Γράφτηκε στις .

Frank Schaeffer: “Αναζητώντας τὴν ὀρθόδοξη πίστη στὸν αἰῶνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν”

Ἕνα βιβλίο γιά τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν Δύση

Πρόλογος: Ἀρχιμ. Γεωργίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΧΙΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΜΥΡΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ, ΚΟΖΑΝΗ, 2000.

Frank Schaeffer:  “Αναζητώντας την ορθόδοξη πίστη στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών”Τά στοιχεῖα εἶναι ὄντως συνταρακτικά: οἱ αὐτοκτονίες τῶν νέων τριπλασιάστηκαν τά τελευταῖα χρόνια, οἱ ἐκτρώσεις ξεπέρασαν τό ἐνάμιση ἑκατομμύριο κάθε χρόνο, δύο ἑκατομμύρια ἄνθρωποι βρίσκονται στίς φυλακές καί ἄλλα ἕξι ἑκατομμύρια σέ κατ’ οἶκον κράτηση διότι δέν ἐπαρκοῦν τά κελλιά γιά ὅλους. Μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ προσπαθεῖ νά βρῆ τή λύση στούς ψυχιάτρους, ἐνῶ στά σχολεῖα κάθε τόσο δολοφονοῦνται μαθητές ἀπό συμμαθητές τους. Κάτι πῆγε πολύ στραβά μέ τό “ἀμερικάνικο ὄνειρο”, ὅπου “μορφωμένοι, καλοθρεμμένοι καί δημοκρατικά ἀντιπροσωπευόμενοι πολίτες” θά ζοῦσαν εὐτυχισμένοι καί εἰρηνικοί.

Ξεκινώντας ἀπό παρόμοιες διαπιστώσεις, ὁ Frank Schaeffer ἀμερικανός σκηνοθέτης καί συγγραφέας, ἄρχισε τήν προσωπική του ἀναζήτηση, τήν ὁποία ἀφηγεῖται σ’ αὐτό τό πανοραμικό ἔργο.

Τό βιβλίο ἀρχίζει μέ τήν καταγραφή τῆς κοινωνικῆς κατάρρευσης τῆς Ἀμερικῆς τίς τελευταῖες τρεῖς δεκαετίες, καί τῶν ἀπελπισμένων, ἀλλά μάταιων, προσπαθειῶν πολλῶν διανοούμενων γιά τήν ἐξεύρεση λύσης. Τό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι γεμάτο ἀπό ἀποσπάσματα ἄρθρων καί μελετῶν, πού ὅλα διαπιστώνουν τό μέγεθος τῆς καταστροφῆς καί ἐπιχειροῦν νά προτείνουν διεξόδους. Διαβάζοντάς τα συναισθάνεται ὁ καθένας τήν ἀγωνία τῶν εὐαίσθητων ἀνθρώπων αὐτῆς τῆς χώρας ἀλλά καί τήν ἀδυναμία τους νά ἀντιμετωπίσουν τήν κατάρρευση. Ὅπως ἐπισημαίνει πειστικά ὁ συγγραφέας, ἀκόμη καί οἱ ἐπικλήσεις γιά ἐπιστροφή στίς παραδοσιακές ἀξίες εἴτε καταλήγουν σέ συντηρητικές ἰδεολογίες εἴτε δέν ἔχουν καμία ἀπήχηση σέ μία κοινωνία πού ἔχει γαλουχηθεῖ στόν ἀποκεντρισμό.

Ἡ κριτική τοῦ συγγραφέα διαπερνάει ὅλα τα ἰδεολογικά ρεύματα τῶν ΗΠΑ, μέ ἔμφαση στούς φιλελεύθερους, χωρίς νά ἀφήνη στό ἀπυρόβλητό τους νεοσυντηρητικούς της δεκαετίας τοῦ ’80 πού κήρυξαν τήν ἐπιστροφή στήν οἰκογένεια καί στίς παραδοσιακές ἀξίες: “οἱ συντηρητικοί, δέν πιστεύουν οἱ ἴδιοι, ἀλλά ἀναγνωρίζουν τή σπουδαιότητα τῆς θρησκείας σάν ἕνα χρήσιμο ψεῦδος, ἀπαραίτητο γιά τήν διαφύλαξη τῆς δημόσιας τάξης”. Ὁ συγγραφέας πιστεύει ὅτι οἱ πολιτικές προσπάθειες γιά βελτίωση τῆς κοινωνίας εἶναι καταδικασμένες σέ ἀποτυχία, ὅσο δέν γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία θεραπεύεται μόνο μέσω τῆς πίστης καί ὄχι μέσω κοινωνικῶν προγραμμάτων.

