Γράφτηκε στις .

Μοναχικό Συνέδριο μὲ θέμα: “Ὁ ἀναλλοίωτος μοναχισμός”

Ἕνα σημαντικό συνέδριο διοργάνωσε ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στά Ἅγια Μετέωρα, στά πλαίσια τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Ἰωβηλαίου.

Πρόκειται γιά τό Πανελλήνιο Μοναχικό Συνέδριο, μέ γενικό θέμα: “Ὁ ἀναλλοίωτος Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, ἐλπίδα σωτηρίας στήν ἀνατολή τῆς 3ης χιλιετίας”. Πραγματοποιήθηκαν πέντε ἐπί μέρους συνεδριάσεις, ὅπου μελετήθηκαν τά ἐπί μέρους θέματα: “Ὁ Χριστοκεντρικός χαρακτήρας τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμού”, “Μοναχισμός, διάσωση τῆς θεογνωσίας”, “Μοναχισμός καί Μυστηριακή ζωή”, “Προϋποθέσεις μείζονος ἀναπτύξεως τοῦ Μοναχισμού” καί “Προσδοκώντας τήν καινή κτίση”.

Τήν ἐναρκτήρια εἰσήγηση, ὁμότιτλη τοῦ Συνεδρίου, παρουσίασε ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος. Εἰσηγητές ἦταν Ἡγούμενοι καί Γερόντισσες διαφόρων Μονῶν τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, μοναχοί διακεκριμένοι γιά τήν διδασκαλική τους δράση καί ἔγκριτοι Πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι.

Δέν ἔχουμε σκοπό στήν ἀναφορά μᾶς αὐτή νά ἀναφερθοῦμε στό ὅλο Συνέδριο καί τίς εἰσηγήσεις πού ἀκούστηκαν, ἀλλά νά παραθέσουμε δύο χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό τήν εἰσήγηση τοῦ Μακαριωτάτου (Α') καί τήν εἰσήγηση τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. Παύλου Ἰωάννου, Καθηγουμένου τῆς Ι. Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Ἁρμά (Β').

Τά κείμενα αὐτά μιλοῦν μόνα τους, εἶναι σαφῆ καί εὐκρινῆ, καί ἴσως νά ἦταν περιττός κάποιος σχολιασμός. Θά σημειώσουμε ὅμως ὁρισμένες ἀλήθειες γιά νά ὑπογραμμισθῆ ἡ σημασία τους.

Νομίζουμε ὅτι εἶναι σημαντική κάθε συζήτηση γιά τήν ἐκκοσμίκευση τοῦ μοναχισμοῦ καί γενικότερά της Ἐκκλησίας. Γνωρίζουμε δέ ὅτι ὁ μοναχισμός εἶναι ἱστορικό δημιούργημα μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού ἀντέδρασαν στήν ἐκκοσμίκευσή της. Σήμερα, ὅμως, ἡ ἐκκοσμίκευση ἀπειλεῖ καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν μοναχισμό.

Μετά ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπό τούς Τούρκους, ἀμφισβητήθηκε ἔντονα αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ μοναχισμοῦ, καί θεωρήθηκε μέσα στά νέα δεδομένα ὡς κάτι ἀνώφελο καί παρωχημένο. Γι’ αὐτό καί ἦταν ἀναγκαία πρίν μερικά χρόνια ἡ “ἀπολογητική” ὑπέρ τοῦ ἁγίου μοναχισμοῦ.

Στίς ἡμέρες ὅμως, μετά ἀπό τήν κυκλοφορία τῶν Πατερικῶν συγγραμμάτων καί τήν ἀναζωπύρωση τοῦ ἡσυχαστικοῦ πνεύματος καί τοῦ μοναχικοῦ βίου, μέ τήν παρουσία ἁγίων Γεροντάδων, ἐστερεώθηκε πάλι στίς συνειδήσεις ὅλων των Χριστιανῶν, ἀκόμη καί τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, τό μοναχικό πολίτευμα. Τώρα δέν ἀμφισβητεῖται πλέον ἡ ὕπαρξη τοῦ μοναχισμοῦ καί ἡ προσφορά του, ἀλλ’ ὅμως γίνονται μεγάλες συζητήσεις γιά τήν θέση τοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία, τόν σκοπό καί τίς δραστηριότητές του, γιατί ἀκριβῶς ὑπάρχει ἔντονος κίνδυνος ἐκκοσμικεύσής του.

