Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος, 3 Ἀπριλίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος, 3 ἈπριλίουΣτό ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐξέχουσα θέση κατέχει ἡ χορεία τῶν ἱερῶν ὑμνογράφων. Δηλαδή τῶν Ἁγίων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι συνέθεσαν τούς ὑπέροχους ὕμνους τούς ὁποίους ψάλλουμε στούς ἱερούς Ναούς κατά τίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, καθώς καί στίς μνῆμες τῶν Ἁγίων. Δεσποτικές ἑορτές ὀνομάζονται οἱ ἑορτές, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στά σημαντικότερα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ (Χριστούγεννα, Πάσχα, Ἀνάληψη κ.λ.π.). Θεομητορικές ἑορτές εἶναι οἱ ἑορτές ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέση μέ γεγονότα τῆς ζωῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (Γέννηση, Εὐαγγελισμός, Κοίμηση κ.λ.π.).

Στήν ἐκλεκτή αὐτή χορεία τῶν ἁγίων ποιητῶν καί ὑμνογράφων τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἀνήκει καί ὁ βιογραφούμενος ἅγιος Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τήν Σικελία ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἀρεσκόταν στό νά ἀπαγγέλλη καί νά ψάλλη ἐκκλησιαστικούς ὕμνους. Ἀργότερα, μέ τό χάρισμα, τό ὁποῖον ἔλαβε “ἀνωθεν” καί τό ὁποῖον καλλιέργησε καί αὔξησε, ἀσχολήθηκε μέ τήν συγγραφή ὕμνων καί “μελιχροῖς μελωδήμασι ἀνύμνησε, Πνεύματι κινούμενος, τῶν Ἁγίων πᾶν σύστημα”.

Ἡ ζωή τοῦ ὑπῆρξε μακρά καί περιπετειώδης. Ἔζησε ἕναν περίπου αἰώνα. Μετά τόν πρόωρο θάνατο τοῦ πατέρα τοῦ κατέφυγε μαζί μέ τήν μητέρα καί τήν ἀδελφή του στήν Πελοπόννησο. Ὕστερα, ἀπό ἐκεῖ μετακόμισαν στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐκάρη μοναχός καί χειροτονήθηκε Ἱερέας. Τήν περίοδο αὐτή ἀσχολήθηκε συστηματικά μέ τήν καλλιγραφική ἀντιγραφή τῶν ὕμνων, ἀλλά καί μέ τήν σύνθεση νέων. Τό λειτουργικό βιβλίο πού ὀνομάζεται Ὀκτώηχος ἤ Παρακλητική, κατά ἕνα μέγα μέρος, εἶναι δικό του ἔργο.

Μετά ἀπό καιρό πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γνωρίσθηκε καί συνδέθηκε μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Δεκαπολίτη, μέ τόν ὁποῖο συγκατοίκησε γιά κάποιο χρονικό διάστημα. Ἀπό ἐκεῖ ἔφυγε διωγμένος γιά τήν Ρώμη, ἐπειδή πολέμησε μέ παρρησία καί σθένος τήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Καθ’ ὁδόν πρός τήν Ρώμη ἔπεσε σέ ἐνέδρα πειρατῶν, οἱ ὁποῖοι τόν ἀπήγαγαν στήν Κρήτη. Ἀπό ἐκεῖ ἐπανῆλθε καί πάλι στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί ἐτελείωσε τήν ζωή του σέ βαθύ γῆρας, τό 842 μ.Χ.

Οἱ ὕμνοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μᾶς ἀποτελοῦν, κατά κοινήν ὁμολογία, ἀθάνατα μνημεῖα λόγου καί τέχνης ὑψηλοτάτου ἐπιπέδου. Κυρίως ὅμως εἶναι θησαυρός ἀδαπάνητος καί πλοῦτος πνευματικός ὅλων ὅσοι ἀγαποῦν ὄχι ἁπλῶς τήν τέχνη, τήν ποίηση καί τήν μουσική ἀλλά κυρίως τήν προσευχή καί τήν θεολογία. Γιατί οἱ συγγραφεῖς τῶν ὑπέροχων αὐτῶν ὕμνων ἤσαν βεβαίως ρήτορες καί ποιηταί, κατά Πρωτον λόγο ὅμως ἤσαν θεολόγοι. Ἤσαν ἄνθρωποι προσευχῆς καί τά ὑμνολογικά κείμενα πού συνέγραψαν εἶναι καρπός θεοπτίας. Δηλαδή, οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά βιώσουν τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του, ἤτοι τήν πρόνοια καί τήν ἀγάπη Του στά ὅρια τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Γι’ αὐτό καί ὁ λόγος τούς κατανύσσει τήν ψυχή καί δημιουργεῖ διάθεση γιά προσευχή.

