Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἡ Ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ λόγος γιά τά Δελτία Ταυτοτήτων ὁδηγεῖ στήν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος ποιά εἶναι ἡ ταυτότητα τῶν Χριστιανῶν. Πράγματι πολλές φορές διδάσκουμε ὅτι δέν ἀρκεῖ νά εἴμαστε Χριστιανοί τῆς (ἀστυνομικῆς) ταυτότητος, ἀλλά πρέπει νά γίνουμε Χριστιανοί στήν ἀλήθεια καί τήν ζωή.

Α'

Ἡ λέξη ταυτότητα δηλώνει τήν ὁμοιότητα καί τήν ταύτιση τοῦ σημαινομένου μέ τό σημαῖνον, “τό εἶναι τί ταυτόν τό ἴδιον”, κατά τόν Ἀριστοτέλη. Δηλαδή, ὁ Χριστιανός πού εἶναι βαπτισμένος στό Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ πρέπει νά εἶναι πραγματικό μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀνταποκρίνεται στόν σκοπό τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ταυτότητα σημαίνει ἀκόμη καί τό ἰδιαίτερο σέ σχέση μέ κάποιον ἄλλο, φανερώνει, δηλαδή, τήν ἑτερότητα τοῦ κάθε προσώπου.

Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης μιλώντας γιά τήν σημασία τῆς ταυτότητος γράφει χαρακτηριστικά:

“Όταν λέμε ὅτι ταυτίζουμε κάποιο ὅν ἐννοοῦμε ὅτι ἐπισημαίνουμε τήν ἰδιαιτερότητά του, ὅτι δηλ. καθορίζουμε τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τά ὁποῖα δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά κάνουμε σύγχυση μεταξύ αὐτοῦ του ὄντος καί κάποιου ἄλλου. Ὅταν λέμε π.χ. ὅτι ἔχουμε τήν ἀστυνομική μας ταυτότητα ὁ καθένας, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Πολιτεία κάνει μιά προσπάθεια νά ἐπισημάνει τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ καθενός μας. Μέ σκοπό νά μή γίνει σύγχυση μεταξύ των πολιτῶν, σημειώνει τό ὄνομα, τό ἐπώνυμο κλπ., καί ἀκόμη βάζει τά δακτυλικά ἀποτυπώματα. Ὅλα αὐτά ἀποβλέπουν στό νά ἀποφευχθεῖ ἡ σύγχυση ἑνός προσώπου μέ κάποιο ἄλλο. Ἡ ταυτότητα λοιπόν ἀποβλέπει στήν ἰδιαιτερότητα, ἀλλά ἡ ταύτιση αὐτή, αὐτή ἡ ἰδιαιτερότητα δέν μπορεῖ νά εἶναι ποτέ ἀπόλυτη, καί αὐτό δημιουργεῖ δυσκολία στό νά κάνουμε λόγο γιά ταυτότητα. Ὅλα τα ὀνόματα ἤ καί οἱ ἰδιότητες πού ἔχουμε στίς ταυτότητές μας (τό ἐπάγγελμα, τό ὕψος κλπ.) μποροῦν νά ἐφαρμοστοῦν σέ περισσότερα ἀπό ἕνα ὄντα, σήμερα μάλιστα μέ τήν γενετική μηχανική –ἀκοῦμε πολύ τόν τελευταῖο καιρό αὐτή τήν περίφημη κλωνοποίηση– αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό. Ἀκόμη καί τά δακτυλικά ἀποτυπώματα δέν θά ἐξασφαλίζουν πλέον τήν ἰδιαιτερότητα ἑνός ὄντος. Σέ ἀπόλυτο βαθμό εἶναι πάρα πολύ δύσκολο νά ἐπισημάνει κανείς τήν ἰδιαιτερότητα καί τήν ταυτότητα ἑνός ὄντος. Αὐτό πού ἀναζητοῦμε ὅταν ταυτίζουμε κάτι, εἶναι αὐτό πού λέμε “ἡ εἰδοποιός διαφορά”, εἶναι κάποιο στοιχεῖο πού νά ἀφορᾶ μόνο σέ ἕνα συγκεκριμένο ὅν καί ὄχι σέ ἄλλα”.

Γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ὁ Σεβασμιώτατος παρατηρεῖ:

“Η Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι καί ζεῖ μέσα στήν ἱστορία, πορεύεται μέσα στήν ἱστορία χωρίς νά χάνει τήν ταυτότητά της. Αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικό ἀλλά δέν εἶναι ἐξασφαλισμένο ἐκ τῶν προτέρων. Χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή, διότι εἴδαμε ὅτι χριστιανικές ἐκκλησίες στήν ἱστορία πού ξεκίνησαν μέ τήν σωστή ταυτότητα κατέληξαν νά ἀλλοιώσουν τήν ταυτότητά τους καί νά διερωτᾶται κανείς σήμερα ἐάν εἶναι ἐκκλησίες ἤ ὄχι.

Αὐτό εἶναι ἕνα μήνυμα τό ὁποῖο πρέπει νά τό πάρουμε στά σοβαρά ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, διότι εἶναι πράγματι καί γιά μᾶς ὁ κίνδυνος μεγάλος μέσα σέ ὅλη τήν δραστηριότητά μας, ἡ ὁποία καμιά φορᾶ μᾶς κάνει νά αἰσθανόμαστε αὐτοϊκανοποίηση, νά ἐκτραποῦμε ἀπό τήν ταυτότητα τῆς ἐκκλησίας καί νά μήν εἴμαστε στήν οὐσία ἐκκλησία, ἀλλά κάτι ἄλλο, ἕνας ἄλλος ὀργανισμός”.

Ὑπάρχει μεγάλο πρόβλημα ὅταν ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μέ τήν ἱστορία, τόν χρόνο καί τήν κοινωνία, ὅταν χάνη τήν ἐσχατολογική της διάσταση, ὅταν συγχέεται ἡ ἐκκλησιολογία μέ τήν κοινωνιολογία. Γράφει καί πάλι ὁ Σεβασμιώτατος:

“Με αὐτή τήν μικρή εἰσαγωγή θέλω νά δείξω πόσο δύσκολο εἶναι νά ταυτίσουμε τήν ἐκκλησία μέσα στήν ἱστορία καί μέσα στήν κοινωνία. Τό πρόβλημα στήν ἐκκλησιολογία ἔγκειται στό ὅτι ἡ ἐκκλησία ἀποτελεῖ καί αὐτή μιά κοινότητα μεταξύ πολλῶν μέσα στήν ἱστορία. Γιά τόν θεατή, ἅς ποῦμε, τόν μή πιστό, εἶναι καί αὐτή μιά κοινότητα μεταξύ πολλῶν ἄλλων μέσα στήν κοινωνία. Ἔτσι ὑπάρχει πάντα ὁ κίνδυνος νά γίνει σύγχυση μεταξύ ἐκκλησιολογίας καί κοινωνιολογίας. Ὁ κίνδυνος αὐτός παρουσιάστηκε, καί εἶναι ἰδιαιτέρως ἐμφανής, στό Δυτικό Χριστιανικό κόσμο, τόσο στόν Ρωμαιοκαθολικό ὅσο καί στόν Προτεσταντικό” (“Διαβαση”, τεῦχος 7, Μάϊος - Ἰούνιος 1997, σέλ. 6).

Τελευταία λέγεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά βρῆ τήν ταυτότητά της. Ὅμως πιστεύω ὅτι κατά τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι “κοινωνία θεώσεως”. Τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ παραμένει στούς αἰῶνες ἑνωμένο μέ τήν κεφαλή, ἀφοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνωμένες οἱ δύο φύσεις “ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως”. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὄχι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά πολλές φορές οἱ Χριστιανοί, τά βαπτισμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας χάνουν τήν ταυτότητά τους, τόν προσανατολισμό τους. Ἀκόμη δέ καί ἡ Ἐκκλησία ὡς διοικητικός ὀργανισμός μπορεῖ γιά ἕνα χρονικό διάστημα νά μή συντονίζεται στόν σκοπό καί τό νόημα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό θέλει μιά μικρή ἀνάλυση γιά νά διασαφηνισθῆ ἀκόμη περισσότερο.

Β'

Στήν ὅλη ἐκκλησιαστική παράδοση ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ Ὀρθοδοξίας, Ἐκκλησίας καί θείας Εὐχαριστίας. Ὅταν ἕνα ἀπό αὐτά τά πνευματικά μεγέθη ἀποδεσμεύεται ἀπό τά ἄλλα δύο, τότε ἀλλοιώνεται ἡ ταυτότητά του.

Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀληθινή πίστη, πού συνδέεται μέ τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια. Ὁ Θεός ἀπεκάλυψε τόν ἑαυτό Του στούς ἁγίους καί ἐκεῖνοι ἀλλοιώθηκαν ἀπό τήν ἀποκαλυπτική αὐτή ἀλήθεια. Ἡ πίστη δέν εἶναι μιά θεωρητική διδασκαλία, ἀλλά ἐμπειρική ζωή καί μεταμορφωτική δύναμη.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων. Δηλαδή, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μέ τό βάπτισμα καί τήν ἐν γένει ἐκκλησιαστική ζωή, μέ τήν πράξη καί τήν θεωρία, ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτελοῦν τά ἔνδοξα μέλη Του. Ἔτσι κάνουμε λόγο γιά τήν Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν, τῶν Ὁσίων καί Ἀσκητῶν, τῶν Ἁγίων, πού ζοῦν καί τρέφονται ὀργανικά ἀπό τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική ζωή, ἀκόμη καί ἡ διοίκηση πρέπει νά ἐμπνέεται καί νά ἐμποτίζεται ἀπό τήν διδασκαλία καί τήν παράδοση τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Μαρτύρων καί Ἁγίων. Μέ αὐτήν τήν προοπτική λέμε ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἡ διδάσκουσα Ἐκκλησία πού εἶναι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι φορεῖς τῆς θείας ἀποκαλύψεως, καί ἄλλο ἡ διοικοῦσα καί ποιμαίνουσα Ἐκκλησία. Ὅταν ἡ διοικοῦσα καί ποιμαίνουσα Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν διδάσκουσα Ἐκκλησία, τότε βρίσκεται μέσα στόν προορισμό της, διαφορετικά βρίσκεται ἐκτός του προορισμοῦ καί τοῦ σκοποῦ της.

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό Δεῖπνο τῆς ἀγάπης, ὁ “μυστικός δείπνος”, εἶναι τό μυστήριο στό ὁποῖο τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας συνέρχονται γιά νά κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καί νά ζήσουν τήν κοινωνία καί ἑνότητα μέ τόν Χριστό. Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων, ὁ σκοπός ὅλης της πνευματικῆς ζωῆς. Καί φυσικά ἡ μέθεξη καί κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα, ἀφοῦ συνδέεται μέ τήν ὅλη προετοιμασία τοῦ Χριστιανοῦ, ὥστε ἡ θεία Κοινωνία νά ἐνεργήση καθαρτικά, φωτιστικά καί θεωτικά, καί ὄχι κολαστικά.
Ἡ συνύπαρξη καί ὁ συντονισμός τῶν τριῶν αὐτῶν παραγόντων, ἤτοι τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θείας Εὐχαριστίας, στήν ἀληθινή τους ἔκφραση, συνιστᾶ τό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό φρόνημα, διαφορετικά γίνεται λόγος γιά ἀπώλεια τῆς ταυτότητος. Ὁ Χριστιανός γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, πού λέγεται εἰσαγωγικό μυστήριο, ὥστε νά φθάση στήν θέωση ἡ ὁποία εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπός τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ κάθε ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ. Πρόκειται γιά μιά διαρκῆ πορεία ἕως ὅτου φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν δική του Μεταμόρφωση καί τήν δική του Πεντηκοστή. Χριστιανική ταυτότητα ἔχει ἐκεῖνος πού ζῆ στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλοιώνεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία πού εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί συμμετέχει μέ τίς Ὀρθόδοξες προϋποθέσεις στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, πού εἶναι ἡ ἀληθινή πράξη τῆς Ἐκκλησίας.

Γ'

Βέβαια, κάνοντας λόγο γιά πορεία πρός τήν θέωση ἐννοοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἀπώλεια τῆς θεοκοινωνίας πού συνέβη στόν Ἀδάμ καί τήν Εὕα, ζῆ μιά τραγική κατάσταση, ἀφοῦ σκοτίσθηκε ὁ νοῦς του καί αὐτό ἔχει φοβερές καί συνταρακτικές συνέπειες γιά τήν ζωή του. Μετά τήν πτώση εἰσῆλθε μέσα στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ὁ θάνατος καί ὁ νόμος τῆς φθορᾶς. Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες πού εἶναι ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα, κατέλαβαν ὅλη τήν σωματική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί εἶχαν συνέπειες στόν ψυχικό κόσμο, μέ τήν ἔξαψη τῶν παθῶν. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀντιληφθῆ τήν ἀσθένειά του καί νά προχωρήση στήν θεραπεία πού εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ θέωση, ὁ ἀρχικός σκοπός τῆς δημιουργίας του.

Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό Θεραπευτήριο - Νοσοκομεῖο, πού θεραπεύει τήν νοσοῦσα προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τήν πλούσια Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου, συντελεῖται ἡ θεραπεία τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου καί τότε ὁ ἄνθρωπος ψυχοσωματικά ὑπερβαίνει τόν θάνατο, θεραπεύει τήν πεπτωκυία κατάστασή του καί μπορεῖ νά φθάση μέχρι τήν θέωση. Καί ἡ θέωση δέν εἶναι πολυτέλεια, ἀλλά ὁ ἀρχικός σκοπός τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν ὅλη παιδεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία στούς Πατέρες ἄλλοτε λέγεται πράξη καί θεωρία, ἄλλοτε κάθαρση, φωτισμός, θέωση, καί ἄλλοτε ἔλευση Χάριτος, ἄρση τῆς Χάριτος καί ἐκ νέου ἔλευσή της, ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται καί γίνεται πραγματικό μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό δυνάμει μέλος γίνεται ἐνεργεία μέλος.

Στά συγράμματα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται καί σέ ὅλη τήν διαχρονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι στίς γραφές τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων καί τά συναξάρια τῶν ἁγίων, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι “ἡ θεωρητική τάξη” μέσα στήν Ἐκκλησία, δηλαδή κατά διαφόρους βαθμούς μετέχει τῆς φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ Κληρικοί (Διάκονοι, Πρεσβύτεροι, Ἐπίσκοποι) πού ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν καθαιρομένων, φωτιζομένων καί θεουμένων, βοηθοῦν τούς Χριστιανούς νά καθαρθοῦν, φωτισθοῦν καί θεωθοῦν, ὥστε νά γίνουν πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτή εἶναι ἡ ἁγιασμένη ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν συναντοῦμε στούς πρώτους ἀποστολικούς χρόνους, τήν ζωή τῶν μαρτύρων καί τῶν ἀσκητῶν, στήν διδασκαλία καί τήν ζωή τῶν Πατέρων, στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν ἀνάμεσά μας. Αὐτή ἡ ἁγιασμένη ζωή περνᾶ καί στήν ἱστορία καί σέ ὅλες τίς δραστηριότητες καί ἐνέργειες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἑπομένως καί οἱ ἐκκλησιαστικές τέχνες ἁγιάζονται μέσα ἀπό τήν ἁγιασμένη ζωή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅλα αὐτά σημαίνουν ὅτι, ὅταν τά βαπτισμένα μέλη τῆς Ἐκκλησίας χάνουν τόν προσανατολισμό τους πρός τήν θέωση, ὅταν οἱ Κληρικοί δέν βρίσκονται στήν προοπτική της θεώσεως καί δέν βοηθοῦν τούς Χριστιανούς νά θεραπευθοῦν, ὅταν οἱ Χριστιανοί ἐγκλωβίζονται στόν χρόνο καί χάνουν τήν ἐσχατολογική διάσταση, ὅταν οἱ ἐκκλησιαστικές τέχνες δέν συντονίζονται στόν σκοπό αὐτό, ὅταν ὁ πολιτισμός δέν ἐμπνέεται ἀπό τήν ἔνθεη ζωή, τότε κυριαρχεῖ ἡ ἐκκοσμίκευση. Δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία πού δέν ζῆ μέσα στήν ἀληθινή προοπτική της, ἀλλά μετατρέπεται σέ μιά ἁπλή νομική προσωπικότητα• οἱ Κληρικοί πού χάνουν τόν θεολογικό καί ἀσκητικό λόγο• οἱ λαϊκοί πού στέκονται στήν ἐξωτερική ἠθική ζωή καί ἀντικατέστησαν τήν ἐκκλησιολογία μέ τήν κοινωνιολογία. Οἱ ἐκκλησιαστικές τέχνες πού ἔπεσαν στόν πειρασμό νά ἐκλαμβάνωνται ὡς κουλτούρα• ὅλα αὐτά συνιστοῦν ἀπώλεια τῆς πραγματικῆς ταυτότητος.

Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ δέν χάνει ποτέ τήν ταυτότητά της, ἀφοῦ μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ καί ἀπό ὀλίγους ἁγίους της κάθε ἐποχῆς, ἀλλά οἱ Χριστιανοί καί οἱ Κληρικοί χάνουν τήν δική τους ταυτότητα, ὅταν δέν ἐμπνέονται ἀπό τήν ἀναγεννητική δύναμη τῆς Ἐκκλησίας.

Δ'

Ὁ ἀγώνας πού κάνει τόν τελευταῖο καιρό ἡ Ἐκκλησία γιά τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στά Δελτία Ταυτοτήτων ἔχει σημασία, ὅταν αὐτό συντονίζεται στήν προσπάθεια νά διατηρηθῆ ἕνας χῶρος μέσα στόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα θά μπορῆ νά ἁγιάζεται καί νά μεταμορφώνεται. Ἄν ὅμως στεκόμαστε ἁπλῶς σέ ἕνα ἐξωτερικό γεγονός, χωρίς νά ἀποβλέπουμε στήν ἐσωτερική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τότε χάνουμε τήν χριστιανική μας ταυτότητα, ἔστω κι ἄν τήν γράφουμε στά Δελτία Ταυτοτήτων.

Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τούς τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, ἄν καί δέν ἀνταποκρίνονταν στήν ζωή τοῦ Ἀβραάμ. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής τούς ἔλεγε: “ποιήσατε οὔν καρπούς ἀξίους της μετανοίας, καί μή δόξητε λέγειν ἐν ἐαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τόν Ἀβραάμ• λέγω γάρ ὑμίν ὅτι δύναται ὁ Θεός ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ” (Ματθ. γ’, 8-9). Ἐκεῖνο πού μᾶς καθιστᾶ πραγματικούς Χριστιανούς δέν εἶναι ὅ,τι ἐμεῖς δηλώνουμε, ἀλλά ὅ,τι φανερώνουν τά ἔργα τῆς μετανοίας.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε πρός τούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς του: “ἡ ἐπιστολή ἠμῶν ὑμεῖς ἐστε, ἐγγεγραμμένη ἐν ταῖς καρδίαις ἠμῶν, γινωσκωμένη καί ἀναγινωσκωμένη ὑπό πάντων ἀνθρώπων, φανερούμενοι ὅτι ἐστε ἐπιστολή Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ’ ὑμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μελάνι ἀλλά Πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλ’ ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις” (Β’ Κορ. γ’, 2-3). Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία δέν εἶναι τό ἄν ἀναγράφεται κάτι ἤ ὄχι μέ μελάνι, ἀλλά τό νά εἴμαστε ἐπιστολή Χριστοῦ πού θά τυπώνεται μέ πνεῦμα Θεοῦ ζῶντος, καθώς θά γράφεται στήν καρδιά καί ὄχι σέ λίθινες πλάκες.

Μαζί μέ τήν προσπάθεια πού καταβάλλουμε αὐτόν τόν καιρό γιά τήν διατήρηση τῆς ἰδιαιτερότητος τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως, καί τήν ἀποφυγή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀποχρωματισμοῦ τῆς κοινωνίας μᾶς πρέπει νά καταβάλλουμε μεγαλύτερη προσπάθεια γιά τήν διαφύλαξη ἤ ἐπανεύρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ταυτότητος. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά καταλάβουμε, Κληρικοί καί λαϊκοί, ποιός εἶναι ὁ προορισμός μας ὡς Χριστιανῶν, ποιά εἶναι ἡ ἀποστολή μας, σέ ποιά πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε καί τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἁγιότητα, καί νά μεθέξουμε τῆς θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Πρό παντός χρειάζεται ἀγώνας γιά νά μή ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη ἀποκαλυπτική θεολογία καί τήν ἡσυχαστική - νηπτική παράδοση πού συνιστοῦν τήν πραγματική ἐκκλησιολογία.

Μέ αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά νά βροῦμε τήν χαμένη μᾶς ταυτότητα καί νά ἐγγράψουμε τήν ὀρθόδοξη ἰδιότητά μας μέσα στήν καρδιά ἐν Πνεύματι Ἁγίω, πράγμα τό ὁποῖο θά ἀλλοιώση ὅλη τήν ὕπαρξή μας.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