Skip to main content

Ἀρχιμανδρίτου Νεκταρίου Ἀντωνοπούλου: Πάπα-Νικόλας-Σάγος

ΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι. ΜΟΝΗΣ ΣΑΓΜΑΤΑ

Τήν Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2001, ἄφησε τόν παρόντα κόσμο καί μετέστη πρός τήν «μέλλουσαν πόλιν» ὁ Ἀρχιμανδρίτης Νικόλαος Σάγος, σέ ἡλικία 95 χρονῶν. Πολλοί θά ξαφνιαστοῦν στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός του, γιατί θά τούς εἶναι τελείως ἄγνωστος. Ὅμως, ἄν καί ἄγνωστος στόν δημόσιο βίο, γιά ὅσους τόν γνώρισαν ὁ πάπα-Νικόλας ἔτσι τόν ξέραμε ἦταν ἀπ’ τούς ἀνθρώπους μέ βαθειά πίστη καί πνευματικότητα. Τά τελευταῖα ἰδίως χρόνια καθημερινά κατέφθαναν στό κελλάκι του καί στόν Ναό, ὅπου λειτουργοῦσε, δεκάδες πιστοί, γιά νά ἐξομολογηθοῦν, νά ζητήσουν τήν εὐχή του καί τίς συμβουλές του.

Ὁ πάπα-Νικόλας γεννήθηκε στούς Καλημεριάνους τῆς Κύμης, στίς 25 Νοεμβρίου τοῦ 1906, ἀνήμερά της ἁγίας Αἰκατερίνας, τήν ὁποία πολύ εὐλαβεῖτο. Γονεῖς τοῦ ἤσαν οἱ εὐλαβεῖς Ἰωάννης καί Ἀρετή. Ἀπό μικρό παιδί ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία καί ὑπηρετοῦσε στόν Ναό τοῦ χωριοῦ του. Ὁ πατέρας τοῦ συνήθιζε νά λέη: «Ἅς δῶ τόν Νικόλα μου παπᾶ καί ἔπειτα ἅς πεθάνω».

Νέο παιδί ἀκόμη συνδέθηκε μέ κάποιον ἄγνωστο στούς πολλούς χαρισματοῦχο Ἱερομόναχο, ὁ ὁποῖος τόν μύησε στήν πνευματική ζωή. Ἀργότερα συνδέθηκε καί μέ τούς ἄλλους γνωστούς Γέροντες, π. Σίμωνα, π. Πορφύριο, π. Παΐσιο, μέ τούς ὁποίους εἶχε, ὅπως ἔλεγε, «πνευματική τηλεπικοινωνία».

Νυμφεύθηκε τήν Φιλιῶ Γιαννιού μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἑπτά παιδιά καί τά ὁποῖα μεγάλωσε μέ πολλές θυσίες καί στερήσεις.

Τό 1933 χειροτονήθηκε Διάκονος καί Πρεσβύτερος ἀπό τόν Μητροπολίτη Καρυστίας καί Σκύρου Παντελεήμονα Φωστίνη. Ὑπηρέτησε γιά δύο χρόνια στά Ν. Στίρα καί ἔπειτα γιά ἑξήντα πέντε (65) χρόνια στούς Καλημεριάνους, ὡς Ἐφημέριος του Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Διακόνησε μέ πολλή ἀγάπη τήν «Μεγαλόχαρη», ὡς τά βαθειά του γεράματα, καί ὡς πνευματικός της γύρω περιοχῆς καί ὄχι μόνο.

Τό 1973 κοιμήθηκε ἡ πρεσβυτέρα τοῦ Φιλιῶ, τήν ὁποία πολύ ἀγαποῦσε καί μιλοῦσε γι’ αὐτήν μέ τά καλύτερα λόγια. «Δέν ξέρεις πόσο καλή ἦταν καί πόσο μου συμπαραστάθηκε στό ἔργο μου. Ἅγια νά ’ναι τά χώματα πού τήν σκεπάζουν», συνήθιζε νά λέη. Ἀπό τότε ζοῦσε σά μοναχός. Ὁ νῦν Μητροπολίτης Καρυστίας καί Σκύρου κ. Σεραφείμ, ἐκτιμώντας τήν προσφορά του καί τό ἱερατικό του ἦθος, τόν προχείρισε σέ Ἀρχιμανδρίτη.

Πολλοί του ἀπέδιδαν διάφορα χαρίσματα. Ἄλλοι ὁμολογοῦσαν ὅτι μέ τήν δύναμη τῶν προσευχῶν τοῦ βοηθήθηκαν σέ δύσκολες καταστάσεις τῆς ζωῆς τους. Γεγονός εἶναι πώς ὅσοι τόν γνώρισαν αἰσθάνθηκαν βαθειά τήν ἀγάπη του καί τό ἐνδιαφέρον του. Τό τηλέφωνό του κτυποῦσε μέρα νύκτα καί ὁ ἴδιος ἀκούραστος συμβούλευε καί παρηγοροῦσε. Κάποια μέρα τόν παρατηρήσαμε ὅτι θά πρέπη νά ξεκουράζεται, νά βάλη κάποιο ὡράριο, κάποια ὅρια στούς ἀνθρώπους, πού τόν ἀπασχολοῦσαν εὐκαίρως ἀκαίρως καί μάλιστα σέ ἀκατάλληλες ὧρες καί γιά ἀσήμαντα θέματα. Μᾶς ἄκουγε ἀρκετή ὥρα. Φάνηκε ὅτι τόν πείσαμε. Μάταια ὅμως. Χαμογέλασε καί μᾶς εἶπε ἀφοπλιστικά: «Δέν ξέρετε ἐσεῖς. Ὁ κόσμος ἔχει πολύ πόνο, πολλά προβλήματα...». Καί πράγματι τά προβλήματα τῶν ἄλλων γίνονταν καί δικά του προβλήματα καί θέμα προσευχῆς. Πολλές φορές μᾶς μιλοῦσε γιά τόν πόνο καί τίς δοκιμασίες τῶν ἀνθρώπων κλαίγοντας.

Κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἦταν ὁ Ναός τῆς Μεγαλόχαρης. Ἡ μεγαλύτερη χαρά τοῦ ἦταν νά βρίσκεται στόν Ναό. Μέχρι τά βαθειά του γεράματα, χειμώνα καλοκαίρι, σηκωνόταν μέσ’ τήν νύχτα, ἔπαιρνε τό μπαστουνάκι του καί ἀνέβαινε στήν Ἐκκλησία. Ἄναβε μόνος του τά καντήλια καί ἄρχιζε τίς προσευχές καί ἀκολουθίες. Στό τέλος ἔβγαζε τό μπλοκάκι του μέ τά ὀνόματα τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν καί προσευχόταν γι’ αὐτά. Τό ἀπόγευμα τελοῦσε τόν ἑσπερινό καί δεχόταν γιά ἐξομολόγηση. Ὅλες οἱ ἀκολουθίες τελοῦντο ἀπό τόν ἴδιο ἀνελιπῶς. Ὅσες φορές βρισκόταν μακρυά, δέν μποροῦσε νά ἡσυχάση, γιατί τά καντήλια ἦταν σβηστά καί οἱ μορφές τῶν ἁγίων σκοτεινές. Ἔλεγε τότε:

«Στενοχωριέμαι πού τά καντήλια τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι σβηστά. Ξέρεις, κάθε μέρα πού τά ἀνάβω φωτίζεται τό πρόσωπο τῆς Μεγαλόχαρης, χαίρεται... Δέν φαντάζεσαι πόσο μου ἀρέσει νά εἶμαι στήν Ἐκκλησία. Μοῦ ἀρέσει πάρα πολύ, πῶς τό λένε! Καί ὅσο περνάει ὁ καιρός, τόσο περισσότερο θέλω νά βρίσκομαι ἐκεῖ μέσα!».

Τό 1997, παρά τήν ἡλικία του, ταξίδεψε μέ πολλά πνευματικά του παιδιά ὡς τήν Ἰταλία, γιά νά προσκυνήση τόν Προστάτη τοῦ Ἅγιο Νικόλαο στό Μπάρι καί τούς Ἀποστόλους Πέτρο καί Παῦλο στή Ρώμη. Στό ταξίδι αὐτό ἔζησε συγκινητικές ἐμπειρίες ἀπό τήν παρουσία τῶν Ἁγίων, τίς ὁποῖες διηγεῖτο μέ δάκρυα.

Τούς τελευταίους μῆνες ἀσθένησε σοβαρά, ὑπέφερε ἀπό φρικτούς πόνους, τούς ὁποίους ὑπέμεινε μέ καρτερία, δοξάζοντας τόν Θεό καί ἐπαναλαμβάνοντας τό Χρυσοστομικό: «Δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν. Οὐ γάρ παύσομαι ἀεί τοῦτο ἐπιλέγων ἐπί πάσιν...»

Στίς 25 Νοεμβρίου, γιορτή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ὅταν ἔκλεισε τά 95 χρόνια του, κάλεσε σέ τραπέζι ὅλα τα παιδιά του καί τίς οἰκογένειές τους. Σηκώθηκε ἀπό τό κρεβάτι τούς εὐλόγησε, εὐχήθηκε σέ ὅλους καί τούς ἀποχαιρέτησε λέγοντας ὅτι: «τοῦ χρόνου δέν θά εἴμαστε πάλι μαζί».

Τήν παραμονή τῆς κοίμησής του ζήτησε νά μεταλάβη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Τήν Κυριακή πρωΐ ρώτησε τά παιδιά τοῦ τί καιρό κάνει στό χωριό καί χάρηκε, ὅταν τοῦ εἶπαν πώς εἶναι καλός. Παρέδωσε ἥσυχά το πνεῦμα τοῦ τό μεσημέρι τῆς ἴδιας μέρας. Εἶχε ζητήσει καί τόν ἕντυσαν μέ τήν στολή τῆς χειροτονίας του, τήν ὁποία φυλοῦσε μέ εὐλάβεια. Ἡ σορός τοῦ μεταφέρθηκε στούς Καλημεριάνους καί τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία, προεξάρχοντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καρυστίας καί Σκύρου κ. Σεραφείμ, συμπαραστατουμένου ἀπό πολλούς Ἱερεῖς καί πλῆθος κόσμου.

Στόν τάφο τοῦ ἔδωσε ἐντολή νά τοῦ γράψουν:

«Ἐδῶ τελείωσε ἕνας βίος
καί ἄρχισε μιά ζωή.
Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ κάν ἀποθάνη ζήσεται»


Ἅς ἔχουμε τήν εὐχή του!

  • Προβολές: 4879