Skip to main content

Ἡ παγκόσμια δόξα τῆς Θεοτόκου

Ἡ Θεοτόκος εἶναι παγκόσμια δόξα, γιατί τό ἔργο της εἶναι οἰκουμενικό καί παγκόσμιο. Δέν πρόκειται γιά ἕναν προσωπικό ἁγιασμό, ἀλλά γιά ἕνα ἔργο πού ἔχει παγκόσμιες διαστάσεις, στούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, στό παρελθόν καί τό μέλλον, στά ἐπίγεια καί τά ἐπουράνια. […] Δέν μποροῦσε νά ἀρνηθῆ τήν εἴδηση ὅτι θά γίνη μητέρα τοῦ Χριστοῦ, γιατί εἶχε καί ἐσωτερική πληροφορία, τό γνωμικό της θέλημα ἔγινε φυσικό, ἀλλά χρειαζόταν καί ἡ δική της συγκατάθεση γιά νά φανῆ τό ἀνθρώπινο καί ὅτι ὁ Θεός δέν καταργεῖ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο πού Αὐτός τοῦ ἔδωσε. Ἡ παγκόσμια δόξα τῆς Θεοτόκου ὀφείλεται ὄχι ἁπλῶς στίς ἀρετές της, πού εἶχε πολλές, ἀλλά στόν καρπό τῆς κοιλίας της, τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος καί τήν δόξασε.

Ὅλη αὐτή ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου, πού εἶναι δόξα τοῦ Υἱοῦ της, εἶναι συνέπεια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως, πού ἔγινε στήν κοιλία της, καί τοῦ ἔργου πού ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἕνωσε τό ἄκτιστο μέ τό κτιστό, τόν Θεό μέ τόν ἄνθρωπο, διέλυσε τόν μεσότοιχο τῆς ἔχθρας, ἔφερε εἰρήνη καί ἄνοιξε τήν Βασιλεία, στήν ὁποία συμμετέχει καί ὁ ἄνθρωπος. Σέ αὐτό τό παγκόσμιο ἔργο συμμετέχει καί ἡ Θεοτόκος, ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, γιατί αὐτή ἔδωσε τήν σάρκα της γιά νά γεννηθῆ ὁ Χριστός κατά τήν ἀνθρώπινη φύση.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές

Ἡ Παράδοση τῆς Πόλεως

Μέχρι τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως λειτουργοῦσε ἡ καταφατική διάσταση τῆς Ρωμηοσύνης, ἐνῶ μετά τήν πτώση της λειτουργοῦσε καί μεγαλούργησε ἡ ἀποφατική διάσταση τῆς Ρωμηοσύνης, ἀφοῦ παρά τίς δυσκολίες ἀνέδειξε τούς νεομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη ἀνανέωσαν τό μαρτυρολόγιο, δηλαδή τό μαρτυρικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Μπορεῖ νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι μέχρι τό 1453 ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνέδειξε τό ὁμολογιακό της πνεῦμα, ἀφοῦ κατοχύρωσε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, καθώς ἐπίσης κατοχύρωσε τό μαρτυρικό καί ἡσυχαστικό της πνεῦμα. Μάλιστα δέ, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, ὁ ἡσυχασμός, πού ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ἀναπτύχθηκε ἀκόμη περισσότερο πρός τό τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας καί ἦταν ἐκεῖνος πού διαφύλαξε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζωντανή καί δυναμική κατά τήν Τουρκοκρατία καί αὐτή ἐνεψύχωσε ὅλο τό ὑπόδουλο γένος καί ἀνέδειξε, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, τούς μάρτυρας καί ὁμολογητάς τῆς πίστεως.

Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης... εἶπε σέ προφορική του ὁμιλία ὅτι «ἄλλο εἶναι ἡ ἰατρική ἐπιστήμη καί ἄλλο ἡ πολιτική, ἡ μία δέν ἔχει σχέση μέ τήν ἄλλη. Βέβαια, οἱ ἰατροί (δηλαδή οἱ Κληρικοί καί μοναχοί) εἶχαν πέσει μέ τά μοῦτρα νά σωθῆ ἡ Αὐτοκρατορία, ἀλλά εἶχε φθάσει ἡ Αὐτοκρατορία σέ τέτοιο σημεῖο, πού δέν ἐσώζετο. Ἀλλά ὅμως ἡ ἰατρική ἐπιστήμη σώθηκε. Καί διατηρήθηκε ὅλα τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας».

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πίστη πού ἦταν ἡ βάση τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ πίστη πού ἔχει θεραπευτικά ἀποτελέσματα εἶχε γίνει ἡ κυρία πολιτική τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅμως, ὅταν χάθηκε ἡ πολιτική αὐτή, δέν χάθηκε καί ἡ θεραπεία.

Ἔτσι, ὅπως ἀλλοῦ ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης, ἡ 29η Μαΐου εἶναι ἡμέρα ἀποφράς, διότι καταλύθηκε ἡ ἐναπομείνασα Αὐτοκρατορία, ἀλλά ὅμως μπορεῖ νά θεωρηθῆ καί ὡς ἡμέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀπαλλάχθηκε ἀπό τίς ἐκκοσμικευμένες προσμίξεις της καί διατήρησε τήν ἡσυχαστική παράδοση.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἐκκλησιαστικοί Ἀναβαθμοί)

Ἡ Πεντηκοστή

Ἡ Πεντηκοστή εἶναι ἡ δεύτερη σέ σπουδαιότητα ἑορτή τῶν Ἰουδαίων μετά τό Πάσχα, καί ἑόρταζαν, κατά τήν παράδοση, τήν παραλαβή τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Μωϋσῆ στό ὄρος Σινᾶ. Σαράντα ἡμέρες, δηλαδή, ἀπό τήν πρώτη ἑορτή τοῦ Πάσχα, ὁ Μωϋσῆς ἀνέβηκε πάνω στό ὄρος Σινᾶ καί παρέλαβε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα, ὅμως, ἡ Ἰουδαϊκή Πεντηκοστή ἦταν ἔκφραση εὐχαριστίας τῶν Ἰουδαίων γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν. Ἐπειδή συνέπιπτε μέ τήν περίοδο τοῦ θερισμοῦ ὀνομαζόταν «θερισμοῦ ἑορτή» καί οἱ Ἰουδαῖοι προσέφεραν στόν Ναό τίς ἀπαρχές τῶν καρπῶν. Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἑορταζόταν ἀπό τούς Ἰουδαίους πολύ λαμπρά, ὀνομαζόταν «ἑορτή ἑβδομάδων».

Ἡ σύντομη ἀναφορά στήν Ἰουδαϊκή Πεντηκοστή δείχνει ὅτι ἦταν τύπος τῆς Πεντηκοστῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐάν ὁ Μωϋσῆς παρέλαβε τόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν ἡμέρα τῆς Χριστιανικῆς Πεντηκοστῆς οἱ Μαθητές ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἔτσι βίωσαν τόν νόμο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τόν νόμο τῆς θείας Χάριτος. Ἐάν στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ ἄσαρκος Λόγος ἔδωσε τόν νόμο ἐπάνω στό Σινᾶ, στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἀναστάς σεσαρκωμένος Λόγος ἔστειλε τό Ἅγιον Πνεῦμα στούς Μαθητές, πού βρίσκονταν στό ὑπερῶο, καί ἔγιναν μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του. Ἐάν κατά τήν Πεντηκοστή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προσφέρονταν οἱ ἀπαρχές τῶν καρπῶν ἀπό τήν συγκομιδή, κατά τήν Πεντηκοστή τῆς Καινῆς Διαθήκης προσφέρθηκαν οἱ ἀπαρχές τῶν λογικῶν καρπῶν, ἀπό τήν συγκομιδή πού ἔκανε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, δηλαδή προσφέρθηκαν οἱ Ἀπόστολοι στόν Θεό. [...]