Καί χρειάζεται πλέον μαζί μέ τήν προβολή τῆς μοναχικῆς βιοτῆς νά τονίζωνται καί τά κριτήρια καί οἱ προϋποθέσεις της, καί συγχρόνως νά θέτωνται τά λειτουργικά της ὅρια μέσα στόν ὀργανισμό τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Κάτι πού ἔγινε καί στό ἐν λόγω Συνέδριο, ὅπου ὑπῆρχε μέσα στό κεντρικό του θέμα ἡ προϋπόθεση: “ὁ ἀναλλοίωτος μοναχισμός...”.

Σ’ αὐτήν τήν προοπτική της μή ἀλλοιώσεως καί τῆς μή ἀλλοτριώσεως –ἔξωθεν καί ἐκ τῶν ἔνδον– τοῦ μοναχισμοῦ νομίζουμε ὅτι κινοῦνται καί τά κείμενα πού παραθέτουμε εὐθύς ἀμέσως.

Α'

“Στο κοσμικό φρόνημα, τό ὁποῖο εἰσχωρεῖ καί στή ζωή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέ κίνδυνο ἐκκοσμικεύσεως, χαλαρώσεως τῶν ἠθῶν καί ἀποξενώσεως ἀπό τόν ἀσκητικό χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, προτάσσει ὁ Μοναχός τήν σταθερότητα στίς ἀπ’ αἰῶνος ἀρχές τοῦ ἀγγελικοῦ πολιτεύματος καί τήν προσήλωση στήν ἁγιαστική ὀρθόδοξη Παράδοση. Παρέχει, μέ τό σεμνό καί ἀπαρρησίαστο ἦθος, μέ τήν εὐγένεια, τήν καλωσύνη, τήν σιωπή καί τήν ἐν γένει κόσμια συμπεριφορά του, ἀκόμη καί μέ τήν ἐμμονή του στήν παραδεδομένη ἐμφάνιση, πρότυπο χριστιανικῆς ἀναστροφῆς, ἀνατρέποντας τήν πλάνη ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχη ὁ Χριστός στήν καρδιά, ὅταν μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς ἤ μέ τήν ἐξωτερική εἰκόνα ὄχι μόνο Χριστός δέν ὁμολογεῖται, ἀλλά μᾶλλον κοσμικό πνεῦμα προδίδεται. Καί ἐδῶ ἀνακύπτει ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη νά ἀποφύγη ὁ σύγχρονος Μοναχισμός τίς ψυχοφθόρες ἐπιρροές τοῦ φρονήματος τοῦ κόσμου καί νά αὐτοπροστατευθῆ ἀπό τόν “ἐκσυγχρονισμό” τῆς ἐποχῆς, πού λυμαίνεται τήν γνησιότητα καί τήν αὐθεντικότητα τῆς ἐν τῷ κόσμω παρουσίας του. Δυστυχῶς, ὅμως, στίς ἡμέρες μᾶς ἐμφανίζονται ἔνιαι τάσεις ἐκκοσμικεύσεως τοῦ Μοναχισμοῦ ὑπό τό πρόσχημα, εἴτε τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ τῶν Μοναχῶν, εἴτε τῆς πνευματικῆς καί πραγματικῆς αὐτονομήσεώς των ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τούς κανονικούς ποιμένες. Τό πνεῦμα αὐτό καλλιεργεῖ, μεταξύ των Μοναχῶν, τήν ἀντίληψη ὅτι ἀνήκουν μέν εἰς πολιόν ἐκκλησιαστικόν θεσμόν, ἀλλ’ ὅτι δέν ὑπόκεινται στίς κανονικές ἐπιταγές τώνεκκλησιαστικων δικαιοδοσιῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων. Τοῦτο ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν διολίσθηση τῶν Μοναχῶν στό ἐπίπεδο στοιχείων πού εἶναι δυνατόν νά ἀπειλήσουν τήν ἑνότητα τοῦ Κυριακοῦ Σώματος. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά καί ἡ Ἐκκλησία, στό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου, ὀφείλει νά προστατεύη τήν ἐσωτερική ζωή τῶν Μοναχῶν καί νά μεριμνᾶ γιά τήν κατά Θεόν ζωή καί πολιτεία των, νά ἐγγυᾶται τήν παραφυλακή τῶν μοναστικῶν θεσμίων καί νά ἀπέχη ἀπό κάθε ἐπίβουλη, τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητος τῆς Ἀδελφότητος, ἐπέμβαση. Μόνον ἔτσι διασώζεται ὁ αὐθεντικός χαρακτήρας τοῦ Μοναχισμοῦ καί ἡ καθοδηγητική των πιστῶν ἀποστολή τού”.

