Skip to main content

Συνέντευξη γιά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Πρωτοπρεσβύτερος και Καθηγητής Πανεπιστημίου π. Ιωάννης Ρωμανίδης.Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

στόν δημοσιογράφο Γεώργιο Ν. Παπαθανασόπουλο

Ἡ συνέντευξη δόθηκε λίγες μέρες μετά τόν θάνατο τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί δημοσιεύθηκε στόν ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ στίς 2 Δεκεμβρίου 2001

1. Ἐρώτηση: Σεβασμιώτατε, προσφάτως ἐκοιμήθη ὁ Πρωτοπρεσβύτερος καί Καθηγητής Πανεπιστημίου π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Σεῖς ἤσασταν κοντά του καί γνωρίζετε στήν σκέψη του. Μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε τά βασικά στοιχεῖα αὐτῆς τοῦ τῆς σκέψης;

Ἀπάντηση: Πράγματι ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά τόν γνωρίσω κατ’ ἀρχάς ἀπό τά κείμενά του, ὕστερα ἀπό τίς προφορικές του ὁμιλίες καί στήν συνέχεια μέ τήν προσωπική ἐπικοινωνία ποῦ εἶχα μαζί του, ἰδιαιτέρως τά τελευταῖα χρόνια ποῦ μετά ἀπό αἴτησή του τόν συγκατέλεξα στό ἱερατικό δυναμικό της Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μου, ἀφοῦ ἔλαβε τό ἀπολυτήριό του ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀμερικῆς. Θά μείνη ἀνεξίτηλο στήν μνήμη μου ὅταν πήγαμε μαζί νά διδάξουμε σέ ἕνα σεμινάριο στό Βαγκοῦβερ τοῦ Καναδᾶ, καί κάναμε γιά τρεῖς ἡμέρες ἀπό ἐννέα ὡριαῖες ὁμιλίες ὁ καθένας μας, ἐναλλάξ. Ἀπό τότε συνδέθηκα περισσότερο, τόν ἀγαποῦσα πολύ καί καταλάβαινα τήν ἀγάπη του στό πρόσωπό μου.

Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνας διαπρεπής καί σημαντικός θεολόγος τοῦ αἰώνα μας. Αὐτό φαίνεται στά κεντρικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας του. Θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω τά σημαντικότερα σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, ὅπως ἐγώ τά ἔχω ἀντιληφθῆ.

Ἄρχιζε τήν θεολογία του ἀπό τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί ἀνέλυε τί ἦταν ἡ πτώση καί ποιές ἦταν οἱ συνέπειές της. Στήν συνέχεια προσδιόριζε τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἐπίσης προχωροῦσε καί στήν μέθεξη αὐτοῦ του μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως ποῦ ἐπιτυγχάνεται μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τόν φωτισμό τοῦ νοός καί τόν δοξασμό. Συνεχῶς τόνιζε ὅτι ἡ θεολογία εἶναι ἕνας κύκλος καί δέν διασπᾶται.

Ἔπειτα, σημαντικό σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἦταν ἡ ἐκκλησιολογία, τό τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί πῶς ἡ Ἐκκλησία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν σκοτασμό τοῦ νοός στόν φωτισμό καί τήν θέωση. Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης τόνιζε ὅτι ἡ ἐκκλησιολογία ἔχει δύο ὄψεις, τήν θετική, ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ἑνότητα καί ἡ κοινωνία μέ τόν Χριστό, ἡ λεγόμενη Χριστολογία, καί τήν ἀρνητική ποῦ εἶναι ὁ πόλεμος ἐναντίον τοῦ σατανᾶ καί τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Καί κατά τόν βαθμό ποῦ πολεμᾶ κανείς τόν διάβολο ἀποκτᾶ γνώση τῆς θετικῆς ὄψεως τῆς Ἐκκλησίας, ἑνώνεται μέ τόν Χριστό.

