Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἡ ὀντολογία τοῦ Παπισμοῦ

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στὴν Ἑλλάδα. Δέχεται τὸν Πάπα ὡς κοσμικὸ ἡγέτη, ὡς ἀρχηγὸ τοῦ Κράτους τοῦ Βατικανοῦ, ὁ ὁποῖος δέχθηκε πρόσκληση ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ ἐπισκέπτεται τὴν Ἑλλάδα. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ θὰ καθορίση καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὴν στάση της.

Στὴν συνέχεια θὰ ἤθελα νὰ διατυπώσω μερικὲς σκέψεις μου πάνω στὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Παπισμοῦ.

1. Ἐκκλησία καὶ Παπισμὸς

Ἐσφαλμένα μερικοὶ ὁμιλοῦν γιὰ Καθολικὴ Ἐκκλησία, γιατί ὁ ὅρος καθολικός, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ ὀρθόδοξος, ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καθὼς ἐπίσης ὁ ὅρος Ἐκκλησία δὲν ἁρμόζει στὸ Κράτος τοῦ Βατικανοῦ.

Ὁ Παπισμὸς βρίσκεται ἐκτός της Ἐκκλησίας, καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ δύο Συνόδους, ποὺ γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους θεωροῦνται Οἰκουμενικές, στὶς ὁποῖες γίνεται λόγος γιὰ τὸ Filioque καὶ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.

Στὴν Η' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, στὴν ὁποία ἦταν παρόντες καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου τότε Πάπα τῆς Ρώμης, καταδικάσθηκαν οἱ Φράγκοι Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προσθέσει στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὸ Filioque, γιατί μιὰ τέτοια προσθήκη “κατὰ γνῶσιν εἰσάγει τῶν ἀκαταγνώστων καὶ ὕβριν τῶν πατέρων ἀναπολόγητον”, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ὅτι “εἰ μὲν τῶν ἱερωμένων εἴη τὶς παντελεῖ καθαιρέσει τοῦτον καθυποβάλλομεν, εἰ δὲ τῶν λαϊκῶν, τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν”. Βέβαια, αὐτὴ ἡ ἴδια καταδίκη ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς Πάπας τῆς Ρώμης, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ πρῶτος Φράγκος Πάπας (Σέργιος Δ') κατέλαβε τὸν θρόνο τῆς Ρώμης καὶ εἰσήγαγε τὸ Filioque στὴν ἐνθρονιστήρια ἐπιστολὴ τοῦ (τὸ 1009) καὶ ὁ Βενέδικτος Ἥ' το εἰσήγαγε ἐπισήμως στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ποὺ ἀναγινωσκόταν στὴν θεία Λειτουργία (τὸ 1014). Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ “Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας” λέγεται ὅτι ὅσοι ἀποξενώνουν “αὐτὸν τὲ τὸν Θεὸν Λόγον καὶ τὸ ὁμοούσιον καὶ ὁμόδοξον τούτου Παράκλητον Πνεῦμα τῆς θεοπρεποὺς ὁμοτιμίας τὲ καὶ ἀξίας, ἀναθεμα”.

Στὴν Σύνοδο τοῦ 1341 ἐπὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ μάλιστα στὸν Συνοδικὸ Τόμο λέγεται ὅτι ὅσοι δέχονται ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστὲς καὶ ἰδιαιτέρως ὅσοι δέχονται ὅτι τὸ Φῶς τῆς θεότητος εἶναι κτιστό, ὅπως ὑπεστήριζε ὁ σχολαστικὸς Οὐνίτης Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρὸς καί, βεβαίως, αὐτὸ ἀποτελεῖ βασικὸ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ, ὅπως φαίνεται στὰ ἔργα τοῦ Θωμὰ τοῦ Ἀκινάτη, βρίσκονται ἐκτός της Ἐκκλησίας. Γράφεται ὅτι ἐὰν κάποιος ἰσχυρίζεται τέτοιες ἀπόψεις καὶ δὲν μετανοήσει “ἀποκήρυκτος ἔσται καὶ ἀποτετμημένος τῆς ἁγίας του Χριστοῦ καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ὀρθοδόξου των Χριστιανῶν συστήματος”.

Στὸ Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται τὴν περὶ ἰδεῶν διδασκαλία τοῦ Πλάτωνα, δηλαδὴ τὴν μεταφυσικὴ καὶ τὴν ὀντολογία καὶ τὶς ἀπόψεις τῆς Analogia Entis, ὅτι ὑπάρχει ἀναλογία μεταξὺ Θεοῦ καὶ κόσμου, καὶ Analogia Fidei, ὅτι ὑπάρχει ὁμοιότητα μεταξύ του Θεοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καθὼς ἐπίσης ἀναθεματίζονται καὶ ὅσοι δὲν δέχονται τὰ δόγματα μὲ πίστη καθαρὰ καὶ ἁπλὴ καὶ ὁλόψυχη καρδία “ἀλλὰ πειρωμένοις ἀποδείξεσι καὶ λόγοις σοφιστικοίς”, δηλαδὴ εἰσάγουν τὴν σχολαστικὴ μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ.

Ἀναλύοντας περισσότερό το θέμα αὐτὸ μποροῦμε νὰ ἀναφερθοῦμε στὸ ὅτι δύο μεγάλοι θεολόγοι καὶ πατέρες τοῦ Παπισμοῦ εἶναι ὁ Ἀνσελμος Καντερβουρίας καὶ ὁ Θωμὰς Ἀκινάτης, τῶν ὁποίων τὴν διδασκαλία ἀποδέχεται ἡ Παπικὴ θεολογία καὶ ἡ πρακτική του Παπισμοῦ.

Ὁ Ἀνσελμος Καντερβουρίας ἐπεξεργάσθηκε καὶ εἰσήγαγε τὸ θεολογικὸ δόγμα περὶ τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ προσέβαλε τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐξιλέωσε τὴν θεία δικαιοσύνη καὶ ἐπανέφερε τὴν τάξη στὴν δημιουργία. Πρόκειται γιὰ ἀλλοίωση τῆς ἀλήθειας περὶ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ παρουσιάζεται ὁ Θεὸς μὲ τὰ ἰδιώματα τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος προσβάλλεται καὶ θίγεται, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἀλλοίωση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως καὶ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Βέβαια, ἡ θεολογία περὶ τῆς ἐξιλεώσεως τῆς θείας δικαιοσύνης υἱοθετεῖ τὸ φεουδαλιστικὸ σύστημα μὲ ὅλες τὶς θεολογικὲς καὶ κοινωνικὲς συνέπειες.

Ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης ποὺ εἶναι ὁ χαρακτηριστικότερος ἐκπρόσωπος τοῦ σχολαστικισμοῦ προσπάθησε νὰ συνδυάση τὶς θεωρίες τοῦ Αὐγουστίνου μὲ τὸν Ἀριστοτέλη. Ἐκτός των ἄλλων, ταυτίζει τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἄκτιστη οὐσία Του, ἀφοῦ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ λεγόμενο actus purus, καὶ εἰσάγει τὴν τὴν ἐσφαλμένη ἄποψη περὶ κτιστῶν ἐνεργειῶν στὸν Θεό, παρουσιάζει ἕναν εὐδαίμονα Θεὸ ποὺ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἀπρόσιτος, ἄγνωστος, ἀπρόσωπος καί, βεβαίως, διδάσκει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς κτιστὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, ἡ ἀγάπη, ἡ θεία Χάρη, ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ προέρχεται ἡ διδασκαλία ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ (Filioque), τὸ καθαρτήριο πῦρ, τὸ ἀλάθητο κλπ. Οἱ θεωρίες αὐτὲς καταδικάσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἕβδομη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο ἐπὶ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ θεωρεῖται ὡς Θ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅπως παρουσιάζεται στὸ “Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας”. Ἐπίσης ἀναθεματίζονται ὅσοι δὲν ὁμολογοῦν ὅτι ὑπάρχει “οὐσίαν τὲ ἐπὶ Θεοῦ καὶ οὐσιώδη φυσικὴν ἐνέργειαν”.

Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει: “Οἵ της τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί• καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί”. Τὸ ἴδιο λέγει καὶ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Ἐπίσκοπος Λυῶνος: οἱ “ἐκτός της ἀληθείας” εὑρίσκονται αὐτομάτως “ἐκτός της Ἐκκλησίας”, γιατί ὅσοι δὲν δέχονται τὴν παράδοση τῶν Ἀποστόλων καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας τοὺς θεωροῦμε, κατὰ τὸν ἅγιο Εἰρηναῖο, “ὡς αἱρετικοὺς καὶ κακογνώμονας (κακοδόξους), ἢ ὡς σχίζοντας (τὴν Ἐκκλησίαν) καὶ ὑπερηφάνους καὶ αὐθάδεις”.

2. Ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ Παπισμὸς

Ἐπειδὴ ἐκτός της Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχουν μυστήρια, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Κληρικοὶ τῶν Παπικῶν καὶ αὐτὸς ὁ Πάπας, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν ἔχουν ἱερωσύνη, δηλαδὴ ἔχει διακοπὴ σὲ αὐτοὺς ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχή.

Αὐτό, βέβαια, μπορεῖ νὰ ἀκούγεται λίγο παράξενα, ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα, βάσει τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.

Ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ σειρὰ χειροτονιῶν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ μετοχὴ στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια. Ὅταν μιὰ Ἐκκλησία ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸν κορμὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, λόγω δογματικῶν διαφορῶν, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑπολείπεται καὶ στὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης. Δηλαδή, ὅταν χάνεται ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια καὶ υἱοθετοῦνται αἱρετικὲς ἀπόψεις, αὐτὸ ἔχει συνέπειες καὶ στὴν ἀποστολικὴ διαδοχή. Διότι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μετέδιδαν τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ ταυτόχρονα παρέδιδαν, διὰ τῆς ἀναγεννήσεως, καὶ ὅλη τὴν ἀποκαλυπτικὴ παράδοση.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λυῶνος, στὴν ὁποία φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία συνδέεται στενώτατα μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν θεία Εὐχαριστία, πράγμα τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὅταν χάνεται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, τότε δὲν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία οὔτε καὶ θεία Εὐχαριστία. Ὁπότε ὁ Κληρικὸς ποὺ χάνει τὴν ὀρθόδοξη πίστη ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καί, βεβαίως, τότε δὲν ὑφίσταται καὶ ἡ ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Τὸ ὅτι ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος συνδέει τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ ὄχι μόνον μὲ τὴν χειροτονία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν διατήρηση τῆς ἀληθοῦς πίστεως, φαίνεται ἀπὸ ἕνα χωρίο: “Δία τοῦτο τοῖς ἐν τῇ Ἐκκλησία πρεσβυτέροις ὑπακούειν δεῖ, τοῖς τὴν διαδοχὴν ἔχουσιν ἀπὸ τῶν ἀποστόλων, καθὼς ἐπεδείξαμεν, τοῖς σὺν τὴ ἐπισκοπικὴ διαδοχὴ τὸ χάρισμα τῆς ἀληθείας ἀσφαλές, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Πατρὸς εἰληφόσι”.

Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν ὑπάρχει ἱερωσύνη στοὺς Παπικούς, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχουν μυστήρια, καὶ ὅσα τελοῦνται δὲν εἶναι ἁγιαστικὰ μυστήρια. Ἐὰν ὅμως, ὅπως ἰσχυρίζονται μερικοί, ὁ Πάπας ἔχει ἱερωσύνη, τότε τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἔγκυρο καὶ ὁ ἄρτος ὁ εὑρισκόμενος στὴν Ἁγία Τράπεζα εἶναι ὁ Χριστός, ὁπότε περιπίπτουν σὲ δύο σφάλματα, ἢ νὰ κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, παραβαίνοντας πληθώρα ἱερῶν Κανόνων ἢ νὰ ἀποστρέφωνται τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, εὐρισκόμενον κατ’ αὐτοὺς πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα.

Γενικά, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Βατικανὸ δὲν εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἕνα πολιτικοοικονομικὸ σύστημα, εὑρισκόμενο ἐκτός της Ἐκκλησίας, καὶ ὁ Πάπας, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ “Κληρικοὶ” τοῦ Βατικανοῦ δὲν εἶναι διάδοχοί των Ἀποστόλων, δὲν ἔχουν ἀποστολικὴ παράδοση καὶ διαδοχή.

Ἑπομένως, πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἴμαστε καὶ Ρωμαῖοι - Ρωμηοί, δηλαδὴ ἀπόγονοί της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ Καθολικοί, δηλαδὴ Ὀρθόδοξοι, διότι ὁ ὅρος Καθολικὸς δηλώνει τὸ καθ’ ὅλου, τὸ ὀρθόδοξο. Οἱ Παπικοὶ εἶναι Φραγκολατίνοι, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης ἀπὸ τοὺς Φράγκους, καθὼς ἐπίσης καὶ αἱρετικοί.

Σὲ καιρὸ συγχύσεως, ὅπως ἡ ἐποχή μας, πρέπει νὰ εἴμαστε ὁμολογητὲς τῆς Πίστεως, μάρτυρες τῆς ἀληθείας καὶ ποιμένες ποὺ θὰ ποιμαίνουμε τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ κριτήρια καὶ προϋποθέσεις ἐκκλησιολογικές, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