Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου

Ἀναστασίου Α. Φιλιππίδη

Ὁ Ὀκτώβριος εἶναι ταυτισμένος στή μνήμη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ μέ τή γιορτή τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶναι ἕνας ἀπό τούς πιό λαοφιλεῖς ἁγίους, ὄχι μόνο στήν Ἑλλάδα ἀλλά καί σέ ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, ὅπως φανερώνει ἡ συχνότητα τοῦ ὀνόματος Ντμίτρι, Ντουμίτρου κλπ. Φαίνεται πῶς αὐτή ἡ δημοτικότητα δέν εἶναι ἄσχετη μέ τήν αἴσθηση τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου ἀνά τούς αἰῶνες, ὅπως πιστοποιεῖται ἀπό τίς ἐμφανίσεις του καί τά θαύματά του.

Ὅπως εἶναι γνωστό, κέντρο τῆς λατρείας τοῦ Ἁγίου εἶναι ἡ Θεσσαλονίκη, ὅπου μαρτύρησε καί ὅπου ἔχει ἀνεγερθῆ ἀπό τά πρωτοβυζαντινά χρόνια μεγαλοπρεπής ναός πρός τιμήν του. Ἡ Θεσσαλονίκη ἔχει, ἱστορικά, πολλούς λόγους νά τιμᾶ τόν Ἅγιο Δημήτριο καί ἀπό νωρίς ἄρχισαν νά καταγράφονται ἐκεῖ τα ἐπανειλημμένα θαύματά του. Ἡ συγγραφή μιᾶς πρώτης συλλογῆς θαυμάτων ἀποδίδεται στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰωάννη, λίγο μετά τό 600 μ.Χ. καί μιά δεύτερη, ἀνώνυμη, γράφτηκε γύρω στό 680 μ.Χ. Οἱ ἱστορικοί ἔχουν ἀντλήσει ποικίλες πληροφορίες ἀπό αὐτά τά κείμενα. Πέρα ἀπό τό θρησκευτικό τους ἐνδιαφέρον ἀποτελοῦν ἀνεκτίμητη πηγή, ἰδιαίτερα γιά τίς μετακινήσεις τῶν Σλάβων τόν 6ο-7ο αἰώνα, καί γιά τή ζωή στή Θεσσαλονίκη τήν ἴδια ἐποχή, καθώς, ὅπως σημειώνει ὁ P. Lemetrle, ὅσα ἀναφέρουν εἶναι γιά μᾶς νέο ὑλικό πού δέν εἶναι γνωστό ἀπό καμιά ἄλλη πηγή. Τό 1979 ὁ Lemetrle προέβη σέ νέα κριτική ἔκδοση καί σχολιασμό τοῦ ἔργου καί στή δεκαετία τοῦ 1990 εἴχαμε δύο ἐκδόσεις στήν Ἑλλάδα μέ κείμενο καί νεοελληνική μετάφραση. Ἡ πρώτη ἀπό τό Κέντρο Ἁγιολογικῶν Μελετῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, σέ ἐπιμέλεια τοῦ ἀείμνηστου καθηγητῆ Π. Χρήστου, καί ἡ δεύτερη ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἄγρα, σέ ἐπιμέλεια τοῦ καθηγητῆ Χ.Μπακιρτζή, μέ ἐξαιρετική μετάφραση τῆς Ἀλόης Σιδέρη. Ἡ δεύτερη ἔκδοση ἐκτός ἀπό τά ἐκτενῆ σχόλια (περίπου 90 σελίδες) τοῦ ἐπιμελητῆ, περιλαμβάνει σχεδιαγράμματα, 40 φωτογραφίες καί τέσσερις μελέτες γιά τά «Θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» τῶν Lemetrle, Speck, καί Μπακιρτζή.