Ἀπόρροια ὅλων αὐτῶν τῶν θέσεων καί ἐπειδή ὁ ἴδιος ἦταν ἱστορικός, ἀφοῦ σπούδασε ἱστορία στά Πανεπιστήμια τοῦ ἄηιvηιd καί τοῦ Ὑήlη, ἐρεύνησε καί διεπίστωσε ὅτι ὅλη αὐτή ἡ θεολογία, ποῦ εἶχε συνέπεια στόν πολιτισμό τῆς ἑνιαίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλοιώθηκε ἀπό τούς Φράγκους καί ἔτσι δημιουργήθηκε ὁ λεγόμενος δυτικός πολιτισμός. Γιά τόν λόγο αὐτό μιλοῦσε συνεχῶς γιά τήν Ρωμηοσύνη, τήν ὁποία δέν ἐνέτασσε σέ ἐθνικιστικά πλαίσια, ἀλλά σέ οἰκουμενικά, ἀφοῦ τό πνεῦμα τῆς Ρωμησύνης εἶναι ἡ μετατροπή τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης σέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ποῦ ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὁποιαδήποτε μορφή φιλαυτίας. Σέ μιά ὁμιλία τοῦ ἔλεγε: «Γιά μᾶς τό Βυζάντιο καί ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὅλη αὐτή ἡ παράδοση ἡ πατερική ποῦ ἐμεῖς τήν καταλαβαίνουμε ὡς ἑνιαία μέ κέντρο τήν νοερά προσευχή, τήν φώτιση, τήν θέωση».

Ἡ μεγάλη προσφορά τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη εἶναι ὅτι μᾶς ἔδωσε ἑρμηνευτικά κλειδιά γιά τήν κατανόηση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.


2. Ἐρώτηση: Ποιά θά χαρακτηρίζατε τά σημαντικότερα ἔργα του καί πόσο συνέβαλαν αὐτά στήν σύγχρονη θεολογική σκέψη;

Ἀπάντηση: Μερικά ἀπό τά ἔργα τοῦ ἐκδόθηκαν καί ἐκυκλοφόρησαν στήν ἑλληνική γλώσσα, πολλά κείμενά του ὅμως ἐγράφησαν καί κυκλοφοροῦν στήν ἀγγλική γλώσσα.

Ὅσον ἀφορᾶ τό πρῶτο σκέλος τῆς ἐρωτήσεώς σας, θεωρῶ ὅτι τά σημαντικότερα ἔργα τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννη Ρωμανίδη εἶναι τό «Προπατορικό ἁμάρτημα», ἡ «Δογματική» του, ἡ εἰσαγωγή στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στό βιβλίο «Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας», ἡ «Ρωμηοσύνη» καί πάρα πολλά ἄρθρα τοῦ –κορυφαῖο κατά τήν γνώμη μου εἶναι «ὁ κριτικός ἔλεγχος τῶν ἐφαρμογῶν τῆς θεολογίας»– τά ὁποῖα διακρίνονται γιά τήν πρωτοτυπία, ἀλλά καί τήν παραδοσιακότητά τους.

Ὅσον ἀφορᾶ τό δεύτερο σκέλος τοῦ ἐρωτήματός σας, θά ἤθελα νά τονίσω ὅτι πράγματι ἡ θεολογική σκέψη τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἐπηρέασε σέ μεγάλο βαθμό τήν σύγχρονη θεολογική σκέψη στήν Ἑλλάδα, ἀλλά καί γενικότερα τόν κόσμο. Μπορῶ νά ἰσχυρισθῶ ὅτι ἡ ἐπίδρασή του φάνηκε ἔκδηλα περισσότερο στούς Ἀμερικανούς, οἱ ὁποῖοι ἐπηρεάσθηκαν πάρα πολύ καί ἔγιναν Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι συνειδητά. Σέ τρία σημεῖα βοήθησε τήν σύγχρονη θεολογική σκέψη.

Πρῶτον στήν κριτική ἐναντίον τῆς μεταφυσικῆς καί τοῦ σχολαστικισμοῦ, τόν ὁποῖον ἐγνώριζε πάρα πολύ καλά, ἀφοῦ εἶχε μελετήσει ἐπισταμένως τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη. Ἐπανειλημμένως τόνιζε ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἦταν φιλόσοφοι καί στοχαστές, ἡ θεολογία δέν συνδέεται μέ τήν μεταφυσική καί τήν φιλοσοφία. Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά ἐνταχθῆ τό γεγονός ὅτι ἀνέτρεψε τήν φεουδαλιστική θεωρία τῶν Φράγκων περί τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης. Ἡ διατριβή τοῦ δημιούργησε μεγάλες διαμάχες στούς κύκλους τῆς θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κατά τήν δεκαετία τοῦ ’50.

