Γράφτηκε στις .

Ἡ δυτικὴ πύλη τῆς Ναυπάκτου

Κάποτε ἦταν ἡ δυτικὴ πύλη - εἴσοδος τῆς πόλεως.

Η δυτική πύλη της Ναυπάκτου

Σήμερα εἶναι ἕνα ἄχρωμο σταυροδρόμι τῆς πόλεως, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κάθε μέρα διέρχονται πλῆθος αὐτοκινήτων ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν Ναύπακτο καὶ τὸ λιμανάκι της, ἐνῷ ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο μέχρι τὸν Ἰούνιο εἶναι ἡ δίοδος διέλευσης τῶν μαθητῶν τῶν δύο μεγάλων Γυμνασίων καὶ Λυκείων τῆς πόλεως, καθὼς καὶ δύο μεγάλων Δημοτικῶν Σχολείων.

Προσωπικὰ τὴν ἔχω συνδέσει μὲ τὴν ἔναρξη τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, ἡ ὁποία συμπίπτει, κατὰ τὸν μῆνα, μὲ τὴν ἔναρξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς χρονιᾶς, ἀλλὰ καὶ τοῦ φθινοπώρου. Αὐτὸ ἴσως συμβαίνει ἐπειδή, ὅπως προανέφερα, ἀπὸ τὸν Σεπτέμβριο καὶ μετὰ διέρχονται καθημερινῶς ἑκατοντάδες μαθητὲς μὲ τὰ "σύνεργα" τῆς μαθήσεως ἀνὰ χεῖρας, καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν λεωφόρο αὐτὴ φαίνεται ὡσὰν νὰ εἰσέρχονται –προερχόμενες ἀπὸ τὸ Ἰόνιο καὶ ὠθούμενες ἀπὸ τὸν Πουνέντε– οἱ φθινοπωρινὲς βροχές.

Πρόκειται γιὰ ἕνα τρίστρατο, στὸ ὁποῖο καταλήγουν οἱ δρόμοι ἀπὸ τὸ Ἀντίρριο καὶ Μεσολόγγι, ἀπὸ τὸ Θέρμο καὶ ἀπὸ τὴν παραλία. Τὸ σημερινὸ ἄνοιγμα γιὰ τὴν διέλευση τοῦ δρόμου ἔχει δημιουργηθεῖ ἀνάμεσα στὴν ντάπια του Μπότσαρη καὶ τὴν ντάπια του Κολοκύθα.

Ἡ δυτικὴ αὐτὴ πύλη ἔκλεινε παλαιότερα, πρὶν τὴν διάνοιξη τῆς ἀμαξητῆς ὁδοῦ, μὲ μία μεγάλη σιδερένια δίφυλλη πόρτα, ξύλινη, ἐπενδυμένη μὲ φύλλα σιδερένια, τὰ ὁποῖα συγκρατιόντουσαν μὲ μεγάλα σιδερένια καρφιά.

Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ φυλάκιο, δύο ἐπὶ δύο, ὅπου ὁ "φορατζής" –ἐνθυμοῦμαι τὸν Πάνο τὸν φορατζή, ἀδελφὸ τοῦ ἱεροψάλτου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς– ἐλάμβανε ἀπὸ κάθε ὀνοδηγό, ἀχθοφέροντα μὲ τὸ γαϊδουράκι του τοὺς πρὸς πώληση κόπους του, ἀπὸ μία δραχμή, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν φόρος καθαριότητος γιὰ τά ...ὅσα ἄφηνε τὸ ταλαίπωρο ζωντανὸ στοὺς δρόμους τοῦ Ἐπάχτου. Στὴν πύλη αὐτὴ κατέφθαναν οἱ χωρικοὶ ἀπὸ τὴν Μαμουλάδα, τὸ Κινάνι, τὰ Παραλικέϊκα, τὰ Πιτσινέϊκα, τὸ Χάνι Μπανιά, τὴν Δερβέκιτσα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ Ἀντίρριο, μὲ σοῦστες ἢ κᾶρα. Περνοῦσαν οἱ Μιχαῖοι, ὁ μπαρμπα-Βαγγέλης Μίχος, ὁ Παπής, ὁ Βέργος μὲ τὰ φασολάκια, οἱ Σατλαναῖοι, Συνανίδηδες, γιὰ νὰ ἀναφέρω μερικὰ πρόσωπα ποὺ ἐνθυμοῦμαι αὐτὴν τὴν στιγμή. Ἄφηναν τὰ ὑποζύγιά τους στὸ Χάνι τῆς Βασίλαινας Πατούχα, ὅπου καὶ αὐτοὶ ξαπόσταιναν γιὰ λίγο. Ἀπὸ τὸ χάνι αὐτὸ σήμερα διακρίνονται θλιβερὰ χαλάσματα, ἀπομεινάρια τοῦ παλαιοῦ πολυσύχναστου κτιρίου.