Β'

“Αναμφισβήτως ὑπάρχουν καί σήμερον Μοναί καί Μοναχοί οἱ ὁποῖοι ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι, μαθητεύοντες εἰς τήν ὀρθόδοξον Μοναστικήν παράδοσιν ἐπιβεβαιώνουν αὐτήν τήν ἀλήθειαν. Οἱ μορφές τόσον τοῦ Γέροντος Ἰακώβου ὅσων καί ἄλλων συγχρόνων γνωστῶν τοῖς πάσι Γερόντων εἴτε κεκοιμημένων εἴτε ζώντων, εἶναι καρποί αὐτῆς τῆς παραδόσεως καί ἐν ταυτῶ φανέρωσις τῆς αὐθεντικότητος καί τῆς ζωτικότητός της.
Αὐτή ὅμως ἡ εὐλογημένη πραγματικότης μᾶς ὁδηγεῖ μέ αἴσθημα εὐθύνης καί ἀγάπης νά ἐπισημάνουμε τόν κίνδυνον ἀλλοιώσεώς της ἀπό φαινόμενα πού συνιστοῦν παραχάραξιν καί ἐκδυτικισμόν της.

Ὁ Μοναχός ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ νά κάνη κάτι καί ὄχι νά εἶναι κάτι, ὁ Μοναχός ἤ ἡ Μονή ἡ ὁποία ἐπιθυμεῖ ἀντί τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, τόν θόρυβον, τήν ἐπίδειξιν, τόν ἐντυπωσιασόν, τήν διαφήμισιν, εὑρίσκεται εἰς λάθος πορείαν.

Ὁ Μοναχός ὁ ὁποῖος δέν εἰσέρχεται εἰς τήν Μονήν διά νά ταφῆ, ἀλλά διά νά ἀναδειχθῆ, ὁ Μοναχός ὁ ὁποῖος δέν βλέπει τόν Μοναχισμόν ὡς ὁδόν θεώσεως, ἀλλ’ ὡς μέσον δί’ ἄλλους σκοπούς ἔχει ἀρνηθεῖ ἐν τῇ πράξει τήν αὐθεντικήν μοναχικήν παράδοσιν καί βαδίζει τήν ὁδόν τῆς πλάνης.

Ἐάν ἡ Μοναχική πολιτεία, ἀπό ὁδός ταπεινῆς διακονίας μετατρέπεται εἰς μοχλόν ἐξουσίας, δυνάμεως καί ἀντιπαραθέσεως καί δή ἔναντί της ἐπισκοπικῆς εὐθύνης, τότε τό μοναχικόν ἅλας ἔχει μωρανθῆ.

Παρουσιάζεται ἐνίοτε μία ἐκπληκτική ἀλλοίωσις τῶν κριτηρίων, μία κατάστασις σκοτασμοῦ τοῦ νοός ἐν τῇ πράξει ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ εἰς ἐνεργείας αἵ ὁποῖαι δύνανται νά ἐντυπωσιάζουν μερικούς ἀλλά εἶναι οὐσιαστικά ἐπικίνδυνοι.

Εἶναι σημαντικόν νά γνωρίζωμεν ὅτι τό ἔργο τοῦ Μοναχοῦ εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἡ κένωσις, ἡ κάθαρσις τῆς καρδίας, ἡ ἔμπονη προσευχή, ἡ καῦσις τῆς καρδίας ὑπέρ πάσης της κτίσεως. Τελικῶς ἔργον τοῦ Μοναχοῦ εἶναι “ἡ φανέρωσις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ θνητή σαρκί αὐτού”. Αὐτοί οἱ Μοναχοί εἶναι θησαυρός πολύτιμος καί ἀδαπάνητος διά τήν Ἐκκλησίαν καί διά τόν λαόν τοῦ Θεοῦ. Τέτοιοι Μοναχοί καί τέτοια Μοναστήρια δέν χρειάζονται στήριξιν ἀπό ἀνθρωπίνας δυνάμεις διότι ἔχουν τήν στήριξιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μέσα εἰς τήν Ὀρθόδοξον Παράδοσιν ἡ Μονή καί ἡ Ἐνορία εἶναι οἱ δύο πνεύμονες διά τῶν ὁποίων ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἔργον τῶν Μοναχῶν ἡ ὑποκατάστασις τοῦ ἐνοριακοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου. Δέν δύναται μία Μονή νά ἐφαρμόζη ἐνοριακᾶς πρακτικᾶς μέ στόχον τόν ἔλεγχον καί τήν ἐξάρτησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ἔργον τῶν Μονῶν ἡ διοργάνωσις κατασκηνώσεων καί μάλιστα ἐν ἀντιπαραθέσει μέ αὐτᾶς τῶν οἰκείων Μητροπόλεων, εἶναι ἀδιανόητον μία Μονή νά μετατρέπεται εἰς Ἀστικήν Ἑταιρείαν.

Πολλῶ μᾶλλον ἄν μία Ἐνορία εἶναι λάθος νά χρησιμοποιῆ τά ξεπερασμένα δυτικά μοντέλλα εἰσάγοντας ὄργανα καί μοντέρνους ρυθμούς εἰς τήν ποιμαντικήν της προσπάθειαν, ἀποτελεῖ πλήρη σύγχυση κριτηρίων ἡ υἱοθέτησις τοιούτων μεθόδων ἐκ μέρους τῶν μοναχῶν.

Ἄν οἱ μοναχοί προσφέρουν εἰς τούς νέους ἐκεῖνο τό ὁποῖον ὁ κόσμος τούς προσφέρει, αὐτό σημαίνει, ὅτι καί ἐκεῖνοι ἔχουν χάσει τόν προσανατολισμόν τους, ἀλλά καί ἐπίγνωσιν διά τά αἴτια τῆς κρίσεως εἰς τήν Δύσιν δέν ἔχουν.

Οἱ μοντέρνοι ρυθμοί ἔχουν τό ἰδικόν τούς ἦθος καί τό ἦθος αὐτό δέν ἀλλάζει ἐπειδή θά τό ἐπενδύσωμε μέ καλά ἤ χριστιανικά λόγια. Ἅς ἀφήσωμε τούς νέους, ἐάν τούς ἀρέσουν αὐτοί οἱ ρυθμοί νά τούς ἀναζητήσουν ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχουν καί ἅς τούς προσφέρουμε ἠμεῖς αὐτό τό ὁποῖον πραγματικῶς χρειάζονται, ἁγιότητα, ἀλήθειαν καί ἀγάπην καί ἡ Μοναχική παράδοσις ἀπό μόνη της εἶναι παράδοσις ἀληθείας καί ἀγάπης καί ἁγιότητος. Φοβοῦμαι ὅτι τά μέσα τα ὁποῖα ἐπιλέγομε διά τή ποιμαντικήν των νέων περισσότερον φανερώνουν τήν ἰδικήν μᾶς πνευματικήν κατάστασιν, παρά ἐπίγνωσιν διά τάς βαθυτέρας ἀναζητήσεις αὐτῶν. Ὁ Μακαριστός Γέρων Ἰάκωβος ὅπως καί οἱ ἄλλοι γνωστοί πατέρες εἵλκυσαν πλησίον των χιλιάδας νέων ἀνθρώπων καί τούς ἀνόρθωσαν ἀπό μεγάλας πτώσεις ὄχι μέ ὅ,τι ἔκαναν ἀλλά μέ αὐτό τό ὁποῖον ἤσαν.