Τότε δόθηκε ὁ νόμος σέ λίθινες πλάκες, τώρα ὁ νόμος ἐγγράφεται στίς καρδιές τῶν Ἀποστόλων. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐστέ ἐπιστολή Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ’ ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλά ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Δεσποτικές ἑορτές

Ἡ πνευματική γέφυρα

Ὅταν ἔγραψα τό βιβλίο γιά τόν Προφήτη Σαμουήλ μέ τίτλο «Ὁ Βλέπων», τό ἀφιέρωσα σέ τρεῖς μεγάλες σύγχρονες μορφές τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ πού καί ἐμένα μέ βοήθησαν, μεταξύ των ὁποίων καί τόν ἀείμνηστο π. Θεόκλητο. Ἔγραφα στήν ἀφιέρωση: «Προσφορά στούς Βλέποντας τῶν χρόνων τῆς ἐξόδου καί τῆς εἰσόδου μου, π. Σωφρόνιο, π. Ἐφραίμ, π. Παΐσιο καί π. Θεόκλητο». Μέ τήν φράση «ἐξόδου μου καί εἰσόδου μου» ἐννοοῦσα τήν ἔξοδό μου ἀπό τόν σχολαστικό καί ἠθικιστικό τρόπο σκέψεως καί ζωῆς καί τήν εἴσοδό μου στόν ἡσυχαστικό τρόπο σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Τήν πρώτη ἐποχή πού ἐπισκεπτόμουν τό Ἅγιον Ὄρος ζοῦσαν ἐκεῖ ἡσυχαστές Πατέρες, πού περνοῦσαν τήν νύκτα μέ ἡσυχία καί προσευχή, ἀλλά ἐμεῖς, ὡς φοιτητές τήν ἐποχή ἐκείνη, ἐπηρεασμένοι ἀπό τόν κοινωνικό καί ἀκαδημαϊκό τρόπο σκέψεως καί ζωῆς, δέν μπορούσαμε νά τούς ἐκτιμήσουμε πολύ. Ἔτσι, ὁ Γέρων Θεόκλητος, μέ τόν διαλεκτικό τρόπο σκέψεώς του, μᾶς ἄνοιγε ὅλη αὐτήν τήν μοναχική καί ἡσυχαστική προοπτική καί ἀποτελοῦσε, κατά τήν μεταβατική ἐκείνη περίοδο, τήν πνευματική γέφυρα γιά νά περάσουμε ἀπό τίς ἀκαδημαϊκές θεολογικές σπουδές στήν ἐρημική ζωή τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. Ἀποτελοῦσε τήν γέφυρα μεταξύ τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καί τῆς χαρισματικῆς θεολογίας τῆς ἐρήμου.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, ἕνας λόγιος ἡσυχαστής. Ἐνιαύσιον 2007

Ἡ Προεδρία τῶν Ἱδρυμάτων

Ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ἕνας φορέας τῆς Πολιτείας, ἀλλά εἶναι «εἰς τύπον καί τόπον τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ» καί διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ὡστόσο, στήν Ναύπακτο, ὅταν ἄρχισα τήν ποιμαντική μου διακονία, διαπίστωσα ὅτι πολλοί Εὐεργέτες-Δωρητές τῆς Πόλεως καί τῆς Ναυπακτίας ὅρισαν τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ὡς Πρόεδρο τῶν Ἱδρυμάτων πού συνέστησαν, καί Πρόεδρο τῶν Ἐκτελεστικῶν Ἐπιτροπῶν τῶν διαθηκῶν τους [...]

Ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά παραμένη μόνον στήν λατρεία της, ἀλλά θά πρέπει νά ἀσκῆ καί φιλανθρωπικό ἔργο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἑνιαία ὀντότητα, δηλαδή ἔχει ψυχή καί σῶμα σέ μία ἀδιάρρηκτη ἑνότητα, γι’ αὐτό ὁ ποιμένας πρέπει νά ἐνδιαφέρεται γιά τόν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ Ἐπίσκοπος δέν πρέπει νά ἀδιαφορῆ γιά τά ὑλικά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων τοῦ ποιμνίου του.

Ἑπομένως, ἡ Προεδρία τῶν Ἱδρυμάτων καί Κληροδοτημάτων προσέφερε στήν Μητρόπολη Ναυπάκτου, ἀφ’ ἑνός μέν τήν δυνατότητα νά ἀσκῆ φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο στήν Πόλη καί τήν Ἐπαρχία, διά μέσου τῆς περιουσίας τῶν Εὐεργετῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν εὐκαιρία νά ἔρχεται σέ στενή ἐπικοινωνία καί συνεργασία μέ τόν Δήμαρχο καί τούς τοπικούς φορεῖς, προεδρεύοντας μάλιστα στά Ἱδρύματα καί Κληροδοτήματα καί ἔτσι, ἐκτός τῶν ἄλλων, νά ἰσχυροποιῆται στήν τοπική κοινωνία ὁ ἱερός θεσμός τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἐπισκόπου.

[...] Ἔτσι, μαζί μέ τόν θεολογικό καί ἐκκλησιαστικό λόγο, πού σκόρπισα πλούσια ὅλα αὐτά τά χρόνια στήν Ναύπακτο, διαχειρίστηκα νομικά καί νομίζω ἀποδοτικά τίς ἐπιθυμίες τῶν Εὐεργετῶν καί Δωρητῶν προσφέροντας οἰκονομική βοήθεια στούς μαθητές καί φοιτητές, ἀλλά στηρίζοντας καί ἄλλους φορεῖς τῆς Πόλεως στήν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τους.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τά Ἱδρύματα καί Κληροδοτήματατῆς Ναυπάκτου

Ἡ προέλευση τῆς θεολογίας

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά πῆ ὅτι οἱ ἅγιοι θεολογοῦν ἁλιευτικῶς καί ὄχι ἀριστοτελικῶς, δηλαδή θεολογοῦν ὅπως οἱ Ἀπόστολοι καί ὄχι κατά τόν τρόπο τοῦ Ἀριστοτέλους, μέ τήν φαντασία καί τόν στοχασμό.

Αὐτό ἀκριβῶς τό συναντοῦμε καί στήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Προέλευση τῆς θεολογίας του ἦταν ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἡ ὅλη θεολογία του εἶναι ἐμπειρία. Εἶναι χαρακτηριστικά δύο καταπληκτικά χωρία του πάνω στό θέμα αὐτό.

