Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Τὸ φτηνὸ ἦθος

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Κινούμενος ἀπὸ "κοσμικὴ περιέργεια" ἄκουσα καὶ εἶδα στὴν τηλεόραση τὸ τραγούδι ποὺ θὰ ἐκπροσωπήση τὴν "ὀλυμπιακὴ Ἑλλάδα" τοῦ 2004 στὸ φεστιβὰλ τῆς Γιουροβίζιον. Ὀφείλω νὰ πῶ ἐξ ἀρχῆς ὅτι ἀπὸ τὸν στίχο, τὴν μουσικὴ καὶ τὸ ἀνάλογο ἦθος ποὺ ἐξέπεμπε ἡ σκηνικὴ παρουσία, μὲ κατέλαβε θλίψη καὶ ἀγανάκτηση. Ἡ ἀντίδραση ποὺ αὐθόρμητα ἔβγαινε ἀπὸ μέσα μου ἦταν ὅτι αὐτὸ τὸ τραγούδι, ὡς Ἕλληνα, δὲν μὲ ἐκπροσωπεῖ. Ἔχουμε μιὰ τρισχιλιόχρονη περίπου μουσικὴ παράδοση, ἡ ὁποία ὅπως τὸ σύνολο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ —ἡ ζωή μας, δηλαδή, σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις της— ἔχει ἕναν δυνατὸ δημιουργικὸ πυρῆνα, ὁ ὁποῖος προσλαμβάνει, προσαρμόζει καὶ ἀφομοιώνει ὅ,τι ξένο προσελκύει τὸ ἐδιαφέρον μας. Δὲν εἴμαστε κλειστοὶ στοὺς καρποὺς τοῦ μόχθου ἢ τῶν καλλιτεχνικῶν ἐμπνεύσεων τῶν ἄλλων λαῶν· ὅ,τι παίρνουμε ὅμως τὸ προσαρμόζουμε στὴν δική μας ζωή, σὰν ἕνα δομικὸ στοιχεῖο τῆς δικῆς μας ἱστορικῆς συνέχειας ἢ τὸ μεταλλάσσουμε ἔτσι, ὥστε –ἂν πρόκειται γιὰ μορφὲς τῆς τέχνης– νὰ ἐκφράζεται μὲ αὐτὸ ὁ ἑαυτός μας.

Εἶναι ἀπορίας ἄξιον, πῶς μὲ τὸν ἀγγλικὸ στίχο τοῦ "ἑλληνικοῦ" τραγουδιοῦ καὶ μὲ τὴν μουσικὴ ποὺ δὲν ἀφήνει οὔτε τὴν ἀγγλικὴ λέξη νὰ ἀκουστὴ καθαρά, θὰ διαλεχθοῦν οἱ δημιουργοί του μὲ τοὺς Ἕλληνες, τοὺς ὁποίους διατείνονται ὅτι θὰ ἐκπροσωπήσουν στὸ εὐρωπαϊκὸ κοινό; Πῶς, μὲ ἄλλα λόγια, θὰ ἐκφράσουν ἀπέναντι στοὺς ξένους τους "ἑλληνικοὺς καημούς" μας; Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μοῦ τὸ ὑποβάλλουν κάποιοι στίχοι τοῦ Γιάννη Ρίτσου ἀπὸ τὸ ποίημά του Καπνισμένο τσουκάλι, τὸ ὁποῖο γράφηκε ἀνάμεσα στὸν Δεκέμβριο τοῦ 1948 καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1949, ἀλλὰ τραγουδήθηκε πολύ –σὲ μουσικὴ τοῦ Χρήστου Λεοντῆ– μετὰ τὴν μεταπολίτευση τοῦ 1974, κυρίως ἀπὸ τὸν φοιτητόκοσμο. Ἀναφέρω τοὺς στίχους αὐτοὺς σὰν μιὰ κοσμική, ἑλληνικὴ ἀντίδραση στὴν νοοτροπία ποὺ ἐκφράζει τὸ "ἑλληνικὸ" τραγούδι της Γιουροβίζιον 2004. Ἔγραφε, λοιπόν, ὁ Γ. Ρίτσος: "Καὶ νά, ἀδελφέ μου, ποὺ μάθαμε νὰ κουβεντιάζουμε ἥσυχα-ἥσυχα κι ἁπλά. Καταλαβαινόμαστε τώρα – δὲ χρειάζονται περισσότερα. Κι αὔριο λέω θὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ ἁπλοὶ / θὰ βροῦμε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ παίρνουν τὸ ἴδιο βάρος σ' ὅλες τὶς καρδιές, σ' ὅλα τὰ χείλη / ἔτσι νὰ λέμε πιὰ τὰ σῦκα: σῦκα, καὶ τὴ σκάφη: σκάφη, / ἔτσι ποὺ νὰ χαμογελᾶνε οἱ ἄλλοι καὶ νὰ λένε: τέτοια ποιήματα / σοῦ φτιάχνουμε ἑκατὸ τὴν ὥρα. Αὐτὸ θέλουμε καὶ μείς. Γιατί ἐμεῖς δὲν τραγουδᾶμε γιὰ νὰ ξεχωρίζουμε, ἀδελφέ μου, ἀπ' τὸν κόσμο / ἐμεῖς τραγουδᾶμε γιὰ νὰ σμίξουμε τὸν κόσμο". Ἡ μουσικὴ τοῦ Χρήστου Λεοντῆ γέμισε αὐτοὺς τοὺς στίχους τοῦ Γ. Ρίτσου –ποῦ ἐκφράζουν κοινές, καθημερινὲς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες– μὲ ἄρωμα καθαρὰ ἑλληνικό. Εἶναι μιὰ ἑλληνικὴ μουσική, ὅπως τὴν ἐπεξεργάστηκαν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὑμνογράφοι τῆς ἀνατολικῆς Ρωμηοσύνης καὶ ὅπως ἐπιβίωσε μέσα στὸ δημοτικὸ τραγούδι.