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μεροκαματιάρηδες βιοπαλαιστὲς ἄφηναν τὸ ἀνάλογο "χανιάτικο" στὸν χάνι, καί, ὅπως εἴπαμε, τὸν φόρο στὸν φορατζή. Πουλοῦσαν στὴν πόλη τὰ προϊόντα τους καὶ ἀγόραζαν τὸ ἁλάτι, τὸ λάδι, τὰ μακαρόνια, τὸ ρύζι τους καὶ ἄλλα εἴδη διατροφῆς ἢ καὶ ἐνδύσεως, ἐργαλεῖα κλπ.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς βιοπαλαιστὲς κατέληγαν στοῦ μπαρμπα-Γαβριὴλ τοῦ Κοσσανδιανοῦ, στὸ στενοπάζαρο, γιὰ νὰ πιοῦν τὸ κρασάκι τους, μὲ μεζὲ μιὰ ρέγγα, καψαλισμένη στὸ χαρτί, ποὺ μερικὲς φορὲς τύχαινε νὰ εἶναι φύλλο ἀπὸ κάποιο βιβλίο ἀξίας, ποὺ ὅμως εἶχε ἐκτιμηθῇ ὡς ἄτιμο ἀπὸ τὸν κάπηλο καὶ τοὺς θαμῶνες.

Μία ἀπὸ τὶς ξεχωριστές, γραφικὲς μορφὲς ποὺ ἐνθυμοῦμαι ἦταν καὶ αὐτή του παπα-Ἀνδρέα ἀπὸ τὴν Δορβιτσά, ἀδελφοῦ τοῦ Ἀντιβασιλέως Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος ὅποτε κατέβαινε ἀπὸ τὸ χωριό, ἐπισκεπτόταν τὸν Μητροπολίτη καὶ ἔπειτα περνοῦσε πάντα γελαστὸς καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι μας.

Οἱ πρῶτοι πρωϊνοὶ ἦχοι τῆς περιοχῆς ἦσαν τὸ κουδουνάκι ἀπὸ τὸ ὑποζύγιο τοῦ μανάβη, καὶ τὸ "ἔ, γιὰ μόλα, ἔ, γιὰ λέσα" τῆς τράτας κ.ἄ. Διασώζεται δὲ στὴν προφορικὴ παράδοση καὶ τὸ γνωστὸ τέχνασμα τοῦ ψαρᾶ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀποβραδὺς φίλευε καθέναν τοὺς ἐργάτες τοῦ ἀπὸ ἕνα αὐγό, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, δῆθεν ἀπὸ ξεχωριστὸ ἐνδιαφέρον, καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα, τὴν ὥρα τῆς ὁμαδικῆς ἐργασίας φώναζε: "Ἔ, σὺ μὲ τὸ αὐγό! Μὴν ἀποκάμης!". Καὶ νά σου, ὅλοι οἱ ...εὐεργετημένοι ἐφιλοτιμοῦντο πάραυτα καὶ ἐνέτειναν τὶς ἐργώδεις προσπάθειές τους. Τοιουτοτρόπως ὁ ἱκανὸς ἐκεῖνος ἐργοδηγὸς ἐξαργύρωνε μὲ περισσὸ φιλότιμο τὸ αὐγὸ καὶ πληρωνόταν σὲ ἐργασία ἀπὸ τὴν ἀφιλότιμη φιλαυτία τῶν ...εὐεργετηθέντων.

Τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ καλοκαίρι οἱ ψαριὲς ἦσαν πλουσιότερες. Ψάρευαν συνήθως μὲ τράτα, ἀλλὰ καὶ μὲ παραγάδι, μιὰ μέθοδο ποὺ ἔφεραν, ἀπ' ὅσο θυμᾶμαι, οἱ πρόσφυγες, χωρὶς βεβαίως πετονιά, ἀλλὰ μὲ κλωστὴ ἀπὸ τρίχες ἀλογουράς.

Ἐμεῖς τὰ παιδιὰ ξυπνούσαμε, πλενόμασταν (ὑπῆρχε ὕδρευση, καὶ ὁ ὑδραγωγὸς ἔφθανε μέχρι τὸ ἰσόγειο τοῦ σπιτιοῦ, ἐνῷ στοὺς ἄλλους χώρους τοῦ σπιτιοῦ καὶ ὅπου χρειαζόταν ὑπῆρχαν τὰ κρεμαστὰ ὑδροδοχεία μὲ τὴν μικρὴ μπρούτζινη κάνουλα, σὰν μικρὸ κρασοβάρελο), πίναμε γάλα ἢ κουρκούτι μὲ γάλα τὸν χειμῶνα, φιλούσαμε τὸ χέρι τῆς βάβας, τοῦ πατέρα, τῆς μάνας, καὶ κινούσαμε μὲ χαρά, τοὐλάχιστον ἔτσι ἐνθυμοῦμαι, γιὰ τὸ σχολεῖο μας, τὸ 2ο Δημοτικὸ τότε, ποὺ στεγαζόταν σὲ κτήριο ποὺ βρισκόταν στὸν χῶρο ὅπου σήμερα εἶναι τὸ οἴκημα τῆς κ. Βάλιας Βουτσινά. Κάναμε τὴν προσευχή, τραγουδούσαμε τὸν ἐθνικὸ ὕμνο καί ...στὴν τάξη.

Τὸ μεσημέρι βρισκόμασταν στὸ σπίτι. Ὅλη ἡ οἰκογένεια καθόταν στὸ μεσημεριανὸ τραπέζι, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν Πατέρα, τὴν βάβα καὶ τὴν μάνα κοντά του, καὶ τὰ παιδιὰ μὲ τὴν σειρά, μόνο ποὺ τὰ μικρότερα ἦταν κοντὰ στὴν βάβα καὶ τὴν μάνα. Ἡ προσευχή μας ὁ Σταυρός, τὸ "Πάτερ ἡμῶν", μιὰ ἁπλὴ εὐχαριστιακὴ προσευχὴ ἐλεύθερης σύνθεσης ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ μιὰ εὐχαριστία στὴν Παναγιά. Τὸ μεσημέρι ὁ μεσογειακὸς ὑπνάκος, ἔπειτα διάβασμα καὶ παιχνίδι στὴν πλατεῖα τοῦ λιμανιοῦ μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ὅλα ξυπόλυτα ἀλλὰ ὑπερβαλλόντως θορυβώδικα!

Στὸ τετράγωνο ποὺ βρίσκεται σήμερα τὸ Ἐπισκοπεῖο, καὶ πάνω στὸν κεντρικὸ δρόμο ὑπῆρχαν τὰ ἑξῆς μαγαζιά:

–τοῦ Χρήστου Παλαιογιάννη μὲ οἰκοδομικὰ ὑλικὰ καὶ πρατήριο βενζίνης, τοῦ Τιμολέοντος Θεολόγη, τὰ μπακάλικα τοῦ Χρήστου Ράπτη, Θωμᾶ Θώμου, Γιάννη Κοκκίνη, τὸ ξενοδοχεῖο τοῦ Νίκου Κοκκίνη καὶ τὸ Ἐπισκοπεῖο.