Στό πρῶτο ἐπισημαίνεται ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις ξεκινοῦν ἀπό τήν φιλοσοφία καί ἡ βάση τους εἶναι οἱ φιλοσοφικές ἀρχές. «Κἄν ἐξετάσῃς, ἴδοις ἄν πάσας ἤ τάς πλεῖστας τῶν δεινῶν αἱρέσεων ἐντεῦθεν λαβούσας τάς ἀρχάς». Πραγματικά ὑπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ τῆς φιλοσοφίας καί τῆς θεολογίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μερικές φορές ἀποκαλεῖ καί τόν Βαρλαάμ θεολόγο γιατί ἀσχολεῖται μέ τόν Θεό, ἀλλά τελικά λέγει ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ «θεολογία» καί ἄλλο ἡ θεοπτία.

Στό δεύτερο χωρίο γίνεται λόγος γιά τούς ὅρους πού χρησιμοποιοῦνται τόσο ἀπό τούς φιλοσόφους ὅσο καί ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν μερικούς φιλοσοφικούς ὅρους, ἀλλά μέ διαφορετική ἔννοια καί ἄλλο περιεχόμενο. Αὐτή ἡ τοποθέτηση εἶναι ἀναγκαία, γιατί δυστυχῶς μερικοί βλέποντας ἴδια ὁρολογία συγχέουν τά πράγματα μέ ἀποτέλεσμα νά ταυτίζουν τήν θεολογία μέ τήν φιλοσοφία.  Ὁ ἅγιος Γρηγόριος παρατηρεῖ: «Κἄν τις τῶν Πατέρων τά αὐτά τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ’ ἐπί τῶν ρημάτων μόνον΄ ἐπί δέ τῶν νοημάτων, πολύ τό μεταξύ΄ νοῦν γάρ οὗτοι, κατά Παῦλον, ἔχουσι Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἰ μή τι καί χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται». Τό νόημα τοῦ χωρίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῶν Πατέρων καί τῶν φιλοσόφων, ἀκόμη καί στήν χρήση τοῶν ὅρων.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης

Ἡ πρώτη συνάντηση

Ἡ συνάντησή μας ἔγινε σέ ἕνα δρομάκι ἔξω ἀπό τόν περίβολο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί, σύμφωνα μέ τήν συνήθειά του –ἐπειδή ἔπρεπε λίγο νά περπατᾶ, ἀφοῦ ἦταν σέ ἡλικία ὀγδόντα χρονῶν– μέ προσκάλεσε νά συζητήσουμε περπατώντας, γιά νά γίνουμε, ὅπως συνήθως ἔλεγε, «περιπατητικοί φιλόσοφοι». Αὐτός ἦταν ἕνας φιλόσοφος μέ τήν πατερική ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀφοῦ εἶχε τήν πραγματική φιλοσοφία, πού εἶναι ἡ ἐμπειρική θεολογία.

Ἀρχίζοντας τήν συζήτηση τοῦ εἶπα ὅτι αἰσθανόμουν ὅτι μέσα στήν καρδιά μου ἔβλεπα νά ὑπάρχουν διάφορα πάθη καί ἤθελα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό αὐτά γιά νά ἔχω πραγματική κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε: «Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι εἶναι χειρότερος καί ἀπό τά ζῶα καί ἀνάξιος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι μιά «φυσιολογική» (νόρμαλ) κατάσταση, καί ἐμπνέεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι βίωση τῆς κολάσεως πού εἶναι ἡ ἀρνητική θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Μέσα ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ βλέπουμε τήν κατάστασή μας, ὅπως προβάλλεται ἡ εἰκόνα μιᾶς διαφάνειας, ὅταν πίσω ἀπό αὐτή ὑπάρχη φῶς. Πρέπει νά μᾶς ἀνησυχῆ, ὅταν δέν αἰσθανόμαστε τά πάθη πού ὑπάρχουν μέσα μας».

 Ἀναλύοντας αὐτόν τόν λόγο του θέλω νά τονίσω ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ὑστέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ`, 23). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν τήν πτώση ζοῦσαν στόν Παράδεισο τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί μετεῖχαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἔχασαν αὐτήν τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, δηλαδή ἔχασαν τήν μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί περιέπεσαν σέ βαθύτατο σκοτάδι.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου:  Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής

Ἡ συγκρότηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους

Μετά τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἡ Α΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, τήν 1η Ἰανουαρίου 1822 κήρυξε «τήν πολιτικήν αὐτοῦ (τοῦ Ἔθνους) ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν» καί θέσπισε τό πρῶτο Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, μέ τό ὁποῖο καθιερώθηκε τό «προσωρινόν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος». Ὅμως, οἱ τότε Μεγάλες Δυνάμεις (Μ. Βρεττανία, Γαλλία καί Ρωσία) δέν ἀναγνώρισαν τό καθεστώς αὐτό στήν Ἑλλάδα.

Ὅμως, τό 1827 οἱ Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν στήν σύσταση τῆς αὐτονομίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Μέ τήν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση στήν Τροιζήνα τό 1827 τό «Ἑλληνικόν Ἔθνος» κήρυξε «τήν πολιτικήν αὐτοῦ ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν» καί σύστησε μέ τό Σύνταγμα «τάς θεμελιώδεις ἀρχάς τοῦ πολιτεύματός» του. Ἐξελέγη πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στό Ναύπλιο τόν Ἰανουάριο τοῦ 1828. Τό 1830 μέ τό Πρωτόκολλο τοῦ Λονδίνου ἀναγνωρίσθηκε ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ὁ Καποδίστριας μετά ἀπό τρία χρόνια, τό 1831, δολοφονήθηκε. Καί τό 1833 ἐπελέγη ὡς βασιλεύς ὁ Ὄθων.

Ἐν τῷ μεταξύ οἱ Μεγάλες Δυνάμεις, μαζί μέ τήν Τουρκία διαμόρφωσαν τό Διεθνές Δίκαιο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὅσοι εἶναι κάτοικοι τῆς ἀπελευθερωμένης Ἑλλάδος καί ὅσοι ἀγωνίσθηκαν γιά τήν ἀπελευθέρωσή της θά λέγωνται Ἕλληνες, ἐνῶ ὅσοι βρίσκονται ἐκτός τῶν ἐπαναστατημένων περιοχῶν θά λέγωνται Ρωμαῖοι - Γραικοί.

Μέ τίς συζητήσεις πού ἔγιναν στίς πρῶτες Ἐθνοσυνελεύσεις, ὁ Ἕλληνας πού κατοικοῦσε στό Ἑλληνικό Κράτος πού δημιουργήθηκε δέν εἶναι Ρωμηός, σύμφωνα μέ τά Πρωτόκολλα πού ὑπεγράφησαν, εἶναι Ἕλληνας καί γι’ αὐτό δέχθηκε ἡ Τουρκία τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Πατερική καί Σχολαστική θεολογία καί τό περιβάλλον τους

Η΄ καί Θ΄ Σύνοδοι

Οἱ δύο αὐτές Σύνοδοι (τοῦ 879-880 καί 1341-1368, κυρίως ἡ Σύνοδος τοῦ 1351) στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Οἰκουμενικές Σύνοδοι, γιατί πέραν τοῦ ὅτι ἔχουν ὅλες τίς κανονικές προϋποθέσεις νά χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές, συγχρόνως ἀσχολήθηκαν μέ σοβαρά θεολογικά ζητήματα, ἤτοι τό Πρωτεῖον τοῦ Πάπα, τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque) καί τό actus purus. Καί ἡ Σύνοδος τοῦ 879-880 ἀναγνώρισε τήν Σύνοδο τοῦ 787 ὡς Ζ΄ Οἰκουμενική.

