Γράφτηκε στις .

Γιάννη Βαρδακουλᾶ: Ἀπὸ τὸν παλαιότερο Ἔπαχτο (Δ΄)

Ναυπακτιακά Σημειώματα:

Γιάννη Βαρδακουλᾶ

Ὁ λοιπός πληθυσμός τῆς πόλης, ἐκτός δηλαδή ἀπό τούς ἀγρότες, συντίθετο ἀπό τούς ἐμπόρους, τούς βιοτέχνες, τούς ἐκπαιδευτικούς καί τούς ἄλλους ἐπιστήμονες, τούς αὐτοαπασχολούμενους, τούς ἐργάτες καί τόν κλῆρο.

Καί ἐπειδή «ἀπό Θεοῦ ἄρχεσθαι», πρέπει ν’ ἀρχίσω ἀπό τήν Ἐκκλησία: Μέ μιά πολύ περιορισμένη χρονικά ἐξαίρεση, στό θρόνο τῆς Μητροπόλεώς μας ὑπῆρχε πάντα Ἐπίσκοπος, ἐπικεφαλῆς καί τῆς Ναυπακτιακῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παλαιότερα ἀποτελεῖτο ἀπό δύο Ἐνορίες: ἡ μία της πόλης καί ἡ ἄλλη τῆς Ἀφροδίτης, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μέχρι πού διαχωρίστηκε ἡ πρώτη σέ δύο Ἐνορίες, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Φυσικά συνυπῆρχε καί ἡ Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ποτέ δέν καταργήθηκε.

Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἦταν, στά χρόνια της Ὀθωμανικῆς Κατοχῆς, τζαμί, τό «Μπουγιούκ Καπί Τζαμί» ἤ «Τζαμί τῆς Μεγάλης Πόρτας», πού μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης (18-4-1829) μετασκευάστηκε σέ ναό. Γιά τήν ἱστορία πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι τό τζαμί εἶχε οἰκοδομηθῆ πάνω σε παλαιότερο χριστιανικό ναό. Ἡ πύλη τοῦ παλαιότερου ναοῦ ἦταν ἀπό τή βορεινή πλευρά μέ δύο ἑκατέρωθεν αὐτῆς τάφους: ἀνατολικά του Μητροπολίτη Ἀνθίμου -μεταφέρθηκε στό κοιμητήριο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ὅπου ἀναπαύονται τά σκηνώματα τῶν Μητροπολιτῶν- καί δυτικά του Νικολάου Τζαβέλλα, ἐκ τῶν ἀπελευθερωτῶν τῆς πόλης καί ἐκ τῶν πρώτων δημάρχων τοῦ «Δήμου Ναυπακτίδος», πού μετακινήθηκε στόν ἴδιο καί πάλι χῶρο. Ἡ διπλή σκάλα τοῦ ναοῦ πού ὑπῆρχε παλαιότερα, ὅπως τή βλέπαμε μέχρι τήν κατεδάφιση τοῦ ναοῦ, προσαρτήθηκε ἀργότερα.

