Γράφτηκε στις .

Ἀναστασίου Α. Φιλιππίδη: Ἡ ἀναφορά τῆς ἐξουσίας

Ἀναστασίου Α. Φιλιππίδη

Ξεφυλλίζοντας πρόσφατα δύο ἱστορικούς της Βυζαντινῆς περιόδου, πού ἔγραψαν τό 980 καί 1080 μ.Χ. ἀντίστοιχα, στάθηκα σέ ὁρισμένες σκηνές πού ἴσως προσφέρουν ἐξηγήσεις γιά τήν πολιτική στάση τοῦ λαοῦ μᾶς μέχρι καί σήμερα. Βοηθοῦν, δηλαδή, νά ἐξηγήσουμε τήν συνεχῆ δυσαρέσκεια πού παρατηροῦμε ἐδῶ καί 170 χρόνια καί τήν ἀπογοήτευση ἀπό τούς πολιτικούς πού κυβέρνησαν τό νεοελληνικό κράτος. Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος δέν πρόκειται ποτέ νά νιώση κατά βάθος ἱκανοποιημένος μέ τήν ὕπαρξη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. Θά τοῦ ὑπενθυμίζη ἀναπόφευκτα, τήν μεταπτωτική του κατάσταση καί θά τοῦ ἀναμοχλεύη τήν νοσταλγία τῆς ζωῆς πρίν τήν Πτώση, χωρίς ἄρχοντες καί ἀρχομένους.

Ἄλλοι λαοί, ὑποταγμένοι ἐπί αἰῶνες στή Δυτική Ἐκκλησία, μάθαιναν πῶς καί ἄν δέν ἔχανε τόν Παράδεισο ὁ ἄνθρωπος θά ζοῦσε ἐξουσιαζόμενος. Τήν ἄποψη αὐτή τήν ἔχει θεμελιώσει ὁ Θωμάς Ἀκινάτης (Summa Theologica, I, XCVI, Art. Iv,1), μέ τό ἐπιχείρημα πῶς «ἡ κατάσταση τῶν ἀνθρώπων στό στάδιο τῆς ἀθωότητας δέν ἦταν ἀνώτερη ἀπό τήν κατάσταση τῶν ἀγγέλων. Καί ὡστόσο ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους κάποιοι ἔχουν ἐξουσία πάνω σε ἄλλους(...) Συνεπῶς, τό νά ἐξουσιάζη ὁ ἄνθρωπος τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἀντίθετο μέ τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ σταδίου τῆς ἀθωότητας». Ὁ ἑλληνικός λαός, ὅμως, ἀνατράφηκε μέ ἀντίθετες διδασκαλίες γιά τήν ἐλευθερία καί τήν ἐξουσία. Τό κυριότερο: ὄχι μόνο μέ διδασκαλίες, ἀλλά καί μέ τό ζωντανό παράδειγμα τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀποδεκτοί μόνον ὡς «μιμητές τοῦ Χριστοῦ». Αὐτό τό διαφορετικό πνεῦμα τῆς ἐξουσίας ζωντανεύει μέσα ἀπό τίς πηγές τίς ὁποῖες συνέγραψαν αὐτόπτες μάρτυρες. Ἀπό δύο πηγές θά μεταφέρουμε σήμερα ὁρισμένα αὐτούσια παραδείγματα, χωρίς πρόσθετο σχολιασμό.

1) Ἀπό τήν «ἱστορία» τοῦ Λέοντος Διακόνου Βιβλίο Θ’, 12(ἔκδ. Κανάκη, μετάφραση Βρ. Καραλή): Τό 971 ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Τσιμισκής ἐπιστρέφει θριαμβευτής στήν Κωνσταντινούπολη, ἔχοντας ἀποκρούσει ὁριστικά τους εἰσβολεῖς Ρώσους μετά ἀπό σκληρές μάχες στό ἔδαφος τῆς Βουλγαρίας. «Οἱ κάτοικοι τῆς πόλης προϋπάντησαν ἐμπρός ἀπό τά τείχη της, καί τόν ὑποδέχτηκαν μέ στεφάνια καί σκῆπτρα, πού ἦταν κατασκευασμένα ἀπό ἀτίμητο χρυσάφι καί διαμάντια. Τοῦ ἔφεραν μάλιστα καί ἕνα χρυσοστολισμένο ἅρμα πού τό ἔσερνε ἄσπρο ἄλογο. Ἀξίωναν μάλιστα νά ἀνέβη πάνω του καί νά τεθῆ ἔτσι ἐπικεφαλῆς τῆς καθιερωμένης θριαμβικῆς πορείας. Ἐκεῖνος ὅμως ἀποδέχτηκε μέν τά στεφάνια καί τά σκῆπτρα καί ἀντάμειψε αὐτούς πού τά πρόσφεραν μέ πολλαπλάσια δῶρα. Δέν ἀποδέχτηκε ὅμως νά ἀνεβῆ στό ἅρμα ἀλλά τοποθέτησε ἐκεῖ πάνω, στό κάθισμα τοῦ χρυσοποίκιλτου ἅρματος, τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, πού κρατάει ἀγκαλιά τόν Θεῖο Λόγο, τήν ὁποία εἶχε παραλάβει ἀπό τήν Μυσία(=Βουλγαρία), βάζοντας ἀποκάτω τίς πορφυρές στολές καί τά στέμματα τῶν Μυσῶν. Ὁ ἴδιος, ἰππεύοντας ἄλογο καμαρωτός ἀκολουθοῦσε πιό πίσω (...) Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὁδήγησε τήν θριαμβική πορεία μέσα ἀπό τό κέντρο τῆς πόλης πού ἦταν στολισμένο παντοῦ μέ πορφυρά ὑφάσματα καί ἦταν κλειστό ἀπό πάνω σάν θολωτό δωμάτιο, ἀπό τά κλαδιά τῆς δάφνης καί τά χρυσοΰφαντα πέπλα, εἰσῆλθε στόν μέγα Ναό τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ λοιπόν ἀνέπεμψε τίς εὐχαριστήριες εὐχές, κατέθεσε τήν περίλαμπρη κορόνα τῶν Μυσῶν σάν πρώτη δωρεά στόν Θεό».

2) Ἀπό τό ἴδιο Βιβλίο Ἰ’, 11: τό 976 ὁ Τσιμισκής παθαίνει δηλητηρίαση ἡ ὁποία καί θά τόν ὁδηγήση τελικά στό θάνατο. «Ἀφοῦ συνειδητοποίησε ὅτι δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ἀναρρώση ἀπό ἕνα τέτοιο σαράκι (...), ἄρχισε χωρίς φειδώ νά παίρνη πλούτη ἀπό τούς βασιλικούς θησαυρούς καί νά τά μοιράζη στούς φτωχούς, ἰδιαίτερα μάλιστα στούς λεπρούς πού περιφέρουν τά σώματά τους καταφαγωμένα ἀπό τήν ἱερά νόσο, γιά τούς ὁποίους ἄλλωστε ἔτρεφε μεγαλύτερη συμπάθεια, συγκριτικά πρός τούς ἄλλους ἀναξιοπαθοῦντες. Στή συνέχεια κάλεσε τόν Νικόλαο, τό προκαθήμενο Ἀδριανουπόλεως, ἄνθρωπο θεῖο καί σεβάσμιο, καί τοῦ ἐξομολογήθηκε ὅλα τα ἁμαρτήματα τῆς ζωῆς του, κλαίγοντας ἀκατάπαυστα μέ μαῦρο δάκρυ, ἀποκαθαίροντας μέ τό λουτρό αὐτῶν τῶν δακρύων τά αἴσχη καί τά κακουργήματα τῶν σφαλμάτων του, ἐπικαλούμενος τήν Θεοτόκο γιά νά εὔρη συνήγορό του κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως(...). Ἀφοῦ λοιπόν τελείωσε τήν ἐξομολόγησή του ὁ βασιλεύς χωρίς κανένα δισταγμό στό μυαλό του καί μέ συντετριμμένη ψυχή, ἐγκατέλειψε τόν κόσμο αὐτόν καί μετέβη νά ἀναπαυτῆ εἰς τάς αἰωνίους μονάς».

