Skip to main content

Κύριο ἄρθρο: Θεολογικές συναντήσεις

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὑπάρχουν περιστατικὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία σχετικὰ μὲ τὶς συναντήσεις Ἐπισκόπων καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ποὺ συνδέεται μὲ τέτοιες συναντήσεις. Τὰ κυριότερα γεγονότα εἶναι οἱ συναντήσεις σὲ Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ὡστόσο ὑπάρχουν καὶ περιστατικὰ ἐπισκέψεων Ἐπισκόπων σὲ ἄλλους Ἐπισκόπους ποὺ συνδέονται μὲ συμμετοχὴ σὲ λατρευτικὲς συνάξεις, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ συζητήσεις γιὰ λύση διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων. Θὰ ἀναφερθῶ σὲ μιὰ τέτοια λειτουργικὴ συνάντηση ποὺ δίδει ἀφορμὴ γιὰ νὰ σχολιασθοῦν μερικὰ σημεῖα.

Ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμέσης (ἢ Ἐμίσης, ποὺ ἦταν πόλη τῆς Κοίλης Συρίας στὴν σημερινὴ πόλη Homs) Παῦλος ἐπισκέφθηκε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Κύριλλο στὴν ἕδρα τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς του καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁμίλησε παρόντος τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, καὶ ὅπως φαίνεται ἡ ὁμιλία του ἦταν εἰσαγωγική, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ τὸν Παῦλο ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Κύριλλος. Διασώζονται δύο ὁμιλίες τοῦ Ἐπισκόπου Παύλου οἱ ὁποῖες ἔγιναν διαδοχικά.

Στὴν πρώτη ὁμιλία ὁ Ἐπίσκοπος Παῦλος ἀναφέρθηκε στὴν Γέννηση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος Μαρία εἶναι Θεοτόκος. Ἡ Παρθένος τίκτει καὶ μένει πάλι Παρθένος, γίνεται μητέρα καὶ δὲν ὑπομένει ὅλα ἀκριβῶς τὰ τῆς μητρός. Καὶ ὑπογραμμίζει: «Τίκτει οὗν ἡ Θεοτόκος Μαρία τὸν Ἐμμανουήλ» .

Βρισκόμαστε στὴν περίοδο ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία γινόταν λόγος ἀπὸ τὸν Νεστόριο ὅτι ἡ Παναγία δὲν πρέπει νὰ λέγεται Θεοτόκος, ἀλλὰ Χριστοτόκος. Ὁπότε ὁ λαὸς τῆς Ἀλεξάνδρειας στὸ ἄκουσμα τῆς φράσεως ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἐμέσης Παῦλο, ὅτι "τίκτει ἡ Θεοτόκος Μαρία τὸν Ἐμμανουήλ", ἀνεφώνησε: « Ἡ πίστις ἰδοὺ αὕτη ἐστὶ· Θεοῦ δῶρον, Κύριλλε ὀρθόδοξε· τοῦτο ἀκοῦσαι ἐζητοῦμεν. Ὁ τοῦτο μὴ λέγων, ἀνάθεμα ἔστω» .

Ὁ Παῦλος ἀνταπήντησε στὸν λαὸ λέγοντας: « ὁ τοῦτο μὴ λέγων, καὶ νοῶν, καὶ φρονῶν, ἀνάθεμα ἔστω ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας» . Καὶ συνέχισε λέγοντας ὅτι ἡ Παναγία ἐγέννησε τὸν Ἐμμανουήλ, «Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα» . Ἔπειτα ἀναφέρθηκε στὶς δύο γεννήσεις τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἀπὸ Πατέρα, καὶ τὴν ἐν χρόνῳ ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα, καθὼς ἐπίσης ἀναφέρθηκε καὶ στὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, θεῖα καὶ ἀνθρωπίνη, ὁπότε ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ὅμως, συνέχισε, οἱ δύο φύσεις τῆς θεότητος καὶ τῆς ἀνθρωπότητος ποὺ ἑνώθηκαν, «τὸν ἕνα ἡμῖν ἀπετέλεσαν Υἱόν, τὸν ἕνα Χριστόν, τὸν ἕνα Κύριον» .

Ὁ λαός, παρευρισκομένου καὶ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, διέκοψε τὸν Ἐπίσκοπο Παῦλο καὶ ἐβόησε: «καλῶς ἦλθες, ὀρθόδοξε ἐπίσκοπε· ὁ ἄξιος τῷ ἀξίῳ. Χριστιανοὶ λέγουσι· Θεοῦ δῶρον, Κύριλλε ὀρθόδοξε» .

