Skip to main content

Γραπτό Κήρυγμα, Κυριακή 2 Αὐγούστου, «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε΄, 7)

Ὅπως ἔχουμε πεῖ ἐπανειλημμένως, στήν ἀνάλυση τῶν μακαρισμῶν ὑπάρχει μιά ἀλληλουχία καί ἀλληλοδιαδοχή μεταξύ τους. Ἔτσι, ὅποιος εἶναι ταπεινός, ὅποιος μετανοεῖ καί ἔχει πραότητα, ὅποιος πεινᾶ καί διψᾶ τήν δικαιοσύνη, αὐτός εἶναι καί ἐλεήμων. Πρόκειται γιά μιά διαρκῆ ἐξέλιξη πρός τήν ἀρετή, μιά διαρκῆ πορεία πρός τήν κατά Θεό ζωή, μιά συνεχῆ ἀνάβαση στό ὄρος Σινᾶ καί τό ὄρος Θαβώρ.

Ἔτσι, ἡ ἐλεημοσύνη συνδέεται στενά μέ τήν δικαιοσύνη, καί ἡ δικαιοσύνη μέ τήν ἐλεημοσύνη. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἔχη μεγάλο ζῆλο γιά τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά αὐτό μπορεῖ νά γίνεται χωρίς τό ἔλεος, χωρίς τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία. Κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνδέεται πολύ στενά ἡ δικαιοσύνη μέ τήν ἀγάπη καί μερικές φορές ταυτίζονται μεταξύ τους. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε γιά νά ἀποκατασταθῆ ἡ ἀδικία μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτή ἡ ἀποκατάσταση ἔγινε μέ τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

Ἄν διαβάσουμε προσεκτικά τά γεγονότα τά σχετικά μέ τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, τότε θά διαπιστώσουμε ὅτι ὁ διάβολος χρησιμοποίησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μή φάγουν ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀλλά καί τήν παρερμήνευσε παρουσιάζοντας τόν Θεό ὡς ἄδικο. Ἔτσι, ὁ διάβολος διέπραξε τήν μεγάλη ἀδικία νά αἰχμαλωτίση τόν ἄνθρωπο πού ἀνῆκε στόν Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεός τόν δημιούργησε, καί ἀπέκτησε κάτι πού αὐτός δέν δημιούργησε καί δέν τοῦ ἀνῆκε. Αὐτό ἦταν ἀδικία. Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἀποκατέστησε αὐτήν τήν ἀδικία μέ ἀγάπη, φιλανθρωπία, ἀλλά καί δικαιοσύνη. Προσέλαβε ἑκουσίως θνητό καί παθητό σῶμα, μέσα στό ὁποῖο τοποθετήθηκε τό ἄγγιστρο τῆς θεότητος καί ἔτσι παραπλάνησε τόν διάβολο, ἀποκατέστησε τήν ἀδικία, ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν δυναστεία τοῦ διαβόλου, τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας. Αὐτό ἔγινε μέ ἀγάπη καί δικαιοσύνη.

 

 

Ὅποιος εἶναι ἐλεήμων θά δεχθῆ τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, γιατί ἰσχύει ὁ πνευματικός νόμος, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἐπιστρέφεται στόν ἄνθρωπο ὅ,τι κάνει στούς ἄλλους, ἀλλά συγχρόνως θά ἐλεηθῆ περισσότερο ἀπό τόν Θεό.

 

 

Δέν φθάνει, λοιπόν, νά εἴμαστε μόνον δίκαιοι, ἀλλά πρέπει νά εἴμαστε καί ἐλεήμονες, νά ἔχουμε ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Οὔτε φθάνει νά ἔχουμε ἀγάπη καί φιλανθρωπία, ἄν δέν εἴμαστε δίκαιοι. Αὐτό σημαίνει ὅτι συνδέεται πολύ στενά ἡ δικαιοσύνη μέ τήν ἐλεημοσύνη, τήν φιλανθρωπία.

Ἡ ἐλεημοσύνη, ὅμως, τήν ὁποία ἐπαινεῖ καί μακαρίζει ὁ Χριστός εἶναι ποικιλότροπη, δέν εἶναι μόνον ἡ προσφορά μερικῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί τροφίμων. Κυρίως, πρέπει νά τονισθοῦν τρεῖς τρόποι μέ τούς ὁποίους ἐκφράζεται ἡ ἐλεημοσύνη.

Ὁ πρῶτος τρόπος εἶναι νά γίνεται ἡ ἐλεημοσύνη μέ χρήματα καί γενικά μέ ὑλικά ἀγαθά. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού στεροῦνται πολλά ὑλικά ἀγαθά, καί μάλιστα τά ἀπαραίτητα, σέ μιά ἐποχή πού εἶναι αὐξημένη ἡ ἀνεργία καί ὀλιγοστεύουν τά εἰσοδήματα τῶν ἀνθρώπων. Σέ τέτοιες καταστάσεις πρέπει νά ἐντοπίζωνται οἱ ἀνάγκες καί νά βοηθοῦμε στόν βαθμό πού μποροῦμε.

Ὁ δεύτερος τρόπος γιά νά γίνεται ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ προσφορά λόγου ἀγαθοῦ στούς ἀνθρώπους. Πολλοί ἀνθρωποι δέν στεροῦνται ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά στεροῦνται ἀγάπης, στεροῦνται ἑνός ἀγαθοῦ λόγου. Σήμερα ἡ κακία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων περισσεύει, οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦν σκληρούς λόγους, ἡ ψυχή τους πληγώνεται βαθύτατα καί χρειάζονται ἕναν λόγο πού τίς ἐπουλώνει. Πολλοί ἀπό μᾶς εἴμαστε ἕτοιμοι νά δώσουμε κάτι ὑλικό στούς ἄλλους, ἀλλά εἴμαστε ἐντελῶς ἀνίκανοι νά τούς προσφέρουμε ἕναν λόγο παρηγοριᾶς, ἐλπίδας καί ζωῆς.

Κυρίως, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν ἀνάγκη τόν θεολογικό λόγο, πού κινεῖται πέρα ἀπό τόν κοινωνικό, τόν ψυχολογικό, τόν οὑμανιστικό λόγο. Πολλά θαύματα σήμερα γίνονται μέ προσφορά θεολογικοῦ λόγου. Ὑπάρχουν ἅγιοι οἱ ὁποῖοι δέν θαυματουργοῦν, δηλαδή δέν θεραπεύουν τίς σωματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά θεολογοῦν, προσφέρουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί αὐτός ὁ θεολογικός λόγος θεραπεύει τά ψυχικά τραύματα τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό ἔχει περισσότερη ἀνάγκη ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος.

Ὅποιος εἶναι ἐλεήμων θά δεχθῆ τήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, γιατί ἰσχύει ὁ πνευματικός νόμος, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἐπιστρέφεται στόν ἄνθρωπο ὅ,τι κάνει στούς ἄλλους, ἀλλά συγχρόνως θά ἐλεηθῆ περισσότερο ἀπό τόν Θεό μετά τήν κοίμησή του καί κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος προσφέρει ἔλεος καί ἀγάπη στούς ἄλλους, θά δεχθῆ πλουσίως τό ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος καί ἐνεργεῖ περισσότερο σέ αὐτούς πού ἀγαποῦν, συγχωροῦν, εὐεργετοῦν.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό Κήρυγμα, Κυριακή 23 Αὐγούστου: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ε΄, 10)

Στόν τέταρτο μακαρισμό ὁ Χριστός μακάρισε αὐτούς πού πεινοῦν καί διψοῦν τήν δικαιοσύνη. Ἐδῶ στόν ὄγδοο μακαρισμό ὁ Χριστός μακαρίζει αὐτούς πού διώκονται γιά τήν δικαιοσύνη. Ὅλα στήν ζωή ἔχουν κόστος καί ὁ ἄνθρωπος ἀνάλογα μέ τίς ἐπιλογές του εἰσπράττει τά θετικά καί τά ἀρνητικά κάθε πράξεως.

Ὁ ὅρος δικαιοσύνη εἶναι πολυσήμαντος στήν γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Δικαιοσύνη εἶναι ἡ ἐπικράτηση τῆς ἀρχῆς τοῦ δικαίου, καθώς ἐπίσης ἡ ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης, καί τελικά εἶναι ἡ «πᾶσα ἀρετή».

Ὁ Χριστός διαβεβαιώνει ὅτι ὅσοι ἐργάζονται γιά τήν δικαιοσύνη θά διωχθοῦν ἀπό τούς ἀνθρώπους, γιατί οἱ κοινωνίες στηρίζονται σέ ἀδικίες, υἱοθετοῦν τήν ἀδικία καί, παρά τήν φαινομενική νομιμότητα, ἐπικρατεῖ ἡ ἀδικία. Ὅποιος, λοιπόν, θέλει νά ζήση μέ δικαιοσύνη, νά ὁμιλῆ γιά τό δίκαιο, νά ἐπιθυμῆ νά ζήση σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτός θά διωχθῆ.

Οἱ διωγμοί εἶναι συνηθισμένοι στίς ἀνθρώπινες κοινωνίες. Ὅταν κάποιος δέν συμπορεύεται μέ τούς συμβατούς κανόνες πού ὑπάρχουν στήν κοινωνία, αὐτός ἀποβάλλεται ἀπό τήν κοινωνία καί ζῆ στό περιθώριό της. Ἡ ἴδια ἡ κοινωνία πού διοργανώνεται μέ ἰδιαίτερες ἀρχές ἐκδιώκει τούς ἀνθρώπους πού ἀρνοῦνται νά τίς τηρήσουν. Φυσικά, μέ αὐτό δέν ἐννοοῦμε τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν νά τηρήσουν τούς νόμους ἑνός Κράτους καί καταδικάζονται ἀπό τά Δικαστήρια, ἀλλά ἐκεῖνες τίς περιπτώσεις πού οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά τηρήσουν μερικούς ἄγραφους νόμους πού ἔχουν ἐπικρατήσει στίς κοινωνίες. Δηλαδή, ἄν κανείς θέλη νά ζήση μέ τιμιότητα, χωρίς νά διαπράττη παρανομίες, περιθωριοποιεῖται ἀπό τό σύστημα καί ἀπομονώνεται.

 

 

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρνῆται τούς ψεύτικους θεούς ἤ ἀρνῆται τά πάθη πού θεοποιοῦνται, τότε θεωρεῖται ἐπικίνδυνος καί ἐπιζήμιος γι’ αὐτούς πού ζοῦν τήν ἀθεΐα, τόν δεϊσμό, τόν μυστικισμό, τήν εἰδωλολατρεία.

 

 

Τέτοιους διωγμούς δέχθηκαν οἱ Χριστιανοί ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα πού ἄρχισε νά λειτουργῆ ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, δηλαδή ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, οἱ Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου περιγράφουν αὐτούς τούς πρώτους διωγμούς τῶν Χριστιανῶν.

Ὁ διωγμός εἶναι ἡ βάση τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ κηρύγματος. Ὅπως ἡ σκιά ἀκολουθεῖ τόν ἥλιο, ἔτσι καί οἱ διωγμοί ἀκολουθοῦν τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τόν Χριστό. Ὁ Χριστός προειδοποίησε τούς Μαθητές Του γι’ αὐτό: «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω. ιε΄, 20). Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέχρι τίς ἡμέρες μας εἶναι γεμάτη ἀπό διώξεις, μαρτύρια, βασανισμούς, θανάτους, καί αὐτό δείχνει τήν αὐθεντικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Εἶναι φυσικό νά διώκωνται οἱ Χριστιανοί ἕνεκεν «δικαιοσύνης». Κάθε κοινωνία εἶναι διοργανωμένη ἤ ἀπό θρησκευτική πλευρά ἤ ἀπό ἀθεΐα ἤ ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἀπό «θεότητες» πού εἶναι ξένες πρός τόν Χριστιανισμό. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι δέν ἀνέχονται τήν διαφορετικότητα, γι’ αὐτό στρέφονται ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ὑπάρχει καί ἕνας βαθύτερος λόγος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρνῆται τούς ψεύτικους θεούς ἤ ἀρνῆται τά πάθη πού θεοποιοῦνται, τότε θεωρεῖται ἐπικίνδυνος καί ἐπιζήμιος γι’ αὐτούς πού ζοῦν τήν ἀθεΐα, τόν δεϊσμό, τόν μυστικισμό, τήν εἰδωλολατρεία.

Οἱ Μάρτυρες δέχθηκαν τό μίσος τῶν ἀνθρώπων καί ὑπέστησαν τρομερά βασανιστήρια. Ὁμολόγησαν τόν Χριστό καί ὑπέστησαν τό μαρτύριο ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ. Ἀρνήθηκαν νά Τόν ἀρνηθοῦν καί δέχθηκαν μέ χαρά τό μαρτύριο. Ὅμως, δέν διώχθηκαν μόνον οἱ Μάρτυρες πού ἔδωσαν τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, ἀλλά διώχθηκαν καί ἐκεῖνοι πού ὑπερασπίζονται τούς ἀδικουμένους καί ἐκεῖνοι πού θέλουν νά ζήσουν τήν ἀρετή. Ὁ διωγμός «ἕνεκεν δικαιοσύνης» προσδιορίζει πότε ὁ διωγμός ἔχει ἀξία καί πότε ἔχει ἀπαξία. Γιατί καί οἱ ἐγκληματίες, οἱ κλέπτες, οἱ φονεῖς διώκονται, ἀλλά αὐτοί διώκονται ἕνεκεν ἀδικίας καί παρανομίας, ὁπότε δέν συμπεριλαμβάνονται στόν μακαρισμό αὐτό.

Ὅσοι διώκονται «ἕνεκεν δικαιοσύνης» εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὁ Θεός ἀγαπᾶ τούς ἀδικουμένους, ἀφοῦ πρῶτος Αὐτός διώχθηκε, συκοφαντήθηκε, μαρτύρησε, καί γι' αὐτό τούς ἀνταμείβει. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνήκει σέ αὐτούς. Ὁ πρῶτος μακαρισμός πού κάνει λόγο γιά τήν ταπείνωση καί ὁ ὄγδοος μακαρισμός πού κάνει λόγο γιά διωγμό ἕνεκεν δικαιοσύνης ὁμιλοῦν γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἔπαθλο καί βραβεῖο. Ἀλλά καί οἱ ἐνδιάμεσοι μακαρισμοί ἔχουν ὡς ἀμοιβή τήν ἴδια τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, παρά τίς διαφορετικές ἐκφράσεις. Οὐσιαστικά μία εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλά μετέχεται διαφοροτρόπως.

Ἡ οὐσία εἶναι ὅτι κάθε ἔργο πού κάνουμε ἔχει τό ἀνάλογο τίμημα καί εἶναι ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ νά διώκεται κανείς γιά τόν Θεό καί ὄχι γιά τά πάθη του, γιά τήν χριστιανική ζωή καί ὄχι γιά τήν ἐμπαθῆ ζωή, γιατί τότε οἱ ἀμοιβές εἶναι μεγάλες. Οἱ Μάρτυρες τοῦ αἵματος καί οἱ Μάρτυρες τῆς προαιρέσεως ἔχουν μεγάλη τιμή καί δόξα στήν Ἐκκλησία.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτό Κήρυγμα, Κυριακή 9 Αὐγούστου: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε΄, 8)

Ὁ μακαρισμός τῆς καθαρότητας τῆς καρδιᾶς εἶναι πολύ σημαντικός καί ἀποτελεῖ τό κέντρο ὄχι μόνον τῶν μακαρισμῶν, ἀλλά καί ὅλης τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό, βλέπει τόν Θεό.

Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίση τόν Θεό, εἶναι τό κέντρο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί μάλιστα τῆς λεγομένης νηπτικῆς-ἡσυχαστικῆς θεολογίας, ὅπως τήν ἐξέφρασαν ἰδίως ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί οἱ Πατέρες τῆς Φιλοκαλίας, οἱ λεγόμενοι Φιλοκαλικοί Πατέρες.

Κατ’ ἀρχάς, αὐτός ὁ μακαρισμός ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν κλέπτουν οὔτε ἁρπάζουν τήν περιουσία τῶν ἄλλων, ἴσως μάλιστα ἐλεοῦν, ἐφαρμόζοντας τόν προηγούμενο μακαρισμό: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες», ἀλλά εἶναι ἀκάθαρτοι στήν καρδιά καί διαπράττουν διάφορες σαρκικές ἁμαρτίες. Ἔτσι τό σπουδαιότερο ἀπό ὅλα εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά ἔχη καθαρή καρδιά.

Πολύ συχνά στήν Ἁγία Γραφή γίνεται λόγος γιά τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Δέν νοεῖται ἡ σωματική καρδιά, ἀλλά ἡ λεγομένη «βαθεῖα καρδία», ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. 63΄, 7). Μάλιστα δέ πολλές φορές στούς Ψαλμούς τοῦ Δαυίδ γίνεται λόγος γιά τήν καρδιά, ὅτι ‘’ἐθερμάνθη’’, ‘’ἐξηρεύξατο’’, ‘’ηὐφράνθη’’ κλπ.

Μελετώντας τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί συζητώντας τό θέμα αὐτό μέ ἐμπειρικούς μοναχούς, διαπίστωσα ὅτι αὐτό πού λέγεται καρδιά ἴσως εἶναι τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς καί αὐτή ἡ πνευματική καρδιά εἶναι στό βάθος τῆς σωματικῆς καρδιᾶς. Οἱ Πατέρες, ἀκολουθώντας στό σημεῖο αὐτό τήν φιλοσοφική διαίρεση τῆς ψυχῆς, κάνουν λόγο γιά τό λογιστικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς. Τό λογιστικό, πού συνίσταται στούς λογισμούς, ἐνεργεῖ στόν ἐγκέφαλο, καί τό ἐπιθυμητικό καί θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς ἐκδηλώνεται στό σωματικό ὄργανο τῆς καρδιᾶς. Ὅταν ἀγαπᾶ κανείς ἤ ὀργίζεται, τότε αὐτό εἶναι ἔκδηλο στό σωματικό ὄργανο τῆς καρδιᾶς, ἀφοῦ ἐπιταχύνεται ὁ ρυθμός της, ἀνεβαίνει ἡ πίεση καί προκαλοῦνται καί πολλές ἄλλες ἐκδηλώσεις. Ἔτσι, ὅταν οἱ νηπτικοί Πατέρες κάνουν λόγο γιά κάθαρση τῆς καρδιᾶς, κατά βάση ἐννοοῦν τήν μεταστροφή τῆς ἀγάπης καί τοῦ θυμοῦ ἀπό τά κτίσματα στόν Θεό.

Ὁ ἄνθρωπος, συνήθως, ἀγαπᾶ ἐμπαθῶς τήν κτίση καί τούς ἀνθρώπους, πράγμα πού συνιστᾶ τήν ἀκαθαρσία τῆς καρδιᾶς, γιατί τότε ὁλόκληρη ἡ καρδιά διακρίνεται ἀπό ἐμπάθεια. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, πού ἀγωνίζεται νά ζῆ κατά Θεόν, νά ἐφαρμόζη τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀποκτᾶ τόν θεῖο ἔρωτα καί, βεβαίως, ἀγαπᾶ καί ὅσα ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Αὐτό σημαίνει κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη. Ἀπό τήν πνευματική ἰατρική τῶν Πατέρων γνωρίζουμε ὅτι τά πάθη δέν εἶναι μερικές κακές δυνάμεις τῆς ψυχῆς πού πρέπει νά ξεριζωθοῦν, ἀλλά οἱ φυσικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς πού ἔχουν διαστραφῆ καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν δική μας προσπάθεια πρέπει νά μεταμορφωθοῦν καί νά στραφοῦν πρός τόν Θεό.

Ἔτσι, ἄλλο εἶναι ἡ λογική καί ἄλλο εἶναι ἡ καρδιά. Ἡ λογική ἐπεξεργάζεται τίς σκέψεις πού λέγονται λογισμοί, γιατί πρέπει νά παραμένουν ἐκεῖ καί βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο νά κινῆται, νά σκέπτεται, νά ἐργάζεται, νά συμπεριφέρεται ἀνάλογα, ἐνῶ ἡ καρδιά ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἀλλά καί τήν κτίση μέσα ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Στήν λογική ἀναπτύσσεται ἡ ἐπιστήμη, ἡ φιλοσοφία, καί στήν καρδιά βιώνεται ὁ Θεός. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι οἱ καρποί τῆς ἐπιστήμης εἶναι ἀνακαλύψεις τῆς λογικῆς καί ἡ ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν καθαρή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή στήν καρδιά πού ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπό λογισμούς καί ἐμπαθεῖς πράξεις καί προσφέρεται ὁλοκληρωτικά στόν Θεό.

Κάνει, ἐπίσης, ἐντύπωση ὅτι ὁ Χριστός στόν μακαρισμό αὐτό δέν κάνει λόγο ὅτι ἡ καθαρή καρδιά θά γνωρίση τόν Θεό, ἀλλά θά δῆ τόν Θεό. Στήν καρδιά, κατά τούς νηπτικούς Πατέρες, ὑπάρχει ἕνας πνευματικός ὀφθαλμός, πού βλέπει τόν Θεό, εἶναι ἕνας πνευματικός καθρέπτης στόν ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ὁ ἀληθινός Θεός ὡς Φῶς, εἶναι ὁ νοῦς, πού εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Πάντοτε, ὅταν ἐμφανίζεται ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, Τόν βλέπουν ὡς Φῶς. Αὐτό ἔγινε στό ὄρος Θαβώρ, αὐτό ἔγινε στήν περίπτωση τοῦ ἀρχιδιακόνου καί πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Αὐτό τό Φῶς προχεόταν ἀπό τόν Χριστό, ὅταν ἐμφανίσθηκε στόν Ἀπόστολο Παῦλο, αὐτό τό Φῶς ἔβλεπε ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος καί πολλοί ἅγιοι.

Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς προσφέρει τήν πνευματική γνώση καί αὐτή ἡ γνώση εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Γι’ αὐτό, ἄλλο εἶναι ἡ ἀκαδημαϊκή-λογική θεολογία καί ἄλλο εἶναι ἡ χαρισματική-ἐμπειρική θεολογία, πού συνδέεται μέ τήν πνευματική καρδιά.

Θά πρέπει συνεχῶς νά παρακαλοῦμε τόν Θεό, ὅπως ἔγραψε ὁ Δαυίδ στόν πεντηκοστό ψαλμό: «καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. ν΄, 12).

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Ἀναστάς καί οἱ Μυροφόρες 

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων

 8 Μαΐου 2022

Ὁ Ἀναστάς καί οἱ Μυροφόρες 

 
«ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν» 
(Μάρκ. ιστ', 1)
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
 
Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ὄχι μόνον ἀξιώθηκαν νά δοῦν τούς ἀγγέλους καί νά πληροφορηθοῦν πρῶτες αὐτές τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά πρῶτες ἀξιώθηκαν νά δοῦν τόν Ἀναστάντα Χριστό. Αὐτό ἀποτελεῖ γεγονός μεγάλης σημασίας καί σπουδαιότητος. 
 
Πάντως, προξενεῖ θαυμασμό ὅτι ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἔγινε στίς γυναῖκες καί ὄχι στούς Μαθητάς. Τό θέμα αὐτό ἔχει τήν ἐξήγησή του. 
 
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀνανέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ἀναζώωση, ἡ ἀνάπλαση καί ἡ πρός τήν ζωή τήν ἀθάνατη ἐπανέλευση τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου εἶχε ἐξορισθῆ στήν γῆ. Ὅπως τόν Ἀδάμ δέν τόν εἶδε κανείς, ὅταν δημιουργήθηκε, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε τότε κανείς  ἄλλος, παρά μόνον ἡ Εὔα (πρώτη) μετά τήν δημιουργία της, ἔτσι καί τώρα τόν νέο Ἀδάμ, τόν Χριστό δέν τόν εἶδε κανείς, ὅταν ἀναστήθηκε, ἀλλά μετά τήν Ἀνάστασή Του πρῶτες τόν εἶδαν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες.
 
Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη πατερική ἑρμηνεία, πού βρίσκει συσχετισμό μεταξύ τῆς Εὔας καί τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Ἡ γυναίκα (Εὔα) ἀφοῦ συνομίλησε μέ τό πονηρό πνεῦμα, ἔπεσε καί ἔφερε τό μήνυμα τῆς πτώσεως στόν Ἀδάμ. Τώρα οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ἀφοῦ συνομίλησαν μέ τόν ἄγγελο καί κατόπιν εἶδαν τόν Χριστό, ἔφεραν τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στούς ἄνδρας (στούς Μαθητάς). Ἔτσι ἔχουμε τήν ἀποκατάσταση τῆς γυναικός, καταργεῖται ἡ διαίρεση καί ἡ ἀπόδοση τῆς εὐθύνης στήν γυναίκα γιά τήν πτώση. Βεβαίως, ἡ ἀποκατάσταση τῆς γυναικός, ἔγινε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν γέννησή Του ἀπό τήν Πανάχραντο Μαρία, τήν ὁποία περίμεναν ὅλοι οἱ αἰῶνες. 
 
Ἑπομένως, γιά τήν σωτηρία δέν ὑπάρχει διαφορά ἀνδρός καί γυναικός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». (Γαλ. γ', 28). Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἐπαναστατικός καί στό σημεῖο αὐτό. Δημιουργεῖ μιά μεγάλη ἐπανάσταση μέσα ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀνακαίνισε τά πάντα.
 
Μέ τήν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος στίς γυναῖκες τιμήθηκε καί ἡ ἀρετή τῆς ἀνδρείας. Οἱ Μυροφόρες δέν ὑπελόγισαν τίποτε, οὔτε τήν ἔχθρα τοῦ λαοῦ, οὔτε τήν δύναμη τῶν στρατιωτῶν, οὔτε τήν νύχτα. Ἔκαναν μιά ἡρωϊκή ἔξοδο καί ἦλθαν στό μνημεῖο γιά νά προσφέρουν ἀρώματα στόν Χριστό.
 
Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἀνδρεία εἶναι μιά ἀπό τίς τέσσερεις μεγάλες ἀρετές (φρόνηση, σωφροσύνη, ἀνδρεία, δικαιοσύνη) καί εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν συνάντηση μέ τόν Θεό. Ἡ ἀνδρεία γεννᾶται ἀπό τήν συμπλοκή «τοῦ θυμικοῦ πρός τήν ὄσφρησιν», δηλαδή τήν συμπλοκή τῆς βουλήσεως μέ τήν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δέ ἐναρμόνιση τῆς ἀνδρείας μέ τήν σωφροσύνη δημιουργεῖ τήν ἀρετή τῆς πραότητος πού ὀνομάζεται καί ἀπάθεια, διότι ἐναρμονίζει τίς ἐνεργητικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς μέ τίς ἀντίστοιχες αἰσθήσεις τοῦ σώματος καί τίς ἐνέργειες τῶν αἰσθήσεων. 
 
Γενικότερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἀνδρεία γεννᾶται ἀπό τήν πίστη στόν Θεό, τήν ἀγάπη σέ Αὐτόν καί τήν ἐλπίδα στό ἔλεός Του. Καί αὐτά τά διαθέτει ἐκεῖνος πού προχωρεῖ μέ τήν καρδιά καί ὄχι μέ τήν ψυχρή λογική.
 
Ἡ ἀνδρεία εἶναι ἀπαραίτητη στόν ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν μας καί μάλιστα στό νά ὑπομένουμε σέ κάθε ἔργο ἀγαθό καί στό νά νικοῦμε τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνδρεία δέν φοβᾶται στίς δύσκολες στιγμές τοῦ ἀγώνα.
 
Ἀντίθετα, ἡ ἔλλειψη τῆς ἀνδρείας ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα δύο μεγάλες κακίες, δηλαδή τήν θρασύτητα, πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ πλησίον καί τήν δειλία πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια. Αὐτό παρατηροῦμε συχνά στούς σημερινούς Χριστιανούς. Εὔκολα χάνουν τό θάρρος τους. Ἴσως γιατί δέν ἔχουν βιώσει τήν πρακτική φιλοσοφία, ἴσως γιατί παραθεωροῦν τήν ἠθική ζωή, πού εἶναι ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
 
Ὅμως, ἡ συνάντηση μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό δέν εἶναι ἀποκλειστικό προνόμιο μερικῶν γυναικῶν. Ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση δέχτηκε τόν Χριστό. Στό Ἆσμα Ἀσμάτων γράφεται: «Μύρον ἀκένωτον ὄνομά σου» (Ἆσμ. Ἀσμ. α', 3). Πρίν τήν ἐνανθρώπηση ὁ Χριστός ἦταν τό Μύρο, μετά τήν ἐνανθρώπηση ἔγινε Χρίσμα καί ἔχρισε τήν ἀνθρώπινη φύση. Τῆς ἔδωσε τήν ἁγιότητα καί τήν Χάρη. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας, ἡ ἀνθρώπινη φύση μετά τήν ἁμαρτία διεχώρισε τόν ἑαυτό της ἀπό τόν Θεό. Ὅταν ὅμως ἡ σάρξ θεώθηκε, τότε ἡ ἀνθρώπινη φύση πῆρε ὡς ὑπόσταση τόν ἴδιο τόν Θεό καί τό τεῖχος ἔγινε μύρο. 
 
Ἔτσι, μυροφόροι δέν εἶναι μόνον οἱ γυναῖκες ἐκεῖνες, πού πῆγαν στόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ μέ μύρα, ἀλλά ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση μετά τήν Ἀνάσταση καί Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ καί ἰδιαιτέρως ὅσοι ζοῦν μυστηριακά καί ἀσκητικά μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτοί δέν κρατοῦν ἁπλῶς στά χέρια τους τά μῦρα, ἀλλά ἔχουν μέσα στήν καρδιά τους τό μύρο τό ἀκένωτο, τόν Χριστό. Δέν ἔχουν ἁπλῶς τίς ἀρετές τῆς καλοσύνης, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀληθείας, ἀλλά τόν Ἴδιο τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ ἀπόλυτη Καλοσύνη, ἡ Ἀγάπη, καί ἡ Ἀλήθεια. Ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ πού ὑπάρχει στήν καρδιά τους ξεχύνεται καί στό σῶμα, ὥστε οἱ ἅγιοι δέν εἶναι ἁπλά μυροδοχεῖα, ἀλλά καί αὐτά τά σώματά τους μεταμορφώνονται σέ μῦρα, γι’ αὐτό τά λείψανά τους εὐωδιάζουν καί κάνουν θαύματα. 
 
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀνανέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μύρωσε καί ἔχρισε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅλοι μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τό προνόμιο νά γίνουμε μυροφόροι τοῦ Χριστοῦ.
 

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ὁ Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα

 12 Ἰουνίου 2022

Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς

Ὁ Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα

«ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω»
(Ἰω. ζ', 37)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Αὐτός εἶναι λόγος τοῦ Χριστοῦ πού εἶπε κατά τήν Ἰουδαϊκή ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Μέ τήν ἑορτή αὐτή οἱ Ἰουδαῖοι δόξαζαν τόν Θεό γιά τήν θαυμαστή διάσωσή τους. Κάθε πρωΐ γινόταν στόν Ναό μιά σπονδή σέ ἀνάμνηση τῆς θαυματουργικῆς ἀναβλύσεως ὕδατος ἀπό τήν πέτρα, διά τῆς ράβδου τοῦ Μωϋσέως. Ἐπίσης, κάθε ἀπόγευμα ἄναβαν στόν πρόναο δύο πολύφωτες λυχνίες σέ ἀνάμνηση τῆς φωτεινῆς νεφέλης πού φώτιζε τούς πατέρας τους, κατά τήν διάρκεια τῆς νυκτερινῆς πορείας. Ὁ Χριστός τήν τελευταία ἡμέρα αὐτῆς τῆς ἑορτῆς, εὑρισκόμενος στά Ἱεροσόλυμα καί ἀναφερόμενος στά δύο αὐτά θαυματουργικά γεγονότα πού ὑπενθύμιζαν αὐτές οἱ δύο λατρευτικές πράξεις, ἔκραξε λέγων: «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω... ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί, οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. ζ', 37, η', 12). Στήν συνέχεια θά μᾶς ἀπασχολήση ἡ πρώτη διακήρυξη τοῦ Χριστοῦ «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰω. ζ', 37).

Ὁ Χριστός μέ τόν λόγου αὐτόν ἀποκάλυψε τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι τό θαῦμα τῆς ἀναβλύσεως τοῦ ὕδατος ἀπό τήν πέτρα στήν ἔρημο γιά νά ξεδιψάση ὁ λαός, δέν προέρχονταν ἀπό τήν φύση τῆς πέτρας, οὔτε ἀπό τήν δύναμη τοῦ Μωϋσέως, ἀλλά ἦταν ἐνέργεια τῆς πνευματικῆς Πέτρας, πού διαρκῶς ἀκολουθοῦσε τόν Ἰσραηλιτικό λαό. Καί αὐτή ἡ πνευματική Πέτρα ἦταν καί εἶναι ὁ Χριστός. Ἔτσι καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους: «ἔπινον γάρ ἐκ τῆς πνευματικῆς ἀκολουθούσης πέτρας· ἡ δέ πέτρα ἦν ὁ Χριστός (Α' Κορ. ι', 4).

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, φωτισθέντες ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα, εἶπαν ὅτι ὅλες οἱ θεοφάνειες τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν θεοφάνειες τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ διαφορά τῆς Παλαιᾶς ἀπό τήν Καινή Διαθήκη εἶναι ὅτι ἐνῶ στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε ἀποκαλύψεις τοῦ ἀσάρκου Λόγου, στήν Καινή Διαθήκη ἔχουμε ἀποκαλύψεις τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου. Ἐάν διαθέτουμε μιά πνευματική εὐαισθησία καί καρδιακή καθαρότητα, μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν φύση καί στήν ἱστορία.

Ὁ Χριστός πάντα ξεδιψᾶ τόν ἄνθρωπο πού φλέγεται γιά ἀληθινή ζωή καί γιά ἀληθινή Χαρά. Αὐτός ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ ἀληθινή Ζωή, Χαρά, Φῶς, Εὐλογία τῶν πάντων. Ὁ ἄνθρωπος, ἑνούμενος μέ τόν Χριστό, ἀποκτᾶ Χάρη «ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ» (Ἰω. α', 16). Ὁ Χριστός ἱκανοποιεῖ τελείως τήν πνευματική δίψα τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά νά φέρη μερικές ἰδέες καί ἀφηρημένες θεωρίες, ἀλλά γιά νά φέρη τήν ζωή στούς ἀνθρώπους: «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν» (Ἰω. ι', 10). Καταλλάσσει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, Χριστοποιεῖ καί Ναοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση.

Αὐτό τό βλέπουμε στήν ζωή τῶν ἁγίων. Εὑρισκόμενοι στήν ἔρημο τῆς νεκρώσεως, διψοῦν τόν «ζῶντα Θεόν». Κατά τό μέτρο δέ τῆς δίψης καί τῆς ὁρμῆς δέχονται στήν ὕπαρξή τους τό ὕδωρ τό ζῶν, πού τούς αὐξάνει τήν δίψα: «οἱ ἐσθίοντές με ἔτι πεινάσουσι καί οἱ πίνοντές με ἔτι διψήσουσιν» (Σοφ. Σειράχ κδ', 21). Αὐτός εἶναι ὁ ἀχόρταγος χορτασμός τοῦ θείου ἐλέους. Ἔτσι, οἱ ἅγιοι μᾶς ἔδειξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει, ἀλλά ἔχει αὐτό πού εἶναι, δηλαδή ἡ ἀξία του δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά καί ὅλα ὃσα διαθέτει, ἀλλά ἡ εὐτυχία του συνδέεται μέ τήν ἀνακαίνιση καί τήν μεταμόρφωση τῆς φύσεώς του. Καί αὐτή ἡ μεταμόρφωση γίνεται ἐν Χριστῷ.

Ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως τό νερό δροσίζει καί καθαρίζει, ἔτσι καί τό Πανάγιο Πνεῦμα δροσίζει τόν ἄνθρωπο καί καθαρίζει ὅλες τίς ἐσωτερικές πληγές τῆς ἁμαρτίας.

Δέν εἶναι ἄλλο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί ἄλλο τό ἔργο τοῦ Παρακλήτου. Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη θεία ἐνέργεια, ἀλλά ἕνα ἀπό τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί ἀναπαύεται στόν Υἱό. Αὐτή ἡ ἀνάπαυση, κατά τούς Πατέρας, εἶναι μιά διαρκής κίνηση καί δράση, εἶναι ἡ κατ᾿ ἐνέργεια φανέρωση τοῦ Παρακλήτου. Ἔτσι, ὁ Χριστός ἀποστέλλει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μορφώνει τόν Χριστό «ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Ὁ Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι οἱ δύο Παράκλητοι τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, πού ἀπεργάζονται τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν μεταμόρφωση ὅλου τοῦ κόσμου.

Ἐκεῖνος πού συνδέεται μέ τήν ἀληθινή Πέτρα, τόν Χριστό, γίνεται πηγή θεολογίας. «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ', 38). Ἐδῶ φαίνεται τό ὕψος τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, δηλαδή σέ ποιό σημεῖο ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο.

Ὅταν ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τότε ὁ ἄνθρωπος ἀλλοιώνεται ἐσωτερικά καί αὐτή ἡ ἀλλοίωση φαίνεται καί ἐξωτερικά, διά τῶν κινήσεων, τῆς σιωπῆς, τῆς ὁμιλίας κλπ. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ μεταμορφωμένη ὕπαρξη θεολογεῖ. Ὁ ἄνθρωπος ἐνεργούμενος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαμβάνει τό μεγαλύτερο τῶν χαρισμάτων, τό χάρισμα τῆς θεολογίας.

Ἑπομένως, Θεολόγος δέν εἶναι ἐκεῖνος πού κατέχει ἕνα πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλά ὁ ἅγιος πού στήν καρδιά του δέχεται τίς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ πνευματική ζωή συνδέεται στενώτατα μέ τήν θεολογία, γιατί ἡ πνευματική ζωή στηρίζεται στήν θεολογία, ἡ δέ θεολογία ἀντλεῖ ὅλη τήν δύναμη καί τήν ζωή ἀπό τήν πνευματική ζωή. Ἡ ἀφετηρία ὅλων τῶν κακῶν ξεκινάει ἀπό τήν ἀποσύνδεση αὐτῶν τῶν δύο καταστάσεων, ὅταν δηλαδή ἡ θεολογία ἀποσυνδέεται ἀπό τήν πνευματική ζωή.

Ζώντας σ᾿ ἕναν κόσμο πού προσφέρει προγράμματα βελτιώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καί καταγίνεται στήν διαφήμηση μόνον τῶν ὑλικῶν πραγμάτων πρέπει νά ἐκτιμήσουμε τήν μεγάλη προσφορά τῆς Ἐκκλησίας, πού φαίνεται στίς ἑορτές της. Ἡ Ἐκκλησία, διά τῆς ἐνεργείας τῆς Παναγίας Τριάδος, μεταμορφώνει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἡ μεταμορφωμένη δέ ὕπαρξη ἀλλάσσει πραγματικά καί οὐσιαστικά τόν κόσμο.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Προσευχή τοῦ Χριστοῦ γιά ἑνότητα

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πατέρων

 5 Ἰουνίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Προσευχή τοῦ Χριστοῦ γιά ἑνότητα

Γραπτὸ Κήρυγμα:  Προσευχή τοῦ Χριστοῦ γιά ἑνότητα

«Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου,
ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς
»
(Ἰω. ιζ', 11)


Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Στήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ πρό τοῦ Πάθους Του, γίνεται λόγος γιά τήν ἑνότητα τῶν μαθητῶν-Χριστιανῶν. Ὁ Χριστός παρακαλεῖ τόν Πατέρα Του νά τηρῆ τούς μαθητάς ἐν τῷ ὀνόματί Του «ἵνα ὦσιν ἕν» (Ἰω. ιζ', 11). Τό χωρίο αὐτό χρησιμοποιεῖται συχνά ἀπό τούς ἀνθρώπους πού ἐπιδιώκουν τήν λεγομένη ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν», ἀλλά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τίς περισσότερες φορές, ἄν ὄχι πάντοτε, παρερμηνεύεται. Ἐδῶ ὁ Χριστός δέν παρακαλεῖ τόν Πατέρα Του γιά τήν μελλοντική ἑνότητα τῶν λεγομένων «Ἐκκλησιῶν», ἀλλά γιά τήν ἑνότητα «ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Χριστοῦ», πού δίδεται στούς ἁγίους καί εἶναι παροῦσα πραγματικότητα μέσα στήν Ἐκκλησία.

Γιά νά μπορέση κανείς νά ἑρμηνεύση καλά τό χωρίο αὐτό πρέπει νά τό δῆ μέσα στά πλαίσια ὁλόκληρης τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, πού εὑρίσκεται στό δέκατο ἕβδομο (ιζ') κεφάλαιο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Ἐκεῖ βλέπει ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ φράση «ἵνα ὦσιν ἕν», συνδέεται ἀμέσως μέ τό «καθώς ἡμεῖς», μέ τό «ἐν ἡμῖν», μέ τήν δόξα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ σύνδεση αὐτή μᾶς δίνει τήν πραγματική ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ πού μελετᾶμε.

Ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀληθινή, ὅταν συνδέεται μέ τό «καθώς ἡμεῖς», ὅταν δηλαδή εἶναι Τριαδική. Ὁ Χριστός τό εἶπε ξεκάθαρα: «Ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, καθώς σύ πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί» (Ἰω. ιζ', 21). Στήν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει ἀλληλοπεριχώρηση Προσώπων. Ὁ Πατήρ ζῆ μέσα στόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Υἱός μέσα στόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Ὑπάρχει στήν Ἁγία Τριάδα ἑνότητα οὐσίας καί ἰδιαιτερότητα ὑποστάσεων.

Ἔτσι καί ἡ ἑνότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων δέν πρέπει νά εἶναι ἐξωτερική, δέν εἶναι μιά σύνδεση ἐξωτερική τῶν σωμάτων, ἀλλά ἐσωτερική, πρέπει νά ὑπάρχη ἀλληλοπεριχώρηση καρδιῶν. Ἀκόμη ἡ ἑνότητα εἶναι ἀληθινή, ὅταν ὑπάρχη ἐν Χριστῷ. «Καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν» (Ἰω. ιζ', 21). Ἡ κοινωνία μέ τόν ἅγιο Τριαδικό Θεό ἐξασφαλίζει τήν γνησιότητα τῆς ἀνθρωπίνης ἑνότητος. Ἐπίσης, ἡ γνήσια ἑνότητα ὑπάρχει μέ τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ: «Καί ἐγώ τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς ἵνα ὦσιν ἕν... θέλω ὅπου εἰμί ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν...» (Ἰω. ιζ', 22, 24).

Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ὅταν οἱ ἄνθρωποι μετέχουν τῆς δόξης τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶναι συνδεδεμένοι μέ τόν Χριστό, τότε εἶναι καί μεταξύ τους ἑνωμένοι.

Ἑπομένως, στήν Ἀρχιερατική προσευχή δέν γίνεται λόγος γιά μιά ἐξωτερική ἑνότητα, πού εἶναι ἀποτέλεσμα ἐξωτερικῶν προσπαθειῶν καί γνωρισμάτων καί πού εἶναι προσδοκία τοῦ μέλλοντος, ἀλλά γιά τήν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού δόθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς
καί εἶναι παροῦσα πραγματικότητα στούς θεουμένους ἀνθρώπους πού μετέχουν τῆς δόξης τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ Τρεῖς Μαθητές στό Θαβώρ.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ καθαρίσθηκαν ἀπό τίς φθοροποιές ἐνέργειες τῶν παθῶν, ἀφοῦ ἀπέβαλαν μέ τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ τήν σκότωση τοῦ νοῦ, ἔφθασαν στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ καί φυσικά ἑνώθηκαν καί μεταξύ τους. Ἡ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος τούς περιέλαμψε, τούς ἀλλοίωσε, τούς μεταμόρφωσε, ὁπότε ἐνεργοῦσαν ὡς ἐνεργήματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος.

Ἔτσι, οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν κοινή διδασκαλία, ἀφοῦ μέ τήν Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπέκτησαν κοινή ζωή. Εἶναι φορεῖς τῆς Παραδόσεως. Καί ξέρουμε καλά ὅτι ἡ Παράδοση δέν εἶναι μιά «ἱστορική γνώση» καί «ἱστορική μνήμη», ἀλλά ἡ ἀδιάλειπτη ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν παρέλαβαν ἁπλῶς ἐξωτερικά καί διανοητικά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς προγενεστέρους Πατέρας, οὔτε ἔμαθαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τίς συγγραφές τῶν ἁγίων, ἀλλά ἔχουν κοινωνία μέ τούς προηγηθέντας, ἐπειδή συμμετέχουν στήν ἄκτιστη δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διδασκαλία τους δέν εἶναι φιλοσοφικός στοχασμός, ἀλλά ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν ἐξετάση κανείς προσεκτικά τόν βίο, τήν πολιτεία καί τήν διδασκαλία ὅλων τῶν ἁγίων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, θά διαπιστώση ὅτι ἔχουν κοινή διδασκαλία, ἀλλά πρό παντός κοινή ζωή καί ἐμπειρία. Οἱ Πατέρες στηρίζονται στήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἀσάρκου Λόγου στούς Προφῆτες καί Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καί στήν ἀποκάλυψη τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου στούς Ἀποστόλους στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν ἐμπειρία τους.

Ἡ ἐμπειρία αὐτή δέν εἶναι ἀπροσδιόριστη, ἀλλά εἶναι βίωση τοῦ ἱεροῦ ἡσυχασμοῦ. Ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἡσυχασμό ἐννοοῦμε αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν» (Ματθ. κστ΄, 41). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγωνίσθηκαν στό νά ἔχουν καθαρούς λογισμούς καί στό νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως ὁ νοῦς στήν καρδιά. Μέ τόν τρόπο αὐτόν βιώνει ὁ ἄνθρωπος τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό, καί ὅταν ὁ Θεός θελήση φθάνει καί στήν θεοπτία.

Ἡ κοινή ζωή ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἡ πορεία τους ἀπό τήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί τήν θέωση, δηλαδή μετέχουν τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅλους τούς ἁγίους πού τά ὀνόματά τους ἐτέθηκαν στό ἁγιολόγιο τῆς Ἑκκλησίας μας, ὅπως τόν ἅγιο Νεκτάριο Ἐπίσκοπο Πενταπόλεως, τόν ἅγιο Καλλίνικο Ἐπίσκοπο Ἐδέσσης, τόν ἅγιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, τόν ἅγιο Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη, τόν ἅγιο Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, τόν ἅγιο Ἰωσήφ τόν Σπηλαιώτη, τόν ἅγιο Ἰάκωβο τόν ἐν Εὐβοίᾳ καί ἄλλους.

Αὐτή εἶναι ἡ βασική διαφορά μεταξύ τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ αἱρετικοί, ἐπειδή δέν εἶχαν θεωρία Θεοῦ, φιλοσοφοῦσαν, ἐνῶ οἱ Πατέρες, ἐπειδή εἶδαν τόν Χριστό μέσα στήν δόξα Του, θεολογοῦσαν, μιλοῦσαν αὐθεντικά, ὡς φορεῖς τῆς Παραδόσεως. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας διατυπώνεται σέ κάθε χρονική περίοδο ἀπό τούς ἁγίους, χωρίς νά ἀλλοιώνεται καί χωρίς νά διαφοροποιῆται ἀπ᾿ ὅλη τήν διδασκαλία τῶν προηγουμένων Πατέρων. Ὅταν ἔχουμε διαφοροποίηση, τότε ἔχουμε παρέκκλιση καί, ἑπομένως, καταλήγουμε σέ αἵρεση.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Τό νόημα τῆς ὑπακοῆς

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα

 26 Ἰουνίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Τό νόημα τῆς ὑπακοῆς

«οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τό πλοῖον καί τόν πατέρα αὐτῶν
ἠκολούθησαν αὐτῷ
» (Ματθ. δ', 22)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Μιά ἀπό τίς πιό δύσκολες, ἀλλά ἀπαραίτητες ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι ἡ διδασκαλία περί τῆς ὑπακοῆς. Ὁ Χριστός τήν θέτει σάν ἀπαραίτητο ὅρο σωτηρίας καί τελειότητος. Ἔτσι ὅταν κάλεσε τούς Μαθητές Του, ἐκεῖνοι τά ἄφησαν ὅλα καί Τόν ἀκολούθησαν.

Ὁ σύγχρονος ὅμως ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά καταλάβη τήν ἀξία τῆς ὑπακοῆς. Τήν θεωρεῖ καταστρεπτική γιά τήν προσωπικότητά του. Αὐτό συμβαίνει γιατί ἔχει θεοποιήσει τήν λογική πού νομίζει ὅτι ἔχει μεγάλη ἀξία. Ὅταν κανείς ζῆ μέ λογικοκρατία, τότε εἶναι ἐντελῶς ἀνίκανος νά κατανοήση τήν μεγάλη ἀξία τῆς ὑπακοῆς.

Μελετώντας τήν σύγχρονη ζωή μποροῦμε νά διαπιστώσουμε ὅτι συνέβη στήν ἐποχή μας μιά μεγάλη ἀλλαγή, πού ἐπηρεάζει ὅλους τούς τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Σήμερα ὑφίσταται μιά κρίση πατρότητος, δηλαδή ἀμφισβητεῖται κάθε αὐθεντία, ἀφοῦ ἔχει ὑψωθῆ ὡς αὐθεντία τό ἴδιον ἐγώ. Αὐτό εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς. Ἐπεκτεινόμενη αὐτή ἡ νοοτροπία καί στήν θρησκευτική ζωή ἐξαφανίζει κάθε κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πατρότητος φθάνει μέχρι καί τήν πατροκτονία.

Ἔτσι, ὅταν διαβάση ἕνας σύγχρονος ἄνθρωπος τήν περίπτωση τῆς κλήσεως τῶν τεσσάρων μαθητῶν καί τήν ἀπάρνηση τῶν πάντων γιά νά ἀκολουθήσουν τόν Χριστό τοῦ φαίνεται ἀκατανότητο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία αἰσθάνεται σήμερα μεγάλη δυσκολία νά ἀποκαλύψη τούς θησαυρούς της στούς ἐκκοσμικευμένους σύγχρονους ἀνθρώπους, διότι δέν εἶναι συνηθισμένοι νά ἀκοῦνε, πολύ περισσότερο δέν εἶναι συνηθισμένοι νά ἐφαρμόζουν τόν λόγο τοῦ ἄλλου. Πολλοί σύγχρονοι νέοι εἶναι ἱκανοί νά ἀρνηθοῦν τά πάντα, ὄχι ὅμως γιά νά ἀκολουθήσουν καί νά ὑπακούσουν στόν Χριστό, ἀλλά γιά νά ὑπακούσουν στόν ἑαυτό τους καί νά ἱκανοποιήσουν ὅλα τά θελήματά τους.

Καί ὅμως, ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. Πρῶτα - πρῶτα ἡ ὑπακοή ζωοποιεῖ τόν ἄνθρωπο. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν ἐξηγήσει αὐτήν τήν μεγάλη σημασία τῆς ὑπακοῆς. Ὅπως μέ τήν παρακοή τοῦ Ἀδάμ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς διαιρέθηκαν καί οὐσιαστικά ἡ ψυχή ἔχασε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι μέ τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχή ἑνοποιεῖται καί ζωοποιεῖται. Ὁ Χριστός εἶπε: «Τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν πνεῦμα ἐστι καί ζωή ἐστι» (Ἰω. στ΄, 6). Ἔτσι, «παρακοή θάνατος, ὑπακοή ζωή», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Σιναΐτης. Ὁ Ἀδάμ μέ τήν παρακοή ἔφερε τόν θάνατο καί σέ ὅλη τήν φύση, καί ὁ δεύτερος Ἀδάμ (ὁ Χριστός) μέ τήν ὑπακοή στόν Πατέρα Του γέμισε τόν κόσμο μέ ζωή.

Ἔπειτα, μέ τήν ὑπακοή ἀναπτύσσεται ἡ ἀληθινή κοινωνικότητα. Δηλαδή μέ τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ δεχόμαστε τήν ζωή Του μέσα μας. Ὁ Χριστιανός ἀρχίζει τήν πνευματική του ζωή μέ τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δι᾿ αὐτοῦ μεταμορφώνεται, ὁπότε φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔτσι, φθάνει στό σημεῖο νά αἰσθάνεται στενή σχέση μέ τούς ἄλλους καί νά βιώνη τήν καθολική εὐθύνη. Εἰσέρχεται μέ ἀγάπη καί ἀπό ἀγάπη στόν κάθε ἄλλον καί προσφέρει μέ τρόπο μυστικό καί ἀποτελεσματικό τήν σωτηρία του.

Ἀκόμη, ἡ ὑπακοή μᾶς καθαρίζει ἀπό τά πάθη πού ἀρρωσταίνουν τήν ψυχή μας. Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ὅποιος κάνει ὑπακοή ἔχει λιγότερα πάθη, ἀφοῦ ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν ἐγωκεντρικότητα.

Μιλώντας ὅμως γιά ὑπακοή δέν ἐννοοῦμε μιά ἀφηρημένη κατάσταση, ἀλλά μιά συγκεκριμένη ζωή. Δέν ἐννοοῦμε μιά παθητική ἀκινησία, ἀλλά μιά διαρκῆ θετική κίνηση. Ἡ παθητική καί ἀφηρημένη κατάσταση δημιουργεῖ περισσότερα προβλήματα. Ἔτσι, ὅταν λέμε ὑπακοή, ἐννοοῦμε πρωτίστως τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἐμεῖς, ὡς ἀκάθαρτοι καί ἐμπαθεῖς, δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού πρέπει νά ἐφαρμόσουμε σέ κάθε δεδομένη περίσταση, γι᾿ αὐτό χρειάζεται ὑπακοή στόν πνευματικό μας πατέρα. Διότι ὁ λόγος τοῦ πνευματικοῦ πατρός, ὅταν δέν ἀντιβαίνη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ περίληψη τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ὑπακοή ὅμως στόν πνευματικό πατέρα δέν εἶναι ἕνα ἁπλό γεγονός, ἀλλά ἔχει πολλές πλευρές καί προεκτάσεις. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ὑπακοή στόν πνευματικό μας πατέρα, ἀλλά συγχρόνως εἶναι ὑπακοή στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο καί τήν κανονική δομή τῆς Ἐκκλησίας. Παράδοση εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία. Αὐτό τό Ἅγιον Πνεῦμα ἁγιάζει τούς ἀνθρώπους, χειροτονεῖ τούς Ἐπισκόπους καί φωτίζει τούς Πατέρας νά θεσπίζουν κανόνας γιά τήν καλή λειτουργία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ τῶν ἁγίων, τοῦ Ἐπισκόπου καί τοῦ θυσιαστηρίου. Καί δέν νοεῖται ἕνα ἀπό αὐτά χωρίς τήν ὕπαρξη τῶν ἄλλων.

Ἔτσι, ἡ ὑπακοή σέ ἕναν πνευματικό πατέρα πρέπει νά συνδέεται καί μέ τήν ὑπακοή στήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή.

Σήμερα γίνεται διαρκῶς λόγος γιά τήν ὡριμότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό πολλούς διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τίς γνώσεις του ἔχει φθάσει σέ ὑψηλά ἐπίπεδα τελειότητος καί ὡριμότητος. Ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τονίζει ἰδιαιτέρως ὅτι ἡ πνευματική ὡριμότητα, δηλαδή ἡ διαρκής πορεία πρός τήν τελειότητα, δέν γίνεται μέ τίς ἀνθρώπινες γνώσεις, ἀλλά μέ τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ τελεία ὑπακοή εἶναι ἕνας ἑκούσιος θάνατος. Μέσα ἀπό τόν θάνατο ξεπηγάζει ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Σέ αὐτό μᾶς προτρέπουν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ἡ ὑπακοή θά μᾶς ἑνοποιήση καί θά μᾶς ζωοποιήση.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Τὸ Ποτήριον

«τό ποτήριον ὅ ἐγώ πίνω πίεσθε»  (Μάρκ. ι', 39)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Οἱ δύο μαθητές Ἰωάννης καί Ἰάκωβος ζητοῦσαν ἀπό τόν Χριστό δόξα μέ ἀνθρώπινα κριτήρια, νομίζοντας ὅτι ἡ Βασιλεία Του εἶναι αἰσθητή. Ὁ Χριστός ὅμως, διορθώνοντας τήν ἐσφαλμένη γνώμη τους, ὑποδεικνύει τήν πραγματική καί αἰώνια δόξα, πού διέρχεται μέσα ἀπό τό «ποτήριον», πού εἶναι τά Πάθη καί ὁ Σταυρός. Ὁ Ἴδιος δοξάστηκε διά τοῦ Σταυροῦ καί οἱ μαθητές Του θά δοξαστοῦν διά τοῦ σταυροῦ (Μάρκ. ι', 35-45). Αὐτή τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή τό «ποτήριον» εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας θά ἀναλυθῆ σύντομα στήν συνέχεια.

Ὅταν ὁ Χριστός ἔλεγε «τό ποτήριον ὅ ἐγώ πίνω» (Μάρκ. ι', 39) ἐννοοῦσε τά πάθη Του μέ ἀποκορύφωμα τόν Σταυρό, πού ὑπέμεινε γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι τό προπατορικό ἁμάρτημα συνίσταται στήν ἁμαρτία τῆς προαιρέσεως (ἡδονή) καί στήν ἁμαρτία τῆς φύσεως (τό παθητό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὀδύνη).

Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τήν πρό τῆς παραβάσεως καθαρά καί ἀμόλυντη ἀνθρώπινη φύση (τήν ἀναμαρτησία), ἀλλά καί τό μετά τήν παράβαση φθαρτό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀφοῦ ἔγινε «ὑπέρ ἡμῶν κατάρα» (Γαλ. γ', 13). Ὁ Χριστός δέχεται ἑκουσίως τόν θάνατο, τήν ὀδύνη, πάσχει ἀδίκως καί δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη φύση, κατακρίνει τήν προαιρετική καί φυσική ἁμαρτία. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «ἐπειράσθη, ἵνα νικήσωμεν· ἡτιμάσθη, ἵνα δοξάσῃ· ἀπέθανεν ἵνα σώσῃ».

Αὐτή εἶναι ἡ σωτηριώδης ἐνέργεια τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, τό πικρό «ποτήριον» τοῦ Χριστοῦ ἔγινε γιά μᾶς γλυκύτατο. Διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἦλθε ἡ σωτηρία. Ὁ Χριστός ἑκούσια καί ἄφωνα πορεύθηκε στό Πάθος, ὅπως προφήτευσε ὁ Ἡσαΐας: «Ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη καί ὡς ἀμνός ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τό στόμα. ἐν τῇ ταπεινώσει ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη» (Ἡσ. νγ', 7-8). Αὐτό τό ἑκούσιο καί τό ἄφωνο ἀπετελέσε τήν ἰατρεία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό πάθος τῆς Κεφαλῆς ὑπέρ τοῦ σώματος εἶναι καί πάθος τοῦ σώματος μαζί μέ τήν Κεφαλή. Ἡ Ὀρθοδοξία βιώνει πάντα τό «ποτήριον» τοῦ Χριστοῦ.

Ὑπάρχουν πολλά σημεῖα πού μποροῦν νά τονισθοῦν στό θέμα αὐτό. Κατ᾿ ἀρχάς, ὅλη ἡ ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι σταυρική. Ἡ ἀποφατική της θεολογία, χωρίς νά ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν καταφατική, εἶναι ὁ «Γολγοθᾶς τῆς λογικῆς». Ἡ ὀργάνωση τῆς Ὀρθοδοξίας δέν γίνεται μέ ἀνθρώπινα κριτήρια, ἀλλά εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης, πού εἶναι κένωση. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ὁλοκληρωτική προσφορά. Ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα ἀποβλέπει στήν μεταμόρφωση τῶν ἐξωτερικῶν αἰσθήσεων, συνδέεται μέ τήν ὑψοποιό ταπείνωση, μέ τόν ἑκούσιο θάνατο.

Ἔπειτα, ἡ Ὀρθοδοξία δέχεται πάντα τόν διωγμό. Δέν ὑπάρχει Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σέ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς γῆς, πού νά μή διώκεται ἐκ μέρους τῆς κοσμικῆς νοοτροπίας. Μόνον πού σέ κάθε μέρος ἀλλάσσει τό εἶδος τοῦ διωγμοῦ καί δέν ξέρει κανείς ποιό εἶναι χειρότερο· ὁ φανερός καί ἄμεσος ἤ ὁ κρυφός καί ἔμμεσος.

Πάντως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἐσταυρωμένη γι᾿ αὐτό καί ἀναστημένη. Αὐτό εἶναι τό κριτήριο τῆς γνησιότητας της, ὅτι δηλαδή συνδέεται μέ τόν Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστάντα Χριστό. Ὅπως ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἐξεστράτευσε ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπίνη κακία καί τό σατανικό μίσος, ἔτσι καί ἐναντίον τοῦ πραγματικοῦ Του Σώματος ἐπιτίθεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη κακία. Ὅταν μιά Ἐκκλησία ἀποδιώκη τό μαρτύριο, τήν ἑκούσια Σταύρωση καί ζητᾶ τήν ἐπίγεια δόξα καί τήν κοσμική προβολή, ὅταν διακατέχεται ἀπό τό πάθος νά σταυρώνη καί ὄχι νά σταυρώνεται, δείχνει ὅτι ἔχασε τήν πραγματική κοινωνία μέ τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος προσφέρθηκε χωρίς καμμιά ἀντίσταση στό μαρτύριο.

Αὐτό πού ἰσχύει γιά τήν Ἐκκλησία, ἰσχύει καί γιά τούς πραγματικούς Χριστιανούς. Κριτήριο γνησιότητος τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἡ βίωση τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Χριστός τό εἶπε: «Τό ποτήριον ὅ ἐγώ πίνω, πίεσθε» (Μάρκ. ι', 39). Αὐτό συνέβη μέ τούς Μαθητάς. Περιφρονήθηκαν, διώχθηκαν, ὑπέστησαν τά πάντα καί μαρτυρικό θάνατο. Ὅσοι ἀπό αὐτούς δέν ἀπέθαναν μαρτυρικά, δέν εἶναι γιατί δέν εἶχαν Χάρη μαρτυρίου, ἀλλά γιατί δέν δόθηκαν οἱ κατάλληλες συνθῆκες νά μαρτυρήσουν. Πάντως ὅλοι ἔζησαν μαρτυρικά.

Ἔτσι, οἱ Χριστιανοί συνδέονται μέ τό «ποτήριον». Ὅταν μιλᾶμε γιά «ποτήριον» καί σταυρικό θάνατο δέν ἐννοοῦμε μόνον τά βάσανα τῆς ζωῆς, πού ὅλοι ἔχουμε καί ἀντιμετωπίζουμε, ἀλλά κάτι περισσότερο.

Σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τήν ἐσωτερική τυραννία τῶν παθῶν· γιά τήν μεταμόρφωση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, ὥστε ὅλες μας οἱ δυνάμεις νά ὑπηρετοῦν τόν Θεό. Διότι δέν ὑπάρχουν μέσα μας κακές δυνάμεις πού πρέπει νά ἀποβάλλουμε, ἀλλά διεστραμμένες δυνάμεις πού πρέπει νά μεταμορφώσουμε. Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ λέγει: «Ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ σταυρός καθημερινός ἐστιν. Οὐδείς γάρ ἐν τῷ Οὐρανῷ ἀνῆλθε μετά ἀνέσεως».

