Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Ἀπόστολος Θωμᾶς, 6 Ὀκτωβρίου & Α' Κυριακή μετά τὸ Πάσχα

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ἀπόστολος Θωμᾶς, 6 Οκτωβρίου & Α' Κυριακή μετά το Πάσχα

Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀνῆκε σὲ οἰκογένεια ἁλιέων καὶ ἦταν κατηριθμημένος στὸν χορὸ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων. Εἶναι γνωστὸς κυρίως ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ζήτησε νὰ δὴ καὶ νὰ ψηλαφήση τοὺς τύπους των ἥλων στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρὰν τοῦ Χριστοῦ.

Ὅπως εἶναι γνωστόν, ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπουσίαζε ὅταν ὁ Χριστός, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, ἐπισκέφθηκε τοὺς Μαθητὲς Τοῦ στὸ ὑπερῶον ὅπου ἦσαν συνηγμένοι. Ὅταν πληροφορήθηκε τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ, ἐζήτησε νὰ Τὸν δὴ καὶ νὰ ψηλαφίση τὶς πληγὲς τοῦ Σταυροῦ στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρὰ Τοῦ. Ὅταν, τελικά, πραγματοποιήθηκε ἡ συνάντηση αὐτὴ μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, ὁ Θωμᾶς Τὸν ὁμολόγησε Κύριο καὶ Θεὸ Τοῦ.

Τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως, στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης, ἀναγινώσκεται στοὺς Ἱεροὺς Ναούς, καὶ μάλιστα σὲ διάφορες γλῶσσες, τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ στοὺς Μαθητὲς Τοῦ, ἀπόντος τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ.

Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, μετὰ τὴν Πεντηκοστή, κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Πάρθους, τοὺς Πέρσες, τοὺς Μήδους καὶ τοὺς Ἰνδούς. Εἶχε μαρτυρικὸ τέλος. Κατ' ἀρχὰς ρίφθηκε στὴν φυλακή. Ὕστερα παραδόθηκε σὲ πέντε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνέβασαν πάνω σὲ ἕνα ὅρος καὶ τὸν ἐθανάτωσαν, ἀφοῦ κατετρύπησαν τὸ σῶμα του μὲ λόγχες. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, περιγράφοντας τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, καὶ ἀπευθυνομενος στὸν Χριστό, λέγει χαρακτηριστικά: "Ὁ Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε νὰ βάλη τὸ χέρι του στὴν πλευρὰ Σοῦ, γιὰ σένα νύττεται τὴν πλευράν του".

Τὰ περιστατικὰ τῆς ζωῆς του, κυρίως ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὴν πίστη του καὶ μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον αὐτὴ ἐκφράζεται, μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ἔχει ἐπικρατήσει ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἦταν ἄπιστος, ἐπειδὴ ζήτησε νὰ δὴ μὲ τὰ μάτια του καὶ νὰ ψηλαφήση μὲ τὰ χέρια του τὸν Ἀναστάντα Χριστό. Βέβαια, εἶπε τὸν γνωστὸν ἐκεῖνο λόγο "ἐὰν μὴ ἴδω... οὐ μὴ πιστεύσω", ἀλλ' ὅμως δὲν ἦταν ἄπιστος μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δίνουμε ἐμεῖς στὴν ἀπιστία καὶ δὲν ἀμφέβαλε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, καθὼς καὶ τὴν ἐπίσκεψή Τοῦ "τῶν θυρῶν κεκλεισμένων", ἤθελε ὅμως νὰ ἀποκτήση προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ γεγονότος. Ἤθελε νὰ ἔχη προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστό, νὰ ἀπολαύση τὴν εὐλογία τῆς παρουσίας Τοῦ καὶ νὰ φθάση ἀπὸ τὴν πίστη ἐξ ἀκοῆς στὴν πίστη ἐκ θεωρίας.

"Κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων μας ὁ Θωμᾶς δὲν ἦταν ἄπιστος Ἀπόστολος, ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε καὶ ἐννοοῦμε τὴν ἀπιστία, ἀλλὰ ἤθελε νὰ προχωρήση ἀπὸ τὴν πίστη ἐξ ἀκοῆς στὴν πίστη ἐκ θεωρίας. Ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς εἶναι ἡ πίστη ποὺ συνδέεται μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς δίνουν οἱ ἄλλοι. Οἱ Μαθητὲς διαβεβαίωναν τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ ὅτι εἶδαν τὸν Χριστό, ὅμως ἐκεῖνος δὲν ἀρκέστηκε στὴν πίστη αὐτὴ ἀλλὰ ἤθελε νὰ προχωρήση στὴν πίστη ἐκ θεωρίας, ἤθελε νὰ δὴ προσωπικὰ τὸν Χριστό. Ὁπότε ὁ Χριστὸς τὸν ἄφησε μιὰ ὁλόκληρη ἑβδομάδα νὰ εἶναι κατηχούμενος καὶ στὴν συνέχεια ἐμφανίσθηκε γιὰ νὰ τοῦ δώση τὴν πίστη ἐκ θεωρίας. Τότε ὁ Θωμᾶς εἶπε: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Κηρύγματα Αὐγούστου, "Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση", τεῦχος Ἰουλίου - Αὐγούστου 2003).

Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἀρχικὰ ἀπουσίαζε κατὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στοὺς Μαθητὲς Τοῦ, φαίνεται ὅτι ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιὰ νὰ γίνη πιστευτὸ τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως καὶ νὰ διαλυθῇ κάθε εἴδους ἀμφιβολία. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος θὰ ἀναφωνήση: "Ὦ καλὴ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ βεβαίαν πίστιν ἐγέννησεν". Βέβαια, ὁ Χριστὸς εἶπε τὸ "μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες", ἀλλὰ αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν πίστη ἐξ ἀκοῆς, ποὺ εἶναι εἰσαγωγικὴ πίστη καὶ φυσικὰ ἀπαραίτητη γιὰ νὰ προχωρήση κανεὶς στὴν πίστη ἐκ θεωρίας ποὺ εἶναι ἐμπειρικὴ πίστη, ἤτοι προσωπικὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν προσωπικὸ Θεὸ τῆς Ἐκκλησίας.

Δεύτερον. Ὁ Χριστὸς ὅταν ἐπισκέφθηκε καὶ πάλι τοὺς Μαθητὲς Τοῦ μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, κάλεσε τὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ νὰ ψηλαφήση τὰ σημάδια τῶν πληγῶν στὸ Σῶμα Τοῦ. Τότε ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς Τὸν ἀνεγνώρισε καὶ Τὸν ὁμολόγησε Κύριο καὶ Θεό του. Τὸν ἀνεγνώρισε ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ Σταυροῦ, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν σημάδι τῆς ἀγάπης Τοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς δυνάμεώς Τοῦ. Τὴν ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τὴν ὀνομάζουν σωτήριο. Καὶ πραγματικὰ ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία ὅλους ἐκείνους ποὺ τὴν ἀπευθύνουν στὸν Χριστὸ ἐκζητῶντας ταπεινὰ τὸ ἔλεὸς Τοῦ.

Ἕνας Χριστὸς χωρὶς τοὺς τύπους των ἥλων στὸ σῶμα Τοῦ δὲν εἶναι ἀληθινὸς Χριστός. Ὁ Ἀντίχριστος θὰ ὁμοιάζη μὲ τὸν Χριστὸ ἐξωτερικά, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχη τὰ σημάδια τοῦ Σταυροῦ. Κατὰ μία Πατερικὴ ἑρμηνεία, τὰ ἀρχικὰ τοῦ ἀριθμοῦ χ ξ στ' (666), ποὺ ἀναφέρεται στὸν ἀντίχριστο, σημαίνουν "χριστὸς ξένος σταυροῦ".

Ὁ Χριστὸς ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ σημάδια τῶν πληγῶν τοῦ Σταυροῦ. Ἀλλὰ καὶ οἱ γνήσιοι Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἀναγνωρίζονται καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὰ σημάδια τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὁ καθένας τους ἠθελημένα σηκώνει. Ἄλλωστε, δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ ποὺ νὰ μὴ βαστάζη τὸν δικό του σταυρό. Καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ἀρνεῖται τὸν ἐλαφρὺ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τότε σηκώνει τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς ἁμαρτίας.

Ἡ πραγματικὴ πίστη εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν πόνο. Ὅποιος ἔχει βρῇ μέσα του τὸν Χριστό, διὰ τῆς ὑπακοῆς στὴν Ἐκκλησία, αὐτὸς Τὸν ὁμολογεῖ καθημερινὰ μὲ τὴν ζωή του καὶ κυριολεκτικὰ λιώνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