Ὁ Παῦλος ἀπήντησε ἀμέσως στὴν φωνὴ τοῦ λαοῦ λέγοντας: «Ἤδειν, καγώ, ἀγαπητοί, ὡς πρὸς ὀρθόδοξον ἀφικόμην Πατέρα» . Στὴν συνέχεια ἀναφέρθηκε στὸ ὅτι εἶναι ἀναθεματισμένοι ὅσοι πιστεύουν σὲ δύο υἱούς, στὸ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ψιλὸς (ἁπλοὺς) ἄνθρωπος, καὶ στὸ ὅτι ὁ Χριστὸς δέχθηκε ἁπλῶς την Χάρη ὡς Προφήτης ἢ ὡς δίκαιος. Ἀντίθετα ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ἕνας Υἱὸς καὶ Κύριος καὶ μάλιστα ὑπεγράμμισε ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος προσέλαβε τὸ δικό μας σῶμα καὶ ἔτσι « ἐπὶ ταύτη τὴ πίστει τεθεμελίωται ἡ Ἐκκλησία» .

Ἀφοῦ ἀνέπτυξε δι ολίγων αὐτὴν τὴν διδασκαλία, χρησιμοποιῶντας ἁγιογραφικὰ χωρία, στὴν συνέχεια παρεκάλεσε τὸν παριστάμενο ἅγιο Κύριλλο νὰ ἀναπτύξη ἀκόμη περισσότερο αὐτὴν τὴν διδασκαλία. Τὸν παρεκάλεσε δὲ καὶ τὸν προέτρεψε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια:

«Παρακαλέσωμεν οὗν τὸν πατέρα, τὴν συνήθη παραθεῖναι ἡμῖν τράπεζαν, καὶ τὰ πολυτελῆ καὶ ποικίλα τοῦ Πνεύματος ὄψα· στεφανῶσαι τὸν κρατῆρα τῆς διδασκαλίας· καὶ μεθῦσαι ἡμᾶς μέθην, σωφροσύνης τὴν μητέρα. Εἴπωμεν, ἐξεγέρθητι, ὦ Πάτερ, "ἐξεγέρθητι ἡ δόξα μου· ἐξεγέρθητι ψαλτήριον, καὶ κιθάρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος"» .

Στὴν δεύτερη ὁμιλία του, ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι ἔγινε μετὰ ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμέσης ἀναφέρθηκε πάλι στὸ δογματικὸ θέμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, παρόντος καὶ πάλιν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.

Στὴν ἀρχὴ ἀναφέρθηκε στὴν παρουσία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καὶ τὴν εὐφροσύνη ποὺ αἰσθάνθηκε μὲ τὴν ἀνάλυση τοῦ δογματικοῦ αὐτοῦ θέματος καὶ εἶπε ὅτι ὁ γενναῖος αὐτὸς πατήρ, ὡς παιδοτρίβης, δηλαδὴ ὡς προπονητής, θὰ κρίνη καὶ πάλι τὰ παλαίσματα καὶ θὰ ἀναδείξη στεφανίτη καὶ νικητή.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸν διέκοψε ὁ λαὸς γιὰ νὰ ἀναφωνήση:

«Θεοῦ δῶρον, Κύριλλε, ὅλους ἐποίησας ὡς σεαυτόν. Ὁ ἄξιος τῷ ἀξίῳ. Τῶν ἐπισκόπων τὸν πατέρα, Κύριε, σῶσον. Καλῶς ἦλθες, ἐπίσκοπε ὀρθόδοξε, τῆς οἰκουμένης παιδευτά. Ὁ πιστεύων οὕτω, φιλεῖται· μεγάλου διδασκάλου μέγας ἐπαινέτης».

Ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμέσης συνέχισε τὴν ἀνάπτυξη τῆς ὀρθοδόξου διδαχῆς περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῆς Θεοτόκου Μαρίας, χρησιμοποιῶντας πολλὰ ἁγιογραφικὰ χωρία. Καὶ τελειώνοντας τὸν λόγο εἶπε:

«Τὰ ὑμῶν ὑμῖν παρεθήκαμεν· αὕτη γὰρ τοῦ πατρὸς ἡ διδασκαλία· οὗτος ὁ θησαυρὸς προγονικὸς ὑμῶν· τοῦ μακαρίου Ἀθανασίου τὰ δόγματα· τοῦ μακαρίου Θεοφίλου τὰ διδάγματα, τῶν στύλων τῆς ὀρθοδοξίας. Ἀλλ' ἐπειδὴ μακροθύμως τῶν ἡμετέρων ἠνέσχεσθε ψελλισμάτων, ἀναμείνατε τοῦ πατρὸς τὴν σοφίαν. Ἠκούσατε καλάμου ποιμενικοῦ, ἀκούσατε καὶ σάλπιγγος μεγαλοφωνοτάτης».

Καὶ ἀκούγοντας τὸν λόγο αὐτὸν ὁ λαὸς ἐβόησε: «Yἱὲ Θεοφίλου, καὶ Ἀθανασίου, Κυρίλλου σοφίας ἀκούσωμεν» .

Ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμέσης, ἀναφερόμενος στὴν σοφία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου εἶπε: «ἡμῶν μὲν τῶν ὀρθοδόξων τὰ φρονήματα διεγειρούσης, τῶν δὲ ἐναντίων τῆς Ἐκκλησίας τὰ στίφη καταβαλλούσης» .

Ἡ λειτουργικὴ συνάντηση τῶν δύο αὐτῶν ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων μας βοηθᾶ νὰ καταλήξουμε στὴν ὑπογράμμιση τριῶν παρατηρήσεων.

Ἡ πρώτη ὅτι τὸ ὀρθόδοξο κήρυγμα πρέπει νὰ εἶναι θεολογικό, δηλαδὴ νὰ ἀναλύη τὸ ὀρθόδοξο δόγμα. Δὲν εἶναι δυνατὸν σὲ μεγάλες Δεσποτικὲς ἑορτὲς νὰ γίνωνται ἠθικολογικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς ἀναλύσεις καὶ ὄχι θεολογικές. Τελικὰ τὸ κοινωνιολογικὸ καὶ ἠθικολογικὸ κήρυγμα εἶναι «πληγὴ» τοῦ σημερινοῦ ἄμβωνος. Ἕνα τέτοιο ἐκκοσμικευμένο κήρυγμα κουράζει τὸν λαὸ καὶ δὲν εἶναι ἀποδεκτὸ ἀπὸ αὐτόν.

Ἡ δεύτερη παρατήρηση εἶναι ὅτι οἱ συναντήσεις τῶν Ἐπισκόπων πρέπει νὰ γίνονται μέσα σὲ ἐκκλησιολογικὰ καὶ θεολογικὰ πλαίσια. Κυρίως ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἐνδιαφέρη εἶναι ἡ διαφύλαξη τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καὶ ἡ βίωση τῶν δογμάτων. Ἄλλωστε τὰ δόγματα εἶναι ἔκφραση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ὁδοδεῖκτες γιὰ νὰ ὁδηγηθῇ ὁ ἄνθρωπος στὴν κοινωνία μὲ τὸν ἅγιο Τριαδικὸ Θεό, « ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» . Οἱ συζητήσεις πρέπει νὰ ἀναφέρωνται στὰ μεγάλα καὶ σοβαρὰ αὐτὰ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὴν Ἐκκλησία. Οἱ δογματικὲς συζητήσεις εἶναι αὐτὲς ποὺ πρέπει νὰ κυριαρχοῦν, διότι ὅταν ἀλλοιώνονται τὰ δόγματα, τότε ἀλλοιώνεται καὶ τὸ ἦθος.

Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μοῦ ἔλεγε ὅτι ὅταν ἦλθε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ ἐκπονήση τὴν διδακτορικὴ διατριβή του γιὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, συνήντησε ἕναν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἐξεπλάγη ὅταν ἔμαθε ὅτι ἀσχολεῖται μὲ δογματικὰ ζητήματα καὶ τὸν ἐρώτησε νὰ μάθη γιατί τὸ κάνει αὐτό. Καὶ ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης ἀπήντησε κάπως δεικτικὰ καὶ εἰρωνικά: «Στὴν Ἀμερικὴ δὲν ἔχουμε χωροφύλακας, ὅπως ἔχετε στὴν Ἑλλάδα, γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς πίστεως καὶ γι' αὐτὸ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ δόγματα» .

