Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ὁ Θαυματουργός, 17 Νοεμβρίου

Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ὁ Θαυματουργός, 17 Νοεμβρίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ὑπῆρξε μεγάλη φυσιογνωμία τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης στόν ἐγκωμιαστικό του λόγο πρός τόν Ἅγιο, τόν ὀνομάζει Μέγα. Λόγω τῆς ἐσωτερικῆς του καθαρότητος, τῆς βαθειᾶς του ταπείνωσης, καθώς καί τῆς μεγάλης του ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους, ἔλαβε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας “ἐκ νεαρᾶς εἰσέτι ἠλικίας”. Τό μεγαλύτερο ὅμως θαῦμα εἶναι αὐτό πού συνέβη στόν ἴδιο, δηλαδή ἡ μεταστροφή του ἀπό τήν εἰδωλολατρεία στόν Χριστιανισμό.

Γεννήθηκε σέ εἰδωλολατρικό περιβάλλον. Οἱ πλούσιοι γονεῖς του, μετά τίς πρῶτες γνώσεις πού ἔλαβε στήν πατρίδα του, τόν ἔστειλαν νά σπουδάση νομικά στήν Βηρυτό. Καθ’ ὁδόν, καί κατά ἀγαθή συγκυρία, γνώρισε στήν Καισάρεια τόν μεγάλο διδάσκαλο Ὠριγένη καί κυριολεκτικά μαγεύτηκε ἀπό τόν λόγο καί τήν ρητορική του ἱκανότητα. Ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς τοῦ εἶναι ὅπως τήν θέλησε ἡ ἀγαθή πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε Χριστιανός καί ἀντί γιά νομικά σπούδασε Θεολογία στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, τήν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου, ἡ Ἐκκλησία βρῆκε στό πρόσωπό του τόν κατάλληλο ποιμένα γιά τήν Ἐπισκοπή Νεοκαισαρείας. Ἡ Νεοκαισάρεια ὅμως τότε ἦταν εἰδωλολατρική πόλη καί ἀριθμοῦσε 17 μόνον Χριστιανούς. Αὐτό ἦταν ὅλο κι’ ὅλο το ποίμνιό του, ὅταν χειροτονήθηκε. Ὅμως, ὅταν κλήθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἐγκαταλείψη τά γήϊνα, ἡ πόλις ἑκατοικεῖτο ἐξ ὁλοκλήρου σχεδόν ἀπό Χριστιανούς, ἀφοῦ εἶχαν ἀπομείνει μόνον 17 εἰδωλολάτρες! Καί ὁ βιογράφος τοῦ σημειώνει ὅτι ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή στενοχωρημένος, ἐπειδή δέν πρόλαβε νά βαπτίση καί αὐτούς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀναφέρει ὅτι μεγάλωσε ἀκούοντας διηγήσεις καί περιγραφές περιστατικῶν τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, καθώς καί τούς θεοπνεύστους λόγους του, ἀπό τήν γιαγιά τοῦ Μακρίνα. Ἡ Μακρίνα ἦταν μαθήτρια καί πνευματικό παιδί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας καί ἀνέθρεψε τά ἐγγόνια τῆς “ἐν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου”, κατά τόν λόγο τοῦ Ἄπ. Παύλου, γαλουχώντας καί τρέφοντάς τα μέ τόν λόγο καί τό φωτεινό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου. Θέλοντας νά τά διδάξη, τούς ἀνέφερέ το πῶς ἐκεῖνος ἀντιμετώπιζε τούς ποικιλώνυμους πειρασμούς, τίς δυσκολίες, τίς συκοφαντίες, τούς διωγμούς καί τόν πόλεμο ἐκ μέρους τῶν εἰδωλολατρῶν. Τό πῶς μέ τήν ὑπομονή, τήν προσευχή καί τόν φλογερό του ζῆλο μετέστρεψε ὅλους σχεδόν τούς κατοίκους τῆς πόλης ἀπό τό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας στήν φωτεινή πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τά περιστατικά τοῦ ἔκαναν τόση ἐντύπωση πού τά θυμόταν ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του καί αἰσθανόταν μεγάλη εὐγνωμοσύνη γιά τήν γιαγιά του πού τούς μεγάλωσε μέ αὐτόν τόν τρόπο. Ἀντί γιά παραμύθια μέ μάγισσες, δράκους καί ἀνύπαρκτα πρόσωπα, πού ἀρρωσταίνουν τήν φαντασία καί δημιουργοῦν τρόμο στά παιδιά, τούς μετέδωσε ζωντανό λόγο, ἀληθινές ἱστορίες καί γεγονότα πραγματικά, πού ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν ἀλήθεια καί τήν ζωή καί προσφέρουν στά παιδιά σωστά πρότυπα.

Ὁ Τριαδικός Θεός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἀνωτέρα δύναμη, μιά ἀπρόσωπη ὕπαρξη καί μιά ἀφηρημένη ἰδέα, ἀλλά εἶναι “ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἠμών”. Εἶναι Πρόσωπο καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν δυνατότητα νά ἔχη μαζί του προσωπική κοινωνία, ὅταν φυσικά ἐναρμονίζη τήν ζωή του μέ τόν τρόπο ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δέν κατοικεῖ στούς οὐρανούς, ἀλλά εἶναι καί στόν οὐρανό καί στήν γῆ, ἀφοῦ εἶναι “ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρών”. Εἶναι “ὁ ἔχων θρόνον οὐρανόν καί ὑποπόδιον τήν γήν”, πού ὅμως χωρεῖται μέσα στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, κατά τόν λόγο Τοῦ “ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω” καί κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ “ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἠμῶν ἐστί”. Ὅπως τό Δεύτερον Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Χριστός, “ὁ ἀχώρητος παντί”, “ἐχωρήθη ἐν μήτρα γυναικός”, τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, κατά τόν ἴδιο τρόπο, μπορεῖ νά χωρηθῆ καί στήν ἀνθρώπινη καρδιά, ὅταν αὐτή ἔχη καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη. Καί αὐτό δέν εἶναι οὐτοπία, διότι τό βλέπουμε νά ἀποδεικνύεται καί νά ἐπαληθεύεται στήν ζωή τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἅγιοι βίωσαν ἔντονα στήν ὕπαρξή τους τήν ἀληθινή μετάνοια, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση καί τήν ἔλευση τῆς θείας Χάριτος αἰσθητά σέ ὅλη τους τήν ὕπαρξη. Γι’ αὐτό καί ὁ λόγος τους, πού εἶναι “δοσμένος ἀνωθεν”, εἶναι ἀναγεννητικός, θεραπευτικός καί ζωοποιός.

Οἱ γονεῖς, πού ἐπιθυμοῦν νά δώσουν στά παιδιά τους σωστή ἀνατροφή, θά πρέπη νά τά μεγαλώνουν προσφέροντάς τους τήν ἀλήθεια καί ὄχι παραμύθια. Μιά ἀγράμματη γιαγιά, πλήν ὅμως ἁγιασμένη ὕπαρξη, ἔλεγε στά πεντάχρονα ἕως ἑπτάχρονα ἐγγονάκια της: “Τώρα μεγαλώσατε. Δέν θά μοῦ λέτε γιαγιά πές μᾶς παραμύθια, ἀλλά θά λέτε, γιαγιά πές μᾶς περί Χριστοῦ καί πίστεως”. Ὁ λόγος αὐτός θυμίζει ἐκεῖνον, τόν γεμάτο εὐνωμοσύνη λόγο, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης γιά τήν γιαγιά τοῦ Μακρίνα. “Την μακαρίαν ἐκείνην λέγω Μακρίναν, παρ’ ἧς ἐμάθομεν τά τοῦ μακαρίου Γρηγορίου ρήματα”. Τά ρήματα, δηλαδή τά θεόπνευστα ἐκεῖνα λόγια, πού ἔχουν τήν δυνατότητα νά προσφέρουν ἀληθινή παρηγοριά καί νά μεταγγίζουν “ζωήν καί περισσόν ζωῆς”.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