Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ θεωρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνοποίησης τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου

Δημοσιεύθηκε στὴν Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 19-10-2003

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Η θεωρία της εκκλησιαστικής ενοποίησης του Ελλαδικού χώρου

Ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς κρίσεως μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι καὶ ἡ θεωρία περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνοποίησης τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου, ὅτι δηλαδὴ ὅλες οἱ περιοχὲς τῶν λεγομένων "Νέων Χωρῶν" (Ἠπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, Νησιῶν Βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου), τῆς Δωδεκανήσου καὶ τῆς Κρήτης, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸν Ἅγιον Ὅρος, πρέπει νὰ ἀποτελέσουν μιὰ ἑνιαία ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση ὑπὸ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.

Ἡ θεωρία αὐτὴ δὲν εἶναι πρόσφατη, ἀλλὰ σιγοκαίει πάνω ἀπὸ μισὸ αἰῶνα στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο. Αὐτὸ φάνηκε ἤδη ἔντονα καὶ κατὰ τὶς συζητήσεις ποὺ ἔγιναν μετὰ τὴν ἔκδοση τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928 μεταξὺ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀλλὰ παρατηρήθηκε καὶ σὲ ἄλλες χρονικὲς περιόδους. Θὰ ἐπικεντρώσω τὴν προσοχὴ σὲ δύο χρονικὰ σημεῖα.

Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ ἔτος 1954, ὅταν ὁ Καθηγητὴς τῆς Γενικῆς Πολιτειολογίας στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, Δημήτριος Βεζανὴς μὲ ἄρθρο του ὑπὸ τὸν τίτλο "ἡ ἀνάγκη ἑνοποιήσεως τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας" ὑπεστήριξε τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ περιορισθοῦν οἱ διοικητικὲς ἐξουσίες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ καθοδηγῆται ἀπὸ μία ἀρχὴ σὲ στενώτατες σχέσεις μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία, καὶ τελικὰ νὰ ὑπάρχη μία Ἐκκλησία ποὺ θὰ διευθύνεται ἑνιαίως καὶ ἔτσι νὰ παραμείνη ἡ Ἐκκλησία "Ἐκκλησία δηλ. Ἑλληνική". Τὶς ἀπόψεις τοῦ αὐτὲς ἀντίκρουσε ὁ Δημήτριος Τσάκωνας μὲ δύο ἄρθρα μὲ τίτλους: "Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ὁ Φαρμακίδης" καὶ "Ἀπὸ τοῦ Φαρμακίδου εἰς τὴν Δωδεκάνησον". Στὴν συνέχεια ἀκολούθησε ἀνταπάντηση τοῦ Καθηγητοῦ Βεζανή. Στὴν συζήτηση παρενέβη καὶ ὁ Παναγιώτης Παναγιωτάκος ποὺ ἐτάχθη ὑπὲρ τῆς ἑνοποιήσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, ὑποστηρίζοντας ὅτι πρέπει νὰ ὑπαχθοῦν διοικητικῶς οἱ Μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης στὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὑπήχθησαν οἱ "Νέες Χῶρες" καὶ νὰ διέπονται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας. Ἐπίσης, ἀνέπτυξαν τὶς ἀπόψεις τους καὶ ἄλλοι ἀσχολούμενοι μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Τὸ δεύτερο χρονικὸ σημεῖο εἶναι τὸ ἔτος 1972-1973, ὅταν δημοσιοποιήθηκαν οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου καὶ τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Λεωνίδου περὶ ἀχρησίας τῶν ὅρων τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928, ὅπως καὶ οἱ δηλώσεις τοῦ Γραμματέως τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς "ἐπὶ ἠθικῶν καὶ δογματικῶν καὶ κανονικῆς τάξεως ζητημάτων, καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς νομοθεσίας", π. Εὐαγγέλου Μαντζουνέα, σὲ καθημερινὴ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα ὅτι «τὸ μεγαλύτερον σφάλμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς πολιτείας ἦτο ὅτι ὁ Καταστατικὸς Χάρτης (ἐννοεῖται τοῦ 1969) δὲν ἐπεξετάθη εἰς τὴν Κρήτην καὶ τὴν Δωδεκάνησον».

Ἡ οὐσία τῶν παρεμβάσεων αὐτῶν ἔγκειται στὸ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς ἀπόψεις αὐτές, τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως στὴν Ἑλλάδα πρέπει νὰ ταυτισθοῦν μὲ τὰ ὅρια τῆς κρατικῆς διοικήσεως. Τέτοιες ἀπόψεις ἐκφράζουν ἀφ' ἑνὸς μὲν πολιτειοκρατικὲς ἀντιλήψεις, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἕναν ἰδιότυπο ἐθνικισμό, ἀφοῦ στὴν οὐσία παρερμηνεύονται οἱ Κανόνες ποὺ κάνουν λόγο γιὰ "Ἐπισκόπους τοῦ Ἔθνους". Ἡ φράση "Ἐπίσκοποι τοῦ Ἔθνους" τῶν ἱερῶν Κανόνων δὲν ἔχει τὴν σημερινὴ σημασία, ἀλλὰ κατὰ τοὺς Κανονολόγους (Ζωναρά, Βαλσαμώνα, Ἀριστηνὸ) ἡ λέξη Ἔθνος δηλώνει τὴν "ἐπαρχία", τὴν "παροικία".

