Skip to main content

Καρκίνος-ζωή-θάνατος-θεραπεία

Ἡ «ἐμπειρία» τοῦ καρκίνου ποῦ ζήσαμε, δὲν ἦταν ἁπλὰ μιὰ «κατάσταση» στὴ ζωή μας. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωὴ στὴν ὁριακή της πλευρὰ μὲ τὸ θάνατο. Ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τὸ ἴδιο τὸ παιδί μου κοιτάζει κατάματα τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου του καὶ ρωτάει: «τί γίνεται μετὰ τὸ θάνατο; Ὅλα τέλος;». Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἀρχίζει μία ἀναζήτηση στὰ τρίσβαθα τοῦ εἶναι μας. Ἡ ἐρώτηση ἦταν τέτοια ποῦ σχετιζότανε οὐσιαστικὰ μὲ τὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξής μας.

Ἤδη τὸ νόημα τῆς ὕπαρξης γιὰ μένα εἶχε θρυμματιστεῖ.

Μὲ τὸ χρόνο, διαπίστωσα ὅτι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ἰατρική, ὅπως καὶ τὰ διάφορα ψυχοθεραπευτικὰ καὶ φιλοσοφικὰ ρεύματα, ἀδυνατοῦν νὰ δώσουν ἱκανοποιητικὲς ἀπαντήσεις σὲ ὁριακὰ ζητήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

Ἀφοῦ «ἔφυγε» ὁ Βανῆς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὸς χρόνος καὶ ξαναμελετῶντας τὰ σημάδια τῆς ἀλλαγῆς του, ἀνακάλυψα τὴν δυνατότητα τῆς θεραπείας τοῦ νοῦ ποῦ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ, μόνον ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου «ἀποκαλυφθεῖ». Δηλαδή, μόνον ὅταν ὁ νοὺς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτήσει ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ ἢ ἀλλιῶς εἶναι συνδεδεμένος μέσῳ τῆς νοερᾶς προσευχῆς μὲ τὸ Θεό, ὅπως λένε οἱ νηπτικοὶ Πατέρες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔμαθα ὅτι τὸ βασικὸ πρόβλημα στὴ ζωή μας εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ. Ὅμως μὲ τὴν εἰλικρινῆ προσευχὴ ὁ νοῦς «ἐξίσταται τῶν ὄντων πάντων». Μὲ τὴν ἔκσταση (ἵσταμαι ἔξω τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ταραχὴ τοῦ κόσμου) ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶ ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ διαδικασία στὴ ζωή μας ἔχει καὶ τὰ φυσικά της ἐπακόλουθα. Πρῶτον ἀπὸ ὅλα τὴν ἀληθινὴ θεραπεία. Διαπίστωσα μέσα ἀπ' ὅσα ἔζησα μὲ τὸ γιό μου, τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ποῦ ἔχει ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθόδοξη Διδασκαλία καὶ παράδοση τῶν νηπτικῶν πατέρων τῆς πίστης μας, κάτι ποὺ σήμερα ἔχει χαθεῖ.

(Μαρίνα Λασηθιωτάκη, «Ὑπόσχεση», Ἐκδόσεις «Γρηγόρη»)

Κήρυγμα στοὺς ἑτεροδόξους

...Ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε πῶς κηρύττει (στοὺς ἑτεροδόξους). Ὁ ἀρχιμανδρίτης, νέος καὶ ἄπειρος ἀκόμη, μὲ ὑπερβολικὲς μᾶλλον χειρονομίες ἀπάντησε νευρικά:

-Τοὺς λέω: Ἡ πίστη σας εἶναι διεστραμμένη. Ὅλα σ' ἐσᾶς εἶναι διεστραμμένα, ὅλα ψεύτικα, κι ἂν δὲν μετανοήσετε, δὲν θὰ σωθῆτε.

Σὰν τὰ ἄκουσε ὁ Γέροντας, τὸν ρώτησε:

-Πέστε μας ὅμως, ἅγιε ἀρχιμανδρῖτα, αὐτοὶ πιστεύουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πῶς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός;

-Αὐτὸ τὸ πιστεύουν.

-Καὶ τιμοῦν τὴν Παναγία;

-Τὴν τιμοῦν, ἀλλὰ διδάσκουν λανθασμένα πράγματα γι' αὐτήν.

-Καὶ τοὺς ἁγίους τους παραδέχονται;

-Ναί τους παραδέχονται, ἀλλὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἀποσχίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τί ἁγίους μποροῦν νὰ ἔχουν;

Ἅγιε ἀρχιμανδρῖτα, ἡ ψυχή τους αἰσθάνεται πῶς πράττουν σωστὰ ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό, ποὺ τιμοῦν τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους, ποὺ τοὺς ἐπικαλοῦνται στὶς προσευχές τους. Γι' αὐτὸ ὅταν τοὺς λέτε ὅτι ἡ πίστη τους εἶναι νόθη, δὲν θὰ σᾶς ἀκούσουν... Ἂν ὅμως λέγατε στοὺς ἀνθρώπους πῶς καλὰ κάνουν ποὺ πιστεύουν στὸν Θεό, πῶς καλὰ κάνουν ποὺ τιμοῦν τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους, ποὺ πηγαίνουν νὰ λειτουργηθοῦν στὶς Ἐκκλησίες καὶ ποὺ προσεύχονται στὰ σπίτια τους, πῶς κάνουν καλὰ ὅταν διαβάζουν τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ κλπ., ἔχουν ὅμως ἐδῶ κι ἐκεῖ λανθασμένες θεωρίες καὶ πρέπει νὰ τὶς διορθώσουν καὶ τότε ὅλα θὰ εἶναι καλὰ καὶ θεάρεστα κι ἔτσι μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ ὅλοι θὰ σωθοῦμε... "Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ" καὶ γι' αὐτὸ τὸ κήρυγμα πρέπει νὰ βγαίνη πάντα ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Τότε θὰ ὠφεληθῇ κι αὐτὸς ποὺ κηρύττει κι αὐτὸς ποὺ ἀκούει. Ἂν τοὺς κατακρίνετε ὅμως, τότε ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ δὲν θὰ σᾶς ἀκούση καὶ δὲν θὰ προέλθη ὄφελος.

(Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης)

Κόμματα καί Ἐκκλησία

Νομίζω ὅτι τό ἔργο καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διαφορετικός ἀπό τό ἔργο καί τόν σκοπό τῆς Πολιτείας ἤ τῶν Κομμάτων. Τά Κόμματα εἶναι ἀπαραίτητα σέ μιά δημοκρατική κοινωνία, γιατί διαφορετικά μπορεῖ νά ἐπικρατήση ἡ ὀλιγαρχία καί ἡ δικτατορία. Οἱ πολιτικές καί ἰδεολογικές ἀποκλίσεις τῶν Κομμάτων ἐξυπηρετοῦν τήν κοινωνία, διότι οἱ πολίτες μποροῦν νά ἐπιλέξουν τό Κόμμα πού τούς ἐκφράζει νά τούς ἐκπροσωπήση στό Κοινοβούλιο. Τό δόγμα «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος» εἶναι τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς δημοκρατίας, τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καί ὅλων τῶν ἰδεολογικῶν συστημάτων. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο κατά καιρούς διατυπώνονται διάφορα συνθήματα, ὅπως ἀλλαγή, ἀπαλλαγή, κάθαρση, ἐκσυγχρονισμός, μεταρρύθμιση κλπ., τά ὁποῖα κινοῦνται μέσα στούς ἐπιδιωκομένους ἀπό τά Κόμματα κάθε φορά σκοπούς.

Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δρᾶ κατά διάφορο τρόπο. Δέν διακρίνεται ἀπό ἰδεολογίες οὔτε ἀποβλέπει στήν ψῆφο τῶν ἀνθρώπων, δέν πρέπει νά ἐκφέρη πολιτικό-κομματικό λόγο, δέν πρέπει νά ἀναμειγνύεται στίς κομματικές ἀντιπαραθέσεις, δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιῆ τήν θεολογική γλώσσα γιά νά πολιτικολογῆ, δέν μπορεῖ νά ταυτίζεται μέ κομματικές παρατάξεις. Ἄλλωστε, μέλη τῆς Ἐκκλησίας βρίσκονται σέ ὅλους τούς κομματικούς σχηματισμούς καί, βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά εἶναι ἐνεργείᾳ καί δυνάμει ἅγιοι. Ὁ λόγος της εἶναι σωτήριος καί θεολογικός, ἀποβλέπει στήν ἄνω πόλη καί ἐκφράζει τό ἀποστολικό χωρίο «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». Φυσικά, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας προσπαθοῦν νά μεταφέρουν αὐτό τό ἐσχατολογικό πολίτευμα στό ἱστορικό γίγνεσθαι, ἀλλά μέ ἕναν ἄλλο τρόπο, λειτουργικό καί πνευματικό, πού ἐξαγιάζει τό πρόσωπο καί τήν ἱστορία.

Ὅταν οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἐργάζονται μέ αὐτόν τόν τρόπο, τότε δέχονται τόν σεβασμό τῆς κοινωνίας καί τῶν πολιτικῶν πού ἀνήκουν σέ ὅλα τά Κόμματα.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅσοι Κληρικοί, κατά τήν διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἐργάσθηκαν ἑνωτικά καί φιλάνθρωπα, χωρίς νά ταυτίζωνται μέ τίς διάφορες ἰδεολογίες, ἀπέσπασαν τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό τῆς κοινωνίας....

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἐνιαύσιον 2007)

Κόσμος κεκοσµηµένος

Κόσμος κεκοσµηµένοςΠολύ νωρίς βρῆκα τά κείµενα τοῦ Παπαδιαμάντη, γιατί, ἄς μοῦ ἐπιτρέψετε τήν ἔκφραση, «κολλοῦσαν» σέ ὅλη τήν ὑποδοµή πού εἶχα ἀπό τό σπίτι µου. Διάβαζα γιά τόν Παπαδιαμάντη καί μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐπιθυµία νά τόν μελετῶ τακτικά. Δέν διάβαζα ἄλλους λογοτέχνες καί συγγραφεῖς, γιατί, γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, ἦταν γιά µένα πολυτέλεια ἡ ἀγορά βιβλίων. Μοῦ ἔκαναν ἰδιαίτερη ἐντύπωση οἱ λεκτικές εἰκόνες καί οἱ φράσεις τοῦ Παπαδιαμάντη πού λειτουργοῦσαν σάν εἰκονικές παραστάσεις, χωρίς νά προκαλοῦν τήν φαντασία, γιατί ἦταν εἰκόνες τῆς καθημερινῆς ζωῆς, πού ἀναφέρονταν σέ πρόσωπα τά ὁποῖα συναντοῦσα καί στό δικό µου περιβάλλον, στό σπίτι µου, στήν γειτονιά µου, στά ἠπειρωτικά χωριά κ.λ.π.

[...] Νομίζω ὅτι ὁ Παπαδιαµάντης διαβάζεται ἑλκυστικά σέ ἕνα τέτοιο περιβάλλον, πού τό διαμόρφωσε ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννη, οἱ ἀτόφιες καί παραστατικές µορφές τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τό παπαδιαµαντικό ἐκκλησίασμα τῶν κυριακάτικων συνάξεων. Ὅταν τόν βγάλης ἀπό τό περιβάλλον αὐτό, τότε διαβάζεται περισσότερο ρομαντικά. Ἀγνοεῖ κανείς τό παρελθόν πού χάθηκε.

[...] Όπως φαίνεται καθαρά στά ἔργα του, ἣ θεολογία ἦταν ἐφαρμοσμένη καί τό ἐκκλησιαστικό ἦθος ἦταν βιωµένο στά πρόσωπα τῶν ἔργων του, καί µέσα ἀπό αὐτήν τήν περιγραφή, ἐξέθετε τήν ἐσωτερική του κατάσταση, τό καρδιακό του βίωµμα. Διαβάζοντας κείµενα τοῦ Παπαδιαμάντη, αἰσθάνομαι ὅτι λειτουργοῦν ψυχοθεραπευτικά, γαληνεύουν τήν ψυχή, ὑγραίνουν τά µάτια, ἐμπνέουν γιά ἕναν κόσµο κεκοσμηµένο.

Ναυπάκτου Ἰεροθέου: Ἐκκλησιαστικοί ἀναβαθμοί

Λογικοκρατική καί Ἐμπειρική Θεολογία

Γιά νά σπουδάση κανείς τήν σχολαστική θεολογία ἔπρεπε νά εἶχε τελειώσει τήν σχολή τῶν τεχνῶν, ὁπότε ἀναγκαστικά μάθαινε τήν διαλεκτική μέθοδο ἐρεύνης τῶν πραγμάτων καί χρησιμοποιοῦσε τήν λογικοκρατία, τόν ὀρθολογισμό. Αὐτό σημαίνει ὅτι «τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς σχολαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ μεθοδική χρήση τῆς λογικῆς καί ἡ συστηματοποίηση σέ κλειστές διαρθρωμένες ἑνότητες τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως».

Μέ τόν σχολαστικισμό ἡ θεολογία ἔπαυσε νά εἶναι ἐμπειρική-χαρισματική θεολογία καί ἔγινε ἀκαδημαϊκή, λογικοκρατική, δηλαδή σχολαστική. «Ἡ θεολογία υἱοθετοῦσε κατά βάση τήν ἴδια μέθοδο πού εἶχαν οἱ θύραθεν ἐπιστῆμες, καί οἱ σχολαστικοί δέχονταν ὅτι τό ἐπιστητό τῆς θεολογίας εἶχε τά ἴδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού εἶχε τό ἐπιστητό τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν». Δηλαδή, ἡ σχολαστική θεολογία ἔδινε ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν λογική ἐπεξεργασία τῶν θεμάτων.

Ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν λόγο γιά διπλῆ μεθοδολογία, δηλαδή ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος διερευνήσεως τῶν ἐπιστημῶν πού γίνεται μέ τήν λογική ἐπεξεργασία, καί ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος τῆς θεολογίας πού γίνεται μέ τόν νοῦ, πού βρίσκεται στήν καρδιά, ἡ σχολαστική θεολογία εἶχε ἑνιαία μεθοδολογία, πού σημαίνει ἡ λογική διερευνᾶ τήν γνώση τῶν κτιστῶν πραγμάτων καί μέ τήν λογική διερευνᾶται ὁ Θεός. Μάλιστα, οἱ σχολαστικοί θεολόγοι ἰσχυρίζονταν ὅτι μόνον ἡ διαλεκτική μέθοδος τῶν συλλογισμῶν εἶναι ἀνώτερη καί ἀσφαλής ὁδός γιά τήν θεογνωσία, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔθεταν ὡς βάση τῆς θεολογίας τήν ἐμπειρία.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Πατερική καί Σχολαστική θεολογία

Μάταια ρήματα

Το ότι η Εκκλησία απέρριψε όλες αυτές τις θεωρίες των φιλοσόφων μπορεί να το δη κανείς συνοπτικά στο «Συνοδικόν» της Ορθοδοξίας, ένα κείμενο το οποίο διαβάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Μάλιστα όχι μόνον απορρίπτονται αυτές οι θεωρίες ως κακόδοξες, αλλά ρητώς και επανειλημμένως λέγεται ότι όσοι δέχονται τις θεωρίες των φιλοσόφων αναθεματίζονται από την Εκκλησία. Αναθεματίζονται όσοι δέχονται «τας Πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς» και όσοι λέγουν και δέχονται «ως αυθυπόστατον την ύλην». Επίσης αναθεματίζονται όσοι δέχονται και μεταδίδουν «τα μάταια και ελληνικά ρήματα», όσοι ισχυρίζονται ότι «προΰπαρξίς εστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν». Ακόμη αναθεματίζονται όσοι δογματίζουν «την ύλην άναρχον, και τας ιδέας, η συνάναρχον τω Δημιουργώ πάντων και Θεώ» και ότι όλα τα κτίσματα «αΐδιά τε εισι και άναρχα, και διαμένουσιν αναλλοίωτα». Επίσης αναθεματίζονται όσοι προτιμούν «την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν», όσοι ακολουθούν «τοις καθηγηταίς αυτών» και όσοι δέχονται «τας τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών».

Αλλά οι άγιοι Πατέρες απεδοκίμασαν και τον τρόπο τον οποίο χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι για να καταλήξουν σ' αυτά τα συμπεράσματα, δηλαδή την μεθοδολογία, γιατί αυτή οδηγεί σε πλανεμένες θεωρίες για τον Θεό, τον άνθρωπο και την δημιουργία. Οι φιλόσοφοι φιλοσοφούσαν με τον στοχασμό, την φαντασία και έχοντας ως κέντρο την λογική, ενώ οι άγιοι Πατέρες είχαν κέντρο τον νου…

Επομένως, η θεολογία δεν συγγενεύει με την φιλοσοφία, αλλά περισσότερο με την ιατρική… Στην ιατρική επιστήμη υπάρχει θεραπεία και δι' αυτής ο άνθρωπος οδηγείται στην υγεία. Το ίδιο συμβαίνει με την ορθόδοξη θεολογία…

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, «Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση»)

Μέγας Βασίλειος καί ησυχαστική ζωή

Ο Μ. Βασίλειος, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας τής Καππαδοκίας, διέπρεψε σέ πολλούς εκκλησιαστικούς τομείς, ήτοι τήν ποιμαντική, τήν ορθόδοξη διδασκαλία, τούς αντιαιρετικούς αγώνες, τήν φιλανθρωπία, τήν λειτουργική, τήν ασκητική κλπ. Ήταν ένας πολυτάλαντος καί πολυχαρισματούχος άνθρωπος καί Επίσκοπος πού άφησε σταθερά καί ανεξίτηλα ίχνη διαβάσεώς του από αυτήν τήν ζωή. Καί μόνο τήν θεία Λειτουργία πού φέρει τό όνομά του νά μάς άφηνε, καί η οποία αποτελεί μιά ζωντανή παρουσία του καί μάς τρέφει πνευματικά κάθε φορά πού τήν τελούμε, θά ήταν μεγάλο καί θαυμαστό τό έργο του.

Πάντως, η επίδραση πού άσκησε στούς συγχρόνους καί μεταγενεστέρους του οφείλεται στήν προσωπική εμπειρία τού Θεού πού είχε αποκτήσει, πράγμα πού διακρίνεται σέ όλα τά κείμενά του. Όταν κανείς διαθέτη μιά τέτοια πνευματική εμπειρία, τότε η θεολογία του έχει σταθερότητα καί ακρίβεια, όταν βέβαια συντρέχουν καί άλλοι παράγοντες, όπως η παιδεία καί η γνώση τού αντικειμένου. Μέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά ερμηνεύσουμε τό επίθετο «ουρανοφάντωρ», πού τού προσέδωσε η εκκλησιαστική παράδοση.

Ο Μ. Βασίλειος γνώρισε προσωπικά τήν ησυχαστική ζωή από τότε πού ησκείτο παρά τόν Ίριν ποταμό στόν Πόντο καί αυτή η ησυχαστική-νηπτική ζωή πέρασε μέσα σέ όλα τά κείμενα, στά οποία κάνει λόγο γιά τήν μοναχική ζωή. Στήν παρούσα εισηγήση θά παρουσιασθούν εν συντομία μερικές πλευρές τής διδασκαλίας του γιά τήν ησυχία, ως μεθόδου γνώσεως τού Θεού.

(Από τήν ομιλία τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου στό Βουκουρέστι –βλ. σελ. 1, 8-9)

Μιά «ἰδιωτική θρησκεία»

Στήν σύνταξη τῶν νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν γιά τά Θρησκετικά στήν Ἑλλάδα στά πλαίσια τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, διαπιστώνονται διάφορα προβλήματα.

Μεταξύ αὐτῶν τῶν προβλημάτων εἶναι «ἡ θολή ἐννοιολόγηση τῆς θρησκείας», ἀλλά καί «ὁ τρόπος ἀνάπτυξης τῶν χρησιμοποιημένων ἐννοιῶν», καί ὅπως παρατηρεῖται «ἡ ἐπιφανειακή καί πρόχειρη διασύνδεση τῶν ἐννοιῶν στίς διάφορες θρησκεῖες ἀναδεικνύει ἕνα ἐπιπρόσθετο πρόβλημα, αὐτό τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ». Ἑπομένως, τό τρίτο αὐτό μοντέλο θρησκευτικοῦ μαθήματος, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, δημιουργεῖ «σύγχυση στόν μαθητή», καί ἕνα «θολό τοπίο» καί ταυτόχρονα δημιουργεῖ μιά «ἀτομική θρησκεία», «ὅπου ὁ καθένας ἐπιλέγει ἀπό κάθε θρησκεία ὅ,τι θέλει καί δημιουργεῖ τή δική του θρησκεία».

...

Ὁ καθηγητής Κωνσταντῖνος Δεληκωνσταντῆς στό βιβλίο του μέ τίτλο «Ἡ σχολική θρησκευτική ἀγωγή» καί ὑπότιτλο «Μεταξύ παιδαγωγικῆς καί θεολογίας» ἀναφέρει τόν Hans Kung πού κάνει λόγο γιά «μετασχηματισμό τῆς θρησκείας», γιά «ἐξατομίκευση» καί «πλουραλιστικοποίηση» τῆς θρησκευτικότητας, πού «προχωρεῖ μέ ὅλο καί πιό γρήγορους ρυθμούς». Αὐτό δίνει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα «νά ξεφεύγει ἀπό τή θεσμοποιημένη καί τυποποιημένη θρησκεία, νά βρίσκει τόν δικό του δρόμο καί τίς δικές του ἀπαντήσεις». Μέ αὐτή τήν νοοτροπία οἱ ἄνθρωποι κατασκευάζουν μιά «ἰδιωτική θρησκεία» «ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τους, μέ πολλά γνήσια θρησκευτικά ἀλλά καί παραθρησκευτικά ἤ ψευδοθρησκευτικά στοιχεῖα».

Ὁ Hans Kung παρατηρεῖ: «Ἡ θρησκεία "χρησιμοποιεῖται" σύμφωνα μέ τό νόμο τῆς ἀγορᾶς, ἤ μᾶλλον σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ σουπερμάρκετ. Οἱ ἄνθρωποι ἐπιλέγουν, αὐτοεξυπηρετοῦνται ἀνάλογα μέ τίς προκαθορισμένες πνευματικές τους ἀνάγκες. Φτιάχνει ὁ καθένας τό δικό του πρότυπο, κατά τό δοκοῦν. Ἐπιλέγει καί ἀπορρίπτει. Καί ἀφοῦ ἔχει ἀπορρίψει κάτι, συνεχίζει νά ἀναζητᾶ νέες προσφορές. Καί οἱ προσφορές εἶναι ὄντως πολυάριθμες».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου:  Εἰσήγηση Ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας (9-3-2016)

Μοναχοὶ καὶ Ἱεροὶ Κανόνες

Ἀπὸ ὅσα παρατέθησαν φαίνεται ὅτι ὁ μοναχικὸς βίος εἶναι πράγματι ὑψηλὸς διότι παραπέμπει στὴν ζωὴ τῶν Πρωτοπλάστων πρὸ τῆς πτώσεως, ἀλλὰ καὶ ἀποβλέπει στὴν ἐσχατολογικὴ ζωὴ τῶν δικαίων στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ πρέπει νὰ ἐξασκῆται μὲ ταπείνωση, ὑπακοή, προσευχὴ καὶ ἱερὰ ἡσυχία. Διαφέρει σαφῶς ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ κοσμικὴ ζωή.

Ἀκριβῶς γι αὐτὸν τὸν λόγο ὁ διάβολος, ὅπως πείραξε τοὺς Πρωτοπλάστους στὸν Παράδεισο, προσπαθεῖ νὰ ἀλλοιώση τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ πολιτεία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχοντας ὑπ ὄψη τοὺς ἀφ ἑνὸς μὲν τὸ ὕψος τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἀφ ἑτέρου δὲ τοὺς πειρασμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ὁ διάβολος πολεμᾶ τὸν μοναχικὸ βίο, ἐχάραξαν τὰ πλαίσια μέσα στὰ ὁποία πρέπει νὰ κινῆται. Αὐτὴν τὴν ἀξία ἔχουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες. Ἔτσι διασώζεται καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅπως ἔχουμε τονίσει προηγουμένως, οἱ ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἐντάλματα ἀνθρώπων οὔτε νομικὰ κείμενα, ἀλλὰ ἐνεργήματα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐφώτισε τοὺς ἁγίους Πατέρας νὰ τοὺς διατυπώσουν γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν σωτηρία τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐκφράζουν τὴν ποιμαντικὴ τὴν ὁποία ἐξασκεῖ ἡ Ἐκκλησία σὲ ὅλα τὰ μέλη της. Εἶναι μιὰ ἁγιασμένη, συμπεπυκνωμένη ἐκκλησιαστικὴ πεῖρα.

Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δεχόμαστε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν οὐσία τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ βέβαια οἱ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι εὐαίσθητοι στὰ δόγματα καὶ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὑπακούουν στὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸ Ὁποῖο ἐνεργεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐκφράζεται διὰ τῶν Ἀποφάσεων τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός).

Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου: «Ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»

Πάσχει ὁ αἰῶνας μας ἀπὸ μίαν πολυμερῆ διάχυσιν πρὸς τὰ ἔξω καὶ μαζί του πάσχουν καὶ οἱ χριστιανοί μας. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ πολυπραγμοσύνη, ὁ σκορπισμὸς τῆς ψυχῆς μᾶς εἰς τὰ ἀνθρώπινα, ἀποτελοῦν τὸν χαρακτῆρα τοῦ βίου τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑλικὴ λάμψις τοῦ μηχανικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Κίρκη αὐτὴ τῶν ὀφθαλμῶν, μετέβαλε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἄνοα καὶ ἄψυχα κινούμενα.

Ἂς ἀφήσωμεν τὴν ἁμαρτίαν, τὴν ἀγωνίαν, τὴν δυστυχίαν, αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τῆς περιφορᾶς τοῦ νοῦ εἰς τὰ γήϊνα, τῆς πλανήσεως ἠλιθίως τῶν ὀφθαλμῶν, τῆς μακρύνσεως ἀπὸ τῆς ἑστίας μας. Ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ μὴ γνωρίζη ὅτι «ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ ὅτι, ἡ πρὸς τὰ ἔξω περισσοτέρα του πρέποντος ἐνασχόλησις εἶναι ἔργον τοῦ σατανᾶ. Ἐν τούτοις, ὅλως ἀνυπόπτως, οἱ χάριτι πιστεύοντες εἰς τὸν Χριστόν, περιπλέκονται εἰς τὰ δίκτυα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων, μὲ τὴν ἀντίληψιν τῆς ψυχικῆς ὠφελείας, διότι λείπει τὸ μέτρον, ἡ γνῶσις τῶν ὁρίων. Δὲν φθάνει νὰ ἐπιθυμῶμεν τὸ ἀγαθόν, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ γνωρίζωμεν καὶ ποὺ εὑρίσκεται καὶ πὼς κατακτᾶται. Διὰ τοῦτο πολλάκις, ἐνῷ ἐπιζητοῦμεν τὸ καλὸν καὶ ὠφέλιμον ψυχικῶς, παθαίνομεν τὸ ἀντίθετον. Καλόν, βέβαια, εἶναι νὰ ἀναγνώσωμεν ἕνα-δύο-τρία βιβλία, ἂς εἴπωμεν, πνευματικά. Ἐὰν ὅμως περιορισθῶμεν εἰς τὴν ἁπλὴν μάθησιν καὶ δὲν ἀγωνισθῶμεν νὰ κάμωμεν κτῆμα μας τὰ ὠφέλιμα, τότε μένομεν ἁπλῶς μὲ τὴν «ψιλὴν γνῶσιν». Εἶναι πολὺ δυσκολώτερον ἀπὸ μίαν ἀνάγνωσιν ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ μελέτη, αὐτὰ ποὺ κυρίως δίδουν πνευματικοὺς καρπούς. Διότι πολλάκις ἡ ἀνάγνωσις ἑνὸς βιβλίου ἡ ἡ ἀκρόασις μιᾶς ὁμιλίας, ἴσως νὰ ὀφείλωνται εἰς τὸ πνεῦμα τῆς πολυπραγμοσύνης, τῆς ἐξωστρεφείας, τῆς ἄνευ βάθους περιεργείας.

Αὐτὸ διεπίστωσα τελευταίως μεταξὺ τῶν κοσμικῶν Χριστιανῶν μας. Πνευστιῶντες τρέχουν νὰ προφθάσουν μίαν ὁμιλίαν, μίαν διάλεξιν εἰς κοσμικὰς αἰθούσας ἀπὸ τὸν οἱονδήποτε αὐτοχειροτόνητον κήρυκα τοῦ θείου λόγου. Καὶ ἐὰν ἐλέγοντο τοὐλάχιστον πάντοτε σωστὰ πράγματα θὰ ἤξιζεν ἡ θυσία. Εἶναι πολλοὶ ὁμιληταὶ πού, ἀντὶ νὰ οἰκοδομήσουν, κρημνίζουν, καὶ ἀντὶ νὰ φωτίσουν, σκοτίζουν, διότι καὶ αὐτοὶ οἱ δυστυχεῖς εἶναι ἄνθη των μὲ ἀπόπνοιαν προτεσταντικὴν αἰθουσῶν, ποὺ οὔτε γνωρίζουν τί λέγουν, οὔτε «περὶ ποίων διαβεβαιοῦνται». Ἀγνοοῦν το τοῦ ἁγίου Ἰακώβου: «ἀδελφοί μου, μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε...»

Ἀλλὰ δὲν πρόκειται διὰ τούτους, ἀλλὰ τὰ ἄκακα πρόβατα ποὺ χάνουν τὸν πολυτιμότατον χρόνον των ἀσκόπως εἰς τὰς αἰθούσας. Ἐδῶ ὅμως πρέπει νὰ κάμωμεν τὴν διασάφησιν, ὅτι μεταξὺ τῶν ὁμιλητῶν, ὑπάρχουν δόκιμοι Θεολόγοι, γνωστοὶ διὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά των, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἀκούωμεν ἐπὶ ζητημάτων μάλιστα, ποὺ συμβαίνει νὰ ἀγνοοῦμεν. Δι' αὐτοὺς ὑπερθεματίζομεν. Διὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀμφιβόλους, τοὺς μὴ μαθόντας τὴν θεωρίαν διὰ πράξεως δὲν θὰ εἴπωμεν τίποτε. Θὰ εἴπωμεν ὅμως εἰς τοὺς ἀκροατάς των, τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, ποὺ δὲν εὑρέθη κανεὶς νὰ τοὺς εἴπη: Ἀντὶ νὰ χάνετε εἰς τοὺς δρόμους μίαν-δύο ὧρες καὶ μίαν εἰς τὴν αἴθουσαν ἀκούοντες τετριμμένα ἠθικολογικὰ κηρύγματα, ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνουν καὶ ποτὲ δὲν ὠφελοῦν, -διότι δόξα τῷ Θεῷ «ἡ γνῶσις ἐπληθύνθη καὶ ἡ οἰκοδομῇ ἡ ψυχικὴ δὲν εἶναι ὑπόθεσις ἀκοῆς, ἀλλὰ ἐσωτερικοῦ πόνου –δὲν θὰ ἦτο προτιμότερον, νὰ κλεισθῆτε εἰς τὸ σπίτι σας καὶ μάλιστα ἑρμητικῶς, διὰ νὰ μὴν ἔρχεται ὁ θόρυβος τοῦ δρόμου, νὰ λησμονηθῆτε ὀλίγον εἰς τὸν ἑαυτόν σας, καὶ νὰ «εἰσέλθητε εἰς τὸ ταμιεῖον σας»; Ὕστερα νὰ πάρετε τὸ κομβοσχοίνι καὶ νὰ ἀρχίσετε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησον ἡμᾶς», ἕως ὅτου, «ἐν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις», ὁ ἄγγελός σας ἀγγίξη τοὺς ὀφθαλμούς σας καὶ ἀναβλύσουν δάκρυα μετανοίας, ὕστερα φόβου, καὶ ὕστερα ἀγάπης Θεοῦ; Καὶ οὕτω νὰ ἰδῆτε τὸν Χριστὸν μυστικῶς εἰς τὴν καρδίαν σας, νὰ σᾶς ἐμπλήση, νὰ σᾶς χορτάση καὶ γνῶσιν καὶ πίστιν καὶ ἀγάπην καὶ ἀλήθειαν, ποὺ τώρα ζητεῖτε χιμαιρικὰ εἰς τὰς αἰθούσας καὶ ποὺ ποτὲ δὲν θὰ εὕρητε;

(Περιοδικὸ «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη», Ἰαν. 1959).–

Μόνον ο άνθρωπος

Η φανέρωση τού Τριαδικού Θεού κατά τήν ανάπλαση τού ανθρώπου (κατά τήν Βάπτιση τού Χριστού) δείχνει καί μιά άλλη θεολογική αλήθεια, ότι δηλαδή μόνον ο άνθρωπος είναι επίγειος μύστης καί προσκυνητής τής Αγίας Τριάδος, αλλά καί ότι είναι ο μόνος κατ' εικόνα τού Τριαδικού Θεού δημιουργημένος. Όπως επεξηγεί θεολογικά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τά ζώα δέν έχουν νού καί λόγο, αλλά μόνο πνεύμα ζωτικό, τό οποίο πνεύμα δέν υφίσταται καθεαυτό, πράγμα πού σημαίνει ότι όταν πεθαίνουν τά ζώα χάνεται καί τό πνεύμα, δέν παραμένει, αφού δέν έχει ουσία, αλλά μόνο ενέργεια. Επίσης, οι άγγελοι καί αρχάγγελοι έχουν νού καί λόγο, αλλά δέν έχουν πνεύμα πού ζωοποιεί σώμα, αφού είναι υπέρ αίσθηση. Ο άνθρωπος όμως έχει νού, λόγο καί πνεύμα πού ζωοποιεί συνημμένο σώμα, γι' αυτό καί αυτός μόνο είναι κατ' εικόνα τής τρισυποστάτου θεότητος. Άλλωστε, γι' αυτόν τόν λόγο ο Υιός καί Λόγος τού Θεού, προκειμένου νά σώση καί νά μεταμορφώση τόν κόσμο, έγινε άνθρωπος καί όχι άγγελος, αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη τής δημιουργίας. Έτσι, διά τού θεουμένου ανθρώπου έχουμε καί τήν μεταμόρφωση καί αλλαγή τής κτίσεως.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Δεσποτικές Εορτές)

Ναός

…Ο Θεός δεν έχει έναν ιδιαίτερο τόπο, αφού Αυτός είναι ο τόπος πάντων. Όλη η γη ανήκει στον Θεό. «Του Κυρίου η γη, και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή» (Ψαλμ. κγ , 1). Όμως, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τόπο Θεού εκείνον μέσα στον οποίο γίνεται «έκδηλος η ενέργεια αυτού». Και, πραγματικά, όπως παλαιά στα θυσιαστήρια και σε άλλους χώρους γινόταν έκδηλη η ενέργεια του Θεού, το ίδιο γίνεται μέσα στους Ναούς των Χριστιανών. Ο Ιερός Ναός γίνεται «τόπος εμφανείας της δόξης» του Θεού. …

Βέβαια, αυτά δεν μπορούμε εμείς να τα καταλάβουμε με την λογική, αλλά είναι βιώματα των αγίων. Αν αποκτήσουμε καθαρές πνευματικές αισθήσεις, ιδιαιτέρως αν φωτισθή ο νους μας, θα καταλάβουμε, δηλαδή, ότι ο Ναός δεν είναι απλώς ένα κατασκεύασμα και ένας κοινός τόπος, αλλά ο οίκος του Θεού και ο οίκος των αγίων στους οποίους είναι αφιερωμένος. …

Μέσα στους Ναούς οι άγιοι αισθάνονται την παρουσία του Θεού. Γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα αποκαλέση τους Ναούς λιμάνια μέσα στο πέλαγος. Η ζωή μας πολλές φορές είναι φουρτουνιασμένη. Οι Ναοί είναι τα πνευματικά λιμάνια. Ο δε άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης θα πη εκστατικά: «Ω ναέ άγιε, πόσο άνετα και ευχάριστα νοιώθει κανείς, όταν προσεύχεται κάτω από τους θόλους σου! Που γίνεται θερμότερη η προσευχή παρά μέσα στο Ναό, μπροστά στον θρόνο του Θεού και κάτω από το βλέμμα Του; Η ψυχή μέσα στο Ναό μαλακώνει από την κατανυκτική προσευχή και τα δάκρυα τρέχουν στις παρειές άφθονα... Μέσα στον άγιο ναό και εμείς οι ίδιοι γινόμεθα ναός του Αγίου Πνεύματος με τις προσευχές, τα λόγια του Θεού και τα μυστήρια».

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ο Βλέπων)

Ναυπάκτου Ἱδρυματα

2023 319 08sἈπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐπισκοπικῆς μου διακονίας ἄκουσα πολλά παράπονα τῶν πολιτῶν τῆς Ναυπάκτου γιά τήν λειτουργία καί διαχείριση τῶν Ἱδρυμάτων καί δέχθηκα προτάσεις νά προσέξω νά μήν ἐμπλακῶ στή διαχείρισή τους, διότι ἀλλά λειτουργοῦσαν πλημμελῶς καί σέ ἄλλα δέν ἐκπληρώνονταν οἱ σκοποί τους. Ὑπῆρξε πρόταση καί σκέψη νά μήν ἀναλάβω τήν προεδρία τῶν Ἱδρυμάτων, ἀλλά τελικά τήν ἀπέρριψα, γιατί τό εἶδα ὡς ἀφορμή νά ἀσχοληθῶ καί μέ τό κοινωνικό αὐτό ἔργο καί, βέβαια, δέν ἐπιθυμοῦσα νά ἀρνηθῶ τήν ἐπιθυμία τῶν Εὐεργετῶν νά εἶναι πρόεδρος ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης.

[...]

Μόλις ἀπέκτησα κάποια ἐπαρκῆ γνώση τοῦ θέματος, καθιέρωσα νά γίνεται μία Κυριακή τοῦ ἔτους, κυρίως κατά τόν μήνα Δεκέμβριο, ἀργότερα τόν Ἰανουάριο, θεία Λειτουργία καί μνημόσυνο γιά τούς εὐεργέτες καί δωρητές καί ἀμέσως μετά νά γίνεται δημόσιος Ἀπολογισμός τοῦ ἔργου τῶν Ἱδρυμάτων-Κληροδοτημάτων τοῦ προηγούμενου ἔτους. Αὐτό εἶχε ἐξαιρετική ἐπιτυχία καί ἀπέδωσε καρπούς, διότι καί ἐνημερώνονταν οἱ Ναυπάκτιοι πολίτες καί χορηγοῦνταν δημoσίως οἱ ὑποτροφίες στούς μαθητές καί φοιτητές, ἀλλά κυρίως ἀποδιδόταν ὁ ἁρμόζων σεβασμός στούς Εὐεργέτες μας.

[...]

Ἕως ὅτου ἀνέλαβα τήν Προεδρεία τῶν Ἱδρυμάτων, ἡ βάση τους ἦταν στό Δημαρχεῖο, μετά ἡ βάση τους ἔγινε ἡ Ἱερά Μητρόπολη. Ἔτσι, ὅταν ἔγινε σαφέστατο ὅτι Πρόεδρος τῶν Ἱδρυμάτων-Κληροδοτημάτων εἶναι ὁ Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτά, τότε ἔπαυσε τό θέμα αὐτό νά εἶναι ἀντικείμενο πολιτικοῦ ἀνταγωνισμοῦ. Ἀπό τότε τά Ἱδρύματα ἄρχισαν νά λειτουργοῦν καλά καί νά ἐκπληρώνονται οἱ σκοποί τῶν Εὐεργετῶν-Δωρητῶν.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τά Ἱδρύματα καί Κληροδοτήματα τῆς Ναυπάκτου

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιὰ τὸν Ἅγιο Δημήτριο

Τὸ ὅτι ἡ μοναχικὴ ζωὴ εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ζωὴ καὶ ὁ μοναχὸς ὁ εὐαγγελικῶς ζὼν φαίνεται καὶ σὲ ὁμιλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιὰ τὸν ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης ὅπου τὸν παρουσιάζει ὡς μοναχό. Φυσικά, στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου δὲν ὑπῆρχε μοναχισμός, ὅπως ἐμεῖς τὸν γνωρίζουμε σήμερα, ἀλλὰ κάθε Χριστιανὸς ποῦ τηροῦσε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν στὴν οὐσία μοναχός.

Σὲ ὁμιλία τοῦ στὸν ἅγιο Δημήτριο ὁ θεῖος Γρηγόριος ἐκθέτει ἀνάγλυφα τὴν παρθενία τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς του. Ζοῦσε τὴν καθολικὴ παρθενία, ἔστω κι ἂν ἦταν ἀνώτατος ἀξιωματικὸς τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ.

Ὁ ἅγιος Δημήτριος, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, καταγλαΐστηκε μὲ προφητικὴ δύναμη καὶ ἀξιώθηκε "ἀποστολικῆς καὶ διδασκαλικῆς διακονίας καὶ προεδρίας". Ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ ἀρετὲς καὶ δὲν ὑστέρησε σὲ ἄσκηση ἀπὸ τοὺς ὁσίους "καὶ τῆς διὰ βίου κατὰ τούτους λαμπρότητος". Ἀλλὰ ἄλλους ἀκολούθησε, μὲ ἄλους ἦταν ὅμοιος, ἄλλων ἦταν προϊστάμενος καὶ ἄλλους ὑπερέβαλε. Διέθετε πολλὰ χαρίσματα.

Ὁ ἀγῶνας τὸν ὁποῖον ἔκανε ὁ ἅγιος Δημήτριος στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς ἦταν ἐφάμιλλος μὲ τὸν ἀγῶνα τῶν μεγάλων ἀσκητῶν. Κρατοῦσε τὸν νοῦ τοῦ καθαρὸ ἀπὸ κάθε ἄπρεπο λογισμό, φύλαττε τὴν ἀμίαντη Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τηροῦσε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι "Θεοῦ βίβλος οἷον καὶ θεοχάρακτός τις ὑπάρχων πυκτὶς καὶ πλὰξ ἢ πίναξ δακτύλῳ γεγραμμένη Θεοῦ καὶ προτειθεμένη τοὶς πᾶσιν εἰς κοινὸν ὄφελος". Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἅγιος Δημήτριος ἦταν παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Ὁ Ἁγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης»

Ὅ Ἅγιος Καλλίνικος γιὰ τὴν σιωπὴ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν πιστῶν

Ὅ Ἅγιος Καλλίνικος γιὰ τὴν σιωπὴ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν πιστῶν

Ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν Θεοτόκο, τήν ὁποία γνώρισε ἀπό τήν µικρή του ἡλικία στό Μοναστήρι τῆς Προυσιώτισσας. Τόν συγκινοῦσαν βαθύτατα οἱ ἀκολουθίες της καί συχνά ἀναφερόταν σέ κηρύγµατά του σέ αὐτήν [...] Στό κήρυγμα (του) πού [..] ἔγινε κατά τήν ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἔτους 1976 [...] τό θέµα του ἦταν ἡ σιωπή τῆς Θεοτόκου. Θά κάνω µερικά σχόλια σέ αὐτήν τήν ὁμιλία [...]

Προτρέπει τούς ἀκροατές του νά σιωποῦν µπροστά στίς θλίψεις τῆς ζωῆς. Μάλιστα δίνει καί τό στίγµα αὐτῆς τῆς σιωπῆς. Νά διακατέχωνται, δηλαδή, ἀπό τήν αὐτομεμψία, τήν µεγάλη αὐτή ἀρετή πού συνιστᾶ γνήσιο ὀρθόδοξο φρόνημα.

Ἔτσι, στήν πολυθόρυβη ἐποχή πρέπει νά ἀντιτάξουμε τήν σιωπή, τήν ἡσυχία. Τήν θεωρεῖ ὡς τόν πνεύμονα τῆς πνευµατικῆς ζωῆς, ὡς τά ἀντισώματα τῆς φυσικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό ὑπογραμµίζει: «Νά γίνωμε ἄνθρωποι σιωπῆς. Μόνο µέσα ἀπό τήν σιωπή θά ἀνοίξουμε τήν οἰκία τῆς εἰρηνεύσεως, τῆς ἡσυχίας, τῆς χαρᾶς». [...]

Ἡ ὁμιλία αὐτή ἔχει µεγάλη σηµασία, γιατί, ὅπως εἶπα προηγουµένως, περικλείει ὁλόκληρη τήν ζωή τοῦ Γέροντός µου. Αὐτός ἤξερε νά ὁμιλῆ καί νά σιωπᾶ. Ὅταν σιωποῦσε ἐξωτερικά, διαλεγόταν µέ τόν Θεό καί ὅταν μιλοῦσε µέ τούς ἀνθρώπους, ὁ λόγος του ἠἤταν κραυγή βαθυτάτης σιωπῆς. Κατηύθυνε τό ποίµνιό του µέ τό ὀρθόδοξο ἤθος καί τό καθοδηγοῦσε ἁπλανῶς στήν ὁδό πρός τήν θέωση. Δέν ταν ἕνας ἐπιδερμικός καί ἕνας ἐξωτερικός καί ἀναιμικός κοινωνιολόγος. Ὅλα τά ἔβλεπε µέσα ἀπό τήν θεολογία, τήν ἁγιολογία καί τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡ ὁδός πρός τήν ἁγιότητα

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ὁ Ἁγιορείτης

Κατά καιρούς διάβασα πολλά γιά τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, τά ὁποῖα δέν μοῦ εἶχαν κάνει καλή ἐντύπωση. Ἄλλα ἀπό αὐτά μιλοῦσαν γιά τήν δράση του στόν παιδευτικό χῶρο τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων, ἄλλα ἔκαναν λόγο γιά τήν λαϊκότητα τοῦ ἁγίου, ἀφοῦ τόν παρουσίαζαν ὡς δημοτικιστή, καί ἄλλα μιλοῦσαν γιά τό ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, σάν νά ἦταν ἕνας πρόδρομος τῶν «ἱεραποστολικῶν» ἀνδρῶν πού ἐμφανίσθηκαν στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος μας. Ὀφείλω νά ὁμολογήσω ὅτι ἡ ἀποσπασματική χρησιμοποίηση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ἀπό ἀνθρώπους πού δέν ἐνστερνίζονταν ὅλη τήν παράδοση τοῦ Γένους μας μέ προκατέλαβαν ἔναντι τοῦ ἁγίου. Ὅμως, ὅταν μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά ἐπισκεφθῶ τό Ἅγιον Ὄρος καί πρό παντός ὅταν μέ ἀξίωσε νά συνδεθῶ πνευματικά μέ ἁγιορείτας πατέρας, τότε μπόρεσα κάπως νά εἰσδύσω στήν μεγάλη μορφή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ καί νά καταλάβω, κατά τό δυνατόν, τήν φυσιογνωμία του. Τότε κατάλαβα ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἦταν ἕνας φορεύς τῆς Παραδόσεως. Ἦταν ἕνας ἁγιορείτης στήν ζωή, τό φρόνημα καί σέ ὅλη του τήν ἀναστροφή. Καί ὅταν διάβασα ἐκ νέου τίς διδαχές του, μέσα ἀπό τήν ζωντανή παράδοση πού διαφυλάσσεται ἕως σήμερα στό Ἅγιον Ὄρος, τότε ἐνθουσιάστηκα.

...

Ἡ ἁπλότητά του, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀμεσότητα τοῦ λόγου, ἡ μεγάλη ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τό ἦθος του εἶναι ἔκφραση μιᾶς ἐσωτερικῆς ζωῆς, καρπός μιᾶς ἐκκλησιοποιήσεως. Εἶναι τό σύμβολο τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὁ τύπος τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ἡ ἔκφραση τοῦ ἡσυχαστικοῦ πνεύματος, ἡ μορφή τοῦ πραγματικοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λαός εἶδε σ’ αὐτόν κάτι γνήσιο, τόν ξεχασμένο ἑαυτό του, πού ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἀλλοτριωθῆ, καί τό ἰδανικό στό ὁποῖο ἔπρεπε νά κατατείνη. Ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ πρός τόν ἅγιο Κοσμᾶ, ἀλλά καί ἡ μεγάλη ἀπήχηση τῆς διδασκαλίας του στόν λαό εἶναι ἀπαύγασμα αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ὡς ἁγιορείτης

Ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἔκλαιγε γιά 17 χρόνια τίς ἁμαρτίες του. Τί σημαίνει αὐτό; Μετάνοια, ταπείνωση, προσευχή. Καί στήν συνέχεια ἀπέκτησε ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅτι ρίζα πάντων τῶν παθῶν εἶναι ἡ φιλαυτία καί φιλαυτία εἶναι «ἡ τοῦ σώματος ἄλογος φιλία». Καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι φίλαυτος εἶναι μισόθεος καί μισάνθρωπος. Ἐφ’ ὅσον ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, τό σῶμα του βασικά, δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ πραγματικά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Καί ὅταν θεραπεύη τήν φιλαυτία, τότε ἀποκτᾶ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, ἀγάπη μεγάλη γιά τόν Θεό, ἀγάπη μεγάλη γιά τόν ἄνθρωπο. Καί στήν συνέχεια βιώνει αὐτήν τήν ἔκρηξη τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό. Αὐτό ἔκανε καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς.

Διαβάστε προσεκτικά τίς διδαχές του, πού ἔχουν δημοσιευθῆ καί κυκλοφοροῦν, καί θᾶ δῆτε αὐτό τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς του. Θά δῆτε τόν Ἁγιορείτη Μοναχό, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τήν ἄφατη καί μεγάλη ταπείνωση, διακρινόταν γιά τόν γλυκύτατο λόγο του, τήν καθαρή ἀγάπη, μιά ἀγάπη ἡ ὁποία ἐξέρχεται ἀπό καθαρή καρδιά χωρίς ἰδιοτέλεια. Εἶχε ἀποκτήσει ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ἑπομένως εἶχε βαθυτάτη ταπείνωση, καθαρή ἀγάπη καί θά ἔλεγα ἀκόμη γλυκύτατο λόγο. Ὅταν μιλοῦσε γιά τόν Χριστό ἔλεγε: «Ὁ γλυκύτατός μου Ἀφέντης καί Δεσπότης». Καί ὅταν μιλοῦσε στόν λαό μιλοῦσε μέ πολύ ὡραῖο τρόπο, μέ γλυκύτητα, μέ ταπείνωση, μέ καθαρή ἀγάπη. Γι’ αὐτό καί ὁ λαός προσελκυόταν ἀπό τόν λόγο του. Ἦταν ἕνας μαγνήτης πού εἵλκυε τόν λαό ὁπουδήποτε καί ἄν πήγαινε. Ἀκολουθοῦσαν χιλιάδες ἄνθρωποι τόν ἅγιο Κοσμᾶ, γιά νά ἀκούσουν τήν διδαχή του. Ἦταν ἕνας Ἁγιορείτης Ἱερομόναχος καί εἶχε ἁγιορείτικο ἦθος. Καί βλέπετε, ἐπαναλαμβάνω, διαβάζοντας τά κείμενά του ἐκφράζεται αὐτό τό ἦθος τοῦ Ἁγιορείτη Μοναχοῦ.

Ναυπάκτου Ἱερόθεος:  «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση» τ. 217/Αὔγουστος 2014

Ὁ ᾍδης στένων βοᾷ

Στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γίνεται πολύς λόγος γιά τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη μέ τήν ἔννοια ὅτι εἰσῆλθε μέσα στό κράτος καί τό βασίλειο τοῦ θανάτου. Εἶναι συνταρακτικά τά τροπάρια πού ψάλλονται κατά τόν ἑσπερινό τοῦ Πάσχα, τά ὁποῖα ἀρχίζουν μέ τήν φράση «Σήμερον ὁ ᾍδης στένων βοᾷ». Παρουσιάζουν, δηλαδή, τόν Ἅδη νά φωνάζη μέ στεναγμό. Μεταξύ τῶν ἄλλων λέγει ὅτι κατελύθη ἡ ἐξουσία του, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἐλευθέρωσε ὅλους αὐτούς πού κατεῖχε ἀπό αἰώνων. Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια: «Κατεπόθη μου τό κράτος• ὁ ποιμήν ἐσταυρώθη καί τόν Ἀδάμ ἀνέστησεν• ὧνπερ ἐβασίλευον ἐστέρημαι• καί οὕς κατέπιον ἰσχύσας πάντας ἐξήμεσα• ἐκκένωσε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς• οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τό κράτος».

Πολύ σημαντικός γιά τό σημεῖο αὐτό εἶναι καί ὁ Κατηχητικός λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού διαβάζεται κατά τήν θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Μεταξύ τῶν ἄλλων λέγεται ὅτι ὁ Ἅδης ὅταν συνάντησε τόν Χριστό «ἐπικράνθη... κατηργήθη... ἐνεπαίχθη... ἐνεκρώθη... καθηρέθη... ἐδεσμεύθη». Στήν συνέχεια λέγεται ὅτι ὁ Ἅδης, μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ στόν Σταυρό, ἔλαβε θνητό σῶμα καί βρέθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἔλαβε γῆ-χῶμα καί συνάντησε οὐρανό, ἔλαβε αὐτό πού ἔβλεπε, δηλαδή ἀνθρώπινο σῶμα, ἀνθρώπινη φύση, καί νικήθηκε ἀπό αὐτό πού δέν ἔβλεπε, δηλαδή ἀπό τήν θεότητα.

Τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη περιέγραψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα: «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς καί συνέτριψας μοχλούς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ• καί τριήμερος, ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς ἐξανέστης τοῦ τάφου».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Οἱ Δεσποτικές Ἑορτές»

Ὁ ἄρτος πού ἔτρεφε τήν Παναγία.

Τί ἦταν αὐτός ὁ ἄρτος ἀπό τόν ὁποῖον τρεφόταν ἡ Παναγία; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφερόμενος σέ αὐτόν τόν εὐλογημένο ἄρτο πού ἔτρεφε τήν Παναγία λέγει ὅτι ὁ Θεός ἔστελνε «τροφήν ἄνωθεν ἀπόρρητον ἐκεῖ τῇ Παρθένῳ δι' ἀγγέλου». Ὅμως δέν ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄρτος τόν ὁποῖον ὁ ἄγγελος ἔπαιρνε ἀπό κάποιο σπίτι καί τόν μετέφερε στήν Παναγία, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἦταν ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «τήν τε φύσιν κρειττόνως ἀνερρώννυτο (ἐδυνάμωνε) καί κατά σῶμα τῶν ἀσωμάτων καθαρωτέρα καί ὑπερτέρα καί συνετηρεῖτο καί ἐτελεῖτο».

Εἶναι προφανές ὅτι δέν ἦταν μιά κτιστή τροφή, ἕνας ὑλικός ἄρτος, ἀλλά μιά ἄλλη διαφορετική, ξένη τροφή, δηλαδή ἦταν ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ἐνδυνάμωνε τό σῶμα τῆς Παναγίας γιά νά ἔχη νοερά προσευχή καί θεωρία Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Παναγία γιά δώδεκα χρόνια ἦταν μέσα στό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί εἶχε κοινωνία μαζί Του, εἶχε φθάσει στήν θέωση. Στήν πραγματικότητα ζοῦσε, ὅπως ζοῦσαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα στόν Παράδεισο πρίν τήν πτώση, γι' αὐτό καί ὅταν τήν ἐπισκέφθηκε ὁ ἄγγελος κατά τόν Εὐαγγελισμό γιά νά τῆς ἀναγγείλη ὅτι θά γίνη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ τήν ἀπεκάλεσε Κεχαριτωμένη.

Ἡ ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στόν Ναό καί ἡ διατροφή της ἀπό τήν οὐράνια τροφή πού τῆς ἔφερνε ὁ ἄγγελος μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι πρέπει νά στραφοῦμε περισσότερο σέ αὐτήν τήν οὐράνια τροφή, τόν πνευματικό οὐράνιο Ἄρτο, διότι ἔτσι θά χορτάσουμε ἀπό τήν πνευματική πείνα.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἐνιαύσιον 2012

Ο Γέροντας Σωφρόνιος για την Εκκλησία

Ο Γέροντας Σωφρόνιος αναλύει την ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που την κάνει να ξεχωρίζη από κάθε άλλη θρησκεία και Χριστιανική Ομολογία. Μέσα στην Εκκλησία μπορεί κανείς να ζήση το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού. Η θέα του ακτίστου Φωτός, η αίσθηση της θείας Χάριτος κατά την θεία Λειτουργία και την άσκηση, η εσωτερική ειρήνη και η πληροφορία, η ιερή ησυχία και η προσευχή κ.α., όλα αυτά δείχνουν την αλήθεια της Ορθοδόξου Παραδόσεως, που υπάρχει πλούσια μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γι’ αυτό και σε επιστολή του συνδέει στενά: δόγμα, Εκκλησία και άσκηση. Αλλού γράφει «ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διακρίνεται από όλες τις άλλες εκκλησίες σε τρία επίπεδα, γιατί: α) μόνη αυτή αληθεύει πλήρως στην θεολογία της, β) μόνη αυτή γνωρίζει το μυστήριο της χάριτος, της αγίας ζωής, και διαφυλάσσει στην πληρότητα τη θεία χάρη, και γ) είναι η αρχαιότερη, η θεμελιώδης, η βασική, από την οποία αποσχίσθησαν κατά καιρούς μεγαλύτερα η μικρότερα τμήματα». …

Ως ορθόδοξος εμπειρικός θεολόγος δεν μπορεί να δεχθή τον περιορισμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας και την θεωρία του οικουμενισμού, τον οποίο θεωρεί ως «μία από τις πιο επικίνδυνες αιρέσεις». Η προσπάθεια μερικών να δημιουργήσουν μια «παγκόσμια και αποστολική εκκλησία» είναι μια πλανεμένη προσπάθεια. Το ίδιο πλανώνται και εκείνοι που προσπαθούν να ζήσουν «κάποιο είδος υψηλού μυστικισμού, που υπερβαίνει τα όρια της εκκλησιαστικής αντιλήψεως της χριστιανικής θρησκείας». Συνιστά: «Προσεύχομαι στον Θεό εσείς να μη πλανηθείτε με όλα αυτά, αλλά να πιστεύετε ακράδαντα με την καρδιά και τον νου ότι υπάρχει πάνω στη γη εκείνη η Μία, Μοναδική και Αληθινή Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος. Η Εκκλησία αυτή διατηρεί αλώβητη και ακέραιη τη διδασκαλία του Χριστού (και όχι ξεχωριστά μέλη της), κατέχει το πλήρωμα της γνώσεως και της χάριτος και είναι αλάθητη». Και στην συνέχεια προσφέρει την ομολογία του, που είναι έκφραση εμπειρίας και ζωής.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»)