Γράφτηκε στις .

Τύποι, σημεῖα καὶ σύμβολα

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὑπάρχει μιὰ σχέση μεταξὺ τύπων, σημείων καὶ συμβόλων, καθὼς ἐπίσης οἱ τρεῖς αὐτοὶ ὅροι θὰ πρέπη νὰ ἀποδοθοῦν μὲ τὴν ἀκριβὴ θεολογικὴ γλῶσσα, ποὺ εἶναι βιβλικὴ καὶ λειτουργική, κυρίως καὶ πρὸ παντὸς θεοπτική-ἐμπειρική. Καὶ αὐτὸ λέγεται γιατί τόσο στὴν Ἁγία Γραφη ὅσο καὶ στὴν λατρεία συναντοῦμε πολλὲς φορὲς αὐτοὺς τοὺς ὅρους, οἱ ὁποῖοι ὁπωσδήποτε ἐμηνεύονται θεολογικά, ἀφοῦ εἶναι λόγοι τῶν θεουμένων ἀνθρώπων.

Ἡ λέξη τύπος ἔχει πολλὲς ἔννοιες, ἀλλὰ κυρίως ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ἡ θεολογικὴ ἔννοια καὶ ὁρολογία. Ἐννοιολογικῶς ἡ λέξη τύπος σημαίνει τὸ κτύπημα, τὴν πληγή, τὸ ἐκτύπωμα, κάθε σημεῖο καὶ ἀποτύπωμα, τὰ σημεῖα καὶ τοὺς χαρακτῆρες πάνω σὲ διάφορα ἀντικείμενα, τὸ σχεδίασμα καὶ τὴν σκιαγραφία, μιὰ βραχεῖα καὶ ὄχι διεξοδικὴ παράσταση καὶ περιγραφὴ ἑνὸς πράγματος κλπ.. Ἑπομένως, δὲν φαίνεται νὰ δηλώνη ἁπλῶς κάτι χωρὶς νὰ ὑπάρχη σχέση μὲ τὸ σημαινόμενο, ἀφοῦ δηλώνει κάποιο συγκεκριμένο σημεῖο ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν πίεση καὶ τὸν κτύπο.

Ὁ Jean Daniθlou παρατηρεῖ ὅτι «ἀποτελεῖ ἀρχὴ τῆς βιβλικῆς θεολογίας πῶς οἱ πραγματικότητες τῆς Π.Δ. εἶναι τύποι ἐκείνων τῆς Κ.Δ. Αὐτὴ ἡ μελέτη τῶν ἀνταποκρίσεων μεταξὺ τῶν δύο Διαθηκῶν ὀνομάζεται τυπολογία». Ὅπως φαίνεται στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ μάνα ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς στοὺς Ἑβραίους στὴν ἔρημο εἶναι τύπος τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ διάβαση διὰ τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης εἶναι τύπος τοῦ Χριστιανικοῦ Βαπτίσματος, ὁ κατακλυσμὸς εἶναι πάλι τύπος τοῦ Βαπτίσματος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στοὺς Κορινθίους: «ταῦτα δὲ πάντα τύποι συνέβαινον ἐκείνοις, ἐγράφη δὲ πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν, εἰς οὕς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν» (Ἂ´ Κόρ. ἰ´, 11).

Ὅμως ἀπὸ τὴν μελέτη καὶ τὴν ἑρμηνεία τῶν ὅσων γίνονταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη φαίνεται καθαρὰ ὅτι τὰ γεγονότα αὐτὰ δὲν ἦταν ἁπλὲς προτυπώσεις, ἀλλὰ ἐνέργειες τῆς θείας Χάριτος, ἀποκαλύψεις κατὰ διαφόρους τρόπους καὶ βαθμοὺς τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, εἶναι ἐνεργήματα τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ παρατηρεῖ ὁ Daniθlou «κατακλυσμός, Πάθος, Βάπτισμα μᾶς δείχνουν τοὺς ἴδιους θείους τρόπους ἐνεργείας σὲ τρεῖς ἐποχὲς τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, εἶναι μάλιστα καὶ αὐτοὶ προσανατολισμένοι πρὸς τὴν Τελικὴ Κρίση».

Οἱ τύποι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι σκιὲς τῶν μελλόντων νὰ ἀποκαλυφθοῦν, ὅμως συγχρόνως εἶναι μετοχὴ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν Ἰαμβικὸ Κανόνα τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ποίημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, οἱ ἀποκαλύψεις στοὺς Προφῆτες περὶ τῆς Θεοτόκου εἶναι τύποι ἀφεγγεῖς τῆς ἀληθείας. «Τύπους ἀφεγγεῖς καὶ σκιᾶς παρηγμένας, ὦ Μῆτερ ἀγνη τοῦ λόγου δεδορκότες, νέον φανέντος ἐκ πύλης κεκλεισμένης, δοξούμενοι τε τῆς ἀληθείας φάος». Εἶναι τύποι ἀφεγγεῖς καὶ σκιὲς παρηγμένες τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ὅμως εἶναι ὁράσεις καὶ βεβαίως μέθεξη τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.