Δεύτερον κτύπησε πολύ δυνατά τήν ἠθικιστική ἀντίληψη περί τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τόνισε ὅτι στήν θεολογία τῶν Πατέρων δέν ὑπάρχει ἠθική, ἀλλά ἀσκητική. Σέ μιά προφορική του ὁμιλία ἔλεγε: «Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἔχει ἠθική, ἔχει ἀσκητική. Τό βίωμα τῆς θεολογίας δέν εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ ἠθική. Τό βίωμα τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἠθικῆς εἶναι καί τῶν φιλοσόφων... Σήμερα πολλές φορές οἱ κομμουνισταί ἔχουν πολύ ἀνωτέρα ἠθική, σέ πολλά θέματα ἀπό τούς καπιταλιστάς». Καί στήν συνέχεια τόνιζε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διακρίνεται ἀπό τήν ἀσκητική ποῦ ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν θέωση, στόν δοξασμό.

Τρίτον, τόνιζε ἐπανειλημμένως ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνα κοινωνικό καί ἠθικό σύστημα, ἀλλά πνευματικό Νοσοκομεῖο ποῦ θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν φιλαυτία καί τήν εὐδαιμονία. Καί βέβαια οἱ Κληρικοί εἶναι οἱ θεραπευτές ποῦ θεραπεύουν τήν νοσοῦσα προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται, τότε αὐτό ἔχει συνέπεια στήν ὅλη του ζωή καί ἀναστροφή του.


3. Ἐρώτηση: Ὁ π. Ἰωάννης συμμετεῖχε κατ’ ἐπανάληψη σέ θεολογικούς διαλόγους μέ ἑτεροδόξους. Πῶς ἐκτιμοῦσε τούς διαλόγους αὐτούς;

Ἀπάντηση: Συμμετεῖχε σέ πολλούς διαλόγους τῆς Ἐκκλησίας μέ ἑτεροδόξους καί ἀλλοδόξους, ὅπως μέ τούς Λουθηρανούς, τούς Ἀγγλικανούς, τούς Μονοφυσίτας, τούς Παπικούς, τούς Ἑβραίους, συμμετεῖχε ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας μας στίς Συνελεύσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, κλπ. Ἐπίσης, παρευρέθηκε στήν Β' Βατικάνειο Σύνοδο ὡς Παρατηρητής ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Πάντοτε κατέθετε στήν Ἱερά Σύνοδο τίς ἐκθέσεις του, ποῦ εἶναι μνημεῖα θεολογίας, ὀρθοδόξου εὐαισθησίας, ἀγωνιστικότητος, γνώσεως τῶν πραγμάτων, σοβαρότητος καί πόνου. Κάποτε πρέπει νά γίνη ἀποτίμηση ὅλων αὐτῶν τῶν κειμένων. Ἀπό ὅσα κατάλαβα ἀπό τίς συζητήσεις ποῦ εἶχα μαζί του, ἐνετόπιζε τρία σημεῖα γιά τούς θεολογικούς διαλόγους.

Πρῶτον ὅτι ἡ Ἐκκλησία μᾶς πρέπει νά δώση μεγάλη βαρύτητα στούς θεολογικούς διαλόγους καί νά ἀποστέλλονται Κληρικοί καί Θεολόγοι ποῦ θά γνωρίζουν πολύ καλά τόσο τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὅσο καί τήν δυτική θεολογία, ὥστε νά μή αἰσθάνονται μειονεκτικά ἔναντί των ξένων. Ἡ συμμετοχή τῆς Ἐκκλησίας στούς διαλόγους, ὅπως ἔλεγε, εἶναι ὁ καθρέπτης της.

Δεύτερον, τόνιζε ὅτι κατά τήν διάρκεια τῶν διαλόγων πρέπει νά στηριζόμαστε στήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως τήν ἑρμηνεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ὄχι ὅπως παρερμηνεύθηκε ἀπό τούς Φράγκους καί τούς σχολαστικούς θεολόγους, ποῦ στηρίχθηκαν στόν ἱερό Αὐγουστίνο, ὁ ὁποῖος ἐπειδή δέν ἐγνώριζε τήν ἑλληνική γλώσσα, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὅλη θεολογική διεργασία ποῦ γινόταν στήν ἐποχή του. Ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι ἡ περί τῆς καθάρσεως, φωτισμοῦ καί θεώσεως διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων.

Τρίτον. Τόν τελευταῖο καιρό ἐξέφραζε μιά ἀπογοήτευση γιά τόν τρόπο ποῦ διεξάγονταν οἱ διάλογοι, καί ἐπειδή μερικοί ὑποτιμοῦσαν τίς θεολογικές του θέσεις. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ περισσότεροι, ἐπηρεασμένοι ἀπό διαφόρους παράγοντας, δέν καταλάβαιναν πλήρως τήν θεολογία τοῦ ἀειμνήστου π. Ἰωάννη. Αὐτός, ὅπως μου εἶπε κάποιος, γεννήθηκε σέ λάθος ἐποχή, γιατί ἐξέφραζε τήν θεολογία τοῦ Δ' αἰῶνος, τήν θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἐποχή μας, ἐν πολλοῖς, μέ τήν διαφορετική νοοτροπία, νά μή τόν ἀποδεχθῆ. Τόν δέχονται ὅμως ὅσοι ἔχουν ἐμπειρική γνώση τῆς θεολογίας.