Ἡ τρίτη παρατήρηση εἶναι ὅτι ὁ λαὸς καταλάβαινε καὶ παρακολουθοῦσε τὸ ὀρθόδοξο κήρυγμα, καθὼς ἐπίσης ἐπικροτοῦσε τὴν ὀρθόδοξη διδαχή. Συγχρόνως εἶχε κριτήριο ὀρθοδοξίας καὶ ἔκρινε τοὺς ἀληθινοὺς Ἐπισκόπους ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας ποὺ ἐξέφραζαν. Αὐτὸ βέβαια ἔχει σχέση καὶ μὲ τὸ ὅτι ὁ λαὸς κατευθυνόταν ὀρθόδοξα καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀπὸ τοὺς Ποιμένας τους. Καὶ βέβαια ἡ ἀληθινότητα τοῦ Ποιμένα ἔχει σχέση καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ κηρύττει καὶ καθοδηγεῖ τὸ ποίμνιό του.

Τὸ ὅτι ὁ λαὸς ἀναγνώριζε τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ φώναζε: « ἡ πίστις ἰδοὺ αὕτη ἐστι... τοῦτο ἀκοῦσαι ἐζητοῦμεν» , τὸ ὅτι καλωσόριζε τὸν Ἐπίσκοπο Παῦλο καὶ τὸν ἐπαινοῦσε γιὰ τὴν ὀρθοδοξία του: « καλῶς ἦλθες ὀρθόδοξε ἐπίσκοπε» , τὸ ὅτι θεωροῦσε τὸν Ἐπίσκοπό του, τὸν ἅγιο Κύριλλο, ὡς δῶρον Θεοῦ: «Θεοῦ δῶρον, Κύριλλε ὀρθόδοξε» , τὸ ὅτι ἀνεγνώριζε τὴν οὐσιαστικὴ κοινωνία ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Παύλου, λόγῳ τῆς ταυτότητος στὴν ὀρθόδοξη δογματικὴ ἀλήθεια, τὸ ὅτι συνέδεσε τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἔλεγε: «ὁ πιστεύων οὕτω φιλεῖται» , ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὸ ἀληθινὸ θεολογικὸ αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ.

Τὸ φαινόμενο ποὺ παρατηρεῖται σήμερα ὅτι ἕνα ὀρθόδοξο δογματικὸ κήρυγμα θεωρεῖται ἀποτυχημένο διότι οὔτε οἱ Κληρικοὶ οὔτε οἱ λαϊκοὶ μποροῦν νὰ τὸ παρακολουθήσουν, καὶ ἑπομένως θεωρεῖται εὐπρόσδεκτο τὸ κοινωνιολογικὸ καὶ ἠθικολογικὸ κήρυγμα, συνιστᾶ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔλεγε ὅτι οἱ αἱρέσεις εὐδοκιμοῦν ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχουν Προφῆτες.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θέλω νὰ ἐπαινέσω τὴν ἔκδοση, ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τοῦ βιβλίου « Διόσκορος καὶ Σεβῆρος, οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι αἰρεσιάρχαι. Κριτικὴ δύο διδακτορικῶν διατριβῶν» , γραμμένο ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο τῆς ἰδίας Ἱερᾶς Μονῆς, π. Λουκᾶ Γρηγοριάτη, πνευματικό μου παιδὶ κατὰ τὰ μαθητικὰ καὶ φοιτητικά του χρόνια, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχιμ. Γεωργίου. Χάρηκα τὴν ἔκδοση αὐτή, γιατί στὴν ἐποχή μας, ποὺ οἱ μοναχοὶ συνήθως ἀσχολοῦνται μὲ πολλὰ καὶ ποικίλα, οἱ μοναχοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, μαζὶ μὲ τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν τελείωσή τους, ἀσχολοῦνται μὲ θεολογικὰ θέματα, τὰ ὁποῖα ἀναφύονται στὴν ἐποχή μας. Καὶ κάνουν τὸ ἔργο αὐτὸ ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν θεουμένων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μακάρι καὶ ἄλλοι Κληρικοί, ἰδιαιτέρως οἱ Ἐπίσκοποι, νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ κρίσιμα καὶ σοβαρὰ αὐτὰ θεολογικὰ ζητήματα, ὥστε νὰ διαφυλάσσεται ἡ παραδοθεῖσα ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας.

Διαβάζοντας κανεὶς τὸ βιβλίο αὐτό, παρατηρεῖ τὴν παρερμηνεία ποὺ ἔγινε ἀπὸ τοὺς Μονοφυσίτας τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, καθὼς ἐπίσης παρατηρεῖ τὸ σφάλμα τῶν ἐκπονησάντων τὶς διατριβὲς αὐτές, μὲ τὸ νὰ στηρίζωνται στὶς ἑρμηνεῖες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς λεγόμενες ἀντιχαλκηδόνειες παραδόσεις καὶ νὰ παραθεωροὺν τὴν διαδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τοῦ Μεγάλου Φωτίου κ.ἄ. Ἐπίσης δὲν ἐλήφθη ὑπ' ὄψη ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια ὄχι μόνον δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ὀρθόδοξη, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐπιστημονικῶς ὀρθή.

Ἐπειδὴ στὴν ἐποχή μας γίνεται λόγος γιὰ τὴν συνάντηση καὶ τὴν ἕνωση μὲ τοὺς λεγομένους Ἀντιχαλκηδονίους, δηλαδή τους Μονοφυσίτας, πρέπει σαφῶς νὰ γίνη κατανοητὸ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὅτι ἡ θεία φύση προσέλαβε καὶ ἑνώθηκε μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελέσθηκε «ἐκ δύο φύσεων» καὶ ὅτι ἐνεργεῖ «ἐν δυσὶ ταῖς φύσεσιν» , καθὼς ἐπίσης πρέπει νὰ γίνη κατανοητὴ ἡ διάκριση καὶ διαφορὰ μεταξὺ τῆς «συνθέτου φύσεως» (μονοφυσιτικὴ διδασκαλία) καὶ τῆς «συνθέτου ὑποστάσεως» (ὀρθόδοξη διδασκαλία). Ἐπίσης κάθε θεόλογος καὶ ἰδιαιτέρως οἱ Ἐπίσκοποι πρέπει νὰ γνωρίζουν ἐπαρκέστατα τὴν ἔννοια καὶ σημασία τῶν ὅρων φύση καὶ ὑπόσταση, τὴν ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς φράσεως τοῦ Κυρίλλου «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» , τὶς σχέσεις καὶ διαφορὲς μεταξὺ τοῦ δοκητισμοῦ καὶ τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, τὴν ὀρθόδοξη σημασία τῆς φράσεως «δύο φύσεις τὴ θεωρία μόνη» καὶ πῶς αὐτὴ ἡ φράση ἐκλαμβάνεται λανθασμένα καὶ αἱρετικὰ ἀπὸ τὸν Σεβῆρο καὶ τοὺς ὁμόφρονές του.

Καὶ ἐπειδὴ στὸ ἄρθρο αὐτὸ ἀναφερθήκαμε στὴν συνάντηση μεταξὺ τοῦ Παύλου Ἐπισκόπου Ἐμέσης καὶ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, βρίσκω τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπογραμμίσω ὅτι στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ νεστοριανισμοῦ καὶ τοῦ μονοφυτισμοῦ, κρίσιμο κομβικὸ σημεῖο εἶναι ἡ ἀκραιφνὴς διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ ὅμως ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ὄχι ὅπως παρερμηνεύεται ἀπὸ τοὺς αἰρεσιάρχες. Τελικὰ πρέπει νὰ γίνη σαφὲς ὅτι ἡ παραθεώρηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε καὶ συνοδικῶς, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ υἱοθέτηση τῆς θεωρίας τοῦ νεοχαλκηδονισμοῦ, ἀποτελεῖ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη.

Στὴν σύγχρονη δογματικὴ σύγχυση, στὴν ἐποχή μας ποὺ ἐπικρατεῖ ἄλλοτε ἕνας δογματικὸς μαξιμαλισμὸς καὶ ἄλλοτε ἕνας δογματικὸς μινιμαλισμός, ποὺ γίνονται συναντήσεις τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς ἐκπροσώπους ἄλλων ξένων Ὁμολογιῶν καὶ δογμάτων καὶ δὲν παρακολουθοῦμε αὐτὴν τὴν πορεία καὶ τὰ λεγόμενα καὶ πραττόμενα, εἶναι ἀνάγκη νὰ δώσουμε μεγάλη προσοχὴ στὴν διαφύλαξη τῶν δογμάτων. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ φύλαξ τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ ἐκφραστὴς τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, γι' αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ δίδη μεγάλη σημασία καὶ βαρύτητα στὰ δογματικὰ ζητήματα, γιατί ἔτσι ἀναγνωρίζει στὴν πράξη ὅτι ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων.

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ

  • Προβολές: 4625