Τό νά ὁμιλῆς γιά τόν Θεό δέν εἶναι εὔκολο πράγμα, ἄν δέν Τόν ἔχεις δή, ἄν δέν ἔχεις γευθεῖ τήν ἄκτιστη χάρη Του, καί ἄν αὐτή ἡ χάρη δέν ἔχει πλημμυρίσει ὅλη σου τήν ὕπαρξη. Ἁπλῶς προσπαθεῖς σχοινοβατώντας νά καταγράψης τήν πείρα τῶν Ἁγίων πάντα μέ τόν φόβο μήπως βρεθεῖς στό κενό, μήπως λαθέψεις καί ξεφύγεις ἀπό τόν στόχο σου καί τόν σκοπό σου. Γιά τούς Ἁγίους ὅμως εἶναι διαφορετικά τα πράγματα. Γι’ αὐτούς ἡ Θεολογία εἶναι διήγημα. Διηγοῦνται ὅσα εἶδαν, ἄκουσαν καί ἐψηλάφησαν. Καί οἱ ἱεροί ὑμνογράφοι ἀνήκουν σέ αὐτήν τήν κατηγορία. Βίωσαν τήν γέννηση τοῦ Λόγου, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς προσωπική τους ἀναγέννηση καί τόν σταυρό καί τήν ταφή Του ὡς σταύρωση καί νέκρωση τῶν δικῶν τούς ἁμαρτιῶν καί παθῶν καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς προσωπική τους ἐξανάσταση, ὡς ὑπέρβαση τοῦ θανάτου στά ὅρια τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Γι’ αὐτό καί ἡ θεολογία τους, ὅπως ἀναφέραμε, εἶναι διήγημα. Δέν εἶναι ἀποτέλεσμα σκέψεων καί στοχασμῶν ἀλλά ἐκχύλισμα καί εὐωδία τῆς “πεπλησμένης Πνεύματος Ἁγίου” καρδίας τους, γι’ αὐτό καί ὁμιλοῦν κατ’ εὐθείαν στήν καρδιά σταλάζοντας σέ αὐτήν παρηγοριά, χαρούμενη διάθεση καί ὄρεξη γιά ζωή. Ο Μ. Βασίλειος γράφει χαρακτηριστικά: “Τό γάρ ἱλαρόν καί ἄλυπόν της ψυχῆς κατάστημα αἵ τῶν ὕμνων παρηγορίαι χαρίζονται”, δηλαδή οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μᾶς παρηγοροῦν, φυγαδεύουν τήν λύπη, ἀλλάζουν τήν ψυχική διάθεση πρός τό καλύτερο, προξενοῦν ἱλαρότητα καί ἠρεμία.

Κάποτε, εἶχα ἀκούσει τόν μακαριστό π. Παΐσιο νά συμβουλεύη κάποιον μοναχό καί νά τόν προτρέπη νά ψάλλη κατά τήν διάρκεια τοῦ διακονήματός του, δηλαδή τῆς ἐργασίας πού ἔκανε, καί πού ἐκεῖνο τό διάστημα ἦταν νά μαγειρεύη καί νά πλένη τά πιάτα. Καί πιστεύω, ὅτι τό ἔκανε γιά τούς παραπάνω λόγους, τούς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος, ἐπειδή ὁ μοναχός ἐκεῖνος, τόν ὁποῖον ἐγνώριζα, ἦταν ἐκ φύσεως κλειστός καί ἐσωστρεφής καί ἐκεῖνο τό διάστημα ἀντιμετώπιζε μεγάλους καί ἀπανωτούς πειρασμούς.

Θά ἤθελα νά τελειώσω τό ἄρθρο αὐτό δανειζόμενος τούς λόγους τοῦ σοφοῦ Ἁγιορείτου, ὁσίου Νικοδήμου: “Καί εἰς ἐκείνους μέν ὅπου πεινοῦν τόν τῆς σοφίας ἄρτον, εὑρίσκεται τράπεζα πνευματική, (ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας) γέμουσα ἀπό μυρία καί οὐράνια φαγητά, τά ὁποῖα τρώγοντες οὐκ ἀποθνήσκουσιν, ἀλλά ζοῦν εἰς τόν αἰώνα• εἰς ἐκείνους δέ ὅπου διψοῦν τό νεκταρῶδες καί γλυκύ ὕδωρ τῶν ἱερῶν Τροπαρίων, αὕτη εὑρίσκεται πηγή μελίρρυτος καί πολυχεύμων ... παράδεισος εὐανθής καί μυρίπνοος ... γέμων ἀπό γλυκυτάτους καρπούς ... αἵ τινές φωτίζουσι τόν νοῦν, θέλγουσι τήν καρδίαν, καί ὅλον τόν ἐσωτερικόν ἄνθρωπον εὐφραίνουσι” (Ἑορτοδρόμιον, ἔκδ. Σπανός, σέλ. κέ').

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