Προσπαθώντας νά ἀνιχνεύση τίς ἱστορικές αἰτίες πού ὁδήγησαν στήν σημερινή ἐκκοσμικευμένη κοινωνία, ὁ Schaeffer διακρίνει τρία μεγάλα στάδια: τό Σχίσμα, τή Μεταρρύθμιση καί τό Διαφωτισμό. Ἐντοπίζει τήν ἀρχική πηγή τοῦ προβλήματος στήν ἰδέα τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ, τήν ὁποία υἱοθέτησε ἡ δύση ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστίνο, καί στήν ἀξίωση τοῦ παπικοῦ “ἀλάθητου”, ὡς ἀντίδραση πρός τήν ὁποία ἐμφανίστηκε ὁ Προτεσταντισμός.

Ἀκολουθεῖ μιά ζοφερή περιγραφή τῆς ἐξέλιξης τοῦ προτεσταντισμοῦ, ξεκινώντας ἀπό τόν καλβινισμό. Ὁ “Θεός”, ὅπως τόν ἀντιλήφθηκαν οἱ καλβινιστές, ἔγινε σύντομα ἕνα ἀδύναμο ὅν, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀπεικονίστηκε σάν ἕνα παντοδύναμο τέρας. Στήν καλβινική κοσμοθεωρία τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ, δέν ὑπῆρχε χῶρος γιά τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου: ὁ Θεός, γιά ἄγνωστους σέ μᾶς λόγους, ἔχει προορίσει ὁρισμένους ἐκλεκτούς γιά τήν σωτηρία καί ὅλους τους ὑπόλοιπους γιά τήν κόλαση. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά ἀντιδράσουν στό “θέλημα τοῦ Θεού”. Στούς ἐκλεκτούς θά δοθῆ ἡ πίστη (ὅτι κι ἄν κάνουν γιά νά τήν ἀποκρούσουν) καί οἱ ὑπόλοιποι θά ματαιοπονοῦν (ὅτι κι ἄν κάνουν γιά νά πλησιάσουν τό Θεό).

Ὅπως σωστά συλλαμβάνει ὁ συγγραφέας, ἦταν ἁπλῶς θέμα χρόνου αὐτή ἡ ἀντίληψη νά ὁδηγήση στήν ὑπονόμευση κάθε ἠθικῆς. Ἄν ἐγώ πρόκειται ἔτσι κι ἀλλιῶς νά σωθῶ, ἐπειδή μέ διάλεξε ὁ Θεός, γιατί νά τηρῶ κάποιες ἐντολές καί γιατί νά ἀνήκω στήν Ἐκκλησία; Μετά ἀπό ὅσα ἀπέμειναν νά πιστεύουν πέρασαν τή ζωή τούς ἀναμένοντας τό σημάδι ὅτι ἀνῆκαν στούς “ἐκλεγμένους”, γεμάτοι ἀπό ἀγωνία γιά τήν παρατεινόμενη “σιωπή τοῦ Θεού”. Οἱ ὑπόλοιποι ἁπλῶς ἀποφάνθηκαν ὅτι ὁ Θεός καί οἱ “ἐντολές Τού” δέν παίζουν κανένα ρόλο στήν ἀνθρώπινη ζωή καί ἐφεῦραν τρόπους νά τήν ὀργανώσουν ὀρθολογιστικά. Γεννήθηκε λοιπόν ὁ Διαφωτισμός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νά θεωρηθεῖ, λέει ὁ Schaeffer, ὡς ἡ ἐκκοσμικευμένη ἐκδοχή τοῦ προτεσταντισμοῦ, ὅπως ἀργότερα ἡ μαρξιστική θεωρία τοῦ ἱστορικοῦ ντετερμινισμοῦ ἀποτελοῦσε τήν ἐκκοσμικευμένη ἐκδοχή τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ.

Ὁ Προτεσταντισμός εἶχε μέσα του σπέρματα τῆς διάσπασης: ἐφόσον ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶχε τό δικαίωμα νά ἑρμηνεύση ὑποκειμένικα τήν Βίβλο, χωρίς νά λαμβάνει ὑπόψη τήν πατερική σοφία αἰώνων, κι ἐφόσον ὁ ἴδιος ἔκρινε (μέ κάποια “ἐσωτερική φωνή”) ὅτι βρίσκεται στό σωστό δρόμο, χωρίς νά ὑπακούει σέ κάποια ἐκκλησιαστική αὐθεντία, ἦταν ἑπόμενο νά ἐμφανίζεται κάθε λίγα χρόνια καί μιά νέα προτεσταντική “Ἐκκλησία” (ἔχουν φτάσει τίς 23.000 σήμερα, σύμφωνα μέ τά στοιχεῖα τοῦ ΟΗΕ).

Γιά τόν Ἕλληνα ἀναγνώστη, φορέα μιᾶς διαφορετικῆς παράδοσης, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ σύνδεση μετανεωτερικότητας καί προτεσταντισμοῦ, τήν ὁποία ἀναλύει διεξοδικά ὁ συγγραφέας. Κύριο γνώρισμα τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς ἀποτελεῖ ὁ ἀπόλυτος σχετικισμός. Ὄχι μόνον δέν ὑπάρχουν ἀδιαμφισβήτητες ἀλήθειες, μέ τήν θεολογική ἡ φιλοσοφική ἔννοια τοῦ ὄρου, ἀλλά οὔτε καν ἀντικειμενικά ἱστορικά γεγονότα. Ὑπάρχουν μόνο τα κείμενα τῶν ἱστορικῶν, μέ τά ὁποῖα βρίσκεται σέ ἕναν ὑποκειμενικό διάλογο ὁ κάθε ἀναγνώστης. Εὐνόητο εἶναι ὅτι καί κάθε ἠθική ἔχει σχετική μόνον ἀξία. Αὐτός ὁ σχετικισμός ἔχει τίς ρίζες του στήν ἐξέλιξη τοῦ προτεσταντισμοῦ στή Δύση. Ἀρνούμενες τήν Ἱερά Παράδοση, τά μυστήρια καί τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διάφορες προτεσταντικές ὁμολογίες δέν ἦταν σέ θέση νά ὑπερασπιστοῦν τή δική τους ἀλήθεια ὡς μόνη ἀλήθεια. Ἔτσι, σταδιακά, ὑποχρεώθηκαν νά δεχτοῦν τήν ἰσότιμη θέση τῶν λοιπῶν ὁμολογιῶν.

Γι’ αὐτό τό λόγο, ἄλλωστε, διάφορες ἐκθέσεις γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα στήν Ἑλλάδα ἐπαναλαμβάνουν μονότονα τίς κατηγορίες γιά θρησκευτική καταπίεση. Στήν Ἀμερική, μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Schaeffer, ἀκόμη καί τό νά ὑποστηρίξη κάποιος ὅτι ἡ δική του πίστη εἶναι ἀληθινή θεωρεῖται ἀντιδημοκρατικό. Γι’ αὐτό καί οἱ συζητήσεις περί θρησκείας ἔχουν ἀποκλειστεῖ ἀπό τό δημόσιο διάλογο. “Κάθε ἐκκλησία εἶναι τόσο καλή ὅσο καί μία ἄλλη”.

Ἡ θλιβερή περιγραφή τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης καί τῆς σημερινῆς κατάληξης τῆς Δυτικῆς (ἰδιαίτερά της ἀμερικανικῆς) κοινωνίας καταλαμβάνει ὅλο το πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου. Ὁ τόνος ἀπελπισίας πού διαπερνάει αὐτή τήν περιγραφή διαλύεται ἀμέσως μετά στό δεύτερο μέρος, καθώς ὁ συγγραφέας μετά ἀπό πολύχρονη προσωπική ἀναζήτηση ἀνακαλύπτει τήν “ἱστορική χριστιανική Ἐκκλησία”, δηλαδή τήν Ὀρθόδοξη.

Γιά τόν Ἕλληνα ἀναγνώστη ἴσως δέν ἔχει τόσο ἐνδιαφέρον ἡ ἐκτενής Ὀρθόδοξη ἀντίκρουση τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τήν ὁποία παραθέτει ὁ Schaeffer. Ἡ ἀπειλή γιά τόν χῶρο μᾶς προέρχεται περισσότερο ἀπό τήν ἐκκοσμίκευση καί ὄχι ἀπό τόν ἀνταγωνισμό ἄλλων ὁμολογιῶν. Γιά τούς ἀμερικανούς, ὡστόσο, πού στήν συντριπτική πλειοψηφία τούς δηλώνουν θρῆσκοι (καί ἀπό αὐτούς τό 60% ἰσχυρίζεται ὅτι εἶχε μιά “ἀναγεννητική ἐμπειρία”), ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ συγγραφέα ἀποσκοπεῖ στό νά ἀπαντήση στά ἀναπάντητα ἐρωτήματά τους. Τό πιό θεμελιῶδες ἀφορᾶ τήν αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, ποιός δηλαδή κρίνει τί εἶναι σωστό καί τί ὄχι. Γιά νά βρῆ τήν ἀπάντηση, ὁ Schaeffer, ἐρευνᾶ τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Πρωτων δύο αἰώνων, τοῦ ἁγίου Κλήμη Ρώμης, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Λυῶνος κ.α. καί ἀνακαλύπτει ὅτι αὐτή διασώζεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέσω τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί τῆς προσήλωσης στήν Ἱερά Παράδοση.

Ἡ ἔλλειψη χώρου δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά παρουσιάσουμε ὅλες τίς σημαντικές παρατηρήσεις τοῦ συγγραφέα γιά τήν σημερινή θέση τῆς Ὀρθοδοξίας στόν κόσμο καί τήν ἀπάντηση πού βρῆκε στά δικά του ὑπαρξιακά ἐρωτήματα. Τελειώνοντας, ὡστόσο, τό βιβλίο ὁ ἀναγνώστης καταλήγει νά συμμερίζεται τά αἰσθήματα τοῦ Schaeffer ὁ ὁποῖος μετά ἀπό αὐτό τό πολύχρονο ταξίδι βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος: αἰσθήματα δοξολογίας γιά τό πόσο ἀπροσδόκητα ἐνεργεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ σέ ἕναν τόπο, τήν Ἀμερική, μέ τόσο ἀντίξοες συνθῆκες.