνεται “ἡ ἀρχή τῆς ἐγγύτητας”, ὅταν οἱ ἀποφάσεις λαμβάνωνται ὅσο τό δυνατόν πλησιέστερα στούς πολίτες, ἡ ἀρχή τῆς “εὐρωπαϊκῆς ἀλληλεγγύης”, πού συνίσταται στήν ἰσότιμη συμμετοχή ὅλων στήν διαδικασία ὁλοκλήρωσης, ἀκόμη καί τῶν ἀσθενεστέρων, “ἡ ἀρχή τῆς ἀναλογικότητας”, πού συνίσταται στό ὅτι ἡ δράση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας πρέπει νά ἀφορᾶ ὄχι μόνο τα Κράτη-μέλη, ἀλλά καί ὅλα τα ἐπίπεδα ἐξουσίας, καί ἡ ἀρχή “τῆς πολυμορφίας καί ἐτερότητας” ἐφόσον ἀποτελοῦν τά χαρακτηριστικά της Εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας.

Ἑπομένως, “οἱ ἀρχές τῆς ἐφαρμογῆς τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἰσοτιμίας, συνεργασίας, ἑτερότητας, ἰσόρροπης σχέσεως καί ἀνταλλαγῆς δυνατοτήτων ἀποδίδουν ἄριστά το περιεχόμενο τῆς “ἀρχῆς τῆς ἐπικουρικότητας” ἡ ἐφαρμογή τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τό διέξοδο στό ἀδιέξοδό της παγκοσμιοποίησης, ἀπορρίπτοντας κάθε τάση ὁμοιομορφίας “κομφορμιστικού” τύπου ὡς ὑποβοηθοῦσα τήν “πλουραλιστική πολυμορφία καί τήν ἀνάπτυξη συμμετοχῆς καί συνεργασίας””.

Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ὅτι δέν μποροῦμε νά δικαιολογοῦμε κάθε ἀλλαγή στήν κοινωνία μᾶς ἐν ὀνόματι τῆς Εὐρώπης καί ἐκείνων πού ὑφίστανται στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, παραγνωρίζοντας τήν πολιτιστική ἑτερότητα, τήν ὁποία ὑπονοοῦν καί οἱ Εὐρωπαῖοι.

Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τεχνολογικῆς-ἠλεκτρονικῆς ἀναπτύξεως καί τῆς προστασίας τοῦ πολίτη ἀπό τήν πλήρη ὑποδούλωσή του.

Ἡ ἀνάπτυξη τῆς σύγχρονης τεχνολογίας καί ἡ καλλιέργεια τῆς ἠλεκτρονικῆς ἐπεξεργασίας δημιούργησαν τήν ἀνάγκη νά θεσπιστοῦν νομοθεσίες βάσει τῶν ὁποίων θά προστατεύεται ὁ πολίτης ἀπό κάθε καταδυνάστευση.

Μέ τήν σύγχρονη ἀνάπτυξη τῆς ἠλεκτρονικῆς τεχνολογίας ὁδηγούμαστε σ’ ἕναν κόσμο ἀνελευθερίας καί σύγχρονης σκλαβιᾶς, ἐθνικῆς, κοινωνικῆς καί προσωπικῆς. Καλλιεργεῖται ἕνα καθεστώς σύγχρονης δουλείας πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν πληροφορική, χωρίς, βέβαια, νά παραθεωρῆ κανείς τά θετικά στοιχεῖα τῆς πληροφορικῆς. Τό βιβλίο τοῦ Ζᾶν Γκισνέλ “πόλεμοι στόν Κυβερνοχῶρο, μυστικές ὑπηρεσίες καί Internet”, στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά σύγχρονους “πληροφοριακούς” πολέμους, σύγχρονα ὅπλα πληροφορίας, “πληροφοριακούς” πειρατές καί κατασκόπους, εἶναι ἀρκετά διαφωτιστικό καί ἐκφραστικό. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε ὄχι μόνον τίς Συνθῆκες καί τούς διαφόρους Νόμους, ἀλλά καί ἄλλα μέσα, μεταξύ των ὁποίων τό γνωστό Δίκτυο Echellon, διά τοῦ ὁποίου, σύμφωνα μέ δημοσιεύματα, “120 δορυφόροι ὑποκλέπτουν, ἀξιολογοῦν καί μεταφράζουν καθημερινά 2 δισ. τηλεφωνικές συνδιαλέξεις”.

Ἔχει παρατηρηθῆ εὐστόχως ὅτι οἱ κλασσικές διατάξεις γιά τήν προστασία τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου καί “τά παραδοσιακά θεσμικά προτυπα” δέν εἶναι ἀρκετά, γι’ αὐτό “κρίνεται ἀπαραίτητη ἡ εἰσαγωγή νέων ἐκσυγχρονισμένων ἀλλά καί ἐξειδικευμένων ρυθμίσεων, ἱκανῶν νά ὑποδεχθοῦν κατάλληλά το φαινόμενο ἀλλά καί νά διασφαλίσουν τό φιλελεύθερο καί δικαιοκρατικό χαρακτήρα τῆς τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης, οὕτως ὥστε νά ἀποτραπεῖ ὁ κίνδυνος νά καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος-πολίτης ἀντικείμενο ἠλεκτρονικῆς χειραγώγησης”.