Καί ἐπειδή κάποιοι σύγχρονοι μελετητές ὑποστηρίζουν ὅτι τά ἔργα τῶν βυζαντινῶν ἱστορικῶν ἀποτελοῦν ἁπλή ἐξύμνηση τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας, ἀρκεῖ νά προσθέσουμε ὅτι ὁ Λέων Διάκονος εἶχε ἤδη περιγράψει τήν ἀνάμιξη τοῦ Τσιμισκῆ στήν δολοφονία τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ. Ὡς ὀρθόδοξος, ὅμως, γνώριζε ὅτι μέγιστη σημασία ἔχουν ὄχι οἱ πτώσεις ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο φεύγει ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή.

3) Ἀπό τήν «Χρονογραφία» τοῦ Μιχαήλ Ψελλοῦ, Βιβλίο Ἰέ, 35,(ἔκδ. Κανάκη, μετάφραση Βρ. Καράλη), γιά τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ (1034-1041):
«Ἐπειδή μάλιστα οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι συνηθίζουν νά ἀγγίζουν σώματα λεπρῶν, αὐτός ὁ βασιλιάς ἔκανε κάτι τό μεγαλειῶδες, συχνάζοντας κοντά τους καί ἀκουμπώντας τό πρόσωπό του πάνω στίς πληγές τους, ἀγκαλιάζοντας καί περιπτύσσοντάς τους, φροντίζοντας τό λουτρό τους καί μένοντας πλάϊ τους σάν νά ἦταν αὐτός ὁ ἀργυρώνητος σκλάβος καί ἐκεῖνοι οἱ πανίσχυροι δεσπότες». Σημειώνουμε ὅτι ὁ Μιχαήλ Δ' πρίν τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ζήτησε καί ἐκάρη μοναχός, ὄντας ἀκόμη αὐτοκράτορας, ὄχι δηλαδή, μετά ἀπό ἐκθρόνιση).

4) Ἀπό τό ἴδιο βιβλίο Ἰ, 132, γιά τόν Κωνσταντῖνο Θ' Μονομάχο (1042-1055): «Ἄφηνε τόν ἑαυτό τοῦ ἐντελῶς ἀφύλακτο. Ὅταν κοιμόταν, οἱ θύρες δέν κλειδώνονταν οὔτε ἀγρυπνοῦσε καμιά προστατευτική φρουρά κοντά του. Πολλές φορές ἐπιπλέον, ἀκόμα καί ὅλοι οἱ θαλαμηπόλοι τοῦ ἔφευγαν καί μποροῦσε καθένας νά περάση εὔκολα μέσα ἀπό τό δωμάτιό του καί νά ξαναπεράση ἐπιστρέφοντας, χωρίς κανείς νά τόν ἐμποδίση. Ἄν κάποιος κατέκρινε τήν παραμέληση τῆς προστασίας του, ἐκεῖνος δέν πειραζόταν καθόλου καί τόν ἀπέπεμπε λέγοντας ὅτι ἔχει παράλογες ἀντιλήψεις σχετικά μέ τόν Θεό. Μέ τά λόγια αὐτά ἐννοοῦσε πῶς ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύτηκε τήν βασιλεία καί ἐκεῖνος μόνος τόν προστάτευε καί ἔτσι, ἐφ’ ὅσον τοῦ εἶχε δωρηθεῖ ἡ πιό ἀκαταμάχητη φρουρά, περιφρονοῦσε ἐντελῶς τήν ἀνθρώπινη καί τόσο ἀνασφαλῆ φρούρηση». (Σημειώνουμε ὅτι τελικά ὁ αὐτοκράτορας πέθανε ἀπό φυσικό θάνατο).
Μέ τέτοια δείγματα ἐξουσίας ἔζησε ἀνά τούς αἰῶνες ὁ ἑλληνικός λαός. Πῶς λοιπόν νά εἶναι ἱκανοποιημένος ἀπό τό πνεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, πού κυριάρχησε ἐδῶ καί 170 χρόνια στήν Ἑλλάδα;