4. Ἐρώτηση: Πολύς λόγος γίνεται τελευταία γιά τόν διάλογο τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν «νεωτερική» ἤ τήν «μετανεωτερική» ἐποχή. Ἡ Ὀρθοδοξία κατά τήν σκέψη τοῦ π. Ρωμανίδη πῶς πορεύεται ἔναντί των ἀνθρωπίνων κοινωνικῶν καί πνευματικῶν ἐξελίξεων;

Ἀπάντηση: Πράγματι, γίνεται λόγος στήν ἐποχή μας γιά τόν διάλογο τῆς Ἐκκλησίας μέ πολλά ρεύματα, μεταξύ των ὁποίων καί τήν νεωτερικότητα καί τήν μετανεωτερικότητα. Βεβαίως, γνωρίζουμε ὅτι ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσεως ποῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἡσυχαστική θεολογία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δημιούργησε τεράστια προβλήματα στήν Δύση, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναπτυχθοῦν, ὡς ἀντίδραση, πολλά ρεύματα καί κινήματα, ὅπως ἡ μεταρρύθμιση, ἡ ἀναγέννηση, ὁ διαφωτισμός, ὁ ρωμαντισμός, ἡ νεωτερικότητα καί ἡ μετανεωτερικότητα. Σέ μιά προφορική ὁμιλία ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης:

«Σήμερα, ἡ προπαγάνδα λέγει γιά τήν γαλλική ἐπανάσταση: ἦταν ὅλοι ἄθεοι. Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Βέβαια, ἦταν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καί, βέβαια, ἄν κανείς περνοῦσε ἀπό τόν Χριστιανισμό τῶν Φράγκων, βέβαια θά ἦταν ἄθεος. Γιατί οἱ Φράγκοι χρησιμοποιοῦσαν τήν Ἐκκλησία γιά νά καταδυναστεύουν αὐτόν τόν λαό καί νά τόν ἔχουν δοῦλο τους, μέ τόν φόβο τῆς κολάσεως καί τοῦ καθαρτηρίου πυρός».

Ἔχοντας αὐτά ὑπ’ ὄψη του, τόνιζε ὅτι πρέπει νά ἐμμένουμε στήν πατερική παράδοση καί τήν σταθερή ὑποδομή τῶν Πατέρων τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποῦ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἡσυχία καί ἡ ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, πράγμα τό ὁποῖο ἔχει ἀνάγκη καί ὁ δυτικός ἄνθρωπος. Ἡ ποιμαντική της Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά ἐξαντληθῆ σέ μιά ἐνημέρωση γιά τά ρεύματα αὐτά, ἀλλά νά ἐντοπίζεται στήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ἀπό τόν σκοτασμό τοῦ νοός, ποῦ συνδέεται μέ τήν φιλαυτία καί τήν εὐδαιμονία, καί δημιουργεῖ ἐθνοφυλετισμούς, ρατσισμούς, ἄδικα κοινωνικά συστήματα, στοχασμούς, φαντασίες, θρησκευτικούς φανατισμούς, νά ὁδηγηθῆ ὁ ἄνθρωπος στόν φωτισμό τοῦ νοός καί τήν θέωση, ποῦ συνδέεται μέ τήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία. Τόνιζε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά Ἐκκλησία καί ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά μᾶς θεραπεύση ἀπό τήν ἀσθένεια τῆς θρησκείας.

Γιά νά διαπιστώσετέ το πῶς ἀντιμετώπιζε τά σύγχρονα αὐτά ρεύματα ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς διαβάσω ἕνα συμπέρασμα ἀπό ἕνα σημαντικό κείμενό του μέ τίτλο «ἡ θρησκεία εἶναι νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της». Μετά τήν ἀνάλυση τοῦ θέματος κατέληγε:

«Ὁ Φράγκο-Λατινικός καί ὁ Δυτικός Πολιτισμός καί τό Ἰσλάμ εἶναι κυριαρχημένα ἀπό τήν νόσον τῆς θρησκείας καί τῆς ἀναζητούσης τήν εὐδαιμονίαν ἰδιοτελείας. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀρρώστεια εὑρίσκεται εἰς τό θεμέλιον ὅλων των προσωπικῶν καί κοινωνικῶν νοσημάτων. Παραμένουσα πάντα ἀνεξέλεγκτος, ὁδηγεῖ αὐτομάτως εἰς συγκρούσεις συμφερόντων εἰς ὅλα τα ἐπίπεδά της κοινωνίας καί εἰς τήν ἰδιοτελῆ ἐκμετάλλευσιν τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ περιβάλλοντος ὑπό τῶν συναθρώπων των. Ἡ σύγχρονος τεχνολογία καί ἐπιστήμη ὑπετάγησαν εἰς τήν ἐξυπηρέτησιν τῆς ἀρρωστίας αὐτῆς, ὡς ἐκφράζεται εἰς τήν καταναλωτικήν οἰκονομίαν, ἡ ὁποία διαβρώνει τάς κοινωνικᾶς δομᾶς καί ὠθεῖ εἰς τήν ἐκμετάλλευσιν τῶν φυσικῶν πόρων πέραν τῶν ὑποφερτῶν ὁρίων».

Καί στήν συνέχεια ὑπεγράμμιζε ὅτι ἡ μόνη λύση ἐλευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου «εἶναι ἡ συλλογική αὐτό-ἐπιβολή μιᾶς ἀσκητικῆς ἐγκράτειας» καί κατέληγε:

«Τό ὅτι, 1) ὁ πόθος διά τήν εὐδαιμονίαν εἶναι ἡ ἀρρώστια τῆς ἀνθρωπότητος, τήν ὁποίαν προωθοῦν σχεδόν ὅλες αἱ θρησκεῖαι, καί τό ὅτι, 2) ἡ θεραπεία της εἶναι ἡ κάθαρσις καί ὁ φωτισμός τῆς καρδίας καί ὁ δοξασμός, εἶναι δύο ἀλήθειαι τῆς ἀποκαλύψεως ποὺ θά ’κάμε καλά ὁ κόσμος νά μήν ἀγνοεῖ».

Καί βεβαίως ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία τῶν ἀποστόλων καί τῶν πατέρων δέν ἠσχολεῖτο μέ τόν Θεόν μέσω στοχασμῶν καί ἀφηρημένων σκέψεων περί Αὐτοῦ», ἀλλά «ἡ μόνη ἀπασχόλησις τῶν προφητῶν, ἀποστόλων καί πατέρων» ἦταν ἡ θεραπεία τῶν «ἰδιωτῶν» καί ἡ μύησή τους στόν φωτισμό τῆς καρδιᾶς καί τήν θέωση.

Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά παρατηρήσω ὅτι ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος θεολόγος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Καππαδόκης αὐτός, μεγάλωσε στόν Νέο Κόσμο, στήν Ἀμερική, ἔμαθε πολύ καλά τήν σχολαστική θεολογία ἀπό δυτικούς, καί τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό ἀσκητικούς - ἡσυχαστικούς Πατέρας καί δίδαξε στήν Ἀνατολή (Συρία, Λίβανο) στήν Εὐρώπη καί στήν Ἑλλάδα, ὅπου καί ἐκοιμήθη. Τόν τελευταῖο καιρό ζοῦσε ἐν μονώσει στήν Ἀθήνα, ὡς ἀνατολίτης, ἀξιοπρεπής καί κατανυκτικός, μέ τίς βραδυνές προσευχές μέσα στό ἱλαρό φῶς τῶν κεριῶν ποῦ ἄναβε στό δωμάτιό του, καί κοιμήθηκε ὡς ξένος καί Ρωμηός στήν Ἀθήνα καί μάλιστα στήν ὁδό Ἀθηνᾶς, μπροστά στά σκαλοπάτια μιᾶς μικρῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἁγίας Κυριακῆς, ποῦ πιστεύω ὅτι ἀπετέλεσε τήν σκάλα τοῦ Ἰακώβ γιά νά τόν ὁδηγήση στό Κυριακό Δεῖπνο τοῦ ἀκτίστου καί ἀχειροποιήτου Ναοῦ, γιά τόν κόπο ποῦ κατέβαλε, γιά τήν θεολογία ποῦ δίδαξε, καί γιά τό ἄνοιγμα ἑνός ἄλλου παραθύρου στό ὁποία μᾶς ὁδήγησε καί αἰσθανθήκαμε τό ὀξυγόνο, τόν ἀέρα καί τό ἄρωμα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας.

  • Προβολές: 2768