“Στην Εὐρώπη οἱ ἐξελίξεις στήν σχετική νομοθεσία εἶχαν ἀρχίσει ἤδη νά πραγματοποιοῦνται ἀπό τό 1970 μέ τόν πρωτοποριακό νόμο τοῦ ὁμοσπονδιακοῦ κρατιδίου τῆς Ἔσσης (Γερμανία). Ἀκολούθησαν οἱ ἐθνικές νομοθεσίες τῶν βορείων Χωρῶν, τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας, τῆς Αὐστρίας, τῆς Γαλλίας καί τοῦ Λουξεμβούργου καί ἀκολούθησαν ὅλες οἱ εὐρωπαϊκές χῶρες μέ τήν εἰσαγωγή σχετικῶν νόμων ἤ τήν ἀναθεώρηση τῶν ἤδη ὑπαρχόντων μέ ἐξαίρεση τήν Ἑλλάδα”.

Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική θεσπίστηκε στήν Ἑλλάδα καί νέα νομοθεσία γιά τήν προστασία τοῦ πολίτη. Γιά τό θέμα αὐτό θά ἀναφερθῶ πιό κάτω.

Τό τέταρτο σημεῖο εἶναι ἡ σχέση μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.

Δέν πρόκειται νά γίνουν ἐδῶ εὐρύτερες ἀναλύσεις πάνω στό θέμα αὐτό, ἀλλά ἁπλῶς νά σημειωθῆ ὅτι γίνονται πολλές παρεξηγήσεις καί παρερμηνεῖες τῶν ὅρων Ἐκκλησία καί Πολιτεία. Πολλοί ἀπό μᾶς ὅταν ἀκοῦμε αὐτούς τούς ὅρους δυσανασχετοῦμε, γιατί γνωρίζουμε ὅτι οἱ ὄροι αὐτοί, ὅταν χρησιμοποιοῦνται, ὅπως χρησιμοποιοῦνται, εἶναι ἀδόκιμοι. Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, Κληρικοί καί λαϊκοί, καί Πολιτεία εἶναι τό σύνολο τῶν πολιτῶν πού κατοικοῦν σ’ ἕναν συγκεκριμένο χῶρο. Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ἡ πολιτική ἡγεσία τοῦ τόπου. Πῶς μπορεῖ, λοιπόν, κανείς νά ξεχωρίση τήν Πολιτεία ἀπό τήν Ἐκκλησία;

Προφανῶς πρέπει νά γίνεται λόγος γιά ἐκκλησιαστική διοίκηση καί πολιτική διοίκηση. Ἀλλά αὐτές οἱ διοικήσεις οὐσιαστικά εἶναι ξεχωρισμένες καί οἱ ρόλοι τούς εἶναι διακριτοί νομοθετικά. Ὅμως, παρά τήν διακριτότητα τῶν ὅρων αὐτῶν πρέπει νά ὑπάρχη ἀλληλοβοήθεια καί στενή συνεργασία γιατί καί οἱ δύο ἀσχολοῦνται μέ τόν λαό, ἀλλά καί γιά τόν λόγο, ὅτι οἱ πολιτικοί ἡγέτες εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας στήν πλειονότητά τους, καί οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες εἶναι μέλη τῆς συγκεκριμένης Πολιτείας.

Ἄλλωστε, ἡ πολιτική διοίκηση ἔχει ἀνάγκη τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί ὅλης της λατρευτικῆς καί ποιμαντικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μιά μηχανή, ἕνα ρομπότ, ἀλλά θέλει ἀπαντήσεις καί στά ὑπαρξιακά προβλήματα, καθώς ἐπίσης καί τά λεγόμενα κοινωνικά προβλήματα δέν μποροῦν νά ἀντιμετωπιστοῦν ἔξω ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Γίνεται, λοιπόν, φανερό ὅτι, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη μᾶς τίς τέσσερεις αὐτές βασικές ἀρχές πού ἐπικρατοῦν σήμερα, πρέπει νά ἐνεργοῦμε ψύχραιμα, νηφάλια, ὥστε νά βρίσκουμε τά κοινά σημεῖα μεταξύ αὐτῶν τῶν τεσσάρων ζευγῶν πού ἀναφέραμε πρό ὀλίγου. Ἀπαιτεῖται δημιουργικός καί οὐσιαστικός διάλογος, μεταξύ φορέων τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι σπασμωδικές κινήσεις, οἱ ὁποῖες κακό θά προξενήσουν στήν κοινωνία καί τό γένος μᾶς τό ὁποῖο ἔχει μιά ἰδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα. Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά ἐντάξουμε καί τά ὅσα ἔγιναν τίς τελευταῖες ἡμέρες γιά τίς ταυτότητες...

  • Προβολές: 2710