Κι ἄν ἀκόμη μερικοί εἶναι διστακτικοί στό νά ἀναγνωρίσουν τίς Συνόδους αὐτές ὡς Οἰκουμενικές, παρά ταῦτα εἶναι ὑποχρεωμένοι νά θεωρήσουν ὅτι εἶναι Τοπικές Μείζονες Σύνοδοι καί, ἑπομένως, οἱ ἀποφάσεις τους εἶναι δεσμευτικές γιά τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἄλλωστε ἀναφέρονται, ὅπως εἴδαμε ἐπανειλημμένως, σέ σοβαρά δογματικά θέματα.

Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τήν διδασκαλία τῶν Συνόδων αὐτῶν, ὅταν μάλιστα ἡ σχολαστική θεολογία, πού εἶναι ἡ βασική θεολογία τῶν Δυτικῶν, κάνη λόγο γιά τό Πρωτεῖον τοῦ Πάπα ὡς δογματικό θέμα καί ὄχι ὡς κανονικό, υἱοθετῆ τήν αἵρεση τῆς ὑπαρκτικῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀποδέχεται τήν αἵρεση τοῦ actus purus, δηλαδή ταυτίζη τήν ἄκτιστη οὐσία μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί κατά συνέπεια ὅλα ὅσα γίνονται μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀποτελέσματα κτιστῶν ἐνεργειῶν, πράγμα πού εἶναι σοβαρή πλάνη, ἀφοῦ κανένα κτιστό δέν μπορεῖ νά σώση καί νά θεώση τόν ἄνθρωπο.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Σύνοδος Οὐρανοῦ καί Γῆς»)

Ἡσυχία - δράση - γνώση

...Ὅλοι οἱ Χριστιανοί, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, μποροῦν νά φθάσουν στήν ἡσυχία καί δι' αὐτῆς στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Καί στό σημεῖο αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι ἐκφραστικοί. Ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός γράφει: «Πάντες οἱ ἄνθρωποι χρῄζομεν τῆς τοιαύτης σχολῆς, εἴτε ἐκ μέρους εἴτε ὁλοκλήρως, καί ἐκτός ταύτης ἀδύνατον εἰς γνῶσιν πνευματικήν καί ταπεινοφροσύνην ἐλθεῖν τινα». Σέ αὐτήν τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἀνάγκη νά ὑπογραμμισθῆ τό «πάντες οἱ ἄνθρωποι χρῄζομεν τῆς τοιαύτης σχολῆς». Ἄν αὐτό πρέπει νά συμβαίνη μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πολύ περισσότερο μέ τούς μοναχούς. Δυστυχῶς, μερικοί σύγχρονοι παραθεωροῦν τήν ἱερή ἡσυχία σάν μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, εἶναι ἡ μόνη ἀπλανής μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ.


Μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἡσυχία, ὅπως ἀναπτύσσεται ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων συνιστᾶ μιά ἀδράνεια, δέν εἶναι δράση. Ὅμως, στήν πραγματικότητα τό ἀντίθετο συμβαίνει. Ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ μεγαλύτερη δράση μέσα τήν ἀφάνεια καί σιωπή. Ὁ ἄνθρωπος σχολάζει καί σιωπᾶ γιά νά ὁμιλήση μέ τόν Θεό, γιά νά ἀφήση τόν ἑαυτό του ἐλεύθερο καί νά δεχθῆ τόν Ἴδιο τόν Θεό. Καί ἄν σκεφθοῦμε ὅτι τά μεγαλύτερα προβλήματα πού βασανίζουν τούς ἀνθρώπους εἶναι τά ψυχικά καί ἐσωτερικά, κι ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι οἱ περισσότερες ἀσθένειες –ψυχολογικές καί σωματικές– προέρχονται ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν κακῶν λογισμῶν, δηλαδή ἀπό τήν ἀκαθαρσία τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, τότε ἀντιλαμβανόμαστε τήν μεγάλη ἀξία τῆς νοερᾶς ἡσυχίας. Ἑπομένως, ἡ ἱερή ἡσυχία δημιουργεῖ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά νά ἀγαπήση ὁ ἄνθρωπος ἀπαθῶς τούς ἀδελφούς του, νά ἀποκτήση ἀνιδιοτελῆ καί ἀπαθῆ ἀγάπη. «Ἀγαπᾷ ἡσυχίαν ὁ μή πάσχων πρός τά τοῦ κόσμου· καί ἀγαπᾷ πάντας ἀνθρώπους, ἡ μηδέν ἀγαπῶν ἀνθρώπινον», κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή.


Ἑπομένως, ἡ ἡσυχαστική ζωή εἶναι ζωή ἐντόνου δράσεως, πραγματικῆς καί ἀγαθῆς.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία»).

Θεία Πρόνοια

Είναι πολύ σημαντικό γιά τόν άνθρωπο νά αισθάνεται αυτήν τήν Πρόνοια τού Θεού στήν φύση, τήν ιστορία καί σέ όλη τήν προσωπική ζωή του. Αυτή η αίσθηση είναι έκφραση τής υπαρχούσης στόν άνθρωπο πνευματικής υγείας. Γιατί μόνον ο υγιής μπορεί νά διακρίνη τήν υπάρχουσα σέ όλα τά γεγονότα τής ζωής του άκτιστη Πρόνοια τού Θεού. Συνήθως, όταν έχουμε διάφορες δοκιμασίες στήν ζωή, νομίζουμε ότι ο Θεός μάς εγκατέλειψε, ότι δέν φροντίζει γιά μάς, δέν προνοεί γιά τήν ζωή μας καί τήν σωτηρία μας. Αυτό δέν είναι σωστό. Γιατί καί τότε, στούς μεγάλους πειρασμούς, ο Θεός διευθύνει τήν ζωή μας μέ τήν άκτιστη Πρόνοιά Του.

Κατά τόν αββά Δωρόθεο, ο μοναχός καί γενικά ο Χριστιανός πρέπει νά προετοιμάζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όταν ευρεθή σέ πειρασμούς νά μή ξενίζεται ούτε νά ταράσσεται, "πιστεύων ότι ουδέν άνευ τής προνοίας τού Θεού γίνεται". Γιατί, όπου υπάρχει Πρόνοια τού Θεού "καλόν εστι καί εις ωφέλειαν ψυχής τό γινόμενον", αφού ο Θεός κάνει τά πάντα γιά τό δικό μας συμφέρον "καί αγαπών ημάς καί φειδόμενος ημών"....

Μόνον άν ο Θεός επιτρέψη, μπορεί νά συμβή κάτι κακό στόν άνθρωπο. Όσοι δέ εγκαταλείπουν τελείως τόν εαυτό τους στόν Θεό αισθάνονται ότι ο Θεός δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον καί στοργή. Γι' αυτό λέγει ο όσιος Ισαάκ: "ο αεί κοιταζόμενος εν φροντίδι τού Θεού, τούτον ταμειούχον εκτήσατο. Καί ο επιθυμών αυτού τά θελήματα, τούς επουρανίους αγγέλους έξει οδηγούς".

Ταμειούχος τού πιστού ανθρώπου είναι ο Θεός καί ο πιστός άνθρωπος έχει συναντιλήπτορα τόν Θεό στήν ζωή του. Αυτό είναι σύμφωνο μέ τόν λόγο τού Χριστού: "Ζητείτε δέ πρώτον τήν βασιλείαν τού Θεού καί τήν δικαιοσύνην αυτού, καί ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν" (Ματθ. στ`, 33).

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, "Η Ιατρική εν Πνεύματι Επιστήμη")

Θέματα Ιεραρχίας

…Θα ήθελα να υπογραμμίσω τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες θεμάτων, τα οποία πρέπει να γίνωνται αντικείμενο συζητήσεων στις Συνόδους της Ιεραρχίας.

1. Είναι τα λεγόμενα δογματικά θέματα. Και είναι γνωστόν ότι τα δόγματα δεν είναι μεταφυσικά σχήματα, αλλά τα όρια της ζωής και του θανάτου, τα πλαίσια της θεραπείας η της ασθενείας των ανθρώπων. Νομίζω ότι στην εποχή μας, εκτός από το Χριστολογικό, αναγκαία είναι η αντιμετώπιση του εκκλησιολογικού ζητήματος. Πρόκειται για την οριοθέτηση της Εκκλησίας, για τις παρεκκλίσεις από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, για τους Διαλόγους με τις άλλες Ομολογίες και Θρησκείες. Σημερα γίνονται πολλοί Διάλογοι της Εκκλησίας μας με άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, με άλλες Ομολογίες και άλλες Θρησκείες. Είναι δυνατόν η Ιεραρχία να μην ενημερώνεται, οι Ιεράρχες να μην εκφράζουν τις απόψεις τους και να μη καθορίζουν την στάση τους απέναντι σε αυτές; Καθώς επίσης είναι δυνατόν ο λαός να παραμένη στην άγνοια, να μην ενημερώνεται επαρκώς;

2. Ο καθορισμός και η ενεργοποίηση του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας. Όταν κάνουμε λόγο για συνοδικό σύστημα, εννοούμε το ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας, που σημαίνει τον συντονισμό και την συνεργασία όλων των χαρισμάτων, σε επίπεδο Ιεραρχίας, Μητροπόλεων και Ιερών Ναών, έξω από κληρικαλισμούς, λαϊκοκρατίες και λαϊκισμούς....

3. Η επικράτηση της κανονικής ευταξίας. Πρέπει να εξετάζωνται επισταμένως το πνεύμα και το γράμμα των ιερών Κανόνων, και να ερμηνεύωνται οι ιεροί Κανόνες μέσα από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. …

4. Η αντιμετώπιση των συγχρόνων ποιμαντικών προβλημάτων, που έχουν σχέση με τις ηλικίες των ανθρώπων, τους διαφόρους τρόπους ζωής, τα σύγχρονα επαγγέλματα, και την σύγχρονη εκκοσμικευμένη κοινωνία. …

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ενιαύσιον 1998)

Θεοφάνεια-Επιφάνεια

«Ἰησοῦς, ὁ ζωῆς ἀρχηγός λῦσαι τὸ κατάκριμα ἥκει

Ἀδάμ τοῦ πρωτοπλάστου, καθαρσίων δε ὡς Θεός μὴ δεόμενος,

τῷ πεσόντι καθαίρεται ἐν τῷ Ἰορδάνη,

ἐν ᾧ τὴν ἔχθραν κτείνας, ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν εἰρήνην χαρίζεται».

 

 

Χρόνια πολλά. Σωτήριον το νέον έτος 2008.

 

Το γεγονός της Βαπτίσεως του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο λέγεται Θεοφάνεια και Επιφάνεια. Στην αρχαία Εκκλησία την ίδια ημέρα (6 Ιανουαρίου) εόρταζαν μαζί την εορτή των Χριστουγέννων και την εορτή των Θεοφανείων. Κατά τον τέταρτο αιώνα χωρίσθηκαν οι εορτές, οπότε τα Χριστούγεννα μεταφέρθηκαν στις 25 Δεκεμβρίου, την ημέρα που οι Εθνικοί εόρταζαν τον θεό Ήλιο και οι Χριστιανοί τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Επίσης λέγεται και ημέρα των Φώτων, όπως την χαρακτηρίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λόγω του βαπτίσματος, του φωτισμού των κατηχουμένων και λόγω της φωταψίας.

Η λέξη Θεοφάνεια προέρχεται από το αποστολικό χωρίο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσι, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α Τιμ. γ , 16) και έχει περισσότερο σχέση με την Γέννηση του Χριστού. Η λέξη Επιφάνεια προέρχεται από το αποστολικό χωρίο «επεφάνη η Χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις...» (Τιτ. β , 11) και αναφέρεται περισσότερο στην Βάπτιση του Χριστού, γιατί τότε οι άνθρωποι γνώρισαν την Χάρη της θεότητος.

Γεγονός πάντως είναι ότι την ημέρα της Βαπτίσεως του Χριστού, με την εμφάνιση της Αγίας Τριάδος και την ομολογία του Τιμίου Προδρόμου, έχουμε την επίσημη ομολογία ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο «εις της Τριάδος», ο Οποίος ενηνθρώπησε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους από την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Δεσποτικές Εορτές)

Θνητότητα ὑπέρβαση θανάτου

«...ε) Ἡ ἐπιστήμη τῆς γενετικῆς, καί βέβαια, ἡ κλωνοποίηση τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά ἀπαλλάξη τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν θνητότητά του, μέ τήν ὁποία γεννιέται. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐνδεχόμενο νά θεραπεύση μερικές κληρονομικές ἀσθένειες, μπορεῖ νά παρατείνη τήν ζωή, ἀλλά δέν μπορεῖ νά βοηθήση τόν ἄνθρωπο νά ὑπερβῆ τόν θάνατο. Τό βασικό, ὅμως, πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ παράταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς, οὔτε ἡ ἀπομάκρυνση χρονικά του θανάτου, ἀλλά ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.

στ) Μέ τίς σύγχρονες προκλήσεις δίνεται ἡ εὐκαιρία νά καθορισθῆ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ζωή καί τί εἶναι ὁ θάνατος. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται πολύ ἀπό αὐτά τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα. Ὅσες ὁμοιότητες καί ἄν ὑπάρχουν, σωματικές, ψυχολογικές κ.λπ., ὅσες μεταμοσχεύσεις κι ἄν γίνουν, ὁ ἄνθρωπος θά αἰσθάνεται τήν ἀδήριτη ἀνάγκη νά ἀπαντήση σέ αὐτά τά ἐρωτήματα. Οἱ ἐπιστήμονες δέν μποροῦν νά δώσουν ἀκριβεῖς ἀπαντήσεις. Καί ἄν ἀκόμη προσπαθήσουν νά ἀπαντήσουν, καί τότε οἱ ἀπαντήσεις δέν θά εἶναι πλήρεις. Ὁ ἄνθρωπος ἐρωτᾶ: «Γιατί νά γεννηθῶ, γιατί μέ γέννησαν χωρίς νά μέ ἐρωτήσουν;» Αὐτό τό πρόβλημα θά μεγαλώση ἀκόμη περισσότερο, ἄν πληροφορηθῆ ὅτι δημιουργήθηκε μέ κλωνοποίηση, χωρίς τήν στοργή τοῦ πατέρα καί τῆς μάνας. Ἔπειτα, ὁ ἄνθρωπος ἀπασχολεῖται μέ τό ἐρώτημα ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του, γιατί ὑπάρχει. Τό μεγαλύτερο δέ ἐρώτημα βρίσκεται στά πλαίσια τοῦ θανάτου. Πολλοί νέοι ἐρωτοῦν: «Γιατί νά ὑπάρχη ὁ θάνατος, γιατί πεθαίνουν τά ἀγαπητά μου πρόσωπα, ποῦ πηγαίνουν μετά τόν θάνατο; Γιατί νά ἔρχομαι στήν ζωή καί μετά ἀπό λίγο νά ἐξαφανίζομαι, ἄν δέν ὑπάρχη μετά τόν θάνατο ζωή; Καί ἄν ὑπάρχει ζωή μετά τόν θάνατο, ὅπως πιστεύουμε ἐμεῖς, τότε γιατί νά πεθαίνω καί ποῦ πηγαίνω;» Στά ἐρωτήματα αὐτά ἀπαντᾶ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ἐνῶ ἡ ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά δώση καμμιά ἀπάντηση.

ζ) Ὁ ἄνθρωπος, ἔστω κι ἄν κλωνοποιηθῆ, θά παραμείνη κτιστός, δηλαδή θά ἔχη συγκεκριμένη ἀρχή, θά ζῆ μέ τήν φθαρτότητα, θά ἔχει τήν ἐλευθερία, ἡ ὁποία δέν θά ἐνεργή ὑποχρεωτικῶς θετικά, ὅπως γίνεται μέ τήν ἄκτιστη φύση, ἀλλά θά ἐνεργή καί ἀρνητικά, καί θά ἔχη ἕνα βιολογικό τέλος. Θά μποροῦσε βέβαια, ὡς κτιστός, νά ἔχη καί ἕνα ὑπαρξιακό τέλος, ἀλλά αὐτό δέν γίνεται, γιατί ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατά χάρη ἀθάνατος. Μέσα ὅμως στήν Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά μιά ἄλλη «κλωνοποίηση», τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά δώση στόν ἄνθρωπο ἡ ἐπιστήμη. Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο. Ἔτσι, σέ κάθε ἄνθρωπο δόθηκε ἡ δυνατότητα νά ἀποκτήση ἐμπειρία τῆς κατά Χάριν ἑνώσεως τῆς κτιστῆς φύσεώς του μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Οἱ ἅγιοι ἀπέκτησαν τήν ἐμπειρία ὅτι ἔγιναν κατά Χάριν ἄκτιστοι καί ἀθάνατοι, ἀφοῦ «μεταμοσχεύθηκε» μέσα τους τό ἄκτιστο καί ἀθάνατο, καί ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς αἰωνίου ζωῆς καί ἀπό αὐτήν ἀκόμη τήν βιολογική ζωή. Ὁπότε τό πρόβλημα δέν εἶναι ἡ σωματική ἤ γενετική μεταμόσχευση, ἀλλά ἡ «μεταμόσχευση» τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ὑπόστασή μας. Μιά τέτοια ἐμπειρία δίνει νόημα ζωῆς στόν ἄνθρωπο.

Ἑπομένως, ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, καί μάλιστα ἡ γενετική, μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία νά ἀσχοληθοῦμε μέ τά αἰώνια προβλήματα πού ἀπησχόλησαν τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία μέχρι σήμερα, καί στά ὁποῖα προβλήματα οἱ λύσεις δόθηκαν μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νά δοῦμε τά ἀνθρωπολογικά προβλήματα μέσα ἀπό τήν θεολογία, τήν Οἰκονομία, τήν σωτηριολογία καί τήν ἐσχατολογία. Εἶναι ἀφορμή νά ὁδηγήσουμε τήν ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου στά ἐνδότερα καί τά ὑψηλότερά της ζωῆς...».

(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου «Μεταξύ δύο αἰώνων»)

Θρησκευτικός συγκρητισμός

...Παρουσιάζονται (στήν διατριβή τῆς κ. Ἰωάννας Κομνηνοῦ) τά τρία μοντέλα διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα πού κυριαρχοῦν στήν Εὐρώπη.

Τό πρῶτο μοντέλο εἶναι τό ὁμολογιακό, τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς «διδασκαλία τῆς θρησκείας» πού συνδέει τήν διδασκαλία μέ τήν πίστη μιᾶς ἤ πολλῶν θρησκειῶν. [...]

Τό δεύτερο μοντέλο διδασκαλίας εἶναι τό θρησκειολογικό, πού χαρακτηρίζεται ὡς «μαθαίνοντας γιά τήν θρησκεία». Πρόκειται γιά περισσότερο ἀνθρωπιστικό καί θρησκειολογικό μάθημα, παρά ὁμολογιακό. [...]

Τό τρίτο μοντέλο διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι περισσότερο τό πολυπολιτισμικό-ἠθικό πού χαρακτηρίζεται ὡς «μαθαίνοντας ἀπό τήν θρησκεία», ὅταν οἱ μαθητές «δέν μαθαίνουν μιά θρησκεία (ὁμολογιακό μοντέλο) ἤ πολλές θρησκεῖες (θρησκειολογικό μοντέλο), ἀλλά μέσα ἀπό τίς δικές τους ἐμπειρίες καί ἀναζητήσεις ἀντιμετωπίζουν κριτικά τό θρησκευτικό φαινόμενο καί διαμορφώνουν τήν προσωπική τους ἄποψη καί κατανόηση τοῦ κόσμου.

Ἔχοντας ὑπ' ὄψιν ὅλα αὐτά, φαίνεται ὅτι τά βιβλία τά ὁποῖα εἶναι ἀκόμη σέ χρήση στήν Ἑλλάδα –στήν Στοιχειώδη καί τήν Μέση Ἐκπαίδευση– προσδιορίζονται κυρίως ἀπό τόν δημιουργικό συνδυασμό τοῦ πρώτου καί τοῦ δευτέρου μοντέλου καί ἀνταποκρίνονται στίς σύγχρονες ἐκπαιδευτικές ἀνάγκες στήν Ἑλλάδα, ὅπως προσδιορίζονται ἀπό τήν εὐρωπαϊκή προοπτική. Ἀντίθετα, τό προτεινόμενο Πρόγραμμα Σπουδῶν στό Δημοτικό-Γυμνάσιο καί τό Λύκειο ἀναφέρεται στό τρίτο μοντέλο, «μαθαίνοντας ἀπό τήν θρησκεία».

[...] Ἑπομένως, στήν σύνταξη τῶν νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν γιά τά Θρησκευτικά στήν Ἑλλάδα στά πλαίσια τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, διαπιστώνονται διάφορα προβλήματα.

Μεταξύ αὐτῶν τῶν προβλημάτων εἶναι «ἡ θολή ἐννοιολόγηση τῆς θρησκείας», ἀλλά καί «ὁ τρόπος ἀνάπτυξης τῶν χρησιμοποιημένων ἐννοιῶν», καί ὅπως παρατηρεῖται «ἡ ἐπιφανειακή καί πρόχειρη διασύνδεση τῶν ἐννοιῶν στίς διάφορες θρησκεῖες ἀναδεικνύει ἕνα ἐπιπρόσθετο πρόβλημα, αὐτό τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ». Ἑπομένως, τό τρίτο αὐτό μοντέλο θρησκευτικοῦ μαθήματος, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, δημιουργεῖ «σύγχυση στόν μαθητή», καί ἕνα «θολό τοπίο» καί ταυτόχρονα δημιουργεῖ μιά «ἀτομική θρησκεία», «ὅπου ὁ καθένας ἐπιλέγει ἀπό κάθε θρησκεία ὅ,τι θέλει καί δημιουργεῖ τή δική του θρησκεία».

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Εἰσήγηση στήν Ἱεραρχία, 9-3-2016)

Ἱεραρχικό

Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι τὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι οὔτε ἀπολυταρχικὸ (δικτατορικό), οὔτε δημοκρατικὸ (ὅ,τι θέλει ὁ λαός), ἀλλὰ ἱεραρχικό. Ὅλοι ἔχουν ἀνάλογα χαρίσματα καὶ ὅλοι μαζὶ συνεργάζονται γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ διαρκὴς Σύνοδος, μιὰ κοινωνία προσώπων ἐν Χριστῷ ποὺ προσφέρουν τὸ χάρισμά τους γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ Σύνοδος εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλους τοὺς καθαγιάζει καὶ τοὺς ἐμπνέει τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνοδικῶς ἀποφασίζει, συνοδικῶς ἐνεργεῖ τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴν χειροτονία τῶν Διακόνων, Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων, συνοδικῶς καθορίζονται οἱ σχέσεις μεταξὺ Ἐπισκόπων καὶ Πρεσβυτέρων, μεταξὺ Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν.

Δυστυχῶς, ἐπειδὴ εἰσέρχονται τὰ πάθη καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ εἶναι βεβαπτισμένοι χωρὶς νὰ εἶναι βεβαιόπιστοι καὶ ἀκόμη ἐπειδὴ ὑπάρχουν πολλὲς ἀνάγκες καὶ δὲν μποροῦν νὰ καλυφθοῦν, γι' αὐτὸ καὶ παρατηροῦνται πολλὲς ἀνωμαλίες στὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄνθρωποι χωρὶς νὰ ἔχουν χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διεκδικοῦν καὶ αὐτοχρίονται χαρισματοῦχοι, μὲ φρικτὰ ἀποτελέσματα.

Ὅταν ὅλοι ζοῦμε μὲ μετάνοια, τότε κατανοοῦμε ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἁγιοπνευματικοὺς θεσμοὺς καὶ βοηθοῦμε νὰ λειτουργοῦν κανονικὰ γιὰ τὴν ὠφέλεια ὅλων. Πρέπει νὰ εὐχόμαστε αὐτὴν τὴν μετάνοια γιὰ νὰ λειτουργῇ καὶ νὰ διοικῆται ἁγιοπνευματικὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἐμεῖς νὰ σωζόμαστε μέσα σὲ Αὐτήν.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: "Ὅσοι Πιστοί")

Ἱερατική χάρη

Ἀπαιτεῖται μεγάλη νήψη ἐκ μέρους τοῦ Ἱερέως. Καί αὐτή ἡ νήψη ἀπαιτεῖ πολύ πόνο. Ἡ θεία Λειτουργία πρέπει νά τελῆται ὑπό τοῦ Ἱερέως πρῶτα ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ του «νηφόντως καί πεπονημένως».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπιμένει σ’ αὐτήν τήν διαρκῆ προσοχή γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἱερατικῆς χάριτος. Λέγει ὅτι ὁ Ἱερεύς πρέπει νά εἶναι νηφάλιος καί διορατικός «καί μυρίους πανταχόθεν κεκτῆσθαι τούς ὀφθαλμούς». Νά μοιάζη μέ τά πολυόμματα Χερουβείμ γιά νά λατρεύη καθαρά τόν Κύριο τῶν δυνάμεων. Πρέπει νά εἶναι περιφραγμένος ἀπό παντοῦ, «τῇ τε συντόνῳ σπουδῇ καί τῇ διηνεκεῖ περί τόν βίον νήψει», γιά νά μή τραυματισθῆ.  Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο ὅπως ἡ φωτιά χρειάζεται ξύλα, ἔτσι καί «ἡ χάρις τῆς προθυμίας τῆς ἡμετέρας, ἵνα ἀεί ἀναζέῃ». Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά σβήση ἤ νά ἀνάψη αὐτό τό χάρισμα. Τό χάρισμα τῆς «προστασίας τῆς Ἐκκλησίας» σβήνει «διά τῆς ἀκηδίας καί ραθυμίας», διεγείρεται δέ «ὑπό νήψεως καί προσοχῆς».

Ἡ νήψη εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά διαφυλάξη τόν ἑαυτό του καθαρό καί ἔτσι νά παραμείνη ἡ ἱερατική Χάρη καί εὐλογία. Ἡ σεβασμία ἱερωσύνη, κατά τόν ὅσιο Θεόγνωστο, «ἀγγελικῆς δεῖται τάξεως καί καθάρσεως καί πλείονος τῆς μετά ταῦτα ἀσφαλείας καί σωφροσύνης». Πρέπει ὁ ἱερωμένος, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, νά εἶναι τόσο καθαρός ὡσάν νά στέκεται μεταξύ τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων. Ἡ ψυχή τοῦ ἱερέως, κατά τόν ἴδιο Πατέρα, πρέπει νά εἶναι καθαρότερη ἀπό τίς ἀκτίνες «ἵνα μηδέποτε ἔρημον αὐτόν καταλιμπάνῃ τό Πνεῦμα τό ἅγιον».

....

Δέν διστάζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες νά φανερώσουν καί τήν τιμωρία τῶν ἀναξίων ἱερέων, αὐτῶν πού μετέρχονται αὐτό τό μεγάλο ὑπούργημα χωρίς τήν κατάλληλη δοκιμασία, προετοιμασία καί ζωή. Καί αὐτό γιατί, ἀντί νά θεραπεύουν τίς ψυχές τοῦ ποιμνίου, τίς σκανδαλίζουν.

Ὁ Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης γράφει: «Μή παίζωμεν εἰς τά θεῖα».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία»

Ἰσότητα-θέωση-φτώχεια-πλοῦτος

«Οὐδέποτε παύσαμε ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε στὴν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων.