Ὁ ναός τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἦταν κοιμητηριακός' σ’ αὐτή τή θέση ἦταν τό Κοιμητήριο τῆς πόλης, πού μεταφέρθηκε ἀργότερα ἐπί δημάρχου Δήμου Φαρμάκη, στόν Ἅγιο Στέφανο. Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι παράλληλα λειτουργοῦσε καί ἄλλο κοιμητήριο στόν ὅμορο μέ τόν ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου χῶρο, ὅπου σήμερα εἶναι τό 2ο Δημοτικό Σχολεῖο. Ἡ μεταφορά ἦταν ἀναγκαία καί λόγω ἐπέκτασης τῆς πόλης, ἀλλά καί λόγω «λιμναζόντων ὑδάτων» στό χῶρο ὅπου σήμερα ὁ ναός τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, μέ τίς ἐντεῦθεν συνέπειες γιά τούς ἐνταφιαζόμενους, τήν ὑγεία καί τήν ὅλη εἰκόνα τῆς περιοχῆς. Ὁ χῶρος τοῦ Κοιμητηρίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἐκποιήθηκε ἐπί δημαρχίας Φαρμάκη γιά τήν κάλυψη κοινωφελῶν ἀναγκῶν τῆς πόλης. Ὁ πρῶτος ναός χτίστηκε μέ τήν ἀρωγή τῶν Ἅ/φῶν Ἰωάννη καί Αὐγουστίνου Καποδίστρια' στή δεκαετία τοῦ 1890 κάηκε καί τότε ἄρχισε νά κτίζεται καί πάλι ὁ ναός μέ τή φροντίδα τοῦ Δήμου Φαρμάκη, ἀποπερατώθηκε δέ τό 1926, ὁπότε ἔγιναν τά «θυρανοίξια» ἐπί Μητροπολίτου Ἀμβροσίου. Ὁ σημερινός ναός εἶναι ὁ τρίτος κατά σειρά... Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή θά ἤθελα νά ἐπαναλάβω τήν ἀπορία μου: ποιά μανία ἐκκοσμίκευσης κατέλαβε ὁρισμένους ἐναντίον τῆς παλαιᾶς αἰσθητικῆς των ναῶν, πού προετοίμαζε ψυχικά καί πνευματικά τόν ἄνθρωπο γιά τήν εἴσοδό του στήν ἐκκλησία καί νά ἀντικαταστήσουν σήμερα τό Παπαδιαμάντειο ὕφος τους μέ τά μεγάφωνα μέ τούς λαρυγγισμούς ψαλτικῆς ἄσκησης;

Ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ ναοί: τοῦ Προφήτη Ἠλία στό Κάστρο, ἐπί Ὀθωμανοκρατίας «Τζαμί τοῦ Μπαμπά Τσαούς»' ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, πού κατά τόν Λουδοβίκο Σαλβατώρ χτίστηκε τό 1848 καί τέλος ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Οἱ ναοί αὐτοί καί οἱ τρεῖς παλαιότεροι λειτουργοῦσαν κατά τήν ἑορτή τοῦ Ἁγίου ἤ ἀκόμη καί σπάνια, ὅταν «ἄνοιγε» τό ναό κάποια οἰκογένεια γιά τούς δικούς της λόγους. Στή διάρκεια τοῦ Μεσοπολέμου χτίστηκε ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Διονυσίου ἀπό τούς ναυτικούς της πόλης μας ἐνταγμένος στήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπως καί ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.

Δέν θά παραλείψω νά σημειώσω δύο ἀκόμη γεγονότα: τό πρῶτο, ὅτι οἱ γλυκόλαλες καμπάνες τοῦ Ἁγίου Δημητρίου -δῶρο αὐτές τῶν Ἅ/φῶν Καποδίστρια- ἐσίγησαν... καίτοι προσφέρθηκαν νέοι Ναυπάκτιοι νά συνεχίσουν διδασκόμενοι ἀπό τόν τελευταῖο νεωκόρο καί κωδωνοκρούστη, συμμαθητή μου ἄλλοτε καί φίλου, τήν τέχνη, Κώστα Παπαπαναγιώτου. Τό δεύτερο, ὅτι οἱ Ἐπίτροποι τῶν ναῶν ἐκλέγονταν μεταξύ των ἐνοριτῶν-ἐκλογή πού ὑποδήλωνε τήν ἐνεργό συμμετοχή τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας στά τῆς διοίκησής της, ὅπως νομίζω τό βαθύτερο νόημα τοῦ Χριστιανισμοῦ προϋποθέτει καί ἐπιβάλλει....

Νά σημειώσω ἀκόμη ὅτι οἱ Ἱερεῖς δέν ἀμείβονταν τήν ἐποχή ἐκείνη -μπορεῖ νά ἔπαιρναν κάτι μέσω τῶν Ἐπιτρόπων ἀπό τά ἔσοδα τοῦ ναοῦ - δέν τό γνωρίζω - περιοριζόμενοι στήν εἴσπραξη ἀπό τά μυστήρια τοῦ γάμου καί τοῦ βαπτίσματος, τῶν μνημοσύνων καί τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν σπιτιῶν τήν παραμονή τῶν Φώτων κυρίως' φυσικά ὑπῆρχαν καί μερικά ἄλλα «δοσίματα» μέ τά ὀνόματα, πού διαβάζονταν στήν Ἱερή Πρόθεση, ὅπως καί ἐνισχύσεις σέ χρήματα ἤ εἶδος ἀπό τούς πιστούς καί τά «ὑψώματα» στό σπίτι τοῦ ἑορτάζοντα.