Σταυρός εἶναι νά μήν ὑπολογίζουμε τούς ἐπαίνους καί τίς ἀτιμίες πού μᾶς προσφέρει ὁ κόσμος. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος τόν ἀδελφό πού τόν ρώτησε τί πρέπει νά κάνη γιά νά σωθῆ τόν ἔστειλε στό νεκροταφεῖο γιά νά κατηγορήση τούς νεκρούς, ὡς ἁμαρτωλούς καί ἔπειτα νά τούς ἐπαινέση ὡς ἁγίους. Ὅταν ἐπέστρεψε τόν ρώτησε ἄν ἀντέδρασαν οἱ νεκροί στίς δύο περιπτώσεις. Καί στήν ἀρνητική ἀπάντηση τοῦ λέγει: «Εἶδες πόσο τούς ἐξευτέλισες καί τίποτε δέν σοῦ ἀποκρίθηκαν καί πόσο τούς ἐξύμνησες καί καθόλου δέν σοῦ μίλησαν; Ἔτσι καί σύ γίνε νεκρός, ἄν θέλης νά σωθῆς. Οὔτε τήν ἀδικία τῶν ἀνθρώπων οὔτε τούς ὕμνους τους νά λογαριάζης, ὅπως οἱ νεκροί. Καί μπορεῖ νά σωθῆς».

Σταυρός εἶναι καί ἡ ἀγάπη πού πρέπει νά δείχνουμε στούς ἄλλους. Ἡ ἀγάπη ἀπό τήν φύση της εἶναι ταπείνωση, κένωση, σταυρός. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί ἔδειξε τήν ἀγάπη Του σέ μᾶς. Καί μεῖς πρέπει νά σταυρωνόμαστε καθημερινά γιά νά φανερώσουμε τήν ἀγάπη μας στούς ἄλλους. Ὁ Ὀρθόδοξος δέν ἀντιστέκεται κοσμικά στήν δύναμη πού πέφτει ἐπάνω του. Ἀντιμετωπίζει τά πάντα μέ τήν ἀγάπη. Εἶναι ἄοπλος καί ὁπλισμένος. Εἶναι σταυρωμένος στό ξύλο τῆς ἀγάπης καί ὄντας σταυρωμένος εἶναι ὁ πραγματικά ἐλεύθερος, διαθέτει τήν μεγαλύτερη δύναμη.

Σταυρός, ἀκόμη, εἶναι καί ὁ μαρτυρικός θάνατος ὑπέρ τῆς ἀληθείας καί τῆς Πίστεως. Οἱ ἅγιοι ἐπειδή ἀγάπησαν τόν Θεό δέχθηκαν τόν ἑκούσιο θάνατο παρά νά Τόν ἀρνηθοῦν.

Τό «ποτήριον» (ὁ σταυρός) εἶναι κοινός κλῆρος ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων. Μέ τόν σταυρό ἐξασφαλίζουμε μεγαλύτερη νίκη καί αἰώνιο θρίαμβο. Ἀντίθετα μέ κοσμικά κριτήρια, δηλαδή μέ τήν ἀντίσταση δίνουμε στόν ἄλλο τήν δυνατότητα νά προετοιμασθῆ γιά μεγαλύτερη ἐπίθεση.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: “Ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ"

Κυριακὴ 21 Αὐγούστου

Οἱ πειρασμοὶ ποὺ εἴδαμε στὸ προηγούμενο αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς προκλήθησαν καὶ προκαλοῦνται ἀπὸ τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος ἐδῶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ πονηρὸς καὶ μὲ τὸ αἴτημα αὐτό μας ζητᾶ ὁ Χριστὸς νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα νὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὸν πονηρό.

Ὁ διάβολος δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη δύναμη, δὲν εἶναι μιὰ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ, ὅπως διδάσκει ἡ οὐμανιστικὴ φιλοσοφία καὶ ἠθική, ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἰδιαίτερο πρόσωπο, ποὺ ἦταν ἄγγελος καὶ ἔχασε τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ὁπότε ἔγινε σκοτεινὸ πνεῦμα. Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ λύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου (Α' Ἰωάν. γ΄ 8). Ὁ διάβολος ἐμφανίσθηκε στὴν ἔρημο γιὰ νὰ πειράξη τὸν Χριστό, αὐτὸς δημιουργεῖ πολλὰ προσκόμματα, αὐτὸν εἶδαν οἱ ἅγιοι καὶ τὸν ἀντιμετώπισαν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ.

Στὸ αἴτημα αὐτὸ τῆς Κυριακῆς προσευχῆς ὁ διάβολος χαρακτηρίζεται πονηρός. Ἡ λέξη αὐτὴ δηλώνει πολλὲς ἔννοιες. Στὴν ἀρχικὴ ἔννοια πονηρὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ταλαιπωρεῖται στὸ σῶμα ἀπὸ τοὺς κόπους, γιατί τὸ ἐπίθετο αὐτὸ προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα πονέω - πονῶ. Ἀργότερα ἡ λέξη πονηρὸς δήλωνε καὶ δηλώνει τὸν ἐλεεινό, τὸν ἄθλιο, τὸν κακό, τὸν ἀνάξιο, τὸν ποταπό, τὸν πανοῦργο. Μὲ τὴν σημασία αὐτὴ χαρακτηρίζεται ὁ διάβολος πονηρός, καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὴν ἔννοια τοῦ πανούργου ποὺ μηχανεύεται τὰ πάντα γιὰ νὰ κάνη τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ἀλλοῦ ὁ Χριστὸς ἀποκαλεῖ τὸν διάβολο πονηρό, ὅπως στὴν Παραβολὴ τοῦ καλοῦ σπορέως γράφεται: "ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ ἁρπάζει τὸ ἐσπαρμένον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ" (Μάτθ. ἰγ΄, 19). Καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἀναφέρονται στὸν διάβολο ὡς πονηρό. "νενικήκατε τὸν πονηρὸν" (Α' Ἰω. β΄ 13) καὶ "ὁ πονηρὸς οὐχ ἅπτεται αὐτοῦ" (Α' Ἰωάν. ε΄,18).

Τὸ ὅτι ἀποκαλεῖται ὁ διάβολος πονηρὸς δείχνει ὅτι ἡ πονηρία δὲν εἶναι συστατικὸ στοιχεῖο τῆς φύσεώς μας, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς προαιρέσεώς μας. Ὁ ἄνθρωπος δὲν πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι κακός, ἀλλὰ ἡ κακία ἦλθε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, τῆς παρακοῆς στὸν ἀγαθὸ Θεὸ καὶ τῆς ὑπακοῆς στὸν πονηρὸ διάβολο. Ἡ πονηρία εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ διαβόλου, ἐπειδὴ ἔχει ὑπερβολικὴ κακία καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἔχουμε ἀδικήσει μᾶς πολεμᾶ συνεχῶς. Ἐπειδὴ ὁ διάβολος εἶναι πονηρὸς ἀπὸ τὴν φύση του γι' αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήση, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ καὶ δέχεται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἔπειτα ὁ Χριστός, μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ διαβόλου ὡς πονηροῦ, μᾶς διδάσκει ὅτι δὲν πρέπει νὰ δυσανασχετοῦμε μὲ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ ὅ,τι μᾶς προξενοῦν, ἀφοῦ δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ μᾶς ἐπιτίθενται, ἀλλὰ αἴτιος τῶν κακῶν εἶναι ὁ διάβολος. Αὐτὸς παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μᾶς βλάπτουν καὶ γι' αὐτὸ καὶ ἐμεῖς θὰ πρέπη νὰ μεταθέτουμε τὴν ἔχθρα μας πρὸς τὸν διάβολο.

Ἡ πονηρία τοῦ διαβόλου εἶναι μεγάλη. Εἶναι καὶ πανοῦργος καὶ πολυμήχανος στὸ νὰ μᾶς κάνη νὰ ἁμαρτάνουμε καὶ νὰ ἀπομακρυνώμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἤδη ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τοὺς πρωτοπλάστους τοὺς ἔρριξε στὴν ἁμαρτία μὲ καλὸ λογισμό, μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως. Δηλαδή, προφασίσθηκε ὅτι ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν θέωσή τους καὶ τοὺς ἔδειξε ἕναν ἄλλο δρόμο, διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς ὑπέδειξε ὁ Θεός. Ὁ διάβολος εἶναι καὶ θεολόγος, ἀλλὰ ὅμως διαστρέφει τὰ πράγματα, ἄρα εἶναι κακὸς θεολόγος. Πρὶν τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ὑποδεικνύει στὸν ἄνθρωπο ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ θὰ τὸν συγχωρήση γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ θὰ διαπράξη, ἀλλὰ μετὰ τὴν διάπραξη τῆς ἁμαρτίας του ὑποβάλλει τὴν σκέψη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι σκληρὸς καὶ δὲν πρόκειται νὰ τὸν συγχωρήση, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν προσπαθεῖ νὰ τὸν ρίψη στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπόγνωση. Ἐπίσης, πολεμᾶ τὸν ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὰ πάθη, μὲ τοὺς λογισμούς, μὲ τὶς φαντασίες, μὲ τὶς ἐπιθυμίες, μὲ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς, καὶ ὅλες τὶς καταστάσεις ποὺ διέρχεται ὁ ἄνθρωπος. Σὲ κάθε περίσταση προσαρμόζει καὶ τὴν κατάλληλη μέθοδο γιὰ νὰ ρίψη ἄνθρωπο εἴτε στὴν ἀδιαφορία εἴτε στὴν ἀπόγνωση.

Ὁ μεγαλύτερος πόλεμος τοῦ διαβόλου ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, στὸν ὁποῖο φαίνεται ἡ πονηρία του, εἶναι ὁ πόλεμος τῶν λογισμῶν. Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει μέσα στὴν Ἐκκλησία τὴν μέθοδο τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο συνίσταται ἡ ἄσκηση. Μέσα στὰ ἀσκητικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν "Φιλοκαλία", τὸ "Γεροντικὸ" καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βρῇ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ πολεμήση τὸν διάβολο. Βέβαια, στὸ σημεῖο αὐτὸ σημαντικὸ ρόλο θὰ ἔχη ὁ ἔμπειρος πνευματικὸς πατέρας. Γενικά, οἱ λογισμοὶ ἀντιμετωπίζονται εἴτε μὲ τὴν περιφρόνηση, ποὺ γίνεται μὲ τὴν πίστη στὸν Θεό, εἴτε μὲ τὴν καταδίωξή τους καὶ αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν προσευχή, ἰδίως τὴν προσευχὴ "Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλεησὸν μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν" καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῶν καλῶν λογισμῶν γιὰ κάθε ζήτημα καὶ κάθε ἄνθρωπο.

Μὲ τὸ αἴτημα αὐτὸ τῆς Κυριακῆς προσευχῆς ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὸν πονηρό. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιατί ὁ διάβολος ἔχει μεγάλη δύναμη καὶ πολλὴ πεῖρα, εἶναι θὰ λέγαμε στρατηγὸς αἰώνων, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος καὶ ἀνίσχυρος. Ὁπότε, μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήση στὸν πόλεμο αὐτόν, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς νίκησε τὸν διάβολο καὶ ἔδωσε τὴν δυνατότητα σὲ κάθε ἄνθρωπο, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν νικᾶ. Ἡ πονηρία τοῦ πονηροῦ ἀντιμετωπίζεται μὲ τὴν σοφία τοῦ σοφοῦ καὶ δυνατοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: “Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν"

Κυριακὴ 7 Αὐγούστου

Κάθε προσευχὴ ἔχει τέσσερα στοιχεῖα, ἤτοι τὴν δοξολογία, τὴν εὐχαριστία, τὴν μετάνοια καὶ τὴν παράκληση. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ στὴν Κυριακὴ προσευχή. Μὲ τὸ πέμπτο αἴτημα τῆς προσευχῆς αὐτῆς - "καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν" - παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς συγχωρήση τὰ ἁμαρτήματα ποὺ διαπράξαμε, ὅπως καὶ ἐμεῖς ἔχουμε συγχωρήσει τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων ποὺ ἔγιναν σὲ μᾶς.

Ἐδῶ μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε δύο σημεῖα ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ αἴτημα αὐτό. Τὸ ἕνα εἶναι ὅτι πρέπει νὰ ζητοῦμε τὴν συγγνώμη ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τὰ ὁποῖα διαπράττουμε καὶ ἔτσι μᾶς ὑποδεικνύει τὴν μετάνοια, καὶ τὸ ἄλλο σημεῖο εἶναι ὅτι πρέπει νὰ διακρινόμαστε ἀπὸ τὴν ἀμνησικακία, καὶ ἔτσι μᾶς ὑποδεικνύει τὸν τρόπο καὶ τὶς προϋποθέσεις μὲ τὶς ὁποῖες θὰ λάβουμε τὴν ἄφεση τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν.

Τὸ πρῶτο σημεῖο ἀναφέρεται στὴν μετάνοια ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχη μετὰ τὸ Βάπτισμα. Ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ ὡς Πατέρα, ποὺ τὸ ζῇ κανεὶς μὲ τὸ Βάπτισμα, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἀναφέρεται σὲ Χριστιανοὺς ποὺ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ βέβαια ἐννοεῖται ὅτι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἀναγεννᾶται πνευματικά, ἀλλ' ὅμως ἐπειδὴ εἶναι ἐπιρρεπὴς στὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία, γι' αὐτὸ καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα ἁμαρτάνει. Ὅμως καὶ ἐδῶ φαίνεται ἡ μεγάλη ἀγάπη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ εἶναι ἕτοιμος νὰ συγχωρήση τὰ ἁμαρτήματά μας, ἐὰν ἐμεῖς προστρέξουμε στὴν φιλανθρωπία Τοῦ. Δὲν εἶναι ἕνας φεουδάρχης Θεός, ἀλλὰ ἕνας Θεὸς ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας, ἐλέους, οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως. Γι' αὐτὸ πολλὲς φορὲς στὴν Ἐκκλησία λέμε "ὅτι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ὑπάρχεις".

Μετὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας ὁ ἄνθρωπος πληγώθηκε σὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, τραυματίσθηκε βαθειά. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀναφερόμενος στὴν διατυπωθεῖσα ἐπιθυμία τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ νὰ δὴ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ τὸν παρουσιάζει νὰ λέγη: "ἴδω τὴν πλευρὰν ἐξ ἧς ἰάθη τὸ μέγα τραῦμα ὁ ἄνθρωπος". Ὁ ἄνθρωπος πράγματι ὑπῆρξε τὸ μεγάλο τραῦμα ποὺ ἰάθηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἀπὸ ἐκεῖ ἔρρευσε αἷμα καὶ ὕδωρ, δηλαδὴ τὰ δύο βασικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἅγιο Βάπτισμα (ὕδωρ) καὶ ἡ θεία Κοινωνία (αἷμα).

Ἐπειδὴ τὸ τραῦμα στὸν ἄνθρωπο εἶναι πολὺ βαθύ, γι' αὐτὸ καὶ δὲν θεραπεύεται εὔκολα καὶ γρήγορα. Καὶ ἐπειδὴ μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος καὶ πάλι ἁμαρτάνει, γι' αὐτὸ καὶ πάλι ἐκδηλώνεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἀνανεώνεται ἡ χάρη τῆς υἱοθεσίας τὴν ὁποία ἀπολαμβάνει μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἔτσι καὶ ἡ μετάνοια χαρακτηρίζεται ὡς δεύτερο βάπτισμα. Καὶ βέβαια μετάνοια σημαίνει τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀλλαγὴ τοῦ νοὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νοὺς ποὺ σκοτίσθηκε μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ δὲν ἔχει κοινωνία μὲ τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἐπανέλθη πάλι στὴν προηγούμενη θέση του καὶ νὰ λαμπρυνθῇ. Φαίνεται καὶ ἐδῶ ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς, ἀφοῦ μᾶς κρίνει ἀξίους τῆς συγγνώμης, ὅταν ἁμαρτήσαμε ἐκ νέου, μετὰ τὴν δωρεὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.

Τὸ δεύτερο σημεῖο ἀναφέρεται στὸν τρόπο καὶ τὴν προϋπόθεση τῆς συγχωρήσεώς μας ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ταυτοχρόνως μας ὑποδεικνύεται ἡ ἀρετὴ τῆς ἀμνησικακίας. Τρόπον τινὰ ὁ Θεὸς προκειμένου νὰ μᾶς συγχωρήση ἔχει παράδειγμα ἐμᾶς. Ἂν ἐμεῖς συγχωροῦμε τὰ πταίσματα τῶν ἀδελφῶν μας, τότε καὶ Ἐκεῖνος θὰ συγχωρήση τὰ δικά μας πταίσματα. Κατὰ κάποιον τρόπο πρέπει νὰ προηγηθοῦμε ἐμεῖς στὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀμνησικακία πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας καὶ νὰ ἀκολουθήση ὁ Θεός. Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι σκληρὸς στοὺς ἀδελφούς του, τότε ἡ καρδιά του δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθανθῇ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ ὅλον τὸν κόσμο – δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς - ἀλλὰ οἱ σκληροκάρδιοι καὶ ἀσυγκίνητοι δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν καὶ νὰ αἰσθανθοῦν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτούς. Ἔτσι, μὲ τὴν συγχώρηση πρὸς τοὺς ἄλλους, καθαρίζουμε τὴν καρδιά, τὴν προετοιμάζουμε γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ τὸ αἴτημα μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν παραβολὴ τοῦ ὀφειλέτου τῶν μυρίων ταλάντων ποὺ εἶπε ὁ Χριστός. Ὁ ὀφειλέτης αὐτὸς τιμωρήθηκε, γιατί ἐνῷ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν συγχώρηση γιὰ τὶς δικές του μύριες ὀφειλές, δὲν ἔδωσε ὅμως ὁ ἴδιος συγχώρεση στὸν σύνδουλό του γιὰ τὶς μικρότερες ὀφειλές του.

Στὴν θεία Λειτουργία ζητοῦμε συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα τὰ πταίσματά μας, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἴμαστε καὶ ἕτοιμοι νὰ χορηγήσουμε στοὺς ἀδελφούς μας συγχώρηση γιὰ ὅσα μᾶς ἔφταιξαν. Καὶ ἐπειδὴ ἡ Κυριακὴ προσευχή, τὸ "Πάτερ ἡμῶν" ἀπαγγέλλεται πρὶν τὴν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι προσευχὴ προετοιμασίας γι' αὐτήν. Προκειμένου νὰ κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ συγγνώμη γιὰ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα - ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ καταργήση τὸ μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως - ἀλλὰ συγχρόνως βεβαιώνουμε τὸν Θεὸ ὅτι δώσαμε καὶ ἐμεῖς συγχώρεση σὲ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀδίκησαν, μᾶς συκοφάντησαν καὶ μᾶς ἔβλαψαν.

Θὰ πρέπη ὅμως νὰ προσέχουμε μήπως δίνουμε ψεύτικες διαβεβαιώσεις στὸν Θεό. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση διακυβεύουμε τὴν σωτηρία μας καὶ τὴν δική μας συγχώρεση τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: “Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν"

Κυριακὴ 14 Αὐγούστου

Ὅλος ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πειρατήριον. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεό-Πατέρα νὰ μὴ ἐπιτρέψη νὰ εἰσέλθουμε στοὺς πειρασμούς, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἴμαστε ἀδύνατοι καὶ ἀσθενεῖς. Ἄλλωστε ὅλες οἱ ταλαιπωρίες ποὺ ἦλθαν στὴν ζωή μας ἦταν συνέχεια τοῦ πρώτου καὶ μεγάλου ἐκείνου πειρασμοῦ ποὺ δέχθηκαν οἱ Πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο. Αὐτοὶ ὑπέκυψαν στὸν πειρασμό, καίτοι εἶχαν την Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔρχονταν σὲ κοινωνία μαζὶ Του. Πόσο μᾶλλον αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβῇ σὲ μᾶς ποὺ ἔχουμε τὸ θνητὸ καὶ παθητὸ σῶμα, μὲ ὅλες τις συνεπειές του.

Ἡ λέξη πειρασμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα πειράζω ποὺ σημαίνει δοκιμάζω, ἐξετάζω, θέτω σὲ ἐξέταση καὶ μὲ κακὴ ἔννοια σημαίνει ζητῶ νὰ ἀποπλανήσω. Ἑπομένως, πειρασμὸς σημαίνει κάθε τί ποὺ μᾶς δοκιμάζει, ποὺ μᾶς θέτει σὲ δοκιμασία καὶ σὲ ἐξετάσεις καὶ ζητᾶ νὰ μᾶς ἀποπλανήση, νὰ μᾶς ὀδηγήση μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό.

Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ πειρασμὸς δὲν εἶναι ἀφηρημένος, ἀλλὰ ἕνα ἰδιαίτερο πρόσωπο, γι' αὐτὸ ὁ διάβολος χαρακτηρίζεται "πειράζων". Αὐτὸς ὁ "πειράζων" ἐπείρασε καὶ τὸν Χριστὸ στὴν ἔρημο, μὲ τοὺς γνωστοὺς τρεῖς πειρασμούς, καὶ φυσικὰ νικήθηκε ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶχε προσληφθῇ ἀπὸ τὴν θεία φύση στὸν Χριστὸ καὶ δὲν μποροῦσε ποτὲ ὁ διάβολος νὰ νικήση. Μέσα ἀπὸ τὰ διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς, ἀπὸ τοὺς λογισμούς, τὶς φαντασίες, τὶς προκλήσεις τῶν αἰσθήσεων ὁ διάβολος μᾶς πειράζει, μᾶς ἐνοχλεῖ καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς στρέψη ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Οἱ πειρασμοί, κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δύο εἰδῶν. Ἐκεῖνοι ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ὀδύνη. Οἱ ἡδονικοὶ πειρασμοὶ εἶναι ἑκούσιοι, ἀφοῦ ἐμεῖς τοὺς προκαλοῦμε ἢ τοὺς ἀναζητοῦμε μὲ τὴν ἐλευθερία μας καὶ εὐχαριστούμαστε σὲ αὐτούς. Τοὺς ὀδυνηροὺς πειρασμούς, ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἀρρώστια, τὸν πόνο, τὴν φτώχεια, τὸν θάνατο, δὲν τοὺς ἐπιζητοῦμε ἐμεῖς, ἀλλὰ ἔρχονται σὲ μᾶς, λόγῳ τῆς φθαρτότητος τῆς φύσεώς μας. Ὅπως διαφέρουν οἱ ἑκούσιοι ἡδονικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀκουσίους ὀδυνηροὺς πειρασμούς, ἔτσι καὶ πρέπει κατὰ διάφορο τρόπο νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε. Τοὺς ἑκουσίους ἡδονικοὺς πειρασμοὺς θὰ πρέπη νὰ τοὺς ἀποφεύγουμε, νὰ ἀποφεύγουμε νὰ βλέπουμε καὶ νὰ ἀκοῦμε αὐτὰ ποὺ μᾶς προκαλοῦν τὴν ἡδονή, τὴν εὐχαρίστηση. Γιὰ δὲ τοὺς ἀκουσίους ὀδυνηροὺς πειρασμούς, ὅπως τὴν ἀρρώστια, τὸν πόνο, τὸν θάνατο ἀγαπητῶν μας προσώπων, θὰ πρέπη νὰ προσευχόμαστε νὰ μὴ ἔρχονται, ἀλλὰ ὅταν ἔρχονται θὰ πρέπη νὰ τοὺς ὑπομένουμε μὲ καρτερία καὶ νὰ ζητοῦμε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴν ἐπιτρέψη τοὺς πειρασμούς, ἐννοῶντας τοὺς ἀκουσίους ὀδυνηροὺς πειρασμούς, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο φανερώνει τὴν εὐτέλειά μας, ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι καὶ ἔτσι καταστέλλει τὴν ἔπαρσή μας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὁρμοῦμε μὲ τὴν θέλησή μας στοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ νὰ ζητοῦμε, μὲ ταπείνωση, ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴ τὸ ἐπιτρέψη αὐτό. Ἔτσι, ὕστερα ἀπὸ ἕνα τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα, ἡ νίκη, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶναι λαμπροτέρα καὶ ἡ ἧττα τοῦ διαβόλου πιὸ καταγέλαστη.

Ἡ φράση "μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμὸν" δείχνει καὶ κάτι ἄλλο ποὺ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ, ὅτι, δηλαδή, ὁ Θεὸς ποὺ διευθύνει τὸν κόσμο καὶ τὴν προσωπική μας ζωὴ ἐπιτρέπει νὰ ἔρχονται σὲ μᾶς οἱ πειρασμοί, κυρίως οἱ ἀκούσιοι καὶ ὀδυνηροί. Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι γιατί τὸ ἐπιτρέπει αὐτὸ ὁ Θεός. Οἱ Πατέρες γράφουν ὅτι οἱ πειρασμοὶ ἐπιτρέπονται ἀπὸ τὸν Θεό, ἄλλοτε κατ΄ευδοκία, γιατί θέλει νὰ φανερώση τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπομονή μας, καθὼς ἐπίσης γιὰ νὰ μᾶς ἀγιάση ἀκόμη περισσότερο, ἄλλοτε κατ' οἰκονομία καὶ παραχώρηση, γιὰ νὰ μᾶς προφυλάξη ἀπὸ κάποιο κακὸ ποὺ θὰ γινόταν ἂν δὲν εἴχαμε πειρασμοὺς ἢ γιὰ νὰ μετανοήσουμε γιὰ κάποια ἁμαρτία ποὺ διαπράξαμε, καὶ ἄλλοτε κατὰ ἐγκατάλειψη, ἐπειδὴ αἵρει την Χάρη Τοῦ γιὰ διάφορα ἁμαρτήματα ποὺ διαπράξαμε καὶ δὲν αἰσθανθήκαμε τὴν ἀνάγκη νὰ μετανοήσουμε.

Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ δὲν δέχεται πειρασμοὺς στὴν ζωή του εἴτε ἑκουσίους ἡδονικούς, εἴτε ἀκουσίους ὀδυνηρούς, εἴτε ἀπὸ σκέψεις καὶ ἐπιθυμίες ποὺ βάζει μέσα μας ὁ διάβολος, εἴτε μέσα ἀπὸ πρόσωπα καὶ καταστάσεις μὲ τὰ ὁποῖα πάλι ὁ διάβολος μᾶς ἐνοχλεῖ. Τὸ θέμα εἶναι πῶς ἀντιμετωπίζουμε αὐτοὺς τοὺς πειρασμούς. Γιατί ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεώς τους ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας ἢ ἡ καταδίκη μας. Ἡ προσπάθεια νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς ἡδονικοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέπη νὰ ἔρχονται οἱ ὀδυνηροὶ πειρασμοί, ἀλλὰ ὅταν ἔρχονται νὰ τοὺς ὑπομένουμε μὲ καρτερία καὶ πίστη στὸν Θεό, εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἐπανέλθουμε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἐξέπεσαν οἱ Πρωτόπλαστοι. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ γίνονται μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική μας ἐλευθερία.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: “Ὅτι Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν”

Κυριακὴ 28 Αὐγούστου

Ἡ Κυριακὴ προσευχή, τὸ γνωστὸ "Πάτερ ἡμῶν", ποὺ ἑρμηνεύαμε κάθε Κυριακὴ αὐτοὺς τοὺς δύο μῆνες τοῦ Καλοκαιριοῦ, ἀρχίζει μὲ τὴν προσφώνηση τοῦ Θεοῦ ὡς Πατέρα, συνεχίζει μὲ ἑπτὰ αἰτήματα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ καταλήγει μὲ τὴν ἀκράδαντη πίστη στὸν Βασιλέα Θεὸ καὶ τὴν δύναμή Του. "Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν", ποὺ σημαίνει ὅτι σὲ σένα ἀνήκει ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες.

Αὐτὴ ἡ ἀκροτελεύτεια αἰτιολογία δίνει θάρρος στὸν ἄνθρωπο. Διότι ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι βασιλεὺς καὶ ἔχει μεγάλη δύναμη καὶ ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τέτοιο φιλόστοργο Πατέρα καὶ δυνατὸ ἄρχοντα, καὶ Κύριο τοῦ κόσμου, αὐτὸ σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ νικήση τὸν πονηρὸ διάβολο μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δοξασθῇ ἀπὸ τὸν δεδοξασμένο Θεό.

Καὶ ὡς ἐπισφράγιση αὐτῆς τῆς πίστεως τοῦ προσευχομένου τίθεται καὶ τὸ "ἀμὴν" ποὺ εἶναι ἑβραϊκὴ λέξη καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα μεταφράζεται μὲ τὴν λέξη ἀληθῶς, ἀληθινά. Ὅταν χρησιμοποιεῖται τὸ "ἀμὴν" στὴν λατρεία δηλώνει τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ λαοῦ στὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία τοῦ ἱερέως καὶ ἑρμηνεύεται ὡς "γένοιτο", δηλαδὴ εἴθε νὰ γίνη. Στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου τοῦ θεολόγου καὶ ὁ Χριστὸς χαρακτηρίζεται ὡς ὁ "Ἀμήν", δηλαδὴ ὁ ἀληθινὸς Κύριος, ποὺ κρατᾶ τὶς ὑποσχέσεις Τοῦ. "Τάδε λέγει ὁ ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινὸς" (Ἀποκ. γ΄,14).

Ἂς δοῦμε λίγο τὶς τρεῖς αὐτὲς λέξεις βασιλεία, δύναμις καὶ δόξα.

Ἡ λέξη βασιλεία παραπέμπει στὸ πολιτικὸ σύστημα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στὸ ὁποῖο κυρίαρχη θέση κατεῖχε ὁ Βασιλεύς - αὐτοκράτωρ, ὁ ὁποῖος εἶχε στρατὸ καὶ ἀπόλυτη κυριαρχία στὸ Βασίλειο. Βασιλεὺς θεωρεῖται καὶ ὁ Χριστός, ἀλλ' ὅμως ἡ Βασιλεία Τοῦ εἶναι ἄλλης ὑφῆς καὶ προελεύσεως. Χαρακτηριστικὴ ἦταν ἡ συζήτηση τοῦ Πιλάτου μὲ τὸν Χριστὸ στὸ θέμα αὐτό. Σὲ ἐρώτηση τοῦ Πιλάτου ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων ὁ Χριστὸς ἀπήντησε κατηγορηματικά: "ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου" (Ἰωάν. ἰη΄ 36). Δὲν εἶπε ὅτι ἡ Βασιλεία ἡ δική μου δὲν εἶναι στὸν κόσμο, ἀλλ' ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν. Εἶναι μιὰ βασιλεία πνευματική, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν μετοχὴ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ λέξη δύναμη ἔχει καὶ αὐτὴ μιὰ πνευματικὴ δυναμική, εἶναι ἡ κυριαρχία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν κοσμικὴ δύναμη ποὺ ἐπιβάλλεται μὲ τὰ ὅπλα καὶ τὴν κοσμικὴ κυριαρχία. Πρόκειται γιὰ τὴν δύναμη τοῦ Σταυροῦ, ποὺ φαίνεται ἐξωτερικὰ ὡς ἀδυναμία, ἀλλὰ εἶναι ἐκείνη ποὺ καταργεῖ κάθε κοσμικὴ δύναμη καὶ ἐξουσία. Ἐπίσης, αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι' αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς Μαθητὲς Τοῦ ὅτι θὰ λάβουν δύναμη μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. α΄, 8). Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν δύναμη νίκησαν ὅλες τὶς κοσμικὲς δυνάμεις.

Ἡ λέξη δόξα ἔχει σχέση μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου στοὺς ποιμένας, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, "δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτοὺς" (Λούκ. α΄, 8). Ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ θεότητά Τοῦ καὶ γι' αὐτὸ αὐτὴ ἡ δόξα λάμπει στὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν "πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ" (Β΄Κορ. δ΄, 6). Ὅσοι μετέχουν αὐτῆς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ δοξάζονται, ὄχι ἁπλῶς τιμῶνται, ἀλλὰ λάμπουν ἀπὸ τὴν Χάρη καὶ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ἔχη κανεὶς ἕναν τέτοιο Πατέρα ποὺ ἔχει βασιλεία, δύναμη καὶ δόξα καὶ κυβερνᾶ ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀπογοητεύεται, δὲν μπορεῖ νὰ ταράσσεται, ἔστω κι' ἂν βρεθῇ στὶς πιὸ δύσκολες καταστάσεις, καὶ στοὺς μεγαλύτερους πειρασμούς.

Ἡ Κυριακὴ προσευχή, τὸ "Πάτερ ἡμῶν", εἶναι δυνατὴ προσευχή, ἔχει πνευματικὰ νοήματα, ἀκριβῶς γιατί μᾶς τὴν δίδαξε ὁ Χριστός. Ἔχει μεγάλη ἀξία, γιατί δείχνει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀναζήτηση, ἀπὸ μᾶς ποὺ προσευχόμαστε, τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τὴν μεταμόρφωση της ὑπαρξεῶς μας, τὴν σχέση καὶ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Θεό, τὴν νίκη ἐναντίον τῶν πειρασμῶν καὶ τοῦ πονηροῦ, τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας.

Πρέπει συχνὰ νὰ προσευχόμαστε μὲ τὰ λόγια αὐτῆς τῆς προσευχῆς. Ἄλλωστε μᾶς τὴν παρέδωσε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐντολή: "οὕτως οὗν προσεύχεσθε ὑμεῖς" (Μάτθ. στ΄,9). Καὶ θὰ πρέπη νὰ προσευχόμαστε μὲ προσοχή, συγκεντρωμένο νοῦ, πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεός μας ἀκούει, μᾶς προστατεύει καὶ μᾶς ἀγαπᾶ. Εἶναι μιὰ προσευχὴ ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ - Πατέρα καὶ τελειώνει μὲ τὴν δοξολογία τῆς Βασιλείας, τῆς δύναμης καὶ τῆς δόξας Του.

Ὅταν, ὅμως, προσευχόμαστε μὲ προσοχὴ καὶ κατάνυξη θὰ πρέπη συγχρόνως νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Γιατί εἶναι φοβερὸ νὰ προσευχόμαστε σὲ Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν ἔχουμε Πατέρα καὶ εἴμαστε μόνοι μας καὶ ἀπροστάτευτοι στὸν κόσμο. Οὔτε πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε "μοναχοπαίδια" τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν προσευχόμαστε μὲ τὴν Κυριακὴ αὐτὴ προσευχὴ καὶ μέσα στὸ "πνεῦμα" ποὺ ἀναλύσαμε σὲ αὐτὰ τὰ σύντομα κηρύγματα, τότε θὰ βλέπουμε θαύματα στὴν ζωή μας, θὰ ἀναγεννᾶται ἡ ὕπαρξή μας καὶ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν δόξα τοῦ Παραδείσου καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἀνισότητα καί Προφητεία

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ

30 Ὀκτωβρίου 2022

Ἀνισότητα καί Προφητεία

E luca s

«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος... πτωχός δέ τις ὀνόματι Λάζαρος...» (Λουκ. ιστ', 19 20)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ Χριστός στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου πού ἀκούσαμε σήμερα παρουσίασε ἐκφραστικά τήν ἀβυσσαλέα διαφορά μεταξύ δύο ἀνθρώπων. Ὁ πλούσιος εἶχε καθημερινά φαγοπότια, ἐνῶ ὁ φτωχός ζοῦσε μέ τά ψιχία πού ἔπεφταν ἀπό τήν τράπεζα τοῦ πλουσίου. Ὁ πλούσιος ἦταν εὔρωστος σωματικά, ἐνῶ ὁ φτωχός «ἡλκωμένος». Ὁ πλούσιος ἔμενε σέ ἀρχοντικό καί ἐκεῖ διασκέδαζε μέ τούς φίλους του, ἐνῶ ὁ φτωχός ζητιάνευε στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, συντροφιά μέ τά σκυλιά. Ὁ πλούσιος φοροῦσε καθημερινά «πορφύραν καί βύσσον», ἐνῶ ὁ φτωχός ἦταν ρακένδυτος καί γυμνός. Ὁ Χριστός ζωγράφισε κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν μεγάλη ἀνισότητα μεταξύ τοῦ πλούτου καί τῆς φτώχειας.

Ἡ παραβολή αὐτή φανερώνει τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου σέ ὅλες τίς ἐποχές καί φυσικά καί στήν δική μας ἐποχή. Βλέπουμε τήν τέλεια ἐφαρμογή τῆς Παραβολῆς τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου στόν χῶρο τῆς Πατρίδος μας καί σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Ἄλλοι πεινοῦν καί ἄλλοι μεθοῦν.

Πολλά συστήματα ἀφιερώνονται στήν λύση αὐτοῦ τοῦ τεραστίου προβλήματος. Δέν παραγνωρίζουμε τήν προσφορά τους, ἀλλά δέν μποροῦμε νά μή σημειώσουμε καί τίς μεγάλες ἀδυναμίες τους. Διότι ὅλα τά ἀνθρώπινα συστήματα δέν μποροῦν νά ξεφύγουν τόν πειρασμό τῆς ὑπαγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου στό σύστημα καί στήν ὀργάνωση πού καταργοῦν τήν ἐλευθερία του.

Ἡ Ἐκκλησία ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο καί ἔτσι ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος μεταμορφώνει μέ ἐλευθερία τούς κοινωνικούς θεσμούς. Βοηθᾶ ἀποτελεσματικά στήν λύση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος. Στήν Ἐκκλησία ζοῦμε τήν ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα, πού εἶναι ὑπέρβαση τῆς ὁποιασδήποτε ἀνισότητος.

Θά πρέπει ὅμως νά κάνουμε δύο ἀπαραίτητες διευκρινίσεις πάνω στό μεγάλο θέμα τῆς ἀντιθέσεως μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν.

Πρῶτον. Ἡ σωτηρία τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου καί ἡ καταδίκη τοῦ πλουσίου δέν σημαίνει ὅτι γιά νά σωθῆ κανείς πρέπει νά εἶναι πτωχός ἤ κάθε πλούσιος καταδικάζεται. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν βλέπει ἐξωτερικά τό θέμα τοῦ πλούτου, ἀλλά προσπαθεῖ νά εἰσέλθη στό βάθος τοῦ προβλήματος. Δηλαδή, ἐπιδιώκει νά ἀπαλλάξη τόν ἄνθρωπο ἀπό τό μεγάλο πάθος τῆς φιλαργυρίας, πού εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχη σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀδιάκριτα ἄν εἶναι πλούσιοι ἤ πτωχοί. Ὁ πλούσιος ἀπό φιλαργυρία κρατᾶ ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά καί διακατέχεται ἀπό ἄγχος νά τά αὐξήση. Καί ὁ πτωχός ἀπό φιλαργυρία παραπονεῖται καθημερινά καί ἀποβλέπει στήν ἀπόκτηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἄρα, πρέπει κανείς νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας καί νά γίνη ἐλεήμων στούς ἄλλους.

Δεύτερον. Τό θέμα τῶν πλουσίων καί τῶν πτωχῶν τό βλέπει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν πνευματική πλευρά. Πλούσιος δέν αὐτός πού ἔχει χρήματα καί κτήματα, ἀλλά αὐτός πού ἔχει τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό μόνο ἀγαθό. Πτωχός δέν εἶναι αὐτός πού στερεῖται τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά αὐτός πού στερεῖται τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι ἑρμηνεύει ὁ Μέγας Βασίλειος τό χωρίο «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Τά ὑλικά ἀγαθά, λέγει, δέν εἶναι στήν πραγματικότητα ἀγαθά, ἀφοῦ μέ κόπο ἀποκτοῦνται καί μέ κόπο συγκρατοῦνται. Τό μόνο τελειότατο ἀγαθό εἶναι ὁ Θεός.

Ἄλλωστε, περιγράφοντας ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τά χαρακτηριστικά τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς, λέγει: «Ὡς πτωχοί, πολλούς δέ πλουτίζοντες, ὡς μηδέν ἔχοντες καί τά πάντα κατέχοντες» (Β' Κορ. στ', 10). Ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά ὑπογραμμισθῆ εἶναι ὅτι μέ τόν Χριστό εἶναι κανείς πάμπλουτος, ἀφοῦ ἔχει τήν αἰωνιότητα. Χωρίς τόν Χριστό εἶναι πάμπτωχος, ἔστω κι᾿ ἄν ἔχη στήν ἐξουσία του ὅλον τόν κόσμο.

Γι’ αὐτό τό θέμα, ὅπως καί σέ ἄλλα θέματα πού ἀπασχολοῦν τούς συγχρόνους ἀνθρώπους, χρειάζεται ὁ προφητικός λόγος. Στήν παράκληση τοῦ πλουσίου, ὅπως φαίνεται στήν σημερινή παραβολή, νά στείλη ὁ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο στό σπίτι του γιά νά μετανοήσουν οἱ ἀδελφοί του, ὁ Ἀβραάμ ἀπαντᾶ: «Ἔχουσι Μωϋσέα καί Προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν» (Λουκ. ιστ', 29). Δηλαδή, ἔχουν τούς λόγους τῶν Προφητῶν, τήν Ἁγία Γραφή, πού πρέπει νά ἐφαρμόζουν γιά νά ἀποφύγουν τήν γέεννα τοῦ πυρός.

Ἀλλά Προφῆτες δέν ὑπῆρξαν κάποτε. Ὑπάρχουν πάντοτε. Προφήτης εἶναι ἐκεῖνος πού ἐν Χριστῷ ἀποκρυπτογραφεῖ ὅλα τά ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα γιά τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους εἶναι τυλιγμένα στό σκοτάδι• εἶναι ἐκεῖνος πού κάτω ἀπό κάθε γεγονός βλέπει τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Οἱ Προφῆτες, πού μαζί μέ τό Προφητικό χάρισμα συνδυάζουν τό Βασιλικό καί τό Ἱερατικό, εἶναι οἱ κριτές τῆς ἱστορίας, πού ἀναλύουν τά γεγονότα, μιλοῦν προφητικά γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι. Ἑπομένως, δέν χρειάζονται νά ἀναστηθοῦν νεκροί γιά νά μιλήσουν, ἀφοῦ ὑπάρχουν οἱ ἅγιοι, πού ἤδη ἔχουν ἀναστηθῆ καί μποροῦν νά καθοδηγήσουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ.