Ἡ λέξη τύπος συνδέεται στενὰ μὲ τὴν λέξη σημεῖο. Ἄλλωστε σημειολογικὰ καὶ ἡ λέξη τύπος δηλώνει τὸ σημεῖο ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ ἕνα κτύπημα. Τὸ σημεῖον, δηλαδὴ τὸ θαυματουργικὸ γεγονὸς ποὺ δείχνει τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου: «Σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτὴ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου» (Μάτθ. ἰβ´ 39). Ἐπίσης, τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Χριστὸς ἦταν σημεῖα τῆς παρουσίας Τοῦ (Ἰω. β´, 11), ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι σημεῖο ἀντιλεγόμενο (Λούκ. β´,34).

Ἡ ποικιλότροπη προτύπωση τοῦ Σταυροῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ἦταν μιὰ ἁπλὴ προτύπωση δι' εἰκόνων, προτροπῶν καὶ παραστάσεων, μιὰ διδασκαλία περὶ τῶν μελλόντων, μιὰ ἀποκάλυψη τῶν ὅσων θὰ συμβοῦν στὸ μέλλον, ἀλλὰ μιὰ βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: "Φίλοι δὲ Θεοῦ πολλοὶ τῶν πρὸ νόμου καὶ μετὰ νόμον, μήπω τοῦ Σταυροῦ φανέντος... οὕτω καὶ ὁ Σταυρὸς ἥν ἐν τοῖς προγενεστέροις καὶ πρὸ τοῦ τελεσθῆναι». Ἡ προτύπωση τοῦ Σταυροῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τοὺς Προφήτας καὶ δικαίους ἦταν μύηση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ ἑπομένως αὐτὸ συνδεόταν μὲ τὴν καταλλαγή τους μὲ τὸν Θεό, χωρὶς βέβαια νὰ καταργηθῇ ἀκόμη ὁ θάνατος. «Ὁ τοῦ Χριστοῦ Σταυρὸς προανεκηρύττετο καὶ προετυποῦτο μυστικῶς ἐκ γενεῶν ἀρχαίων, καὶ οὐδεὶς ποτε κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρίς της τοῦ Σταυροῦ δυνάμεως». Ἡ θεωρία τοῦ Μωϋσέως μὲ τὴν φλεγομένη καὶ μὴ κατακαιομένη βάτο εἶναι μύηση στὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ποὺ προτυπωνόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γι' αὐτὸ μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ ὁ «Μωϋσὴς ἐμυήθη το τοῦ Σταυροῦ τελεώτερον μυστήριον».

Μὲ τὸν τύπο καὶ τὸ σημεῖο συνδέεται στενὰ καὶ τὸ σύμβολο. Ἡ λέξη σύμβολο ἔχει πολλὲς ἔννοιες. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ὅτι τὸ σύμβολο δηλώνει τὸ συμβόλαιο μεταξὺ ἀτόμων καὶ ἰδιωτῶν ποὺ πιστοποιεῖ καὶ διαπιστώνει κάτι. Ὁ ὅρος σύμβολο χρησιμοποιούμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν λατρεία νομίζω συνδέεται θεολογικὰ περισσότερο μὲ τὸ ρῆμα συμβάλλω ποὺ σημαίνει ἑνώνω δύο πράγματα, ἀναμειγνύω, συμμειγνύω, συμπλέκομαι, συνάπτομαι. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μὲ τὴν λέξη σύμβολο ἐννοοῦμε κυρίως τὴν συμβολὴ τοῦ ἀκτίστου μὲ τὸ κτιστὸ καὶ ὅτι τὸ σημαῖνον δηλοῖ τὸ σημαινόμενον, τὸ ἄκτιστον μεταφέρεται στὴν αἰσθητὴ πραγματικότητα μὲ κτιστὰ ρήματα, εἰκονίσματα καὶ νοήματα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι ὁ Μωϋσὴς ἀνῆλθεν στὸ ὅρος Σινᾶ «καὶ ἐκεῖ εἶδε τὴν ἄϋλον σκηνήν», ποὺ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ αὐθυπόστατη σοφία τοῦ Θεοῦ «ἄϋλος μὲν οὖσα καὶ ἄκτιστος τὴ ἑαυτῆς φύσει». Εἰσῆλθεν μέσα στὸν γνόφο «πάντα δὲ τὰ ἐν τῷ γνόφω ἁπλὰ καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα». Ὅμως, ἡ σκηνὴ τὴν ὁποία κατασκεύασε ὁ Μωϋσὴς καὶ ὅλα ὅσα εὑρίσκονται μέσα σὲ αὐτήν, ἡ Ἱερωσύνη καὶ ὅσα γίνοται ἀπὸ αὐτήν, εἶναι σύμβολα αἰσθητὰ «τῶν ἐν τῷ γνόφω... θεαμάτων». Ἔτσι, ἐνῷ τα ἐντὸς τοῦ γνόφου εἶναι ἁπλά, ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα, ἐν τούτοις τὰ σύμβολα, ὡς μεριστὰ καὶ αἰσθητά, εἶναι τρεπτά, σύνθετα συνημμένα μὲ τὰ ὄντα, δηλαδὴ μὲ τὰ κτιστά.

