Γράφτηκε στις .

“La Vie après la Mort” - Ἡ Ζωὴ μετὰ θάνατον (Γαλλικὴ ἔκδοση)

Ἐκδόσεις “L' Age d' Homme”, Λωζάνη Ἐλβετία 2002

Πρόλογος τοῦ Μεταφραστὴ Jean – Louis Palierne

(Μετάφραση ἀπὸ τὸ πρωτότυπο κείμενο στὴ γαλλικὴ γλῶσσα Ἄννα-Μαρία Μωϋσίδου).

Κυκλοφόρησε στὴν γαλλικὴ γλῶσσα τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου μας κ. Ἱεροθέου "Ἡ ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο". Τὸ βιβλίο μετέφρασε ὁ Jean – Louis Palierne, μὲ δική του πρωτοβουλία, καὶ ἐξέδωσε ὁ ἐκδ. οἶκος "L' Age d' Homme", Λωζάνη Ἑλβετίας.

Δημοσιεύουμε ἐν συνεχείᾳ τὸν εὔστοχο πρόλογο τοῦ κ. Palierne.

Σ ἕναν κόσμο τὸν ὁποῖο διατρυπὰ ἡ ἀγωνία, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅλο καὶ ἐντονότερα τὴν ἀνάγκη νὰ βρῇ μιὰ ἀπάντηση στὴν ἀναζήτησή του ὅσον ἀφορᾶ στὸ θέμα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ ἀπὸ τὸ πρωταρχικὸ ὑπαρξιακὸ ἐρώτημά του: "Ποὺ πηγαίνουμε;" ἀπορρέει ἀναπόφευκτα καὶ ἄμεσα ἡ ἑξῆς τριπλὴ ἀναζήτηση: "Ποὺ πηγαίνουμε;" "Ποιοὶ εἴμαστε; "Ἀπὸ ποὺ προερχόμαστε;".

Κάτω ἀπὸ τὴ βαριὰ δικτατορία μιᾶς μοναδικῆς σκέψεως, ἡ ὁποία παρουσιάζεται πάντοτε ὡς ἡ μοναδικὴ καὶ ἀπαραίτητη λογικὴ σκέψη, αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ἐρωτήματα διαρκῶς ἀπωθοῦνται. Μόνο ὅσοι ἔχουν, λένε, μακάβριες ἰδέες θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιμένουν νὰ μὴν κατανοοῦν ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου βρίσκει ὅλο της τὸ νόημα στὸν παρόντα κόσμο. Καὶ ἐπειδὴ πρέπει ν ἀποστραφῆ ἡ προσοχὴ ἀπὸ κάθε τί ποὺ θὰ μποροῦσε ν ἀποκαλύψη τὴν ἀποτυχία αὐτοῦ τοῦ ἑτοίμου ἰσχύοντος μοντέλου σκέψεως, θὰ πρέπη νὰ βρεθῇ μιὰ ἐξήγηση γιὰ κάθε τί ποὺ ὑπάρχει, γιὰ κάθε τί ποὺ ζῇ, γιὰ κάθε τί ποὺ κινεῖται, γιὰ κάθε τί ποὺ σκέπτεται, παρουσιάζοντάς το ὡς τὸ φυσικὸ καὶ αὐτόματο ἀποτέλεσμα, ποὺ προκύπτει ἀπὸ μιὰ κατώτερη πραγματικότητα. Ἡ ζωὴ ἐξηγεῖται μὲ τὴν ὕλη, τὸ πνεῦμα μὲ τὴν ἐξέλιξη, ἡ ἠθικὴ μὲ τὰ ἔνστικτα, τὸ κοινωνικὸ μέγεθος μὲ τὴν οἰκονομία, ἡ πολιτικὴ καθορίζεται ἀπὸ τὸν συσχετισμὸ τῶν δυνάμεων, ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐκφράση αὐτὸ ποὺ ὁ καθένας ἔχει μέσα στὸ μυαλό του καὶ ἡ θρησκεία δὲν εἶναι σὲ θέση ν ἀπαντήση παρὰ μόνο σὲ ἐσωτερικὲς ψυχολογικὲς ἀνάγκες. Δὲν ἐπιτρέπεται ἐξ ἄλλου νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ θρησκεία ἔξω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων, ἐφ ὅσον ἡ ἀλήθεια δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μιὰ ἀποκάλυψη, ἀλλὰ μόνο μιὰ ὑπόθεση τοπικῆς παραδόσεως. Θὰ ἀρκοῦσε τότε ὁ ἄνθρωπος ν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκουριὰ καὶ νὰ ἀνεξαρτητοποιηθὴ ἀπὸ τὴν κηδεμονία τῆς κάθε εἴδους ἐπιβεβλημένης δομῆς, γιὰ νὰ βελτιωθῇ καὶ ν ἀναπτυχθῇ, δηλαδὴ γιὰ νὰ ξαναβρῆ τὴν αὐθεντικότητά του. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀνάγεται στὴν ὑποκειμενικότητά της καὶ ἑπομένως στὸ παρόν της.

Ὁπλισμένοι κατὰ τρόπο ἀπατηλὸ μὲ τέτοιου εἴδους βεβαιότητες, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν φυσικὰ τὴν αἴσθηση ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ ἰδεολογία δὲν ὁδηγεῖ ἀλλοῦ, παρὰ μόνο σὲ μιὰ γιγαντιαία ἀποτυχία. Ἡ ὑφέρπουσα ἀγωνία παραμένει στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν κοινωνιῶν μας καὶ κυρίως μία γενικευμένη ἀπώλεια ἐμπιστοσύνης ἀρχίζει νὰ πλήττη ὅλες τὶς ἰδεολογίες, τοὺς ἐκπροσώπους καὶ τὸν τύπο τους, τοὺς ἐκφραστὲς καὶ τοὺς θεσμούς τους, τὴ λογοτεχνία καὶ τὴ διδασκαλία τους. Ὁ σκεπτικισμὸς ποὺ ἁπλώνεται σχετικὰ μὲ αὐτὲς δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐλάχιστη μορφὴ τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας: ἀποκαλύπτει πῶς ἡ ἀναζήτηση γιὰ τὸ νόημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς βασίζεται σὲ μιὰ ἐπίμονη καὶ ἀκόρεστη δίψα.

Τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου Βλάχου (τοῦ ὁποίου ἔχουμε ἤδη μεταφράσει τὸ βιβλίο "Μιὰ βραδυὰ στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους" - "Entreriens avec un ermite de la Sainte Montagne", ἐκδ. Seuil, ποὺ ὑπογράφει ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης Ἰερόθεος Βλάχος. "Μητροπολίτης" εἶναι ὁ τίτλος ποὺ δίνει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στοὺς Ἐπισκόπους της. Ὁ Σεβασμιώτατος Ἰερόθεος εἶναι Ἐπίσκοπος τῆς Ναυπάκτου) παρουσιάζεται ἑπομένως τὴν κατάλληλη στιγμή. Ἔρχεται νὰ ὑπενθυμίση στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ τὴν διδασκαλία τῆς Ἀποκαλύψεως, τὴν ὁποία ὁ Κύριος κατέθεσε στὴν Ἐκκλησία Τοῦ καὶ ἡ ὁποία τὴν μεταφέρει μέχρις ἐμᾶς, ὅσον ἀφορᾶ στὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.

Ἡ Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία ἐθεωρεῖτο ὡς ἔννοια ἀσύμβατη ἀπὸ ὅλες τὶς λανθασμένες ἰδεολογίες τῆς κάθε ἐποχῆς, τόσο ἀπὸ τὶς φιλοσοφίες τῆς ἀρχαιότητας, τὶς ψεύτικες θρησκεῖες καὶ τὰ πολιτικο-ἰδεολογικὰ συστήματα, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν πνευματισμὸ καὶ τὸν ὑλιστικὸ ἐπιστημονισμό, ἔπρεπε διαρκῶς νὰ ἐπιβεβαιώνεται καθ ὅλη τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, μέσα ἀπὸ τὶς μάχες ποὺ ἔδωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέσα ἀπὸ τὶς διαμάχες ποὺ ἔλαβαν χώρα στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Καὶ ὅλα τοῦτα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἐξέταση σὲ βάθος καὶ ἡ ἐξήγηση αὐτῆς τῆς ἐκπληκτικῆς Ἀποκαλύψεως, τὸ Καλὸ Μήνυμα (τὸ Εὐαγγέλιο) τῆς Θείας Συγκαταβάσεως, τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴ γέννηση, τὴ ζωή, τὴ διδασκαλία, τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Μὲ τὴν ἐνσάρκωσή του ὁ μοναδικὸς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ὁ Θεάνθρωπος καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει στὸ πρόσωπό Τοῦ τὴν τέλεια μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι ὅπως Ἐκεῖνος τὸν εἶχε ἀρχικὰ πλάσει ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς ἀγάπης Τοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα Του.

Δὲν θὰ εἴμασταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἁπλῶς πλάσματα καὶ ἀπὸ τὴ φύση μας καὶ μόνο δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε γνωρίσει παρὰ μόνο μία πρόσκαιρη ζωή, ταμένη στὴν φθορά. Δημιουργῶντας μας σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα Τοῦ, παραχώρησε τὴν αἰωνιότητα σ αὐτὴν τὴ δημιουργηθεῖσα φύση, ἔτσι ὥστε αὐτὴ νὰ μπορῇ διαρκῶς ν ἀναπτύσσεται καὶ ν αὐξάνη ἕως τοῦ ὕψους τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι θὰ φτάσουμε στὴν ὁλοκλήρωσή μας μέσα ἀπὸ μιὰ διαδικασία τελειοποίησης, διαρκῶς τελειοποιούμενης, μέσα ἀπὸ μιὰ κατάσταση σταθερότητας σὲ διαρκῆ κίνηση. Στὴν ψυχή μας ἔγκειται ἡ ἐξασφάλιση τῆς συνοχῆς καὶ τῆς διάρκειας ὁλόκληρης τῆς βιολογικῆς μας ὕπαρξης, ἀποτελούμενης ἀπὸ τόσα πολλὰ καὶ διαφορετικὰ στοιχεῖα, λειτουργίες καὶ ὄργανα. Στερούμενο τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα μας δὲν μπορεῖ παρὰ ν ἀποσυντεθή, παραδεδομένο στὴν γενικότερη ἐντροπία, ποὺ κλονίζει τὴν μεταπτωτικὴ Δημιουργία. Ἀλλὰ παρ ὅλα αὐτὰ ἐκείνη συνεχίζει νὰ ὑπάρχη, ἐπιμένει νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ δὲν ξεχνάει ποτὲ ἐκείνη τὴ βιολογικὴ ζωή, ποὺ κάποτε εἶχε καὶ ποὺ ξέρει πῶς κάποια στιγμὴ θὰ γνωρίση τὴν ἀνακαίνισή της. Ἡ πραγματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μία ζωὴ ὁλοκληρωμένη, μία ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου σὲ πληρότητα, σῶμα καὶ ψυχὴ ἑνωμένα.

Ἔπρεπε νὰ γίνη τὸ λάθος ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα κάποτε στὸν γήϊνο παράδεισο, αὐτὴ ἡ τρελλὴ φιλοδοξία ποὺ κατακυρίευσε τοὺς προγόνους μας μιαίνοντάς τους μὲ τὴ ζήλεια τοῦ Διαβόλου, νὰ θελήσουν νὰ καθιερωθοῦν ὡς θεοί, σκοπεύοντας ν ἁρπάξουν ὡς λεῖα τὸν Θεῖο Νόμο, παίρνοντας τὴν ἐξουσία ν ἀποφασίζουν γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, χωρὶς ὅμως νὰ συμμετάσχουν στὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπαγωγή της δίχως ὅρια Θεότητας. Ἔπρεπε νὰ γίνη αὐτὸ τὸ λάθος, γιὰ νὰ γνωρίση ὁ Ἀδὰμ ὅλο τὸ μέγεθος τῆς πτώσης του. Τότε, λοιπόν, ὁλόκληρη ἡ Κτίση ἐξανέστη ἐναντίον του, ἀρνούμενη νὰ τοῦ παράσχη καταφύγιο, ἐνῷ ταυτόχρονα τὸ σῶμα του ἄρχιζε νὰ ἐξασθενῆ καὶ νὰ φθείρεται. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ τότε ἀπὸ τὴν μακροθυμία Τοῦ, τοῦ ἐπέτρεψε νὰ φορέση τὸν δερμάτινο χιτῶνα τῆς φθαρτότητας καὶ τῆς θνητότητας, μὲ τὴν ἐλπίδα πῶς ὁ κάθε ἄνθρωπος θὰ μπορέση νὰ πάρη τὴν πικρὴ γεύση τῆς δικῆς του πτώσης, ἀλλὰ ταυτόχρονα πῶς θὰ μπορέση ν ἀποδείξη ὅτι πράγματι ἐπέλεξε τὴ Σωτηρία, δηλαδὴ τὴν ἐπιστροφή του στὸ δρόμο τῆς θεώσεως. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ προσωρινὴ συνθήκη ποὺ ἔχει οἰκονομηθῇ γιὰ μᾶς ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοια γι αὐτὸν τὸν παρόντα χρόνο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἐλευθερία νὰ ἐπιλέξη καὶ ν ἀναζητήση τὸ δρόμο του.

Σ αὐτὴν τὴ νέα καὶ μεταβατικὴ κατάσταση ὁ θάνατος ἑπομένως δὲν ἀντιπροσωπεύει παρὰ τὸν προσωρινὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἐν ἀναμονῇ τῆς γενικῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, ἡ ὁποία θὰ εἶναι καὶ ἡ πρώτη συνέπεια, τὸ προανάκρουσμα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παροῦσα ζωή, μὲ τὴν ἐξέλιξη τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας της, μὲ τὴν πορεία τῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας, δὲν ἀποτελεῖ παρὰ μία μικρὴ ἐξέταση, ὅπου δοκιμάζεται ἡ διάθεσή μας: μᾶς χαρίζει τὴν δεύτερη εὐκαιρία.

Στὸν ἀνακαινισμένο κόσμο θὰ μεταβοῦμε ὁ καθένας μας ὅπως ἦταν, θὰ μεταβῆ ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε, ὁ καθένας μας μὲ τὶς πράξεις καὶ τὶς κινήσεις ποὺ τὸν χαρακτήριζαν στὴ βιολογική του ζωή, μαρτυρῶντας ἔτσι πῶς ὁ Κύριος ἦταν πράγματι ἡ μοναδική του προσδοκία. Αὐτὸ στὸ ὁποῖο προσμένουμε δὲν εἶναι ἡ φυγὴ τῆς ψυχῆς μας πρὸς ἕνα πνευματικὸ ὑπερπέραν, ἀλλὰ ἔχουμε μία ἄλλη προσδοκία, διότι αὐτὸ ποὺ ἐδόθη ὡς ὑπόσχεση στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἡ Ἀνάσταση τῶν σωμάτων καὶ ἡ συνεχὴς ἀνύψωση πρὸς μία τελειότητα διαρκῶς τελειοποιούμενης.

Ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ τὸν καθένας μας νὰ συμβάλη μὲ τὴ δική του συμμετοχή, μὲ τὴ συνέργειά του, στὸ ἔργο τῆς προσωπικῆς τοῦ σωτηρίας, ἀλλὰ καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀδελφῶν του, μὲ τὸ νὰ ἐνσωματωθῇ στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πολὺ πιθανὸν κάποιος ν ἀρνηθῇ νὰ προσφέρη τὴν προσωπική του συμμετοχὴ καὶ ν ἀγωνίζεται μάταια νὰ ὁλοκληρωθῆ μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε κάποτε ὁ Ἀδάμ. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν μετανοήση πρὶν τὸ θάνατό του, μπορεῖ ν ἀποβῇ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἡ κόλασή του, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ πεθάνη, ἀφοῦ ἡ ψυχή του παραμένει ἀθάνατη. Ἡ κατάσταση ποὺ προέκυψε γιὰ μᾶς ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα τῶν προγόνων μας, δηλαδὴ ὁ δερμάτινος χιτῶνας τῆς θνητότητας καὶ τῆς φθαρτότητας, τὸν ὁποῖον ἔκτοτε ὀφείλουμε νὰ ὑπομένουμε, καθὼς καὶ ἡ δοκιμασία, τὴν ὁποία σημαίνει γιὰ μᾶς ἡ ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς, εἶναι οἱ ἐνδείξεις αὐτῆς τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτὴ ἡ μικρὴ δοκιμασία, ποὺ μᾶς παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ μεταμεληθοῦμε. Ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μόνον ἐξαρτᾶται τὸ ἂν θὰ δεχθοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα νὰ ἔρθη καὶ νὰ κατοικήση μέσα μας, ἔτσι ὥστε νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ παρουσιαστοῦμε μὲ ἐμπιστοσύνη ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ὅταν θὰ ἔρθη ἡ ὥρα τῆς ἐνδόξου καὶ Δευτέρας Παρουσίας Του.

Νά, λοιπόν, ποὺ βρισκόμαστε πολὺ μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπεχθῆ θεωρία τῆς ἐνοχῆς καὶ τῆς ἐξιλέωσης, ποὺ ὀφείλουμε στὸ Θεό, ἔμμονη ἰδέα, ἡ ὁποία τόσο πολὺ δηλητηρίασε τὸ πνεῦμα τῶν Δυτικῶν. Στὴν πραγματικότητα τὰ πρῶτα θύματα τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῆς αἵρεσης τῆς Δύσης, τῆς ὑπεροψίας της, τοῦ σχολαστικοῦ ὀρθολογισμοῦ της, τοῦ ἐπιστημονισμοῦ της, τῆς ἠθικολογίας της, τοῦ πνευματισμοῦ της καὶ ὅλων τῶν νορμαλιστικῶν οὐτοπιῶν της εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ Δυτικοί. Οἱ ἐκκλησίες τῆς Δύσης ἀποτελείωσαν αὐτὴν τὴν γιγαντιαία πλύση ἐγκεφάλου μολύνοντας τὶς πνευματικὲς πηγὲς τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, οἰκοδομῶντας μία ψεύτικη θρησκεία, ἡ ὁποία ἀπέχει ἀδικαιολόγητα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Χρησιμοποιῶντας τὸ ὄνομα αὐτὸ καὶ πίσω ἀπὸ τὸν τίτλο αὐτὸν κρύβεται μία ἀπάτη. ῞Ὀσο ἡ ἀλήθεια τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως θὰ παραμένη ἔντεχνα ἀποκεκρυμμένη, φορῶντας ξένο ἔνδυμα, πολλοὶ ἄνθρωποι στὴ Δύση θὰ στρέφουν τὴν ἀναζήτησή τους πρὸς τὸ Ἰσλὰμ ἢ τὸν Βουδισμό. Ἀλλὰ τὸ ἀδιέξοδο δὲν βρίσκεται μόνον ἐδῶ: γιὰ τοὺς λαοὺς τῆς Δύσης, τῶν ὁποίων κάποτε οἱ πρόγονοι εἶχαν δεχθῇ τὸν σπόρο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ προσφυγὴ σὲ μεταφυσικὲς τοῦ ἀπροσώπου ἀποτελεῖ ἀκρωτηριασμό.

Ἐγκαταλελειμμένες ἀπὸ τοὺς πιστούς τους, ἀνίκανες ν ἀνανεώσουν τὸν κλῆρο τους, αὐτὲς οἱ ψευδοεκκλησίες ζοῦν πλέον τὶς τελευταῖες τους στιγμές. Οἱ σύγχρονοί μας ἀπορρίπτουν μαζικὰ τὴν ἔμμονη ἰδέα τῆς ἐνοχῆς, τὸ κλείσιμο μέσα στὰ πλαίσια τῆς ὑποκειμενικῆς καὶ ὀρθολογικῆς καλῆς θελήσεως, αὐτὴν τὴν τρομοκρατία τῆς δικανικῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ οἱ σύγχρονοί μας δὲν ξαναβρῆκαν ἀκόμη τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ μόνη αὐτὴ μπορεῖ νὰ τοὺς ὀδηγήση στὴν πνευματικὴ ἐλευθερία. Τώρα δὲν ἔχουν στὴ διάθεσή τους παρὰ μόνον τὸ ὑποκατάστατο τοῦ πνεύματος.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου Βλάχου ἐκδίδεται τὴν κατάλληλη στιγμή. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν μᾶς παρουσιάζει τὸ παρὸν ἔργο, δὲν εἶναι ὁ καρπὸς μιᾶς θεωρητικῆς ἐκτίμησης, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἀποκαλύψεως, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος κατέθεσε στὴν Ἐκκλησία Τοῦ καὶ τὴν ὁποίαν τόσον καιρὸ οἱ δυτικὲς σχολαστικὲς θεωρήσεις ἐπεχείρησαν ν ἀποκρύψουν.

Jean – Louis Palierne