Πάντως ὅσοι ὑποστηρίζουν τέτοιες ἐθνικιστικὲς ἀπόψεις θεωροῦν ὡς ἀδικία τὴν κατάτμηση τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, σὲ πέντε ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς διοικήσεως, ἤτοι τὸ Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὴν ἐπιτροπικὴ ἀνάθεση τῶν "Νέων Χωρῶν" στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὴν ἐξάρτηση τῆς Δωδεκανήσου καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν ἡμιαυτόνομη διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Αὐτὲς ὅμως οἱ "ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς" εἶναι μιὰ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, διότι δὲν ἀφήνει τὴν Ἐκκλησία στὴν Ἑλλάδα νὰ ἀποκτήση αὐτοτελῆ φυλετική - ἐθνικιστική, ἑλλαδικὴ συνείδηση.

Θεωρῶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία στὴν Ἑλλάδα μὲ τὶς πολύμορφες αὐτὲς ἐκκλησιαστικὲς διοικήσεις ἀντιστέκεται ἀκόμη στὸν πειρασμὸ τῆς ἐθνικιστικῆς συνείδησης, ἡ ὁποία λειτουργεῖ σὲ βάρος τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς ἐπίσης ἡ κατὰ ποικίλους τρόπους καὶ βαθμοὺς ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, διατηρεῖ ἀκόμη τὴν ἔννοια τῆς παγκοσμιότητας, τῆς οἰκουμενικότητας τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ διαφέρουμε ἀπὸ τὶς ἄλλες "ἐθνικὲς" Ἐκκλησίες πρᾶγμα τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ θεωροῦμε τιμὴ καὶ εἰδικὴ εὐλογία, διότι διατηροῦμε τὴν ἀρχαία μορφὴ διοικήσεως ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ ἐθνικισμοῦ.

Γι' αὐτὸν τὸν λόγο νομίζω ὅτι τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν Ἑλλάδα πρέπει νὰ παραμείνουν, ὅπως τὰ καθόρισε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὥστε μὲ τὴν οὐσιαστικὴ σχέση μας μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ διατηρῆται ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἀποφεύγεται ὁ πειρασμὸς τοῦ ἐθνικισμοῦ, ποὺ διασπᾶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ μπορέση ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ λειτουργήση ὡς πρότυπον ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως γιὰ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀφοῦ θὰ διατηρῇ ἄριστα τὴν σχέση μεταξὺ Πρωτείου καὶ Αὐτοκεφαλίας.

Θὰ καταθέσω μιὰ πρόταση, προκειμένου νὰ ἀποφύγουμε τὴν κρίση μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.

Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἰδιαιτέρως ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος πολλὲς φορὲς καὶ μάλιστα ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸ ἔτος 1999, δήλωσε ὅτι δὲν ἐπιθυμεῖ κάποια ἀλλαγὴ στὸ ἀπὸ αἰώνων δεδοκιμασμένο καὶ ἀποδεκτὸ πλέγμα τῶν καθηκόντων καὶ ἁρμοδιοτήτων του, δηλαδὴ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν ἐπιθυμεῖ οὔτε τὴν αὔξηση τῶν ἁρμοδιοτήτων του, οὔτε τὴν μείωσή τους, οὔτε ἀκόμη καὶ τὴν τροποποίησή τους. Ἐπίσης, ἐπανειλημμένως τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἔχει δηλώσει ὅτι δὲν ἐπιθυμεῖ καμμία μεταβολὴ τῶν ὅσων διαγράφονται στὴν Πατριαρχικὴ Πράξη τοῦ 1928.

Ἂν αὐτὸ τὸ ἐπικύρωνε καὶ τὸ δήλωνε καὶ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ποὺ θὰ συνέλθη τὸν Νοέμβριο καὶ συγκροτοῦσε Ἐπιτροπὴ ἐξ Ἱεραρχῶν, ἡ ὁποία θὰ συζητήση μὲ ἀνάλογη Ἐπιτροπὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σχετικὰ μὲ τὸν καθορισμὸ τῶν ὁρίων μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καὶ μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον θὰ ἐφαρμοσθοῦν οἱ ὅροι τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928 μέσα στὰ πλαίσια τῆς κειμένης νομοθεσίας, τότε θὰ λυνόταν τὸ θέμα καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ προχωρήσουμε στὴν ἐκλογὴ τῶν Μητροπολιτῶν Θεσσαλονίκης καὶ Ἐλευθερουπόλεως γιὰ τὴν εἰρήνευση τοῦ λαοῦ. Τὸ θέμα τοῦ καταλόγου, ποὺ ὅπως πιστεύω εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἀφορμή, θὰ μποροῦσε νὰ λυθῇ, διότι, ὅπως γράφει ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης στὸ πρόσφατο Γράμμα του, "ἡ διαδικασία τῆς προσθήκης ἢ ἀφαιρέσεως ἐκλογίμων εἶναι ἕτερον θέμα, τοῦ ὁποίου ἡ καταλληλοτέρα ρύθμισις δὲν εἶναι δυσχερής".-