Οἱ δημιουργοὶ καὶ ἐκτελεστὲς τοῦ τραγουδιοῦ ποὺ θὰ μᾶς ἐκπροσωπήση στὸ φεστιβάλ της Γιουροβίζιον, καθὼς καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸ ἐπέλεξαν, δείχνουν ὅτι διακατέχονται ἀπὸ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι μὲ τὸ ἀγγλόφωνο καὶ "ἀγγλότροπο" τραγούδι τους "σμίγουν τὸν κόσμο", ἀφοῦ τέτοια τραγούδια ἀκούγονται σὲ ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς χῶρες καὶ ἡ ἀγγλικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ γλῶσσα ποὺ μιλιέται ἀπὸ τοὺς περισσότερους εὐρωπαίους. Αὐτὸ ὅμως εἶναι πράγματι μιὰ ψευδαίσθηση, γιατί πρὶν ἀπ' ὅλα ἕνα τραγούδι ποὺ ἐκπροσωπεῖ μιὰ χώρα πρέπει νὰ ἐκφράζη τὸν λαό της καὶ νὰ ἱκανοποιῇ τὶς δικές του συναισθηματικές, πνευματικὲς καὶ αἰσθητικὲς ἀπαιτήσεις· πρέπει "νὰ κουβεντιάζει" μὲ τὸν λαό, νὰ διαλέγεται μὲ τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἐλπίδες του, νὰ χρωματίζη τὴν καθημερινότητά του καὶ μὲ τὸν αὐτόχθονα τρόπο "νὰ λέη τὰ σῦκα: σῦκα, καὶ τὴ σκάφη: σκάφη". Ὅταν τὸ τραγούδι ἀποχρωματίζεται ἀπὸ ὄ τιδήποτε ἑλληνικό, προκειμένου νὰ ἀγρευθοῦν λίγοι ἐπιπλέον ψῆφοι ἀπὸ τὶς ἄλλες συμμετέχουσες χῶρες, ὥστε νὰ κερδιθὴ κάποια διεθνὴς διάκριση, τότε τὸ τραγούδι αὐτὸ δὲν ἐκπροσωπεῖ τὴν Ἑλλάδα. Ἐκπροσωπεῖ τοὺς δημιουργούς του καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸ ἐπέλεξαν.

Μιὰ ἔνσταση σ' ὅλους αὐτοὺς τοὺς σχολιασμοὺς εἶναι ὅτι τὸ φεστιβάλ της Γιουροβίζιον δὲν εἶναι μιὰ σοβαρὴ ὑπόθεση, ἡ ὁποία νὰ ἀξίζη τὸν ὁποιοδήποτε σχολιασμό μας. Εἶναι ἕνας θεσμὸς χωρὶς καμμιὰ ἐπίδραση στὴν ζωὴ τῶν λαῶν· ἀφορᾶ μόνο μιὰ ὁρισμένη κατηγορία καλλιτεχνῶν καὶ κανέναν ἄλλον, ὁπότε κάθε σοβαρὸς σχολιασμὸς ποὺ τοῦ γίνεται ἁπλῶς τοῦ προσδίδει ἀξία. Γι' αὐτὸ ἡ καλύτερη κριτική του εἶναι ἡ ἀγνόηση.

Προφανῶς ἕναν ὥριμο πνευματικὰ Χριστιανὸ δὲν τὸν ἀπασχολεῖ ἡ ποιότητα τῶν τραγουδιῶν ποὺ παρουσιάζονται στὸ ὁποιοδήποτε ἐγχώριο ἢ διεθνὲς φεστιβάλ. Δὲν περιμένει τὴν αἰσθητικὴ ἱκανοποίηση καὶ τὴν χαρὰ ἀπὸ τοὺς στίχους, τὴν μελωδία, τὴν χορευτικὴ συνοδεία καὶ γενικὰ τὴν σκηνικὴ πλαισίωση ἑνὸς τραγουδιοῦ. Δὲν εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ τίποτε τὸ θνητὸ καὶ ἀμεταμόρφωτο. Γεύεται τὸν λόγο καὶ τὴν μουσικὴ ὡς φορεῖς τῆς καθαρτικῆς καὶ φωτιστικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν ἐξαγιασμένη τέχνη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχει ἄλλωστε εὐαισθησίες ποὺ δὲν συλλαμβάνονται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη τέχνη, γι'αυτό μένουν ἀπερίγραπτες. Στὴν προκειμένη περίπτωση ὅμως ὑπάρχουν δυὸ πράγματα ποὺ μᾶς ἀφοροῦν ὅλους. Πρῶτον, στὸ φεστιβὰλ αὐτὸ ἐκπροσωποῦνται χῶρες, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι μὲ τὸ τραγούδι ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὴν Ἑλλάδα ἐκπροσωπούμαστε ὅλοι μας. Γι' αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἤδη ἀναφέρθηκαν ἀρκετά. Δεύτερον, ἡ ποιότητα καὶ τὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τοῦ φετινοῦ τραγουδιοῦ —καὶ ἄλλων παλαιότερα— ἐκφράζουν νοοτροπίες, οἱ ὁποῖες παίζουν ἕνα ἀρνητικὸ παιδαγωγικὸ ρόλο στὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ νεολαία, ἀφοῦ τῆς διδάσκουν τὸν ἐθνικὸ ἀποχρωματισμὸ τῆς τέχνης μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ καιροσκοπισμοῦ, μὲ συνέπεια νὰ ἀδρανοποιεῖται ἡ διάθεση τοῦ μόχθου γιὰ γνώση τῆς ἐγχώριας παραγωγῆς καὶ γιὰ δημιουργικὴ πρόσληψη ξένων στοιχείων, ἀφοῦ ὡς σύγχρονη νοοτροπία προβάλλεται ἡ ἄκοπη ἀκριβὴς ἀπομίμηση ξένων προτύπων, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουν κατακλύσει τὴν σύγχρονη ἀγορά.

Τὸ κρίσιμο, λοιπόν, σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ ἐπισημανθῇ εἶναι οἱ παιδαγωγικὲς συνέπειες ἀπὸ τὴν ἐπίσημη εὔκολη προσαρμογή μας σὲ ξένα πρότυπα μὲ σκοπὸ τὴν διεθνῆ ἀναγνώριση. Στὴν κυριολεξία πουλᾶμε τὴν γλῶσσα μας, τὴν μουσική μας, τὴν αἰσθητική μας προκειμένου νὰ πάρουμε ἕνα διεθνὲς φεστιβαλικὸ βραβεῖο. Αὐτὸ εἶναι ἕνα πάθος ψυχικὸ μὲ πνευματικὲς ἐπιπτώσεις, τὸ ὁποῖο, δυστυχῶς, κατατρώει, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πρόσωπα, καὶ τὴν ἐθνική μας ζωή. Πάντα μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ γνώμη ποὺ θὰ σχηματίσουν γιὰ ἐμᾶς οἱ ξένοι καὶ αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον μας κάνει πολλὲς φορὲς νὰ γινόμαστε πολὺ "συνετοί", δηλαδή, ὑποχωρητικοὶ στὶς διεκδικήσεις μας. Εἶναι μιὰ ἐκδήλωση τοῦ πάθους τῆς ἀνθρωπαρέσκειας, τὸ ὁποῖο δὲν ὑπολογίζει τίποτε, προκειμένου νὰ προσελκύση τὸν ἔπαινο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε: "οὐαὶ ὑμῖν ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι". Τὸ αὐθεντικὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποτὲ ἀρεστὸ σὲ ὅλους. Γιὰ ἄλλους εἶναι φῶς ποὺ φωτίζει καὶ γιὰ ἄλλους φωτιὰ ποὺ καίει.

Πέρα, λοιπόν, ἀπὸ τὸ φεστιβάλ της Γιουροβίζιον αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνοχλεῖ εἶναι ἡ προβολὴ τοῦ φτηνοῦ ἤθους· τοῦ ἤθους ποὺ ὑποτάσσει τὴν ἀλήθεια στὸν καιροσκοπισμό, ποὺ πουλάει μιὰ πλούσια μουσική –παλαιὰ καὶ πρόσφατη–παράδοση, προκειμένου νὰ μᾶς βραβεύσουν κάποιοι ξένοι. Αὐτὸ εἶναι ἕνα πρόβλημα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθῇ.-

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2775