Ὅπως εἶναι φυσικό, παρήλασαν ἀπό τούς ναούς πολλοί ἱερεῖς καί ψάλτες: Ὁ πάπα-Κάρμας, ὁ πάπα-Σιδέρης, οἱ ἀδελφοί Λελούδα, ὁ πάπα-Χαράλαμπος καί ὁ πάπα-Νώντας, ὁ πάπα-Ἀριστείδης, ὁ πάπα-Βέργος στήν Παλαιοπαναγιά καί ὁ πάπα-Τάκης Τουμανόπουλος, πού λειτουργοῦσε στή Βομβοκού καί τό Μοναστήρι τοῦ Ἀη-Γιάννη. Ἐνῶ ψάλτες οἱ: Θανάσης Νικολάου, ἀνεψιός τοῦ Μητροπολίτη Σεραφείμ, ὁ Κώστας Κονταξής, ἀνεψιός τοῦ Ἐπισκόπου Δαυΐδ, ὁ Βασίλης Παπαμιχαήλ, ὡς Φαραώ περισσότερο γνωστός, ὁ Βασίλης Οἰκονομίδης, ὁ Ι. Τουμανόπουλος, ὁ Σταῦρος Αὐγεράκης καί ἀπό τούς νεότερους ὁ Νίκος Σπανός καί ὁ Γιῶργος Κωνσταντιανός, ἐνῶ νεωκόροι οἱ Γ. Ἀλεξανδρόπουλος καί Ἄντ. Τσαχτσαρλής.

Οἱ Ἱερεῖς ἦταν ἀξιοσέβαστα πρόσωπα, πού νουθετοῦσαν μικρούς καί μεγάλους καί παρενέβαιναν σέ διαφορές οἰκογενειακές ἤ καί μεταξύ συμπολιτῶν, γιά νά ἐπικρατήση τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης... Ἦταν μεγάλο, τιμητικό γεγονός, νά ἐπισκεφθῆ ὁ Ἱερέας τό σπίτι. Τήν παραμονή τῶν Φώτων πεντακάθαρο καί στολισμένο τό κάθε σπίτι, περίμενε τήν ἐπίσκεψη τοῦ ἐνοριακοῦ Ἱερέα γιά τόν ἁγιασμό του, νηστικοί δέ οἱ ἔνοικοι γιά νά πιούν τόν ἁγιασμό...

Ὁ Ἱερέας ἦταν σεβαστός ἀπό ὅλους, τό περισσότερο, πρίν τούς ἐκπαιδευτικούς, σεβάσμιο πρόσωπο τῆς μικρῆς κοινωνίας μας, πού ἐνέπνεε ἐμπιστοσύνη καί τό αἴσθημα τῆς ὑπακοῆς' ὅταν περνοῦσε στό δρόμο οἱ περαστικοί καί οἱ καθήμενοι, ὄρθιοι ζητοῦσαν τήν εὐλογία του' στήν πιό δύσκολη ὥρα τοῦ χρησιμοποιοῦσε πάντοτε μέ γλυκύτητα τήν ἀποστροφή «εὐλογημένε»... καί παρά τήν οἰκονομική τους δυσπραγία ἐμοίραζαν, χωρίς νά φαίνονται, τίς λειτουργιές καί ὅ,τι ἄλλο εἶχαν, στίς φτωχές οἰκογένειες' ἔχω προσωπική μαρτυρία, ὅταν ὡς ἀναγνώστη μέ ἔστελναν σέ τέτοια μικροθελήματα. Ἡ συμμετοχή τους στή Λειτουργία καί τά Μυστήρια ἦταν προσωπική ὑπαρξιακή μέθεξή τους. Πῶς νά ξεχάση κανείς τή ραγισμένη φωνή καί τά δάκρυά τους κατά τήν Ἔξοδο τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τήν ἀνάγνωση τοῦ πέμπτου Εὐαγγελίου, ὅταν μέ σβησμένη ἀπό τή θλίψη φωνή ἀπήγγειλλαν τό «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου....» ποὺ συγκλόνιζε τό πλήρωμα τοῦ ναοῦ!