Γι᾿ αὐτό, ὁ κάθε μεταμορφωμένος κήρυκας καί ὁ κάθε μεταμορφωμένος πιστός, ὡς Προφήτης, δέν πρέπει νά κινῆται καί νά ἀναλύεται ἀπό τά φαινόμενα, δέν μπορεῖ νά «συμβιβάζεται μέ τούς συμβιβασμούς». Πρέπει νά μιλᾶ γιά τήν κοινωνική ἀδικία καί τήν ἐκμετάλλευση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τό προφητικό κήρυγμα, ὡς κήρυγμα ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό κάθε τυραννία, πρέπει νά λάβη τήν θέση του στήν σημερινή ἐκκλησιαστική ζωή. Σήμερα χρειάζονται Προφῆτες πού εἰρηνικά καί ἤρεμα, μέ ἀγάπη, δηλαδή θυσιαστικά, θά κρίνουν τήν ἱστορία καί θά ἀνοίγουν δρόμους γιά τήν βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία εἰρηνικά θά πάρη θέση στά φλέγοντα προβλήματα πού μαστίζουν τίς ἀνθρώπινες κοινωνίες, θά δείξη τό ἐνδιαφέρον της γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀδικίας καί τόν προσανατολισμό τοῦ ἀνθρώπου στόν Χριστό.

Τέτοιοι Προφῆτες πού ἐξαγγέλλουν τό προφητικό κήρυγμα καί ἐλευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν καί σήμερα, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται ἤρεμα καί ἀθόρυβα. Κινοῦνται πέρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια, ἀλλά ἀπό τό βάθος αὐτό πού ἐργάζονται θά διαλύσουν κάθε ἀνθρώπινη ἐπιφάνεια καί θά φανερώσουν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή, δέν θά καταργήσουν τήν ἀνισότητα τῆς θελήσεως, ἀλλά θά μεταμορφώσουν τούς ἀνθρώπους μέ τό νά τούς ἐλευθερώσουν ἀπό τά πάθη καί θά τούς ὁδηγήσουν στήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

 

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἄπιστη καί διεστραμμένη γενεά

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Ι Ματθαίου

 21 Αὐγούστου 2022

Ἄπιστη καί διεστραμμένη γενεά

i mat


«ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη» (Ματθ. ιζ΄, 17)

Τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στήν θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου νέου πού ἔγινε ἀπό τόν Χριστό. Στόν λόγο τοῦ πατέρα τοῦ νέου αὐτοῦ ὅτι δέν μπόρεσαν νά τόν θεραπεύσουν οἱ Μαθητές Του, ὁ Χριστός ἀπάντησε: «ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη!» (Ματθ. ιζ΄, 17). Μέ τόν λόγο αὐτό ὁ Χριστός συνδέει τήν ἀπιστία μέ τήν διαστροφή, καί κατ’ ἐπέκταση τήν πίστη μέ τήν ὀρθότητα τοῦ ἤθους καί τῆς ζωῆς.

Πράγματι, συνδέεται πολύ στενά ἡ πίστη μέ τήν ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν κανείς πιστεύη στόν Θεό καί προσαρμόζεται σέ αὐτήν τήν κατάσταση, τότε καί τό ἦθος του καί ἡ ἐν γένει κοινωνική του συμπεριφορά εἶναι σέ ὀρθή κατεύθυνση. Δέν εἶναι δυνατόν νά πιστεύη κανείς στόν Θεό, νά δέχεται τήν διδασκαλία Του, νά τόν θεωρῆ δημιουργό του, πού τόν ἀγαπᾶ, νά πιστεύη ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά τόν σώση, νά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή, καί νά μή διαποτίζεται ἡ ζωή του ἀπό τόν εὐαγγελικό λόγο. Δέν εἶναι δυνατόν νά αἰσθάνεται κανείς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί, ὅμως, αὐτός νά μήν ἀνταποκρίνεται σέ αὐτήν τήν ἀγάπη καί νά μήν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Πάντοτε, αὐτό πού κυριαρχεῖ στόν διανοητικό καί καρδιακό χῶρο τοῦ ἀνθρώπου ἐκφράζεται καί ἐξωτερικά. Ἄν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος λέγη ὅτι πιστεύει στόν Θεό, ἀλλά αὐτό δέν ἐπηρεάζει τήν διαγωγή του καί τήν ἐξωτερική συμπεριφορά του, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη του εἶναι ἀναιμική, εἶναι ἀνίσχυρη.

Στήν Δογματική τῆς Ἐκκλησίας γίνεται λόγος γιά τήν σχέση μεταξύ τοῦ δόγματος καί τῆς ἠθικῆς ἤ καλύτερα μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἀπό τούς Πατέρες, καί τοῦ ἤθους, τῆς ἀσκητικῆς. Τό δόγμα εἶναι ἡ θεωρία καί ἡ ἀσκητική εἶναι ἡ πράξη. Οὔτε ἡ θεωρία χωρίς τήν πράξη μπορεῖ νά εἶναι ἀποτελεσματική οὔτε καί ἡ πράξη χωρίς τήν θεωρία μπορεῖ νά σώση τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διδάσκει ὅτι ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι φαντασία καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη εἶναι εἰδωλολατρεία. Αὐτό λέγεται καί ἀπό τόν Ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, ὅταν διδάσκη ὅτι «ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰάκ. β΄, 20).

Ἐάν αὐτό συμβαίνη μεταξύ πίστεως καί ἔργων, ὁπωσδήποτε συμβαίνει καί μεταξύ ἀπιστίας καί διαστροφῆς. Ὅποιος δέν πιστεύει στόν Θεό καί δέν ἔχει ἀναφορά σέ Αὐτόν, καί, ἑπομένως, στηρίζεται στόν ἑαυτό του καί στά πάθη του, εἶναι ἑπόμενο νά ἔχη διεστραμμένο ἦθος. Ὅταν τό διανοητικό μέρος τῆς ψυχῆς του δέν λειτουργῆ σωστά, τότε καί τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἤτοι τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό, ἐπηρεάζονται ἀπό τά πάθη καί γι’ αὐτό γίνονται μεγάλα ἐγκλήματα. Ἡ ἀπιστία συνδέεται μέ τήν διαστροφή τοῦ ἤθους.

Βέβαια, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ πού εἴδαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, «ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη!», δέν ἀναφερόταν στήν ἀπιστία, τήν ἀθεΐα, ἀλλά στήν ἔλλειψη τῆς πίστεως ἐκ θεωρίας, ἡ ὁποία πίστη εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς. Ἑπομένως, ἄλλο εἶναι ἡ πίστη ἀπό αὐτά πού ἀκοῦμε γιά τόν Θεό καί ἄλλο εἶναι ἡ πίστη ἀπό τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅταν φθάση κανείς στήν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τότε θεοῦται, μεταμορφώνονται ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς δαιμονικές ἐνέργειες. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος λέγεται θεούμενος.

Πάντως, ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ ἰσχύει καί γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, γιά ὅλους μας. Κάνουμε λόγο γιά κρίση στήν ἐποχή μας καί τήν περιορίζουμε στά οἰκονομικά, στά πολιτιστικά, στά κοινωνικά καί στά οἰκογενειακά θέματα. Ὅμως, ἡ κρίση εἶναι πνευματική καί θεολογική. Πολλοί ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπό τόν Θεό καί τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, δέν προσεύχονται, δέν ἐκκλησιάζονται, δέν διαβάζουν τήν Ἁγία Γραφή, τά πατερικά βιβλία καί τούς βίους τῶν ἁγίων. Δέν στηρίζονται στόν Θεό, ἀλλά στόν ἑαυτό τους καί τά πάθη τους. Ἀκόμη, καί ὅταν θεολογοῦν, ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική, πατερική παράδοση, τό κάνουν μέσα ἀπό τά πάθη τους καί προσφέρουν τήν «θεολογία τῶν παθῶν» τους. Ἡ κρίση προέρχεται ἀπό τήν διαστροφή τοῦ ἤθους καί αὐτή ἔχει αἰτία τήν ἀπιστία ἤ τήν ἀθεΐα καί τήν ὑποκριτική πίστη. Ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του προσφέρει πίστη καί μεταμορφώνει τό ἦθος.

Ὁ Χριστός στούς μαθητές Του πού τόν ρωτοῦσαν γιατί αὐτοί δέν μπόρεσαν νά βγάλουν τό δαιμόνιο, μεταξύ τῶν ἄλλων, τούς εἶπε: «Τοῦτο δέ τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Ματθ. ιζ΄, 21). Ὁ Χριστός ἔβγαλε τό δαιμόνιο μέ τήν δύναμη τῆς θεότητάς Του, οἱ Μαθητές θά μποροῦσαν νά τό βγάλουν μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά θά μπορέσουν νά τό κάνουν, ὅταν προσευχηθοῦν καί νηστεύσουν.

Στήν ἀπάντηση αὐτή τοῦ Χριστοῦ φαίνεται ἡ μεγάλη ἀξία τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας. Δέν πρόκειται γιά αὐτονομημένες ἀρετές, ἀλλά γιά πράξεις τῶν ἀνθρώπων πού γίνονται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί προσφέρουν στόν ἄνθρωπο μεγάλη ἐνέργεια, ἀφοῦ τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέτοχος τῶν δωρεῶν τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ προσευχή εἶναι δοξολογία, εὐχαριστία, ἐξομολόγηση καί παράκληση πρός τόν Θεό, εἶναι προσφορά ὅλων τῶν δυνάμεων καί ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί, βέβαια, εἶναι μέθεξη τῆς θείας Χάριτος. Μέ τήν προσευχή θεραπεύεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, πρωταρχικά τό νοερό τῆς ψυχῆς καί στήν συνέχεια ὅλες οἱ ἄλλες ἐνέργειές της, ὅπως τό λογιστικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό. Πρόκειται γιά μιά μεταμόρφωση τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, ἐπαναφορά στήν ἀρχική του κατάσταση. Γιατί ὅλες αὐτές οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἀρχή δημιουργήθηκαν γιά νά ἔχουν κατεύθυνση καί φορά πρός τόν Θεό, ἀλλά μέ τήν ἁμαρτία ἀπώλεσαν αὐτόν τόν ἀρχικό σκοπό καί στράφηκαν πρός τήν κτίση, τήν δημιουργία. Τώρα μέ τήν προσευχή ἀποκαθίσταται αὐτή ἡ κατάσταση.

Ἡ νηστεία εἶναι ἡ ἐλευθέρωση τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ἀπό τήν ὑποδούλωση στήν κτίση. Ὅπως ὑπάρχουν ψυχικά πάθη (ὑπερηφάνεια, ἐγωϊσμός, κενοδοξία κλπ.), ἔτσι ὑπάρχουν καί σωματικά πάθη (γαστριμαργία, φιλοκτημοσύνη, φιληδονία κλπ.). Τά σωματικά πάθη δείχνουν τήν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στήν κτίση, στά ὑλικά ἀγαθά. Ἔτσι, μέ τήν νηστεία φανερώνεται ἡ ἐπιθυμία καί ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό αὐτήν τήν ἐξάρτηση καί νά ἐπανέλθη τό σῶμα στήν ἀρχική κατάσταση, ὅπως δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό.

Ὁ Χριστιανός νηστεύει, γιατί θέλει νά ἀποκτήση ἑνότητα μέ τόν Χριστό, νά ἑλκύση τήν Χάρη Του, νά μεταμορφωθῆ καί αὐτός μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος μέ τήν κατά Χριστόν προσευχή καί τήν νηστεία φωτίζεται, λαμπρύνεται, μεταμορφώνεται ψυχικά καί σωματικά, καί ἔτσι ἐκδιώκει τόν διάβολο καί τίς ἐνέργειές του, ὁ ὁποῖος διάβολος εἶναι σκοτεινό πνεῦμα καί σκοτίζει αὐτούς πού συνδέονται μαζί του.

Ἄν θέλουμε νά φωτισθῆ ὁ νοῦς, ἡ ψυχή καί τό σῶμα, καί νά μεταμορφώσουμε ὅλη τήν ὕπαρξή μας, νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό κάθε ψυχική καί σωματική ἐξάρτηση, πρέπει νά προσευχόμαστε καί νά νηστεύουμε, μέ ὅλη τήν θεολογική προοπτική πού θέτει ἡ Ἐκκλησία μας, καί τότε δέν θά συγκαταλεγόμαστε στήν ἄπιστη καί διεστραμμένη γενεά.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἀσωτία καὶ ζωή

Γραπτό Κήρυγμα Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου  Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ἀσωτία καὶ ζωή

«ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε» (Λουκ. ιε', 24)

Αγαπητοί αδελφοί,

Ο Χριστός με την παραβολή του ασώτου υιού δεν θέλει να περιγράψη την ζωη της ασωτίας απλώς, αφού η αναφορά της γίνεται με δύο μόνον λέξεις («ζων ασώτως») ενώ το βάρος πέφτει στην επιστροφή του, αλλά αφ ἑνός μεν θέλει να παρουσιάση τις συνέπειες που δημιούργησε στον νεώτερο υιο η απομάκρυνσή του από την πατρική οικία, αφ ἑτέρου δε την μεγάλη και υπερβάλλουσα αγάπη που έδειξε ο πατέρας στον επιστρέψαντα υιο.

Έτσι ερμήνευσαν την παραβολή οι θεοφόροι και πνευματέμφοροι Πατέρες, σε αντίθεση με άλλους σημερινούς που την ερμηνεύουν λογοτεχνικά η ηθικολογικά. Για μας, και γενικά για όλους τούς Ορθοδόξους, μεγάλη σημασία δεν έχει τι λέγει ο ένας και ο άλλος, αλλά τι λέγουν οι άγιοι Πατέρες, που έχουν φθάσει στην θέα του Θεού.

Με τις σκέψεις που θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσουμε να δούμε τρεις πατερικές ερμηνείες, που θα μας βοηθήσουν να εισέλθουμε στο βαθύτερο νόημα της παραβολής και να βρούμε τον εαυτό μας.

Πρώτη ερμηνεία. Ο άσωτος υιός όταν ήταν έξω από την οικία του και την πατρική του αγάπη, ήταν νεκρός. Όμως, απήλαυσε την ζωη με την επιστροφή του στον Πατέρα. Αυτή την έννοια έχουν οι λόγοι του ευσπλάγχνου πατρός: «ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε...» (Λουκ. ιε', 24). Αυτό δείχνει ότι η ζωη έξω από τον Θεο, που είναι ο Πατέρας μας είναι πνευματική νέκρωση. Ο Θεός είναι η ενυπόστατη Ζωη. Εκείνος που απομακρύνεται από Αυτόν είναι νεκρός κατά Χαριν, έστω κι αν ζη σωματικά και κατέχη μεγάλη κοινωνική θέση. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νυσσης διδάσκει ότι «ου γαρ αληθώς ζη ο την αληθή μη έχων ζωήν· των αμαρτωλών η ζωη ουκ αληθώς έστιν ο λέγεται, αλλ ὀνομάζεται μόνον».

Γενικά, οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν, ότι, όπως όταν φύγη η ψυχή από το σώμα, το σώμα νεκρώνεται και αναδίδεται δυσοσμία, δείγμα ότι στερείται της ψυχής, γι’ αυτό και ενταφιάζεται το σώμα, όσο αγαπητός και αν είναι ο άνθρωπος, έτσι και όταν φύγη από την ψυχή το Πανάγιο Πνεύμα, που είναι η ψυχή της ψυχής μας, ο νους του νοός μας, η ζωη της ζωής μας, τότε η ψυχή νεκρώνεται και αναδίδει την δυσοσμία του θανάτου. Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η αμαρτία είναι θάνατος της αθανάτου ψυχής. Είναι μια πραγματική κατάσταση και όχι μια απλή ψυχολογική σύγκρουση η ένα ηθικολογικό γεγονός. Όταν όμως ο νεκρός άνθρωπος επιστρέψη στον Πατέρα, τότε ζη την αληθινή ζωη και γεύεται την πραγματική ευτυχία και μακαριότητα.

Δεύτερη ερμηνεία. Άσωτος ήταν ο Αδάμ και οι απόγονοί του, αφού απομακρύνθηκαν από τον Θεό, απέβαλαν με την αμαρτία τον χιτώνα της θείας Χάριτος και φόρεσαν τον δερμάτινο χιτώνα της φθοράς και της θνητότητος. Απελάκτισεν ο ηγαπημένος την δωρεά της δυνατότητος της θεώσεως και προτίμησε την άσωτη ζωη. Απώλεσε την κοινωνία με τον Θεο. Όλη η ζωη έξω από τον Θεο είναι ασωτία.

Ήλθε όμως ο Κυριος Ιησούς Χριστός και με την ενανθρώπησή Του έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να επιστρέψη στην οικία, δηλαδή στον Εκκλησία. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο πατέρας γεμάτος αγάπη ανοίγει τις αγκάλες Του και του δίνει τον ασπασμό της ειρήνης· τον εισάγει στην οικία δηλαδή στην Εκκλησία· του δίνει το δακτυλίδι της υιοθεσίας· του φορεί δια του αγίου Βαπτίσματος την στολή την πρώτη, την στολή του Αγίου Πνεύματος. Ενδυόμαστε το Άγιο Πνεύμα όχι όπως ενδυόμαστε το ιμάτιο, αλλά όπως ο σίδηρος το πυρ. Ακόμη ο Πατήρ θύει με την θεία Ευχαριστία, τον μόσχο τον σιτευτό, του προσφέρει το Σώμα και το Αίμα του Αμνού του Θεού, «του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου». Ζώντας δε στην αγία Εκκλησία, στην οικία του Πατρός, ο άνθρωπος πανηγυρίζει και ευφραίνεται, γιατί σε αυτήν «κοινή των επουρανίων και των επιγείων συγκροτείται πανήγυρις, μία ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία». Μεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία «το τερπνόν και μακάριον ενηχεί μέλος, το αγγελικόν άσμα».

Έτσι, μέσα στην Εκκλησία αισθανόμαστε άνετα και βιώνουμε την πραγματική και φυσική ζωη. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, η ομοούσιος και ζωοποιός Αγία Τριάς καλεί τον άσωτο υιο και τον ζωοποιεί. Στην Εκκλησία ζούμε την αναξιότητά μας, αλλά και την μεγαλόδωρη αγάπη του Θεού, ο Οποίος Θεός μας καταδέχεται. Νοιώθουμε καλά ότι η αιτία της καταδίκης μας δεν είναι η αμαρτία, αφού όλοι είμαστε αμαρτωλοί, αλλά η άρνηση της αγάπης του Θεού. Έτσι, τα μέλη της Εκκλησίας είναι άνθρωποι που μετανοούν και βιώνουν την αγάπη του Θεού. Επομένως, η Εκκλησία δεν είναι στέρηση ζωής, αλλά πλησμονή ζωής. Δεν είναι απουσία αγάπης, αλλά περίσσεια αγάπης.

Τρίτη ερμηνεία. Ο άσωτος υιός της παραβολής εκφράζει άριστα, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άσωτο νου. Δηλαδή, όταν ο νους του ανθρώπου εξέρχεται από την καρδιά και από την διαρκή μνήμη του Θεού και στρέφεται αμαρτωλά και αισθησιακά στην κτίση, όταν «σκορπίζεται σε επιθυμία τροφών όχι αναγκαίων, σε επιθυμία σωμάτων όχι σεμνών και σε επιθυμία χρημάτων όχι ευχρήστων και σε επιθυμία κενής και αδόξου δόξης», τότε είναι στην κυριολεξία άσωτος.

Η καρδιά, κατά την Βιβλικοπατερική Παράδοση, είναι η οικία όπου ο νους διαμένει με τον Θεο. Εκεί γίνεται μια συνεχής και αέναη προσευχή. Φεύγοντας ο νους από την καρδιά σκορπά όλα τα χαρίσματα του Θεού. Κατά τούς αγίους Πατέρες «νους αποστάς του Θεού η κτηνώδης γίνεται η δαιμονιώδης», δηλαδή όταν ο νους απομακρύνεται από τον Θεό γίνεται σαν τα ζώα με τα πάθη η σαν τους δαίμονες με την υπερηφάνεια. Γι αὐτό, η επιστροφή του νου στην καρδιά και η απόκτηση της μνήμης του Θεού ζωοποιεί τον νεκρό νου, αφού φωτίζεται από την άκτιστη Χαρη του Θεού. Επομένως, ζωη χωρίς προσευχή είναι ασωτία, και ζωη με προσευχή είναι όντως ζωη.

Οι τρεις αυτές εμηνείες συνδέονται μεταξύ τους και σημαίνουν ότι ο πνευματικός θάνατος, η νέκρωση είναι ασωτία, ενώ η αφθαρσία, η αθανασία, η εν Χριστώ ζωη είναι καρποί μετανοίας και μεθέξεως του Θεού. Γι αὐτό ας μοιάσουμε, όπως λέγη ο ιερός Χρυσόστομος, με τον άσωτο υιο, που δεν ήταν άσωτος μόνον στην αμαρτία, αλλά και στην μετάνοια, για να αποκαταστήσουμε την ζωή μας στο πρωτόκτιστο κάλλος με το οποίο την στόλισε ο Δημιουργός.