Ὁρισμένα θαύματα ἀναφέρονται σέ θεραπεία σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἄλλα στή φροντίδα τοῦ Ἁγίου γιά τό ναό του στή Θεσσαλονίκη καί ἄλλα στήν προστασία τῆς πόλης ἀπό ἐχθρικές ἐπιδρομές. Τά κείμενα, ἡ γραφή εἶναι τόσο ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, μέ τέτοια καλλιέργεια τοῦ λόγου καί τόση ἐκφραστική δύναμη, πού ἀποτελοῦν ἀπόδειξη τῆς ὑψηλῆς πολιτιστικῆς στάθμης τῆς πόλης κατά τήν πρωτοβυζαντινή περίοδο. Ἀπευθύνονται σέ δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο, σάν σέ δημόσια ὁμιλία ἤ κήρυγμα, καί σέ πολλά ἀπό αὐτά ὁ ὁμιλητῆς ἐπικαλεῖται τή μαρτυρία τῶν ἴδιων των παρισταμένων γιά τήν ἐπαλήθευση τῶν λόγων του. Πρόκειται, δηλαδή, γιά γεγονότα πού συνέβησαν στή διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ συγγραφέα, τά ὁποῖα μποροῦν νά ἐπιβεβαιώσουν οἱ ἀκροατές του.

Ἀπό τά εἴκοσι θαύματα πού περιλαμβάνονται στίς Συλλογές Α` καί Β` (ὑπάρχει καί τρίτη μεταγενέστερη Συλλογή), μποροῦμε νά ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά το 14ο, πού εἶναι ἀπό τά ἐντυπωσιακότερα. Βρισκόμαστε στό Σεπτέμβριο τοῦ 586μ.Χ. καί ἕνα πλῆθος Ἀβάρων καί Σλάβων, ἴσως ἑκατό χιλιάδες, ἐπιτίθεται στή Θεσσαλονίκη. «Σάν θανατηφόρο στεφάνι περικύκλωσαν τήν πόλη καί δέν φαινόταν οὔτε ἕνα σημεῖο τῆς γῆς, ὅπου νά μήν πατῆ βάρβαρος. Ἄξιζε τότε νά δῆς ἀντί χῶμα ἤ χλόη ἤ δέντρα τά κεφάλια τῶν ἀντιπάλων το ἕνα πλάϊ στό ἄλλο καί μάλιστα συνωστισμένα νά ἐπισείουν ἐναντίον μας γιά τήν ἐπαύριον τόν ἀναπόφευκτο θάνατο», γράφει ὁ συγγραφέας τῶν «Θαυμάτων».

Ἡ κατάσταση ἦταν τραγική καθώς εἶχε προηγηθῆ λιμός, πού ἀποδεκάτισε τόν πληθυσμό τῆς πόλης καί ἐπιπλέον ἡ ξαφνική ἐμφάνιση τῶν ἐχθρῶν ἀπέκλεισε ἐκτός των τειχῶν πολλούς ἄνδρες πού βρίσκονταν στούς ἀγρούς γιά τόν τρύγο. Τό χειρότερο, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἐπίλεκτους τῆς φρουρᾶς ἔτυχε νά ἔχουν πάει μαζί μέ τόν ἔπαρχο σέ ἄλλα μέρη γιά δημόσιες ὑποθέσεις.

Οἱ ἐχθροί ἐγκατέστησαν τά πολιορκητικά μηχανήματα, σιδερένιους κριούς καί τεράστια πετροβόλα καί «ἄρχισαν νά ἐκτοξεύουν πέτρες ἤ μᾶλλον βουνά ὁλόκληρα-, οἱ δέ τοξότες βέλη σάν χειμωνιάτικες νιφάδες, ὥστε κανείς ἀπό τούς ὑπερασπιστές τοῦ τείχους δέν μποροῦσε πιά νά ξεπροβάλη χωρίς κίνδυνο καί νά δῆ τί γινόταν ἔξω». Οἱ Θεσσαλονικεῖς κατελήφθησαν ἀπό ἀπελπισία, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε καμία ἀπολύτως ἀνθρώπινη δυνατότητα νά σωθοῦν. Μόνο καταφύγιό τους ἡ προσευχή καί οἱ παρακλήσεις πρός τόν Ἅγιό τους νά ἱκετεύση τόν Θεό. Καί πράγματι, ὁ Ἅγιος Δημήτριος παρεμβαίνει μέ συγκεκριμένα περιστατικά σέ διάφορα στάδια τῆς πολιορκίας...