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει τὴν διάκριση μεταξὺ ἀφ' ἑνὸς μὲν τοῦ συμβόλου ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν φύση τοῦ πράγματος τοῦ ὁποίου εἶναι σύμβολον, ὅπως ὁ ὄρθρος ποὺ εἶναι φυσικὸ σύμβολο τοῦ φωτὸς καὶ ἡ θερμότητα, ποὺ εἶναι σύμβολον φυσικὸν τῆς καύσεως τοῦ πυρός, ἀφ' ἑτέρου δὲ τοῦ συμβόλου ποὺ ἀνήκει σὲ ἄλλη φύση καὶ δὲν εἶναι φυσικό, ἀλλὰ συμβολίζει κάτι, ὅπως ὁ πυρσὸς ποὺ δηλώνει τὴν ἐπέλευση τῶν πολεμίων. Τὸ πρῶτο συνυπάρχει πάντοτε μὲ τὴν φύση ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει το εἶναι –τὸ ἄκτιστον φῶς ποὺ βλέπουν οἱ θεούμενοι εἶναι ἐνέργεια τῆς θείας οὐσίας– τὸ δὲ ἄλλο προέρχεται ἀπὸ ἄλλη φύση καὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ συνυπάρχη μὲ τὸ σημαινόμενο καὶ γι' αὐτὸ «ἐπ' ὀλίγον δὲ φανέν, εἴτ' εὐθὺς πρὸς τὸ μὴ ὃν χωρεῖ καὶ ἀφανίζεται παντάπασιν».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μέσα στὴν θεία λατρεία ὑπάρχουν τὰ αἰσθητὰ σύμβολα, τὰ ὁποῖα μεταδίδουν τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅμως σὲ κάποια στιγμὴ ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ, ὑπερβαίνει καὶ αὐτὰ τὰ σύμβολα καὶ εἰσέρχεται στὴν ἄκτιστη καὶ ἄϋλη σκηνή, ὁρᾶ τὸ φῶς τῆς θεότητος, ποὺ εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνυπόστατη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή του γράφει γιὰ τὴν ἄϋλη αὐτὴ σκηνή: "τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν Ἁγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἥν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος" (Ἐβρ. ἡ' 1-3). Ἔτσι ὁ θεούμενος δὲν εἰσέρχεται σὲ ἕναν ἀγνωστικισμό, ἀλλὰ βλέπει το φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ὡς Φῶς. Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ παρατηρεῖ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, ὁ ὁποῖος πρῶτα βλέπει τὸ εἴδωλο τοῦ ἡλίου ποὺ συνδέεται μὲ τὸν ἥλιο καὶ στὴν συνέχεια βλέπει τὸν ἀνατέλλοντα ἥλιο.

Γενικῶς, οἱ τύποι, τὰ σημεῖα καὶ τὰ σύμβολα εἶναι ἐκφράσεις τῆς θείας ἐνεργείας, δι' αὐτῶν μετέχει κανεὶς τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θεώσεως ὑπερβαίνονται καὶ αὐτά, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στὴν ἄκτιστη σκηνὴ καὶ βλέπει τὸν Θεὸ «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον».-

***

"Μὴν ἀμφιβάλεις ποτὲ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν χάριν ποὺ πάντοτε δίνει ὁ Θεός, ὅταν τὴν ζητήσωμεν, γίνεται ὁ σταυρός μας ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος πολὺ φοβᾶται τὸν σταυρόν, ὄχι μόνον τοῦ Κυρίου ἀλλὰ καὶ τοῦ καθενός, διότι αὐτὸς ἐν αὐτῷ καταστρέφεται, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος δι' αὐτοῦ τελειοποιεῖται. Ὁ Θεὸς ὡς φίλους ἔχει τους βαστάζοντας τὸν σταυρόν, διότι ἡ ἀγάπη των ὑπερβαίνει τὴν κοσμικὴν ἀγάπην, ἥτις ὅλο ζητεῖ τα ἑαυτῆς"

(π. Ἰωάννης Ρωμανίδης).