+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Διδαχή καί θαῦμα

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Δ Ματθαίου

 10 Ἰουλίου 2022

Διδαχή καί θαῦμα

Γραπτὸ Κήρυγμα: Διδαχή καί θαῦμα

«Κύριε οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς,
ἀλλά μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου
» (Ματθ. η΄ 8)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Σήμερα ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση σέ ὅλα τά θέματα καί κατά συνέπεια καί στά θρησκευτικά, ὁπότε εἶναι ἀνάγκη νά παρουσιάζεται ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά διακρίνεται ἡ ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη. Εἶναι γνωστό ὅτι μιά «Ἐκκλησία» πού δέν θεολογεῖ καί μιά «θεολογία» πού δέν ἐκκλησιάζεται δέν ἐξυπηρετεῖ τό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

Πολλές φορές σκέφτομαι: Πῶς μερικοί κάνουν μιά ἠθικολογική ἀνάλυση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μέ τά λατρευτικά της κείμενα, μέ τήν ἁγιογραφία κλπ. ἐπιμένει νά θεολογῆ; Γιατί γίνεται αὐτή ἡ διάσπαση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς; Πῶς εἶναι ἐπιτρεπτό, γιά παράδειγμα, κατά τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ τά τροπάρια νά παρουσιάζουν ὅλη τήν μυστική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί νά ἀκοῦνε ἕνα ἀθεολόγητο ἠθικολογικό κήρυγμα; Γι᾿ αὐτό μέ ἁπλές λέξεις θά παρουσιάσω μερικές θεολογικές πλευρές γιά τήν διδασκαλία καί τά θαύματα, πού ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τό θαῦμα τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου πού ἀκούσαμε στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα.

Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου πού ἀκούσαμε σήμερα ἔγινε εὐθύς ἀμέσως ἀπό τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό ὄρος τῶν Μακαρισμῶν. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί μᾶς δείχνει τήν σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς διδαχῆς καί τοῦ θαύματος, καθώς ἐπίσης μᾶς δείχνει καί τήν σχέση μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο καί τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός μιλοῦσε ὡς Θεάνθρωπος, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων» (Ματθ. ζ', 29) καί θαυματουργοῦσε ὡς Θεάνθρωπος, ὅπως εἶπε: «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε', 17). Ἄλλοτε, ὅπως βλέπουμε στά ἅγια Εὐαγγέλια, προηγεῖται ἡ διδαχή καί ἀκολουθεῖ τό θαῦμα, ὡς ἐπισφράγιση τῆς διδαχῆς, καί ἄλλοτε προηγεῖται τό θαῦμα καί ἀκολουθεῖ ἡ διδαχή, πού ἀναλύει τήν βαθύτερη σημασία του.

Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά ξεχωρίσουμε τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν διδαχή Του καί τό θαῦμά Του, γιατί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνας κενός φλύαρος λόγος, ἀλλά θεία ἐνέργεια, καί ἡ πράξη τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνα «φιλανθρωπικό» ἔργο, πού γίνεται ἀπό συμπάθεια γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἐπισφράγιση τῆς θείας ἀποστολῆς Του. Γιά παράδειγμα ὁ Χριστός ἔβγαζε τά δαιμόνια, ὥστε νά καταλάβουμε ὅτι Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού διώχνει τούς δαίμονας ἀπό τήν ψυχή καί μᾶς χαρίζει αἰώνια ἐλευθερία, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

Σήμερα ὑπάρχουν πολλοί πού χωρίζουν τά τρία αὐτά καί διασποῦν τήν θαυμάσια αὐτή ἑνότητα. Ἄλλοι λένε ὅτι πιστεύουν στόν Χριστό ὡς Θεάνθρωπο, ἀλλά ἀρνοῦνται τά θαύματα, πού τά θεωροῦν φαντασίες τῶν ἀνθρώπων καί δέν μελετοῦν οὔτε ἐφαρμόζουν τόν λόγο Του. Ἄλλοι διαβάζουν κάθε μέρα τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά δέν πιστεύουν στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, γιατί τόν θεωροῦν ἕναν καλό διδάσκαλο, οὔτε στήν δυνατότητα τῶν θαυμάτων.  Ἄλλοι πιστεύουν στά θαύματα, ἐπιδιώκουν νά δοῦν θαύματα στήν ζωή τους, ἴσως τρέχουν σέ ὅλα τά «προσκυνήματα» ἀπό συμφέρον, ὅμως δέν ἔχουν μεγάλη πίστη στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ζοῦν εὐαγγελικά. Ὅλες, ὅμως, αὐτές οἱ περιπτώσεις δέν συνιστοῦν ὀρθόδοξη ζωή.

Εἶπα προηγουμένως ὅτι ὁ θεῖος λόγος εἶναι θεία ἐνέργεια καί ὄχι ἕνας φλύαρος ἀνθρώπινος λόγος. Αὐτό φαίνεται στό θαῦμα τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου. Ὁ ἑκατόνταρχος ζητᾶ ἕνα λόγο ἀπό τόν Χριστό καί εἶναι βέβαιος ὅτι μέ τόν λόγο αὐτό θά θεραπευθῆ ὁ δοῦλός του. Εἶπε: «Μόνον εἰπέ λόγῳ καί ἰαθήσεται ὁ παῖς μου». Ὁ Κύριος τότε εἶπε: «Ὕπαγε καί ὡς ἐπίστευσας, γεννηθήτω σοι». Καί τό ἀποτέλεσμα, ὅπως σημειώνει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, ἦταν ὅτι «ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ» (Ματθ. η', 8-13), ἀφοῦ διά τοῦ λόγου Του ἐξῆλθε θεία ἐνέργεια καί θεραπεύθηκε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας. Ὁ Θεός εἶπε «γενηθήτω φῶς· καί ἐγένετο φῶς» (Γεν. α', 3). Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ ψάλλει: «Τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν» (Ψαλμ. λβ', 6), δηλαδή μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ δημιουργήθηκε ὅλος ὁ κόσμος.

Γι᾿ αὐτό, ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι προϋπόθεση ἀποκτήσεως τῆς θείας ζωῆς. Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέγει ὅτι σέ κάθε ἐντολή τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει μυστικά ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Ἔτσι, τηρώντας τίς ἐντολές Του δεχόμαστε τόν Χριστό μέσα μας. Καί ἐπειδή ὁ Χριστός δέν εἶναι ποτέ χωρίς τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι᾿ αὐτό, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, δεχόμαστε μέσα μας τήν Παναγία Τριάδα: «Ὁ γοῦν δεξάμενος μίαν ἐντολήν καί ποιήσας αὐτήν μυστικῶς ἔχει τήν Ἁγία Τριάδα». Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός ἐδίδαξε ὅτι «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό φῶς» (Ἰω. γ', 21).

Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ γράφει ὅτι ὅταν μιά ψυχή πού ἔχει ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀκούση ἕνα ρῆμα πού ἔχει μέσα του κρυμμένη δύναμη πνευματική, τότε ἐλκύεται πρός τήν ἐφαρμογή. Γι᾿ αὐτό, τό θεῖο κήρυγμα εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν Ἐκκλησία καί ἐντάσσεται ὀργανικά μέσα στόν χῶρο τῆς λατρευτικῆς συνάξεως. Δέν εἶναι ἕνα ξένο στοιχεῖο τῆς Λειτουργίας, ἀλλά ἀναπόσπαστο τμῆμα της. Φυσικά, τό κήρυγμα πρέπει νά εἶναι πραγματικός λόγος, φωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι ἀνθρώπινος εὐσεβής στοχασμός.

Τό κήρυγμα, ὅταν ἐμπνέεται ἀπό τήν λατρευτική ἀτμόσφαιρα, ὅταν κινῆται μέσα στήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ζωή, ὅταν εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, προετοιμάζει τόν ἄνθρωπο γιά τήν προσευχή καί τήν θεία Κοινωνία.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτό κήρυγμα: Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου - Ταμίας τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν

Ταμίας τών ακενώτων θησαυρώνἩ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου εὐφραίνει τὶς καρδιές μας, γιατί ἡ Παναγία εἶναι τὸ πιὸ ἀγαπητὸ πρόσωπο μετὰ τὸν Χριστό. Αὐτὴ μὲ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ταπείνωσή της ἔγινε ἡ αἰτία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑπομένως αἰτία τῆς σωτηρίας μας. Τῆς χρωστᾶμε πολλά. Αὐτὴ ἔδωσε σάρκα στὸν Χριστό, αὐτὴ Τὸν μεγάλωσε ἀπὸ τὰ μικρὰ Τοῦ χρόνια, ὡς Μητέρα Του. Τὰ κείμενα τῶν Πατέρων τονίζουν αὐτὴν τὴν προσφορὰ τῆς Παναγίας. Καὶ πράγματι, ἀποτελεῖ μεγάλη τιμὴ τὸ νὰ συλλάβη ἡ Παναγία τὸν Χριστὸ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, νὰ Τὸν κυοφορήση στὴν μήτρα της, νὰ Τὸν γεννήση, νὰ Τὸν θηλάση, νὰ Τὸν μεγαλώση, νὰ χαίρεται γιὰ τὴν δράση Τοῦ, νὰ πονέση κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Παθῶν καὶ τῆς Σταυρώσεώς Τοῦ, νὰ χαρῇ γιὰ τὴν Ἀνάστασή Τοῦ, νὰ Τὸν δὴ νὰ ἀναλαμβάνεται στοὺς οὐρανοὺς καὶ στὸ τέλος νὰ Τὸν δῆ νὰ ἔρχεται γιὰ νὰ παραλάβη τὴν ψυχή της μετὰ τὴν ἔνδοξη Κοίμησή της. Τί ἐξαιρετικὲς καὶ θεῖες εὐλογίες ἔλαβε ἡ Παναγία μας! Πόσο μεγάλος ἦταν ὁ πλοῦτος ποῦ δέχθηκε!

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, σκεπτόμενος ὅλη αὐτὴν τὴν προσφορὰ καὶ δόξα τῆς Παναγίας, λέγει ὅτι ἔγινε «ταμειοῦχος» καὶ «περιοχὴ χαρίτων», δηλαδὴ ἡ Παναγία ἔγινε ὁ ταμίας τοῦ πλούτου τῆς θείας Χάριτος. Ὅπως τὸ φῶς θερμαίνει καὶ φωτίζει τὸ μέρος ποῦ πέφτει, ἔτσι καὶ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ ποῦ εἰσῆλθε μέσα στὴν ὕπαρξή της, τὴν φώτισε καὶ τὴν γέμισε μὲ οὐράνιες δωρεές. Ὁ Χριστὸς ποῦ εἶναι τὸ εὐῶδες μύρον, τὴν μύρωσε καὶ τὴν γέμισε ἀπὸ θεῖα εὐωδία. Ἡ μεγάλη ἀξία τῆς Παναγίας ἔγκειται στὸ ὅτι ἔγινε ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ «Θεοτόκος καὶ μητέρα τοῦ Φωτός». Ἡ κοιλία της ἔγινε πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἐξαγιάσθηκε. Ἡ Παναγία εἶναι ὅ,τι πολύτιμο ἔχουμε ἀπὸ ἀνθρωπίνης πλευρᾶς, τὸ πιὸ εὐῶδες ἄνθος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι, ὅπως ὁ βασιλιᾶς στὰ ἀνάκτορα δίνει τὰ χρήματα στοὺς ἀνθρώπους διὰ μέσου τοῦ ταμία, δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου ποῦ ἔχει τὸ ταμεῖο, ἔτσι καὶ ὁ Βασιλεὺς Χριστὸς μοιράζει τὰ πνευματικά του ἀγαθὰ διὰ τῆς Παναγίας. Γι’ αὐτὸ λέγει γιὰ τὴν Παναγία: «ὁ τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν ταμίας τῆς διανομῆς ἕνεκεν ἐπιτροπεύει», δηλαδὴ ἡ Παναγία ἐπιστατεῖ κατὰ τὴν διανομὴ τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν, ὡς ταμίας τοῦ πλούτου τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ μεγάλη ἀγάπη τῶν ἁγίων πρὸς τὴν Παναγία. Αἰσθάνθηκαν ὅτι ἔλαβαν τὰ χαρίσματα ἀπὸ τὸν Χριστό, διὰ τῆς Θεοτόκου, γι’ αὐτὸ τὴν παρακαλοῦσαν διηνεκῶς νὰ τοὺς προστατεύη.

Οἱ ἅγιοι εἶχαν προσωπικὴ ἐμπειρία αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, γι’ αὐτὸ καὶ προσεύχονταν θερμὰ στὴν Παναγία. Αὐτὸ δείχνουν οἱ δύο Παρακλητικοὶ Κανόνες –μικρὸς καὶ μεγάλος– ποῦ ψάλλαμε ὅλη αὐτὴν τὴν περίοδο, κάθε ἀπόγευμα στοὺς Ἱεροὺς Ναούς, ἀλλὰ τοὺς ψάλλουμε καὶ κάθε φορὰ ποῦ ἔχουμε κάποια ἀνάγκη. Αὐτὸ δείχνει ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν στὴν Παναγία, ποῦ γίνεται κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, τοὺς ὁποίους Χαιρετισμοὺς οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ διαβάζουν κάθε βράδυ κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου. Αὐτὸ δείχνουν καὶ ὅλα τὰ καταπληκτικὰ Θεοτοκία καὶ τὰ τροπάρια τὰ ὁποία ἔχουν συντάξει ἐξέχοντες ὑμνογράφοι καὶ τὰ ψάλλουμε σὲ ὅλες τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Αὐτὸ δείχνουν οἱ ἱερὲς εἰκόνες ποῦ παρουσιάζουν τὴν Παναγία σὲ διάφορες μορφὲς καὶ σὲ διαφόρους τύπους, ἀλλὰ καὶ τὰ χιλιάδες προσωνύμια καὶ κοσμητικὰ ἐπίθετα ποῦ δόθηκαν σὲ αὐτήν.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι μὲ τὴν θεοτοκοφιλία τους αἰσθάνονται ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ὁ ταμίας τῆς θείας Χάριτος, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς δι’ αὐτῆς σκορπᾶ τὰ ἀγαθὰ Τοῦ σὲ αὐτοὺς ποῦ τὰ ζητοῦν. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τὴν παρακαλεῖ: «Μετάδος ἡμῖν πλουσίως, ὧ δέσποινα, κὰν μὴ χωρῶμεν, χωρητικοτέρους ἔργασαι». Δηλαδή, τῆς ζητᾶ νὰ τοῦ μεταδώση πλουσίως ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἂν δὲν ἔχη χῶρο νὰ τὸν κάνη χωρητικότερο γιὰ νὰ δεχθῇ περισσότερα καὶ μεγαλύτερα ἀγαθὰ ἀπὸ τὸν Χριστό.

Ἀκένωτος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμεῖς «ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ» ἐλάβαμε «χάριν ἀντὶ χάριτος» (Ἰω. α', 16). Ὅσοι ἔλαβαν Αὐτὸν «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω. α', 12). Μεγάλος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας ποῦ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὰ Μυστήρια καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ πλουτίζουμε πνευματικά. Μεγάλος θησαυρὸς εἶναι ἡ Παναγία μας, ποῦ τὴν εὐλαβούμαστε, τὴν ἀγαπᾶμε καὶ τὴν σεβόμαστε. Γενικά, ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Μητέρα Τοῦ καὶ τοὺς φίλους Τοῦ, δηλαδὴ τοὺς Ἁγίους, μᾶς γέμισε μὲ πολύτιμα δῶρα, τὴν Χάρη Τοῦ, τὴν ἀγάπη Τοῦ, τὴν εἰρήνη Τοῦ, τὴν σωτηρία μας. Καὶ στὴν Παναγία ποῦ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς ὀφείλουμε αἰώνια εὐγνωμοσύνη.

Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἔχουμε πολλὲς εὐκαιρίες νὰ χαιρόμαστε, νὰ διώχνουμε τὴν ἀπελπισία, τὴν ἀπόγνωση καὶ νὰ γεμίζουμε ἀπὸ ἐλπίδα, χαρά, εἰρήνη καὶ φῶς. Ἀδελφοί, μὴν ἀφήνουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ στενοχωρῆται ἀπὸ μικροπράγματα καὶ δευτερεύοντα ζητήματα. Ἔχουμε μεγάλους πνευματικοὺς θησαυρούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Παναγία, τῆς ὁποίας εἴθε νὰ ἔχουμε τὶς πρεσβεῖες.

Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα.

Ὁ Μητροπολιτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἐπάνοδος στό βάθος

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Α΄ Λουκᾶ 

25 Σεπτεμβρίου 2022


Ἐπάνοδος στό βάθος

«ὡς δέ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρός τόν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος καί χαλάσατε τά δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν» (Λουκ. ε΄, 4)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Μέ τήν σημερινή Κυριακή ἀρχίζει μιά μεγάλη περίοδος στήν Ἐκκλησία, κατά τήν ὁποία θά διαβάζονται κάθε Κυριακή περικοπές ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ καί αὐτό θά γίνη μέχρι τήν Κυριακή πρό τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως.

Τό Εὐαγγέλιο πού ἔγραψε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἔχει μερικές ἰδιαιτερότητες πού τό διακρίνουν ἀπό τά ἄλλα Εὐαγγέλια, ὅτι δείχνει περισσότερο τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στούς πτωχούς, τούς περιφρονημένους, τίς γυναῖκες, τά παιδιά, τούς ἁμαρτωλούς, καί ἔχει μέσα του ἕναν οἰκουμενικό χαρακτήρα, ἀφοῦ δείχνει τό ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ καί στούς Ἰουδαίους καί στούς Ἐθνικούς. Χρησιμοποιεῖται δέ καί μιά ἰατρική ὁρολογία, ἀφοῦ προέρχεται ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ πού ἦταν ἰατρός κατά τό ἐπάγγελμα.

Στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὡς θέμα παρουσιάζεται ἡ κλήση τῶν πρώτων Μαθητῶν καί αὐτό ἔγινε μέ ἀφορμή τήν θαυματουργική ἁλιεία. Οἱ ἁλιεῖς ὅλη τήν νύκτα δέν εἶχαν πιάσει ψάρια καί ἔπλεναν τά δίκτυά τους. Ὁ Χριστός εἰσῆλθε σέ ἕνα ἀπό τά πλοῖα πού ἦταν τοῦ Σίμωνα Πέτρου καί ἄρχισε νά διδάσκη τόν λαό. Μόλις τελείωσε τήν διδασκαλία του εἶπε στόν Σίμωνα Πέτρο νά ἐπανέλθη στό βάθος τῆς λίμνης καί νά ρίξη πάλι τά δίκτυα. Ὁ Σίμων Πέτρος ἐπειδή ἤξερε ὡς ψαράς ὅτι αὐτό δέν μποροῦσε νά ἔχη ἀποτέλεσμα, ἔφερε μιά ἀντίρρηση, ἀλλά τελικά ἔκανε ὑπακοή καί συνέλεξε πολλά ψάρια. Αὐτό τόν ἔκανε νά γεμίση ἀπό δέος καί ὁ Χριστός ἐκάλεσε καί αὐτόν καί τούς υἱούς τοῦ Ζεβεδαίου, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη νά Τόν ἀκολουθήσουν, ὅπως καί ἔγινε.

Ἔχει, λοιπόν, μεγάλη σημασία αὐτό τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» πού ἐλέχθη μετά πού τελείωσε τήν ὁμιλία Του. Ἔτσι πρέπει νά γίνη σέ μᾶς μέ ἄλλην, βέβαια, ἔννοια. Παρατηροῦμε στίς ἡμέρες μας ὅτι ὅλη ἡ σύγχρονη ζωή καί ἡ δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου κινεῖται ἐξωτερικά, ἡ προσοχή τοῦ ἀνθρώπου παραμένει στήν ἐπιφάνεια.

Κατ’ ἀρχάς ἐπικρατεῖ μιά ἔντονη αἰσθησιοκρατία, μιά ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων μέ τήν ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς. Παντοῦ κυριαρχεῖ ἡ εἰκόνα, ἡ εἴδηση, ἡ πληροφορία, ἡ ἀπόλαυση. Μιά «εἰκονική πραγματικότητα» κυριαρχεῖ στήν ζωή μας, ἡ ὁποία εἶναι ψευδής καί ἀπατηλή ἀπόλαυση. Μέ τήν αἰσθησιοκρατία συνδέεται καί ἡ εὐδαιμονία. Στήν καλύτερη τῶν περιπτώσεων οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται μέ τήν λογική ἐπεξεργασία τῶν ἐννοιῶν, τῶν λέξεων, τῶν εἰκόνων, ὁπότε αὐτό χαρακτηρίζεται ὡς λογικοκρατία πού συνδέεται μέ τήν φαντασία.

Βέβαια, δέν μποροῦμε νά ἀπορρίψουμε τόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί τῆς λογικῆς, ἀλλά δέν μποροῦμε νά τά ἀναγάγουμε σέ αὐθεντίες, μέ τό νά τά ἀπομονώσουμε ἀπό τήν ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλο εἶναι οἱ αἰσθήσεις καί ἄλλο ἡ αἰσθησιοκρατία∙ ἄλλο εἶναι ἡ λογική καί ἄλλο ἡ λογικοκρατία∙ ἄλλο εἶναι ὁ ὀρθός λόγος καί ἄλλο ὁ ὀρθολογισμός.

Δυστυχῶς, αὐτή ἡ ἐνασχόληση μέ τήν ἐπιφάνεια παρατηρεῖται καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἀσχολούμαστε ὑπερβολικά μέ αὐτό πού φαίνεται, μᾶς ἀρέσει ὁ ἐξωτερικός διάκοσμος, οἱ ἐξωτερικές δραστηριότητες, πού λέγεται ἀκτιβισμός, καί δέν ἀσχολούμαστε μέ τό βάθος τῆς ζωῆς μας πού εἶναι ὁ νοῦς, ἡ καρδιά, ὁ Θεός, ἡ σωτηρία μας, τό αἰώνιο μέλλον μας. Ἐπομένως, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» ἔχει πολλή σημασία στίς ἡμέρες μας.