Ἐξ ἐπόψεως πνευματικῆς ἰσότητος, ὑπάρχει ἀπόλυτη ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν νοερὰ ἐνέργεια. Καὶ τὰ ὕψη τῆς θεολογίας δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν λογικὴ ἐνέργεια. Μὲ παρακολουθεῖτε; Λοιπόν, ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἐπόψεως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει μιὰ ἰσότητα ποὺ δὲν ὑπάρχει σὲ κανέναν ἄλλον τομέα, διότι, ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε δὲν θὰ ὑπάρξη ποτὲ ἰσότητα στὴν λογική. Διότι ἡ λογικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου ἔχει σχέση μὲ τὴν φαιὰ οὐσία, μὲ τὰ κληρονομικὰ προβλήματα ποὺ ἔχει ἀπὸ τοὺς γονεῖς κ.ο.κ. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὁ ἕνας δίνει ἐξετάσεις καὶ μπαίνει στὸ Πανεπιστήμιο, ὁ ἄλλος δίνει δεκαπέντε φορὲς ἐξετάσεις, δὲν μπαίνει στὸ Πανεπιστήμιο. Ὁ ἕνας παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ Γυμνασίου, ὁ ἄλλος δὲν παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ Γυμνασίου κλπ. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει ἰσότητα, ἀλλὰ ὅμως στὴν θεολογία ὑπάρχει ἰσότητα. Ὁπότε, πιὸ πολλὴ ἰσότητα ξέρουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀπὸ ὅ,τι ξέρουν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὴν κοινωνία.

Μετά, ἰσότητα στὴν τελειότητα σημαίνει καὶ ἰσότητα στὰ πλούτη. Διότι πλούσιος γίνεται ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος φθάνει στὴν θέωση, ἀλλὰ κατὰ κόσμον ὅμως γίνεται φτωχούλης. Ὁπότε, ὡς πτωχός, ἰσοπεδοῦται μὲ ὅλους τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου καὶ γίνεται ἴσος μὲ τοὺς πτωχούς. Ὁπότε, δὲν ὑπάρχει κοινωνικὸ πρόβλημα ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἐπόψεως, διότι δὲν ταυτίζεται ποτὲ μὲ τὸν πλούσιο, ἀλλὰ μὲ τὸν φτωχό. Αὐτὸ εἶναι αὐτόματο στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀλλιώτικα. Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ταυτίζεται μὲ τοὺς πλουσίους εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δὲν ἔχει νοερὰ προσευχή. Γιὰ νὰ ἔχη νοερὰ προσευχή, πρέπει νὰ ταυτισθῇ μὲ τοὺς πτωχούς».

(π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, εἰς «Ἐμπειρικὴ Δογματική...», τόμ. Β').

Ἱστορία καί Ἐκκλησία

Ἡ ἱστορία συνδέεται στενά μέ τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἐργάσθηκε στόν χρόνο καί τόν χῶρο καί ἡ Ἐκκλησία ζῆ στήν ἱστορική πραγματικότητα. Ἡ γραμμένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱστορία τοῦ κόσμου, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, εἶναι «τά ἴδια τά ἀχνάρια πού ἀφήνει τό πέρασμα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία, βλέπουμε πῶς ὁ Θεός περιπατεῖ ἀνάμεσα ἀπό τίς γραμμές τῶν ἀνθρώπων». Γι’ αὐτό «ἀδιαφορία γιά τήν ἱστορία ὁδηγεῖ σέ μιά αἱρετική ξηρότητα, σέ μιά δογματιστική διάθεση». Ἄς προσέξουμε τήν φράση ὅτι ὁ Θεός «περιπατεῖ ἀνάμεσα ἀπό τίς γραμμές τῶν ἀνθρώπων» πού προφανῶς εἶναι ἡ λεγομένη «ἱερά ἱστορία», πού διαφέρει σαφῶς ἀπό τήν κοινή ἱστορία.

Βέβαια, ἡ πραγματική ἐκκλησιαστική ἱστορία δέν ταυτίζεται πλήρως μέ τά ἱστορικά γεγονότα, ἀλλά εἶναι τό ἁγιολόγιο καί τό ἑορτοδρόμιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἀλλιῶς βλέπει τά θέματα ἕνας ἱστορικός καί ἀλλιῶς ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Πάντως, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα, ἀλλά οὔτε καί νά ταυτισθῆ μέ αὐτήν.

Παράλληλη καί διαφοροποιημένη εἶναι καί ἡ σχέση μεταξύ πολιτικῆς καί θεολογίας. Μερικές φορές πορεύονται παράλληλα, ἀλλά πάντοτε διαχωρίζονται σημαντικά.

Ἡ διένεξη μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, γιά παράδειγμα, ἐπηρεάσθηκε ἀπό πολιτικούς παράγοντες καί συμπορεύθηκαν τά πολιτικά μέ τά θεολογικά αἴτια. Ἡ διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ξεκινοῦσε ἀπό πολιτικές σκοπιμότητες καί ἀκολούθησαν καί τά θεολογικά αἴτια. Ἄλλες φορές γινόταν τό ἀντίστροφο ἤ ἐξελίσσονταν καί παράλληλα.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας

Ἱστορία καί Ἐκκλησία

Ἡ ἱστορία συνδέεται στενά μέ τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἐργάσθηκε στόν χρόνο καί τόν χῶρο καί ἡ Ἐκκλησία ζῆ στήν ἱστορική πραγματικότητα. Ἡ γραμμένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱστορία τοῦ κόσμου, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, εἶναι «τά ἴδια τά ἀχνάρια πού ἀφήνει τό πέρασμα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία, βλέπουμε πῶς ὁ Θεός περιπατεῖ ἀνάμεσα ἀπό τίς γραμμές τῶν ἀνθρώπων». Γι’ αὐτό «ἀδιαφορία γιά τήν ἱστορία ὁδηγεῖ σέ μιά αἱρετική ξηρότητα, σέ μιά δογματιστική διάθεση». Ἄς προσέξουμε τήν φράση ὅτι ὁ Θεός «περιπατεῖ ἀνάμεσα ἀπό τίς γραμμές τῶν ἀνθρώπων» πού προφανῶς εἶναι ἡ λεγομένη «ἱερά ἱστορία», πού διαφέρει σαφῶς ἀπό τήν κοινή ἱστορία. Βέβαια, ἡ πραγματική ἐκκλησιαστική ἱστορία δέν ταυτίζεται πλήρως μέ τά ἱστορικά γεγονότα, ἀλλά εἶναι τό ἁγιολόγιο καί τό ἑορτοδρόμιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἀλλιῶς βλέπει τά θέματα ἕνας ἱστορικός καί ἀλλιῶς ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Πάντως, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα, ἀλλά οὔτε καί νά ταυτισθῆ μέ αὐτήν.

Παράλληλη καί διαφοροποιημένη εἶναι καί ἡ σχέση μεταξύ πολιτικῆς καί θεολογίας. Μερικές φορές πορεύονται παράλληλα, ἀλλά πάντοτε διαχωρίζονται σημαντικά. Ἡ διένεξη μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, γιά παράδειγμα, ἐπηρεάσθηκε ἀπό πολιτικούς παράγοντες καί συμπορεύθηκαν τά πολιτικά μέ τά θεολογικά αἴτια. Ἡ διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ξεκινοῦσε ἀπό πολιτικές σκοπιμότητες καί ἀκολούθησαν καί τά θεολογικά αἴτια. Ἄλλες φορές γινόταν τό ἀντίστροφο ἤ ἐξελίσσονταν καί παράλληλα. Καίτοι συνυπῆρχαν αὐτά τά δύο αἴτια, ἐν τούτοις οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί οἱ Μάρτυρες πού ἐκφράζουν κατά τόν καλύτερο τρόπο τόν ἐσωτερικό πυρήνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἐνεργοῦσαν πάντοτε μέ ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά κίνητρα καί κριτήρια.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας