Γράφτηκε στις .

Βασιλείου Π. Καυκόπουλου: Ἱεροψάλτης καὶ Ὀρθόδοξο ἦθος

Βασιλείου Π. Καυκόπουλου, Καθηγητὴ καὶ Πρωτοψάλτη

Ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια του Χριστιανισμοῦ συνήρχοντο οἱ πιστοὶ “ἐπὶ τὸ αὐτὸ” σὲ ἱερὲς Συνάξεις καὶ μὲ ἀναγνώσεις ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ὕμνους καὶ ἱερὲς ψαλμωδίες ἐδόξαζαν καὶ ἐλάτρευαν τὸν Θεόν. “Εν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς, ὕμνουν, εὐλόγουν καὶ ἐδοξολόγουν τὸν Κύριον” (Πράξεις Ἀποστόλων).

Στὶς ἱερὲς ψαλμωδίες συμμετεῖχε ὅλο το ἐκκλησίασμα, ἀργότερα, ὅμως, ὅταν ἄρχισαν ν’ αὐξάνουν οἱ Χριστιανοὶ καὶ διαμορφώθηκαν οἱ ἱερὲς τελετὲς καὶ ἀκολουθίες, τότε ἔγινε διαχωρισμὸς τῶν “ἐν τῇ Ἐκκλησία” ἱερῶν διακονημάτων καὶ ἡ ψαλμωδία ἀνατέθηκε στοὺς ἱεροψάλτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰδικὴν πρὸς τοῦτο χειροθεσία, διαχωρίσθηκαν ἀπὸ τὸν λαὸν καὶ ἀνέβηκαν ἐπάνω σε ἀνάβαθρο, τὸ ὁποῖο ὀνομάσθηκε ἀναλόγιο καὶ ἀργότερα καθιερώθηκε νὰ περιβάλλωνται τὸ ράσο καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἀναγνῶστες, Κανονάρχες, Νεωκόρους καὶ Ὑποδιακόνους ἀποτελοῦσαν καὶ ἀποτελοῦν τὸν κατώτερο Κλῆρο, ὄχι ὡς ἐπάγγελμα, ἀλλ’ ὡς διακόνημα καὶ ἱερὸ λειτούργημα.

Ὅπως, πολὺ σωστά, γράφει ὁ λόγιος καὶ μουσικολογιώτατος ἁγιορείτης μοναχὸς π. Ἀνδρέας Θεοφιλόπουλος “ὁ ψάλτης εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δίδει τὰς ἀποκρίσεις εἰς τὸν Ἱερέα καὶ τὸν Διάκονον καὶ συμπροσεύχεται μετ’ αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ καὶ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἐκ τούτου, ἕκαστος ἀντιλαμβάνεται τὰς εὐθύνας τὰς ὁποίας ἐπωμίζεται ὁ περιβαλλόμενος τὸν ἱερὸν τρίβωνα τοῦ Ἱεροψάλτου, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ εἶναι ψυχὴ τὲ καὶ σώματι καθαρός. Νὰ ψάλη συνετῶς, μὲ προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν οὕτως ὥστε καὶ ἡ στάσις καὶ ὅλος ὁ τρόπος αὐτοῦ νὰ προκαλῆ τὸ δέος καὶ τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν. Ψάλλων, δὲν πρέπει νὰ κινῆ οὔτε χείρας οὔτε πόδας, πολὺ δὲ περισσότερόν το σῶμα του μὲ ἀτάκτους καὶ θεατρικᾶς κινήσεις, ὡς συνηθίζουν τινὲς νὰ κάμνουν. Ὁ Ψάλτης, πρέπει νὰ εἶναι σώματι καὶ πνεύματι ὑγιής, δὲν πρέπει νὰ ψάλη μὲ ἀτάκτους φωνᾶς, καθὼς ὁρίζει καὶ ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀλλὰ μὲ πραείαν φωνήν, διὰ νὰ ἀποδίδη τὴν ἔννοιαν τῶν ψαλλομένων”.

Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ τὰ ἑξῆς:

α) Ἐπειδὴ ὁ Ψάλτης εἶναι κατά το ...ἥμισυ λαϊκὸς ἐνδέχεται νὰ ἔχη ὑποπέσει καὶ σὲ ἁμαρτίες ποὺ δημιουργοῦν “προβλημα” στὸ ὑπόλοιπο ἥμισύ του (στὴν “κληρικήν” τοῦ δηλαδὴ ἰδιότητα). Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, προσωπικὰ πιστεύουμε ὅτι, θὰ πρέπη νὰ εἶναι σὲ διαρκῆ σχέση μὲ πνευματικὸ πατέρα μέσα ἀπὸ τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Θεωροῦμε, δηλαδή, πῶς Ψάλτης δίχως πνευματικὸ καὶ τακτὴ Ἐξομολόγηση (τουλάχιστον) δὲν θὰ πρέπη νὰ ἀνεβαίνη στὸ ἱερὸ Ἀναλόγιο. Καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία, πιστεύουμε, ἀκόμη, πῶς κάθε “ἐπαγγελματίας” Ψάλτης θὰ πρέπη νάχη Χειροθεσία ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπόν του.

β) Ὁ Σεπτὸς Ποιμενάρχης μᾶς κ.κ. Ἱερόθεος, σὲ πρόσφατη ὁμιλία του στὸ Ἀντιρριο, ἀναφέρθηκε σ’ ἕνα γέροντα Ψάλτη, ποὺ ἐνῶ ἔψαλλε ὕψωνε προσευχητικὰ καὶ ἱκετευτικά τα χέρια του πρὸς τὸν Θεό!! Αὐτό, βεβαίως, ἐπιτρέπεται ὅταν προέρχεται ἐκ καρδίας –ὅπως στὸν συγκεκριμένο γέροντα Ψάλτη– καὶ ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐνταχθῆ στὶς ὅποιες θεατρικὲς κινήσεις ποῦ, ὅπως προείπαμε, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ γίνωνται.

Μὲ τὴν γλώσσα καὶ τὸν λάρυγγα πρέπει νὰ συμψάλη καὶ ὁ νοῦς, ἴνα μή, ὡς λέγει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος “τὴ μὲν γλώττη ἄσματα φθεγγόμενος τὴ δὲ ψυχὴ ἄτοπα λογιζόμενος”, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἁρμονία σώματος καὶ ψυχῆς, καρδίας καὶ νοός, νὰ προσφέρη ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν του Θεοῦ. Τότε πληροῦται καὶ ὁ ἴδιος της τοῦ Θεοῦ Χάριτος καὶ μεταφέρει αὐτὴν πρὸς τὸν λαόν, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος “μάθε ψάλλειν καὶ ὄψει τοῦ πράγματος τὴν ἡδονήν• οἱ ψάλλοντες γὰρ Πνεύματος Ἁγίου πληροῦνται, ὥσπερ οἱ ἄδοντες τὰς σατανικᾶς ὠδᾶς πνεύματος ἀκαθάρτου” (ὁμιλ. ΙΘ' πρὸς Ἐφεσ.).

Μόνον μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ψάλλοντας γίνεται μεσίτης τῶν ἐκκλησιαζομένων πρὸς τὸν Θεό, ἐπειδή, ὅπως λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν ὁ Ψάλτης ἀποσπάση τὴν προσοχὴ τοῦ ἐκ τῶν ἀδομένων, τότε παύει νὰ ἔχη πνευματικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεόν.

Οἱ παρατάσεις, ἐξάλλου, τῆς φωνῆς χωρὶς μέτρο δὲν ἔχουν θέσιν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ ἀκριβὴς ἐκτέλεση τῆς Βύζ. Μουσικῆς στηρίζεται κυρίως στὴν ἐκτέλεση τῶν χρόνων καὶ ρυθμικῶν ποδῶν, χωρὶς τὴν τήρηση τῶν ὁποίων, δὲν ἀποδίδονται τὰ ἀριστουργήματα τῶν μουσικῶν μαθημάτων, τῶν παλαιῶν κυρίως μουσικοδιδασκάλων, ὅπως εἶναι τὰ Δοξαστικὰ Ἰακώβου τοῦ Πρωτοψάλτου, οἱ πολυέλαιοι Πέτρου τοῦ Πελοποννησίου, Χουρμουζίου τοῦ Χαρτοφύλακος κ.α. θαυμάσια, ὄντως, ἔργα μουσικῆς τέχνης.

Ὁ Ἱεροψάλτης ἐπιβάλλεται, θὰ ἔλεγα, νὰ ἔχη καὶ μόρφωση ἀλλὰ καὶ φωνὴ καλή, ποῦ, βεβαίως, ἀποτελεῖ (ἡ φωνὴ) δῶρο Θεοῦ. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον θ’ ἀντιλαμβάνεται αὐτὸς ὁ ἴδιος το μέγεθος καὶ τὸ βάθος τῶν ἐννοιῶν τῶν ἱερῶν κειμένων ἐνῶ, παραλλήλως, θ’ ἀποδίδη μὲ σοβαρὴ καὶ μεγαλοπρεπῆ γλυκύτητα τὰ ψαλλόμενα. Ἔτσι, θὰ τέρπεται πρώτον αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ θὰ τέρπη καὶ θὰ εὐχαριστῆ τοὺς πιστοὺς καὶ δὲν θὰ προκαλῆ τὴν ἀηδίαν ἀπὸ τὴν, τυχόν, παράφωνη κακοφωνία του. Ἀλλά, καὶ ὕφος ἐκκλησιαστικό, σοβαρὸ καὶ αὐστηρὸ πρέπει νὰ ἔχη ὁ Ψάλτης τόσο ὁσάκις εὑρίσκεται στὸ Ἀναλόγιο ὅσο καὶ στὴν καθόλου “πολιτικήν” τοῦ ζωήν. Μέσα στὸν ἱερὸ Ναὸ καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς ψαλμωδίας δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὁμιλῆ, νὰ ἀνοίγη (ἢ νὰ δέχεται) συζητήσεις, νὰ γελᾶ καθὼς καὶ νὰ ἀστειεύεται• οὔτε νὰ κοιτάζη πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα μὲ κομπορρημοσύνην καὶ ἔπαρση ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς τὸ ἱερὸ Βῆμα. Οἱ ὅποιες συνεννοήσεις μὲ τοὺς Ἱερεῖς, μὲ τὸν ἄλλον Ψάλτη τοῦ Ναοῦ ἢ τοὺς βοηθοὺς τοῦ καλὸ εἶναι νὰ γίνωνται πρὶν ἀνέβη στὸ Ἀναλόγιο ἢ ἂν ὑπάρχη ἀνάγκη κατὰ τρόπον σιωπηρὸ διακριτικό.

Ἀπὸ τὴν ἄλλην, ὁ Ψάλτης πρέπει νάναι ἐγκρατής, νηφάλιος καὶ ἀφοσιωμένος μὲ ζῆλο στὸ ἱερό του ἔργο. Πάντοτε δὲ νὰ ψάλη “ἀπὸ δειφθέρας”, μέσα ἀπὸ τὸ βιβλίο δηλαδὴ καὶ τοῦτο πρὸς ἀποφυγὴ λαθῶν.

Ἀλλὰ καὶ τὰ μουσικὰ μέλη ποὺ ἐκτελεῖ, καλὸν εἶναι νὰ τὰ ἔχη προετοιμάση (διαβάσει καλὰ) ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἐνῶ τὰ ψάλματα θὰ πρέπη νὰ κινοῦνται στὴν γνήσια, ἁπλὴ βυζαντινὴ μουσικὴ μᾶς παράδοση καὶ νὰ μὴν εἶναι ἐπιτηδευμένα ἢ ξένα πρὸς τὴν πνευματικότητα. Προσωπικά, θὰ ἐπρότεινα νὰ προτιμῶνται τὰ κλασσικὰ μαθήματα.

Τὸ ὀρθόδοξο ἦθος τοῦ Ἱεροψάλτη ἐπεκτείνεται καὶ στὴν συνεργασία του μὲ τοὺς συναδέλφους του, μὲ τοὺς λειτουργοὺς Ἱερεῖς, μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Ἐπιτρόπους. Ἃς μὴ ξεχνᾶ ὅτι τὸ “γενικὸ προσταγμα” στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τὸ ἔχει ὁ Ἱερεύς. Κατὰ συνέπεια, θὰ πρέπη νὰ συνεργάζεται μαζί του ὡς πρὸς τὸν χρόνο (π.χ. τί ὥρα θὰ μποῦμε στὴν θ. Λειτουργία, πότε θὰ γίνη ἡ Ἀρτοκλασία, ἢ τί ὥρα θὰ σχολάση ἡ ἱερὰ ἀκολουθία κ.λπ.). Ἀκόμη, βασικὸ σημεῖο ὀρθοδόξου ἤθους εἶναι, πρὶν ἀναλάβη ...δράση στὸ Ἀναλόγιο νὰ πάρη τὴν εὐχὴ τοῦ Λειτουργοῦ, νὰ προσκυνήση τὸν Ἐσταυρωμένο πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, νὰ βάλη τὸ ράσο του καὶ ν’ ἀνέβη στὸ Ἀναλόγιο κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ λέγοντας μυστικῶς “ψαλῶ τῷ Θεῶ μου ἕως ὑπάρχω”.

Πολλά, βεβαίως, μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος ποὺ πρέπει νὰ διακρίνη τὸν Ἱεροψάλτη. Ἃς περιορισθοῦμε, ὅμως, λόγω χώρου σ’ αὐτὰ καὶ κατακλείοντας ἃς τονίσουμε ὅτι ὁ Ἱεροψάλτης πρέπει πρῶτα νὰ νιώθη ταπεινὸς διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί, κατόπιν, καλλιτέχνης. Πάντοτε δὲ ἃς ἔχει κατὰ νοῦν ὅτι “μείζων πασῶν των ἀρετῶν ἐστι ἡ διακρισις”.