Τήν ἕβδομη μέρα τῆς πολιορκίας οἱ ἐχθροί ἑτοιμάζουν τήν τελική ἐπίθεση, ἐλπίζοντας ὅτι ἡ σφοδρότητα τῆς ἑφόδου θά τρομοκρατήση καί θά ἀπωθήση ἀπό τίς ἐπάλξεις τούς ὑπερασπιστές. Ὁ συγγραφέας βρίσκεται ὁ ἴδιος στό ἀνατολικό τεῖχος (περίπου στή σημερινή ὁδό Ἐθνικῆς Ἀμύνης). Ἅς τοῦ δώσουμε τό λόγο γιά τή συνέχεια: «Κι ἐνῶ ἐμεῖς εἴχαμε κυριευθῆ ἀπό φόβο δεινό γιά τήν τύχη πού μᾶς περίμενε, ξαφνικά, γύρω στήν ὄγδοη ὥρα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ὅλοι μαζί οἱ βάρβαροι πού εἶχαν περικυκλώσει τήν πόλη, ἔφυγαν τρέχοντας μέ βαρβαρικές κραυγές πρός τούς λόφους ἐγκαταλείποντας τίς σκηνές μαζί μέ ὅλα τους τά ὑπάρχοντα. Καί τόσος ἦταν ὁ πανικός πού τούς εἶχε καταλάβει, ὥστε μερικοί ἀπό αὐτούς ἔφυγαν ἄοπλοι καί χωρίς χιτῶνες. Ἔπειτα ἀφοῦ παρέμειναν περί τίς τρεῖς ὧρες στά γύρω βουνά (....), μέ τή δύση τοῦ ἥλιου κατέβηκαν πάλι στίς σκηνές τους καί ἄρχισαν, κατά πρόνοια τοῦ Ἀθλοφόρου, νά σκυλεύουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μέ ἀποτέλεσμα πολλοί ἀπό αὐτούς νά τραυματιστοῦν καί νά πέσουν νεκροί. Ἔπειτα, ἀφοῦ πέρασε ἐκείνη ἡ νύχτα μέσα σέ ἀπόλυτη ἡσυχία καί ὄχι ὅπως οἱ προηγούμενες καί φάνηκε ἡ αὐγή, (....) ἀπό τό ἀμέτρητο πλῆθος δέν φαινόταν οὔτε ἕνας».

Τί εἶχε συμβεῖ; Οἱ Θεσσαλονικεῖς δέν γνώριζαν. Οὔτε ὁ συγγραφέας, ὁ ὁποῖος δέν παρασύρεται νά μιλήση γιά ὀπτασίες καί πράγματα πού δέν ἔχει δή ὁ ἴδιος. Στό σημεῖο αὐτό, κατά ἕναν «μοντέρνο» θά λέγαμε τρόπο, γίνεται μιά ἀλλαγή ἀφηγητή στό κείμενο καί διαβάζουμε τήν περιγραφή τοῦ ἴδιου γεγονότος ἀπό τήν πλευρά τῶν ἐπιδρομέων, ὁρισμένοι ἀπό τούς ὁποίους τήν ἄλλη μέρα αὐτομόλησαν καί ζήτησαν καταφύγιο στήν πόλη. Συνομιλώντας μέ τούς ἀξιωματούχους της ἀνέφεραν ὅτι μετά τά χθεσινά γεγονότα βεβαιώθηκαν ὅτι μέχρι τώρα ὁ στρατός εἶχε μείνει κρυμμένος στήν πόλη, διότι τήν ὄγδοη ὥρα ἄνοιξαν οἱ πύλες καί ἐπιτέθηκε πάνοπλος ἐναντίον τους, γι’ αὐτό καί ἔτρεξαν ὅλοι πανικόβλητοι πρός τά βουνά περιμένοντας ἐκεῖ μέχρι πού βράδιασε καί ὁ στρατός ἐπέστρεψε στήν πόλη. Τότε ἀποφάσισαν ὅλοι οἱ ἐπιδρομεῖς νά φύγουν βέβαιοι ὅτι τήν ἑπόμενη αὐγή τό στράτευμα θά ἐξορμοῦσε πάλι ἐναντίον τους.