Στὸ ἐμπορικό του Παλαιογιάννη κατέφθαναν καὶ ἀπὸ τὴν ὀρεινὴ Ναυπακτία Ἱερεῖς καὶ Πρόεδροι Κοινοτήτων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν συνήθως οἰκοδομικὰ ὑλικὰ γιὰ τὰ ἐκκλησάκια, τὰ σχολεῖα καὶ τὰ ἄλλα κτίσματα τῶν χωριῶν. Τὸ ἐμπορικὸ διέθετε καὶ ἀποθήκη μὲ κεραμίδια, γαλλικὰ καὶ ἐγχώρια - ζακυνθινὰ) καθὼς καὶ πρατήριο βενζίνης (Sokony-Mobil). Ἡ βενζίνη μεταφερόταν μέσῳ Δελφῶν μὲ αὐτοκίνητα, ἢ μέσῳ Ψαθοπύργου μὲ καΐκι, καὶ πωλεῖτο σὲ τενεκέδες λευκούς.

Ἔξω ἀπὸ τὴν δυτικὴ πύλη ὑπῆρχε οἰκισμός, ὁ ὁποῖος ἐκτεινόταν κατὰ μῆκος τῶν τριῶν ὁδῶν, τῆς παραλιακῆς, τῆς Μεσολογγίου καὶ τῆς Θέρμου, μὲ ὡραῖες μονοκατοικίες. Ἦταν τὸ σπίτι τοῦ ἰατροῦ Τσώνη, τὸ ὁποῖο δώρισε στὸ ὁμώνυμο Κληροδότημα ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος, τὸ σπίτι τοῦ Ἀσημακόπουλου, τοῦ Τάκη Λιανοῦ, τοῦ Γιάννη Σταυρογιάννη καὶ τοῦ Κώστα Ἀποστόλου. Στὴν συνέχεια ὑπῆρχαν ἕξι κατοικίες ὁμοιόμορφες, ποὺ εἶχε κτίσει ὁμογενὴς ἐξ Ἀμερικῆς ὀνόματι Πάπας, ἤτοι τοῦ Ἀντώνη Λελούδα, τοῦ Γιάννη Σακέτου, τοῦ Γεωργίου Κουρελή, τοῦ Μιχάλη Κόμνα, τοῦ Φώτη Πελέκη. Μικρὰ σπιτάκια ὑπῆρχαν στὸν δρόμο πρὸς τὸ Θέρμο μέχρι τὸ Βαροῦσι καὶ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.

Μετὰ τὰ σπιτάκια τοῦ Πάπα ἦταν τὸ 2ο Δημοτικὸ Σχολεῖο, ἡ βρύση καὶ τὰ λουτρὰ τῆς Ψανῆς μὲ τὶς μπανιέρες μὲ τὸ ἰαματικὸ νερὸ καὶ μὲ μικρὰ δωματιάκια, οἱ κατοικίες τοῦ Παντελῆ Ζωργιοῦ, τῶν ἀδελφῶν Κοργιαλᾶ, ποὺ εἶχαν ἐξοχικὸ κέντρο, καὶ ἄλλα δύο ἐξοχικὰ κέντρα τοῦ Βασίλη Ντέμτσα καὶ τοῦ Γεωργίου Κουρελή, ὅπου σερβίρονταν βανίλια, λουκούμι, καφές, ἐνῷ καθένας μποροῦσε νὰ πάρη μαζί το φαγητό του καὶ νὰ ἀπολαύση τὴν θάλασσα καὶ τὴν ἐξοχῇ. Οἱ χοροὶ τῶν φιλοπτώχων τῶν Ναῶν γίνονταν, ἀπ' ὅ,τι θυμᾶμαι, στὰ κέντρα του Κοργιαλᾶ καὶ τοῦ Κουρελή, ἐνῷ στὸ κέντρο του Ντέμτσα γίνονταν οἱ χοροὶ τῶν Σωματείων τῆς πόλεως.

διήγηση Σ.Μ.Π., καταγραφὴ Α.Κ.