Ἅς προβληματισθῶμεν μέ τάς ἐπιλογάς μας καί ἅς αὐτοπροσδιορισθῶμεν σαφέστερα. Ἄν ἐκάναμε λανθασμένας ἐπιλογάς, ἅς τάς ἀλλάξωμεν. Ἐάν ἐπιθυμῶμεν ποιμαντικήν διαστηριότητα εἰς τόν κόσμον ἅς κατέλθωμεν πρός αὐτόν, ἀλλά ἅς μήν μεταφέρωμεν τόν κόσμο εἰς τό Μοναστήρι. Τό Μοναστήρι ἀσκεῖ ποιμαντική ἀλλά μέ ἕτερον τρόπον. Ἡ πραγματική ὑπεράσπισις τῶν ὀρθοδόξων θέσεων γίνεται μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου μας καί ὄχι μέ θορυβώδεις συζητήσεις.

Ἀλλοίωσιν ἐπίσης τοῦ Μοναχισμοῦ συνιστοῦν αἵ τραγικαί ἐκεῖναι φιγοῦρες τῶν ἐξεζητημένα κομψευμένων ἱερομονάχων, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἔδωσαν τάς φρικτᾶς μοναχικᾶς τῶν ὑποσχέσεις, περιφέρουν εἰς τόν κόσμον τήν ἀγαμίαν των καί ὄχι τό μοναχικόν των ἦθος, δίδοντες τήν ἐντύπωσιν ὅτι οὔτε τόν βίον τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ ἁγιασμοῦ ἐπόθησαν ποτέ, ἀλλά οὔτε καί τήν ἱκανότητα νά ἀναλάβουν οἰκογενειακᾶς εὐθύνας ἔχουν μέ ἀποτέλεσμα νά φορτωθοῦν εἰς τήν τιμίαν Μοναχικήν Πολιτείαν κρίμασιν οἶς οἶδεν Κύριος.

Μακαριώτατε,

Εἰς τό κατώφλιον τῆς νέας χιλιετίας, ἔπειτα ἀπό δύο χιλιάδες χρόνους πορείας μετά τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησία, ὁ κόσμος χρειάζεται περισσότερον φῶς. Εἰς τό μέτρον κατά τό ὁποῖον θά παραμένωμε πιστοί εἰς τήν Ὀρθόδοξον Μοναχική μας Παράδοσιν, εἰς τό μέτρον κατά τό ὁποῖον θά ἀσκούμεθα διά τήν ἐκρίζωσιν τῆς ἀχλύος τῶν παθῶν θά προσφέρωμεν αὐτό τό φῶς εἰς τόν κόσμο. Ὁ πατερικός λόγος ὡς κατάθεσις ἀληθείας ἀλλά καί ὡς στόχος ζωῆς “Φῶς μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δέ ἀνθρώποις Μοναχική πολιτεία” εἶναι ὑπέρ ποτέ ἄλλοτε σήμερον ἐπίκαιρος. Αὐτό τό ὁποῖον ζητεῖται σήμερον ἀπό τόν Μοναχισμόν καί τούς Μοναχούς εἶναι νά βιώνωμεν αὐθεντικῶς τό Εὐαγγέλιον καί νά φανερώνωμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ θνητή σαρκί ἠμών”.