Ὅταν οἱ Θεσσαλονικεῖς ρώτησαν τούς φυγάδες ποιόν εἶδαν ἐπικεφαλῆς τοῦ στρατοῦ, αὐτοί ἀπάντησαν, «ἕναν ἄνδρα πυροξανθό καί λαμπροφορεμένο μέ λευκό ἱμάτιο, πάνω σε λευκό ἄλογο», ὑποδεικνύοντας τή γνώριμη σέ ὅλους εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πού σώζεται μέχρι σήμερα σέ ψηφιδωτό. Χύνοντας δάκρυα χαρᾶς καί ἀγαλλίασης ὅλη ἡ πόλη ἀνέπεμψε τότε ὕμνους στόν Ἀθλοφόρο Ἅγιο καί εὐχαριστίες ἐκ βάθους ψυχῆς πρός τόν Θεό.

Ὁ σύγχρονος ἀναγνώστης, ζωντας σέ ἐποχή ὀρθολογισμοῦ καί δυσπιστίας, πλησιάζει τέτοια βιβλία μέ ἐπιφύλαξη, μέ κυρίαρχό το ἐρώτημα: εἶναι ἄραγε ἀλήθεια ὅλα αὐτά; Ὡστόσο τό ἴδιο ἐρώτημα εἶχαν καί οἱ πρόγονοί μας, πού ἔζησαν σ’ αὐτόν τόν τόπο τά βυζαντινά χρόνια. Εἶναι λανθασμένο καί ὑπεροπτικό νά θεωροῦμε ὅτι στά χρόνια πού δημιουργήθηκε ἡ κορυφαία πολιτιστική σύνθεση ἑλληνισμοῦ καί χριστιανισμοῦ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἁπλοϊκοί καί εὐκολόπιστοι. Ἀντίθετα, ἦταν μορφωμένοι, κάτοχοι τῆς κλασσικῆς παιδείας καί εἶχαν καί αὐτοί τήν ἴδια μέ μᾶς ἀνάγκη ἀποδείξεων γιά ὅσα ὑπερφυσικά ἰσχυριζόταν ὁ κάθε ἀφηγητής. Γι’ αὐτό καί τό κείμενο τῶν «Θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου» εἶναι διανθισμένο μέ πολλές λεπτομέρειες, πού ἐπιτρέπουν τόν προσδιορισμό τοῦ χρόνου, τοῦ τόπου ἤ τοῦ σημείου τῆς πόλης, ὅπου διαδραματίζεται τό κάθε θαῦμα. Φτάνοντας στό τέλος αὐτοῦ του βιβλίου ὁ σύγχρονος ἀναγνώστης μένει μέ πολύ λίγες ἀμφιβολίες γιά τήν ἱστορικότητα ὅσων ἀναφέρονται. Καί αἰσθάνεται πολύ προνομιοῦχος, διότι στήν ἐποχή μας, γιά πρώτη φορά, τέτοια ἔργα εἶναι πλέον προσιτά στό εὐρύ κοινό.-

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 2986