Πρῶτα πρέπει νά τονισθῆ ὅτι ὁ Χριστός εἶπε αὐτόν τόν λόγο, ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, πού σημαίνει ἀκοῦμε καί διαβάζουμε τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο σέ μιά ἐποχή πού μᾶς ἀποσποῦν τόν νοῦ οἱ λόγοι τῶν ἀνθρώπων, ποικίλης κατεύθυνσης, καί μᾶς ἀποπροσανατολίζουν. Ἔτσι, ἀφοῦ τηρήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί ὁ νοῦς μας ἀρχίζει νά συγκεντρώνεται ἀπό τήν παραζάλη τῆς περιπλάνησής του στόν αἰσθητό καί φανταστικό κόσμο, τότε θά εἰσέλθουμε στό βάθος τῆς ψυχῆς μας. Στήν συνέχεια θά ἀκούσουμε τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ νά Τόν ἀκολουθήσουμε καί νά γίνουμε μαθητές Του, δηλαδή μαθητές τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» σημαίνει τό νά ἀρχίζουμε νά σκεπτόμαστε ὀρθά σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ εἴμαστε Χριστιανοί, τό νά θέτουμε συνεχῶς καλούς λογισμούς, γιατί ἀπό αὐτούς τούς καλούς λογισμούς θά ἔλθη ἡ πνευματική ὑγεία, θά ἀποβάλουμε τήν αὐτονομία, τήν ἀπελπισία, τήν ἀπόγνωση, τήν θλίψη.

Ἔπειτα, τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» σημαίνει ὅτι πρέπει νά κάνουμε αὐτοεξέταση μέσα μας γιά νά δοῦμε σέ ποιά κατάσταση βρίσκεται ἡ ψυχή μας. Ὅπως γιά νά βροῦμε τήν αἰτία διαφόρων ἀσθενειῶν τοῦ σώματος κάνουμε ὅλες τίς ἀπαραίτητες ἐξετάσεις, κατά τόν ἴδιο τρόπο πρέπει νά ἐξετάσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν αὐτογνωσία, τήν αὐτοεξέταση μέσα στό πνεῦμα τῆς μετανοίας.

Ἀκόμη, τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος» σημαίνει νά βροῦμε τόν χῶρο τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς, ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός. Αὐτό γίνεται μέ τήν προσευχή στόν Θεό, μέ τήν Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» καί μέ ὅλη τήν παράδοση πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας πού χαρακτηρίζεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική καί νηπτική ζωή.

Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δέν ἀσκοῦνται σέ αὐτό τό ἐσωτερικό ἄθλημα, γι’ αὐτό πάσχουν ἀπό πόνο, ὀδύνη, θλίψη, κατάθλιψη. Καί ἄλλοι ἀπό αὐτούς καταλήγουν σέ φάρμακα, σέ ἠρεμιστικά καί ναρκωτικά, καί ἄλλοι φθάνουν σέ μεθόδους ἀνατολικῆς φιλοσοφίας καί θρησκείας, πού στήν βάση τους εἶναι, ὅπως ἔχουν χαρακτηρισθῆ, «ψυχοναρκωτικά».

Δυστυχῶς, εὐθυνόμαστε καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Κληρικοί, θεολόγοι καί μοναχοί πού, ἐνῶ ἔχουμε στήν Ἐκκλησία μας πλούσια νηπτική καί ἡσυχαστική παράδοση ἡ ὁποία βοηθᾶ σέ αὐτό τό «ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος», οὔτε τό γνωρίζουμε οὔτε τό διδάσκουμε, ὁπότε πολλοί Χριστιανοί εἴτε παραμένουν στά ἐξωτερικά, τήν ἡδονοκρατία, τήν αἰσθησιοκρατία μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται γιά τήν πνευματική, ψυχική καί σωματική ὑγεία, εἴτε ἀναζητοῦν αὐτήν τήν ἐσωτερική ἠρεμία σέ ἀλλότριες παραδόσεις πού τούς ἐμπλέκουν σέ ἄλλες περιπέτειες. Πρέπει νά βροῦμε τόν τρόπο νά ἐξασκηθοῦμε στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἐπανάγαγε εἰς τό βάθος», γιά νά βροῦμε τόν χαμένο ἑαυτό μας.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ δύναμη τοῦ Ὀνόματος

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ ΣΤ΄ Λουκᾶ

23 Ὀκτωβρίου 2022

Ἡ δύναμη τοῦ Ὀνόματος

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ δύναμη τοῦ Ὀνόματος

«ἰδών δέ τόν Ἰησοῦν καί ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καί φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοί καί σοί, Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου;» (Λουκ. η', 28)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ δαιμονισμένος τῶν Γαδαρηνῶν ἔκραξε, ἔπεσε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί εἶπε: Τί σχέση ὑπάρχει μεταξύ μας, υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; (Λουκ. η', 28). Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν τρομερή γιά τούς δαίμονες πού ὑπῆρχαν μέσα στόν δυστυχισμένο ἐκεῖνο ἄνθρωπο. Αὐτήν τήν μεγάλη δύναμη ἔχει καί τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, πού δηλώνει τήν παρουσία Του, γι᾿ αὐτό καί οἱ Πατέρες συνιστοῦν συχνά νά προσευχόμαστε μέ τήν «εὐχή» τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν καταλήστευση καί τήν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου.

Εἶναι ὅμως ἀπαραίτητο νά κατανοήσουμε τήν σημασία, τίς ἰδιότητες καί τήν φύση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του γράφει: «Ταῦτα γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ». (Ἰω. κ', 31). Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Ἐχαρίσατο αὐτῷ ὁ Θεός ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων...» (Φιλ. β', 9-10). Τήν δύναμη τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ μποροῦμε νά τήν δοῦμε στά ὅσα θά γραφοῦν στήν συνέχεια.

Ὁ Θεός πού ὡς πρός τήν Οὐσία Του εἶναι ἀνώνυμος καί ἄγνωστος, ὡς πρός τίς Ἐνέργειές Του εἶναι γνωστός καί «ὀνομαστός». Γνωρίζουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Θεός ἀπεκάλυπτε διαδοχικά τόν Ἑαυτό Του στούς ἀνθρώπους διά τῶν Ὀνομάτων. Κάθε ἀποκάλυψη ἑνός νέου Ὀνόματος στούς Προφῆτες σήμαινε τήν ἀποκάλυψη μιᾶς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Τό Ὄνομα εἶχε διπλῆ σημασία, κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο τόν Ἁγιορείτη. Ἀφ᾿ ἐνός μέν φανέρωνε τήν παρουσία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ προσέφερε γνώση Αὐτοῦ. Ἔτσι, τό ὄνομα «Ἰησοῦς» δείχνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς Σωτῆρος καί ὅτι Αὐτός εἶναι καί ἡ Σωτηρία καί ἀκόμη δείχνει ὅτι ὁ Θεός πῆρε τήν δική μας φύση καί ἄρα εἶναι δυνατόν νά γίνουμε τέκνα Θεοῦ.

Αὐτό τό αἰσθάνονται οἱ ἅγιοι, πού, ὅταν ἐπικαλοῦνται αὐτό τό Ὄνομα, γεμίζουν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, μέ τήν ἐπίκληση αὐτοῦ τοῦ Ὀνόματος οἱ ἄνθρωποι ἐκδιώκουν τόν πονηρό δαίμονα, ἀποκτοῦν τήν ἀληθινή ζωή, πού εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν» εἶναι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, καί «προσευχή καί ὑπόσχεση καί ὁμολογία πίστεως, χορηγός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί θείων δώρων, κάθαρση καρδίας, ἐξορία δαιμόνων, σκήνωμα Ἰησοῦ Χριστοῦ, πηγή πνευματικῶν ἐννοιῶν καί θείων λογισμῶν, ἄφεση ἁμαρτιῶν, ἰατρεῖον, ἄσυλο ψυχῶν καί σωμάτων, χορηγός θείου φωτισμοῦ, φρέαρ τοῦ θείου ἐλέους, πρέσβυς δι᾿ ἀποκάλυψιν τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Χριστός ρώτησε τόν δαιμονισμένο ποιό ἦταν τό ὄνομά του καί ὅσοι ἦταν μέσα του ἀπάντησαν: «Λεγεών· ὅτι πολλά δαιμόνια εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν» (Λουκ. η', 30). Αὐτό δείχνει τήν καταστρεπτική, ἐξουθενωτική καί τυραννική ἐνέργεια τοῦ διαβόλου.

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι ὁ ἄνθρωπος συνεχῶς βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή καί τήν πολεμική μανία τῶν δαιμόνων. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος (ψυχή καί σῶμα) ὑπόκειται στήν ἐπήρεια καί στήν αἰχμαλωσία τοῦ Σατανᾶ. Οἱ δαίμονες ἐνεργοῦν σέ ὅλα τά μέρη τῆς ψυχῆς καί στό σῶμα. Ἄλλοι ἀπό τούς δαίμονες παραπλανοῦν τόν ἄνθρωπο στόν ζόφο τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀγνοίας διά τῶν αἰσθήσεων, ἄλλοι ἐνεργοῦν διά τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν, ἄλλοι χρησιμοποιώντας τό σῶμα ἐξάπτουν τά πάθη στήν ψυχή καί δημιουργοῦν ἀκάθαρτες φαντασίες.

Ἑπομένως, οἱ δαίμονες πάντοτε ἐνεργοῦν διά τῶν λογισμῶν, τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν παθῶν, ἀλλά μερικές φορές καταλαμβάνουν καί τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου καί ἔτσι δαιμονίζεται ὁ ἄνθρωπος ὁλοκληρωτικά. Τότε δέν ὁμιλεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δι᾿ αὐτοῦ. Αὐτό τό βλέπουμε στό περιστατικό πού περιγράφει τό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Μόλις πλησίασε ὁ Χριστός τόν δαιμονισμένο ἄνθρωπο, μίλησαν τά δαιμόνια καί συγχρόνως αὐτά παρεκάλεσαν τόν Χριστό νά τούς ἐπιτρέψη νά εἰσέλθουν στούς χοίρους καί νά μή διατάξη νά ὁδηγηθοῦν στήν ἄβυσσο.

Αὐτό φανερώνει μιά μεγάλη ἀλήθεια. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Καί πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται» (Α' Κορ. ιδ', 32). Δηλαδή, τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν ἔρχεται στόν ἄνθρωπο, δέν τοῦ ἀφαιρεῖ τήν ἐλευθερία. Ὁ Προφήτης βιώνει μεγάλες καταστάσεις Χάριτος, χωρίς νά χάνη τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο, τήν λογική του, τήν ἐλευθερία του. Ἔτσι, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε στούς Εὐαγγελιστάς τό τί θά γράψουν, ἐνῶ τό πῶς θά τό γράψουν ἦταν θέμα τοῦ κάθε Εὐαγγελιστοῦ.

Αὐτό ὅμως δέν συμβαίνει καί μέ τά πονηρά πνεύματα. Ὅταν καταλαμβάνουν τόν ἄνθρωπο, τοῦ στεροῦν τήν ἐλευθερία καί αὐτά ὁμιλοῦν δι᾿ αὐτοῦ. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἄλαλος καί κωφός. Τό βλέπουμε στούς δαιμονισμένους πού καί σήμερα συναντᾶμε στά ἱερά προσκυνήματα τῶν ἁγίων. Ἀπό τόν τρόπο τῆς ὁμιλίας καί ἀπό τό περιεχόμενο τῶν λόγων τους φαίνεται ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἄλλος μέσα τους, πού τούς ἐξαναγκάζει νά κάνουν ὅ,τι δέν θέλουν αὐτοί οἱ ἴδιοι.

Τελικά, ὁ διάβολος, ὅπως εἴδαμε στό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἀφαιρεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τό ἱμάτιο, δηλαδή τήν στολή τοῦ Βαπτίσματος, τόν ὁδηγεῖ ἔξω ἀπό τήν οἰκία, δηλαδή ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, τόν κάνει νά παραμένη στά μνήματα, δηλαδή στά νεκρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας καί τόν ἀλλοτριώνει ἀπό τόν ἑαυτό του. Ὁ Χριστός κάνει τόν ἄνθρωπο «ἱματισμένον καί σωφρονοῦντα», διαμένοντα στήν Ἐκκλησία.

Γι᾿ αὐτό, ἄς προσευχόμαστε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς μας μέ τήν «εὐχή» τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

 

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή

Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου

Γραπτό θεῖο κήρυγμα, Κυριακὴ Δ΄ Λουκᾶ Ἁγ. Πατέρων Ζ´ Οἰκ. Συνόδου

16 Ὀκτωβρίου 2022

Ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή

Γραπτὸ Κήρυγμα: Ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή

«ὁ σπόρος ἐστίν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. η', 11)

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἡ ἑρμηνευτική διδασκαλία τῆς παραβολῆς τοῦ Σπορέως καί ἡ διασάφηση ὅτι ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ἀπό τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού ἀξιώθηκαν καί ἀξιώνονται νά γνωρίσουν οἱ μαθητές τῆς οὐράνιας αὐτῆς Βασιλείας. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ κηρύγματος μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀποκάλυψη καί ἑρμηνεία τῶν μυστηρίων τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, σέ αὐτούς πού τήν ἀναζητοῦν. Εἶναι μιά πραγματική ἱερουργία, μιά μεταμορφωτική δύναμη. Αὐτή ἡ βασική διδασκαλία θά ἑρμηνευθῆ στά ἑπόμενα.

Σέ κάθε εὐχαριστιακή καί λατρευτική σύναξη γίνεται ἀνάγνωση τῶν εὐαγγελικῶν καί ἀποστολικῶν περικοπῶν, πού ἐπελέγησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἔπειτα ἀκολουθεῖ ἡ ἑρμηνεία τους.

Ἔτσι, ὁ λόγος τοῦ Λόγου ἔχει ζωή, δύναμη μεταμορφωτική. Ὅταν αὐτός ὁ λόγος ἀναλύεται στήν θεία Λειτουργία ἀπό τούς ἁγίους, πού ἑνώθηκαν μέ τόν Λόγο Χριστό, συντελεῖ στήν πνευματική καρποφορία τῶν Χριστιανῶν, ἄν καί αὐτοί διαθέτουν τίς κατάλληλες προϋποθέσεις. Τό κήρυγμα εἶναι ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς θείας Λειτουργίας καί τῆς Λατρείας καί μέσα στήν ἀτμόσφαιρά τους πρέπει νά γίνεται.

Λέγεται αὐτό γιατί, δυστυχῶς, πολλοί Χριστιανοί θεωροῦν τό κήρυγμα ὡς ἕνα ξένο στοιχεῖο μέσα στήν θεία Λειτουργία. Καί ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ κηρύγματος δυσανασχετοῦν κατά ποικίλους τρόπους. Βέβαια, ἔχει μεγάλη σημασία τό τί λέγεται καί ἀπό ποιόν λέγεται τό κήρυγμα. Αὐτό θά τό δοῦμε πιό κάτω.

Ἐδῶ πρέπει νά τονισθῆ ἡ ἀλήθεια ὅτι συνήθως δέν θέλουν νά ἀκοῦνε κήρυγμα ὅσοι ἔχουν μάθει νά ζοῦν συναισθηματικά μέσα στήν Λατρεία, ὅσοι δέν αἰσθάνονται τήν Ἐνορία ὡς οἰκογένεια, καί τήν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὅσοι αἰσθάνονται τήν θεία Λειτουργία σάν μιά ἀλλαγή παραστάσεων καί σάν μιά Κυριακάτικη ἀναψυχή καί ξεχνοῦν ὅτι στήν θεία Λειτουργία προσφέρουμε ὅλη μας τήν ζωή καί ἔπειτα ὅλη μας ἡ ζωή λειτουργεῖται κανονικά καί φυσικά.

Τήν ἀξία τοῦ κηρύγματος τήν ἔχουν ἀντιληφθῆ οἱ Χριστιανοί πού ἔζησαν τήν μυστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖνοι πού δέν τήν θεωροῦν ὡς ἕναν κατεστημένο θεσμό, ἀλλά ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναλύει τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐνέργεια τοῦ Λόγου, ἔχει δύναμη, γι᾿ αὐτό, ὅπως γράφει, «ζῶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καί διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καί πνεύματος, ἁρμῶν τε καί μυελῶν» (Ἑβρ. δ΄, 12).

Στόν ἄνθρωπο πού ἔχει προετοιμασθῆ κατάλληλα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ βαθιά, εἰσέρχεται μέσα σέ ὅλη του τήν ὕπαρξη καί τόν μεταμορφώνει, τόν τρέφει καί τόν ζωογονεῖ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό ἤ ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι ἑνωμένοι μαζί Του, εἶναι ζωοποιός, φέρει τόν ἄνθρωπο σέ βαθειά μετάνοια καί φωτοποιεῖ τήν ὕπαρξή του.

Σέ μιά ὁμιλία του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς παρακαλεῖ τούς ἀκροατές του νά συντείνουν καί νά ἀνατείνουν τό ὄμμα τῆς διανοίας τους πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος γιά νά μεταμορφωθοῦν, καί ἀφοῦ δεχθοῦν τήν θεία αἴγλη, νά γίνουν σύμμορφοι «ὁμοιώματι τῆς δόξης τοῦ Κυρίου». Κατά τόν ἴδιο ἅγιο Πατέρα, ὅπως κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου τό πρόσωπό Του ἔλαμψε σάν τόν ἥλιο καί τά ἱμάτια Του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς (Ματθ. ιζ', 2), ἔτσι καί τό γράμμα τοῦ λόγου, πού εἶναι τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ, κάτω ἀπό τό όποῖο ὑπάρχει ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ «λευκόν μέν ὄν καί σαφές, ἅμα δέ καί στίλβον καί λαμπρόν καί οἷον μαργαρῶδες· μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεον τοῖς ἐν πνεύματι τά τοῦ Πνεύματος ὁρῶσι».

Ἡ παρομοίωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μέ τόν σπόρο ἐκφράζει μιά βαθειά ἔννοια. Ὅπως ὁ σπόρος ἐξωτερικά δέν δείχνει κάτι σπουδαῖο, ἐσωτερικά ὅμως κρύπτει μεγάλες δυνάμεις πού μποροῦν μέ ὁρισμένες προϋποθέσεις νά ἐκδηλωθοῦν, ἔτσι καί ὁ θεῖος λόγος ἐξωτερικά φαίνεται πτωχός, ἀδύνατος ἐν σχέσει μέ τούς ἄλλους περίτεχνους ἀνθρωπίνους λόγους, ἀλλά ὅμως κρύβει τέτοιες δυνάμεις μέσα του, πού, ὅταν τίς δῆ κανείς, ἐκπλήσσεται. Κάτω ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι ἀπό μερικές φράσεις τοῦ Εὐαγγελίου ἤ ἀπό μερικές φράσεις ἑνός κηρύγματος μεταστρέφονται ψυχές καί πιστεύουν στόν Χριστό. Ὅταν, λοιπόν, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ προσφέρεται καθαρά καί ὅταν ἀκούγεται καθαρά, ἀναγεννᾶ τούς ἀνθρώπους.

Τό κήρυγμα δέν εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος λόγος πού καταναλίσκεται στήν ἀνάπτυξη ὡραίων ἰδεῶν, στήν προβολή ἐκπληκτικῶν συνθημάτων ἤ διαφημίσεων, στήν παρουσίαση φιλοσοφικῶν ἐννοιῶν καί στοχασμῶν, ἀλλά εἶναι θεῖος λόγος πού ἀποβλέπει στήν σωτηρία τῶν πιστῶν. Ὅταν ὑπάρχουν ὁρισμένες προϋποθέσεις, δηλαδή εἰλικρίνεια, ἀναζήτηση πραγματική, καλλιεργημένο χωράφι, τότε καρποφορεῖ ὁ σπόρος τοῦ Θεοῦ μέ ἐκπληκτικά ἀποτελέσματα. Ἀντίθετα, σέ αὐτούς πού σκέπτονται μόνον τήν παροῦσα ζωή, μέ τίς φροντίδες, τίς μέριμνες, καί τήν ἀλαζονεία τοῦ πλούτου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ παραμένει ἄκαρπος. Ἐδῶ βλέπουμε τήν θεολογική ἔννοια τῆς συνέργειας. Δηλαδή, πρέπει νά συνεργήση καί ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀνατείλη μέσα του ὁ ἥλιος τῆς σωτηρίας.

Πολλοί συγκινοῦνται ἀπό τό κοινωνικό ἔργο καί παραγνωρίζουν τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Θέλουν τήν Ἐκκλησία νά παύση νά ἐνδιαφέρεται γιά τό κήρυγμα, καί γι᾿ αὐτήν τήν λατρεία ἀκόμη, καί νά ἀσχολῆται μέ τήν κοινωνική προσφορά. Αὐτό, ὅμως, συνιστᾶ πραγματική ἄγνοια. Γιατί ἡ Ἐκκλησία μέ τήν θεία διδαχή ξεπερνᾶ τήν κοινωνική ἐργασία καί ἀναπτύσσει τήν φιλανθρωπία.

Τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, ὅταν συνδέεται μέ τήν θεία Εὐχαριστία καί ἐμπνέεται ἀπό τήν ἀτμόσφαιρά της, εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορά στόν ἄνθρωπο.

Νά δεχόμαστε στήν καθαρή καρδιά μας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιά νά καρποφορῆ πλούσια.

Ὁ Μητροπολίτης

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος