Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Ἡσυχία καὶ ἱεραποστολή

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας καί τῆς ἱεραποστολῆς. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη ἀληθινή ἱεραποστολή, ὅταν δέν ἐμπνέεται ἀπό τήν ἱερά ἡσυχία, μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία τοῦ ὄρου καί, βέβαια, ἡ ἡσυχία ἐκβάλλεται κατά φυσικό τρόπο στό ρεῦμα τῆς ἱεραποστολῆς. Ὅταν ἀποδεσμευθῆ ἡ ἱεραποστολή ἀπό τήν ἱερά ἡσυχία, τότε δημιουργεῖται σοβαρό ἐκκλησιαστικό πρόβλημα.

Ἡ ἱεραποστολή, ὅπως καί ἡ λέξη τό λέγει, εἶναι μιά ἱερά ἀποστολή, ὅταν δηλαδή ὁ Θεός ἀποστέλλη μερικούς ἀνθρώπους γιά νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας Του, τό εὐαγγέλιο τῆς ἀληθείας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἱεραπόστολος δέν κηρύσσει μόνον, δέν εἶναι, δηλαδή, ἕνας θεωρητικός διδάσκαλος, ἀλλά ὁ πατέρας πού μεταδίδει τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, πού αὐτός ἀπέκτησε προηγουμένως, καί γεννᾶ πνευματικά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καί, βέβαια, γνωρίζουμε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι κυρίως καί πρό παντός ἐμπειρική - ὑπαρξιακή. Ἡ μετάδοση δέ αὐτῆς τῆς γνώσεως ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ ἡσυχία μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία τοῦ ὄρου εἶναι ὁ τρόπος καί ἡ μέθοδος, τήν ὁποία παρέδωκε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους καί ἐκεῖνοι στούς διαδόχους τους, διά τῆς ὁποίας μεθόδου ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν ὑπαρξιακή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ μέθοδος αὐτή συνδέεται μέ τήν βίωση τῶν μακαρισμῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἄν δοῦμε τήν σειρά πού ὁ Χριστός ἐκφώνησε τούς μακαρισμούς, θά διαπιστώσουμε πραγματικά τήν ὀρθόδοξη ἡσυχία, τήν μέθοδο τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου καί, βεβαίως, κατάληξη αὐτῆς τῆς μεθόδου, αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἱεραποστολή καί τό μαρτύριο. Προηγεῖται ἡ αὐτογνωσία καί δί’ αὐτῆς ἡ κατά Χριστόν ταπείνωση, καί ἀκολουθεῖ ἡ μετάνοια, ἡ πραότητα, ἡ πείνα καί ἡ δίψα γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἡ βίωση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας, διά τῆς ὁποίας γεύεται ὁ ἄνθρωπος τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἡ μετάδοση στούς ἄλλους τῆς εἰρήνης αὐτῆς πού γεύθηκε ὁ ἴδιος, ὁ διωγμός καί τό μαρτύριο γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ χαρά γιά τήν βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπόκτηση τοῦ χαρίσματος τῆς προφητείας (Ματθ. ε', 3-12).

Ἐπίσης, τήν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας μᾶς τήν παρέδωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ πρέπει νά ὑπομνησθῆ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως διασώζεται στήν ὁμιλία του στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, στήν ἐπιστολή του πρός τήν μοναχή Ξένη καί, βεβαίως, στό ἔργο τοῦ περί τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων.

Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔζησαν τήν ἱερά ἡσυχία, ἀφοῦ ἀπαρνήθηκαν τά πάντα καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό, ἔζησαν μαζί Του τρία ὁλόκληρα χρόνια, κατά τήν διάρκεια τῶν ὁποίων μυήθηκαν στά μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἔφθασαν στήν βίωση τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, μετεῖχαν, κατά διαφόρους τρόπους καί βαθμούς, στό Πάθος, τόν Σταυρό καί τόν Θάνατο τοῦ Χριστοῦ, εἶδαν τόν ἀναστάντα Χριστό, ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἀπεστάλησαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό νά κηρύξουν αὐτά πού εἶδαν, ἄκουσαν καί γνώρισαν ὑπαρξιακά. Γι’ αὐτό οἱ ὁμιλίες καί οἱ ἐπιστολές τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι γεμάτες ἀπό προσωπική ἐμπειρία καί γνώση τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀνέπτυξαν δικές τους θεωρίες, δέν ἐδίδασκαν ἐκκοσμικευμένους λόγους, δέν ἔκαναν μιά ἐκκοσμικευμένη καί ἠθικίστικη ἱεραποστολή, ἀλλά ἐξέφραζαν τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀπέκτησαν προσωπικά.

Αὐτόν τόν συνδυασμό μεταξύ της ἡσυχίας καί τῆς ἱεραποστολῆς ἔζησαν ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἐκλήθησαν νά ποιμάνουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ καί νά ἐξασκήσουν ἱεραποστολή, μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία τῆς λέξεως. Αὐτό τό βλέπουμε στόν Μ. Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, γιά νά περιορισθῶ μόνον σέ αὐτούς τούς γνωστούς καί μεγάλους.

Αὐτό τό συναντοῦμε καί μετέπειτα σέ πολλούς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἀσκήθηκαν στήν κατά Χριστόν ζωή καί ὅταν ὡρίμασαν πνευματικά, ἔλαβαν τήν πληροφορία καί ἔγιναν διδάσκαλοι τῶν ἀνθρώπων μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους. Καί βέβαια αὐτή ἡ πληροφορία δίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί πραγματοποιεῖται μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό γιατί κανένα πνευματικό χάρισμα δέν αὐτονομεῖται, δέν ἐξασκεῖται ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν εὐλογία τῶν Ἐπισκόπων. Διότι τό ἴδιο το Ἅγιον Πνεῦμα δίδει τά πνευματικά χαρίσματα καί τό ἴδιο το Ἅγιον Πνεῦμα δίδει τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης καί συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.

Ἕνα σύγχρονο παράδειγμα εἶναι τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἀσκήθηκε πνευματικά στό Ἅγιον Ὅρος, ὅπως ὁ ἴδιος λέγει, γιά πολλά χρόνια, ἀκολουθώντας τήν ὅλη ἡσυχαστική μέθοδο καί στήν συνέχεια, ὅταν αἰσθάνθηκε μέσα του τήν πληροφορία ἀπό τόν Θεό νά κάνη τίς περιοδεῖες του στό ὑπόδουλο Γένος, ρώτησε τούς πνευματικούς του πατέρας, ἔλαβε τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου, ἀλλά λάμβανε καί τήν εὐλογία τῶν κατά τόπους ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων. Καί ἐπειδή ἐκινεῖτο μέσα στά πλαίσια αὐτά, τό ἔργο τοῦ εἶχε πνευματικούς καρπούς καί ἐξασκεῖται καί διαχρονικά. Γιατί πρέπει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἡ ἱεραποστολή δέν ἐξαντλεῖται μόνον στό κήρυγμα ἤ σέ κάποια ἄλλη ποιμαντική ἐργασία, ἀλλά εἶναι καί ἡ προσευχή, ἡ προσωπική ἐπικοινωνία μέ κάθε Χριστιανό, καί ἡ μόνη παρουσία ἑνός ἁγίου, ἡ ἀπόκτηση “δογματικῆς συνείδησης”, καθώς καί ἡ διατύπωση καί διαφύλαξη τῶν δογμάτων, καί τελικά ἡ ἱεραποστολή πού γίνεται καί μετά τήν ἔνδοξη κοίμηση τοῦ ἁγίου, μέ τά θαύματά του, τίς πρεσβεῖες του, ἀκόμη καί τόν τάφο του. Ἡ κατά Χάρη θέωση ἑνός ἀνθρώπου περνᾶ ἀδιόρατα καί μυστικά, μερικές δέ φορές καί φανερά, μέσα στήν ζωή καί τήν λειτουργία τοῦ πνευματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τῆς Ἐκκλησίας.

Μέσα σέ αὐτά τά πλαίσια συνδέεται ὀρθόδοξα καί ἐκκλησιαστικά ἡ ἡσυχία μέ τήν ἱεραποστολή. Μιά ἱεραποστολή πού δέν ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τῆς ἡσυχίας, καί ἡ ὁποία ἡσυχία ἐκφράζεται μέ ὅλα τα πνευματικά χαρίσματα, τῆς ταπεινώσεως, τῆς μετανοίας, τῆς εἰρήνης, τοῦ σεβασμοῦ τῶν κανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, δέν εἶναι γνήσια. Καί σέ αὐτήν τήν περίπτωση θά ἰσχύση ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γιά τούς κακούς ἐργάτες.

Κάποιος ἐρώτησε τόν Χριστό ἐάν αὐτοί πού θά σωθοῦν εἶναι ὀλίγοι. Καί ὁ Χριστός ἀπάντησε:

«Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διά τῆς στενῆς πύλης• ὅτι πολλοί, λέγω ὑμίν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν καί οὐκ ἰσχύσουσιν. ἀφ’ οὐ ἄν ἐγερθῆ ὁ οἰκοδεσπότης καί ἀποκλείση τήν θύραν, καί ἄρξησθε ἔξω ἐστάναι καί κρούειν τήν θύραν λέγοντες• Κύριε Κύριε, ἀνοιξον ἠμίν• καί ἀποκριθεῖς ἐρεῖ ὑμίν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ• τότε ἄρξεσθε λέγειν• ἐφάγομεν ἐνώπιόν σου καί ἐπιομεν, καί ἐν ταῖς πλατείαις ἠμῶν ἐδίδαξας• καί ἐρεῖ• λέγω ὑμίν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ; ἀποστητέ ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργᾶται τῆς ἀδικίας. ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων, ὅταν ὄψησθε Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ καί πάντας τους προφήτας ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὑμᾶς δέ ἐκβαλλομένους ἔξω. καί ἤξουσιν ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί ἀπό βορρᾶ καί νότου, καί ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. καί ἰδού εἰσίν ἔσχατοι οἵ ἔσονται πρῶτοι, καί εἰσί πρῶτοι οἵ ἔσονται ἔσχατοι» (Λουκ. ἴγ• 24-30).

Ὁ Μ. Βασίλειος, ἀναφερόμενος σέ μοναχούς καί ἐρμηνεύοντας αὐτόν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, λέγει ὅτι κακοί ἐργάτες τούς ὁποίους ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν πραγματική ἀγάπη. Καί στήν συνέχεια ἰσχυρίζεται πῶς ὅ,τι γίνεται ὄχι ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἀλλά γιά νά ἀποσπάση τόν ἔπαινο ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὅποιο κι’ ἄν εἶναι αὐτό τό ἔργο, « οὐ θεοσεβείας ἔπαινον εὑρίσκει, ἀλλ’ ἀνθρωπαρεσκείας ἤ αὐταρεσκείας ἤ φιλονικίας ἤ φθόνου ἤ τινός τοιαύτης αἰτίας ἔχει τό κρίμα”.

Ἑπομένως, ἡ ἱεραποστολή ἐξασκεῖται μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους, μέ τήν προσευχή, τήν διδασκαλία, τήν ποιμαντική δράση, τόν λόγο καί τήν σιωπή, τήν κίνηση καί τήν ἀδράνεια, τήν σταυρική ζωή καί τήν ἔνδοξη κοίμηση. Ἀλλά ὅμως ἡ ἱεραποστολή γίνεται μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, ἡ ὁποία ἡσυχία ἐλέγχεται ἀπό τό πόσο κανείς σέβεται τούς ἐκκλησιαστικούς θεσμούς.

Ὅταν μιά « ἱεραποστολή» ἐξασκεῖται χωρίς τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δίδεται ἀπό τούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι διάδοχοί των ἁγίων Ἀποστόλων, δέν εὐλογεῖται ἀπό τόν Θεό καί ἕνας τέτοιος « ἱεραπόστολος» εἶναι κακός ἐργάτης. Βεβαίως καί ἕνας Ἐπίσκοπος, ὅταν δέν ἀφήνη τούς γνησίους ποιμένας νά ἐργασθοῦν θά δώση λόγο στόν Θεό. Ἀλλά ἡ ὕπαρξη ἑνός Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος δέν δίδει ἄδεια σέ κάποιον νά ἐξασκήση ποιμαντική διακονία μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά εὐνοήση ἀνταρσίες καί ἐκκλησιαστικά σχίσματα.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