Skip to main content

Γραπτὰ Κηρύγματα: Προσευχή γιά τό περιβάλλον

Κυριακὴ 1 Αὐγούστου

Ο άνθρωπος δέν είναι μιά αυτόνομη ύπαρξη, ένας μοναχικός άνθρωπος, ένα όν πού ζή μέσα σέ μιά απέραντη μοναξιά, αλλά γεννιέται καί ζή μέσα σέ ένα περιβάλλον, υλικό, κοινωνικό καί οικογενειακό. Αυτό τό περιβάλλον είναι ένας παγκόσμιος οίκος στόν οποίον υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, μέ όλα τά στοιχεία του, δηλαδή τόν αέρα, τήν γή καί τήν θάλασσα. Άλλωστε, ο Θεός πρώτα δημιούργησε τόν υλικό κόσμο καί ύστερα τόν άνθρωπο, ώστε νά εισέλθη ως βασιλεύς μέσα στό βασίλειό του.

Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίο στήν μεγάλη δέηση πού απευθύνουμε στόν Θεό, τήν λεγόμενη «μεγάλη συναπτή», στήν έναρξη τής θείας Λειτουργίας, προσευχόμαστε καί γιά τόν κόσμο πού μάς περιβάλλει. «Υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας τών καρπών τής γής καί καιρών ειρηνικών τού Κυρίου δεηθώμεν». Δηλαδή, άς προσευχηθούμε στόν Κύριο γιά τίς καλές συνθήκες - ηπιότητα στόν αέρα, γιά τήν καρποφορία τής γής καί γιά χρόνους ειρηνικούς.

Η Εκκλησία διδάσκει ότι μετά τήν αμαρτία τού Αδάμ καί τής Εύας άλλαξαν οι σχέσεις τού ανθρώπου μέ τό περιβάλλον, η φύση εξαγριώθηκε καί επαναστάτησε εναντίον τού αμαρτωλού ανθρώπου. Από τότε επικρατεί άλλη κατάσταση καί ο άνθρωπος μέ πόνο καί κόπο εργάζεται στήν γή. Αλλά καί κάθε αμαρτία πού διαπράττει ο άνθρωπος έχει συνταρακτικές συνέπειες σέ όλη τήν κτίση. Ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι «η κτίση συστενάζει καί συνωδίνει άχρι τού νύν» (Ρωμ. η', 22).

Γι’ αυτό πρέπει νά παρακαλούμε τόν Θεό νά δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες στήν φύση, νά υπάρξη ηπιότητα στό περιβάλλον, οι καιροί νά είναι ειρηνικοί, χωρίς νά γίνονται πόλεμοι, ώστε η γή νά αποδίδη τούς καρπούς καί νά τρεφόμαστε κανονικά γιά νά συντηρούμαστε στήν ζωή.

Αυτή η προσευχή πρέπει νά γίνεται ιδιαιτέρως στίς ημέρες μας, αφού από διάφορα αίτια, πού προέρχονται από τόν άνθρωπο, μολύνεται τό περιβάλλον, ο αέρας, η γή, η θάλασσα, οι πηγές, τά ποτάμια, τά δάση, ακόμη παρατηρείται καί γενετικός μολυσμός. Όταν «βιάζεται» η φύση γιά νά παράγη περισσότερα, τότε μολύνεται, καί στήν συνέχεια μολύνει καί τόν οργανισμό τού ανθρώπου.

Ιδιαιτέρως μέ τήν δέηση αυτή σκεπτόμαστε τούς γεωργούς, τούς κτηνοτρόφους, τούς ψαράδες καί όλους εκείνους τών οποίων η εργασία εξαρτάται από τίς καλές συνθήκες τού περιβάλλοντος γιά νά λάβουν τούς καρπούς τής εργασίας τους καί νά ανταμειφθούν οι κόποι τους.

Αυτό κυρίως τό καταλάβαιναν οι παλαιότερες γενιές τών ανθρώπων, πού ζούσαν σέ μιά γεωργική κοινωνία, είχαν διαρκή σχέση μέ τό περιβάλλον καί ανέμεναν τήν βοήθεια τού Θεού, είχαν στραμμένη τήν προσοχή τους σέ Αυτόν καί Τόν παρακαλούσαν άλλοτε νά στείλη βροχή, άλλοτε νά λάμπη ο ήλιος κλπ. Σήμερα, όμως, πού τά πάντα βιομηχανοποιούνται, η προσοχή τών ανθρώπων στρέφεται στά πολυκαταστήματα, στά εργοστάσια, στούς βιομηχανικούς χώρους, γι’ αυτό καί η πίστη απομακρύνεται από τόν Θεό. Αποδεσμεύουν τά προϊόντα πού αγοράζουν από τήν γή, έχουν τήν αίσθηση ότι παρήχθησαν από κάποιο εργοστάσιο καί όχι από τόν Θεό.

Όμως, η Εκκλησία μέ τήν δέηση αυτή μάς μαθαίνει νά προσευχόμαστε στόν Θεό γιά τό περιβάλλον, τόν αέρα, τήν γή, τήν θάλασσα, τίς πηγές, τά δάση, όλα αυτά πού μάς δίνουν φυσικές ενέργειες γιά τήν καρποφορία. Συγχρόνως, η Εκκλησία μάς μαθαίνει νά σεβόμαστε τό περιβάλλον, νά τό αγαπάμε, νά μή τό καταστρέφουμε, γιατί εκτός τού ότι προξενούμε κακό στήν υγεία μας καί βλάπτουμε τίς επόμενες γενιές, συγχρόνως συμπεριφερόμαστε μέ ασέβεια στό δημιούργημα, τό «κόσμημα» τού Θεού.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Σωματικές και πνευματικές αισθήσεις

Κυριακή 3 Αυγούστου (Ζ Ματθαίου)

Ο Χριστός, όπως διασώζεται στα Ευαγγέλια, έκανε πολλά θαύματα για να δείξη στους ανθρώπους ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας που περίμεναν και ότι αυτά είναι προμηνύματα της νέας ζωής που έφερε στον κόσμο. Τα θαύματα ήταν απόδειξη της μεσσιανικής Του ιδιότητος, πέρα από την αγάπη που έδειχνε στους ανθρώπους που υπέφεραν από διάφορες ασθένειες, σωματικές και ψυχικές.

Στο σημερινό Ευαγγέλιο είδαμε δύο θαύματα που έκανε ο Χριστός. Το ένα είναι ότι θεράπευσε δύο τυφλούς οι οποίοι αμέσως απέκτησαν το φως των οφθαλμών τους και είδαν τα δημιουργήματα του Θεού. Το άλλο θαύμα είναι ότι θεράπευσε έναν κωφό που δεν άκουγε, και αυτή η κώφωση ήταν συνέπεια της δαιμονικής κατάστασης και δεν ήταν απλώς μια σωματική ασθένεια. Και στα δύο αυτά θαύματα βλέπουμε την θεραπεία δύο σωματικών αισθήσεων, της οράσεως και της ακοής.

Ο άνθρωπος είναι το τελειότερο δημιούργημα του Θεού. Το σώμα του έχει διάφορες αισθήσεις μεταξύ των οποίων είναι η αίσθηση της οράσεως και η αίσθηση της ακοής. Με την όραση μπορούμε να βλέπουμε την δημιουργία του Θεού, αλλά και να κινούμαστε με ευχέρεια, και με την ακοή μπορούμε να ακούμε και να συνεννοούμαστε με τους ανθρώπους. Τι θα ήμασταν αν δεν είχαμε αυτές τις δύο σημαντικές αισθήσεις! Οι άνθρωποι που τις στερούνται καταλαβαίνουν την αξία τους, αν και ο Θεός τους δίνη πολλή δύναμη για να ξεπερνούν το πρόβλημά τους.

Πάντως, οι αισθήσεις αυτές μας βοηθούν πολύ στην ζωή μας να κινούμαστε, να εργαζόμαστε, να διαβάζουμε, να ακούμε και να συνομιλούμε με τους ανθρώπους. Αν μελετήσουμε από πλευράς ανατομίας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και οι δύο αυτές αισθήσεις θα εκπλαγούμε από την σοφία του Θεού που τις κατασκεύασε. Οι τελειότερες φωτογραφικές μηχανές και τα τελειότερα ακουστικά μηχανήματα δεν μπορούν να φθάσουν την τελειότητα με την οποία λειτουργούν αυτές οι δύο σωματικές αισθήσεις. Θα πρέπη να δοξάζουμε τον Θεό για την μεγάλη αξία τους και διότι μας έδωσε αυτήν την ευλογία.

Συγχρόνως θα πρέπη να αντιλαμβανόμαστε ότι, εκτός από τις σωματικές αισθήσεις, υπάρχουν και οι πνευματικές αισθήσεις. Πέρα από την σωματική όραση υπάρχει και η πνευματική όραση, η όραση του νου με την οποία κανείς μπορεί να δη την δόξα του Θεού. Με τα σωματικά του μάτια βλέπει την δημιουργία του Θεού, με τα πνευματικά του μάτια βλέπει το Φως του Θεού. Και πέρα από την σωματική ακοή υπάρχει και η πνευματική ακοή και έτσι ο άνθρωπος μπορεί να ακούη και τους κτιστούς, αλλά και τους άκτιστους ήχους. Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» (Ματθ. ια , 15).

Δοξάζουμε τον Θεό για την σωματική όραση και ακοή, αλλά θα πρέπη με τον αγώνα μας, την προσευχή μας, την όλη εκκλησιαστική ζωή, να αποκτήσουμε και την πνευματική όραση και την πνευματική ακοή. Από την στέρηση αυτών των πνευματικών αισθήσεων πάσχουμε και υποφέρουμε, γιατί δεν μπορούμε να δούμε τον Θεό και δεν μπορούμε να ακούσουμε το θέλημά Του. Λόγω της ελλείψεως αυτών των πνευματικών αισθήσεων υποφέρουμε πολύ στην ζωή μας. Ο Χριστός εξακολουθεί και σήμερα, δια της Εκκλησίας, να κάνη τέτοια θαύματα, δηλαδή να θεραπεύη την πνευματική τύφλωση και την πνευματική κώφωση του άρρωστου ανθρώπου. Τέτοια θαύματα θα πρέπη να επιδιώκουμε να γευόμαστε από τον Θεό και αυτά τα θαύματα γίνονται μέσα στην Εκκλησία.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Τρεις κινήσεις του Θεού προς τον άνθρωπο

Κυριακή 17 Αυγούστου (Θ Ματθαίου)

Το σημερινό Ευαγγέλιο αναφέρεται στην κατάπαυση της τρικυμίας η οποία βασάνιζε το πλοίο στο οποίο βρισκόταν οι Μαθητές. Και αυτή η κατάπαυση έγινε με την θαυματουργική ενέργεια του Χριστού.

Ο Χριστός, μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθή, ενώ στο πλοίο οι Μαθητές υπέφεραν από τα κύματα. Σε αυτήν την δύσκολη στιγμή ο Χριστός ήλθε περπατώντας πάνω στα κύματα και πρώτα θεράπευσε την ολιγοπιστία του Πέτρου και μετά κατέπαυσε τον άνεμο με αποτέλεσμα να ηρεμήσουν οι υπόλοιποι Μαθητές.

Αν διαβάσουμε προσεκτικά την περικοπή αυτή θα δούμε πολλούς τρόπους με τους οποίους μας βοηθά ο Χριστός, αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφοροτρόπως στην Χάρη Του. Πάντως για να γίνη συνάντηση, πρέπει να υπάρχη συντονισμός.

Ο Χριστός κινείται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο προς εμάς. Άλλοτε αποσύρεται από την ζωή μας, αναστέλλει την Χάρη Του και μας αφήνει να δοκιμασθούμε, ώστε έτσι να καταλάβουμε και την αδυναμία μας και να εκφρασθή και η ελευθερία μας. Υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην ζωή μας που φαίνεται ότι τα προβλήματα είναι πολλά και είμαστε μόνοι, εγκαταλελειμμένοι και από αυτόν τον Ίδιο τον Θεό. Άλλοτε ο Χριστός έρχεται μέσα στα κύματα της ζωής μας, στους πειρασμούς που μας βασανίζουν και μας ζητά να βγούμε από το πλοίο της ζωής μας, να βγούμε, δηλαδή, από την φιλαυτία και τον εγωϊσμό μας και να βαδίσουμε πάνω στα κύματα γιατί εκεί θα δοκιμασθή η πίστη μας. Όμως εμείς ολιγοπιστούμε, δεν έχουμε την ψυχική ανδρεία να βγούμε από το καταφύγιο του εαυτού μας, και κλεινόμαστε μέσα στην φυλακή του εγώ μας. Και άλλοτε ο Χριστός εισέρχεται μέσα στο πλοίο της ζωής μας και τότε έρχεται μεγάλη γαλήνη και ειρήνη. Ο Χριστός χρησιμοποιεί και τους τρεις τρόπους για να μας βοηθήση και να μας σώση.

Αλλά και εμείς ανταποκρινόμαστε διαφορετικά σε κάθε κίνηση του Χριστού. Άλλοτε απογοητευόμαστε από την φαινομενική απομάκρυνση του Χριστού και χάνουμε το θάρρος μας η στρεφόμαστε εναντίον Του, χωρίς να καταλαβαίνουμε την σημασία αυτής της παιδαγωγικής ενεργείας του Χριστού. Άλλοτε, ενώ Εκείνος μας καλεί να βγούμε από τον εαυτό μας, από τα πάθη μας και να ελευθερωθούμε από την δουλεία τους, εμείς δυσανασχετούμε και διαμαρτυρόμαστε. Λέμε: «Γιατί Θεέ μας ενοχλείς; Άφησε μας στην ησυχία μας. Δεν θέλουμε να σε ακολουθήσουμε». Και άλλοτε τον αφήνουμε να έλθη μέσα στο πλοίο της ζωής μας και της οικογενείας μας, οπότε δοκιμάζουμε την ευεργετική παρουσία Του.

Πολλούς τρόπους χρησιμοποιεί ο Χριστός για να μας θεραπεύση, αλλά και εμείς χρησιμοποιούμε πολλούς τρόπους για να τον αποδεχθούμε η να τον αρνηθούμε. Το ευτύχημα θα είναι να συντονιζόμαστε πάντοτε στον τρόπο που χρησιμοποιεί κάθε φορά ο Χριστός για να μας βοηθήση, αν υπομένουμε στην σιωπή Του, αν ανταποκρινόμαστε στην κλήση του για έξοδο από την φυλακή των παθών και αν ανοίγουμε την καρδιά μας για να Τον δεχθούμε μέσα σε αυτήν. Γιατί, αν Εκείνος προτιμά την σιωπή και εμείς θέλουμε λόγο, αν Εκείνος ενδιαφέρεται για την ελευθέρωσή μας από τα πάθη και εμείς αρεσκόμαστε στην ζωή των παθών, αν Εκείνος θέλη να έλθη στην καρδιά μας και εμείς του το αρνούμαστε, τότε δεν μπορεί να γίνη η συνάντηση. Κάθε συνάντηση, και η συνάντηση με τον Θεό, πρέπει να έχη το στοιχείο του συντονισμού. Διαφορετικά ο Θεός θα θεωρήται απροσπέλαστος και άγνωστος.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κηρύγματα: Φιλανθρωπία και σκληροκαρδία

Κυριακή 31 Αυγούστου (ΙΑ Ματθαίου)

Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι η γνωστή παραβολή των μυρίων ταλάντων που είπε ο Χριστός. Σύμφωνα με την παραβολή ο άρχοντας χάρισε στον δούλο του τα μύρια τάλαντα που του χρωστούσε, όμως στην συνέχεια ο δούλος αυτός όχι μόνον δεν χάρισε στον σύνδουλό του το ευτελέστερο ποσό των εκατό δηναρίων, αλλά φάνηκε και πολύ σκληρός απέναντί του. Αυτή η παραβολή φανερώνει την φιλανθρωπία του Θεού απέναντί μας, αλλά και την σκληροκαρδία που δείχνουμε εμείς στους συνανθρώπους μας. Δεν συγκινούμαστε καθόλου από την αγάπη και την φιλανθρωπία του Θεού και είμαστε σκληροί.

Όμως η παραβολή αυτή δείχνει και την κοινωνική κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη, αφού ο Χριστός για να δείξη την φιλανθρωπία και την σκληροκαρδία χρησιμοποιεί εικόνες από την εποχή του. Μια τέτοια κατάσταση ήταν η φτώχεια που επικρατούσε και για να την αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι εξαναγκάζονταν να δανείζωνται χρήματα από διαφόρους που εκμεταλλεύονταν αυτήν την ανέχεια και την δεινή κατάσταση των συνανθρώπων τους. Αυτή η τραγική κατάσταση φαίνεται από όλο το περιεχόμενο της παραβολής.

Επειδή ο οφειλέτης του ποσού δεν μπορούσε να το επιστρέψη, γι’ αυτό ο άρχοντας διέταξε να πουλήσουν τον ίδιο, την γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα τα υπάρχοντά του προκειμένου να εξοφλήση το χρέος του. Φοβερό πράγμα ολόκληρη η οικογένεια να πουληθή! Αλλά και ο δούλος εκείνος, επειδή ο σύνδουλός του δεν του επέστρεφε το χρέος, τον έπιασε από τον λαιμό και τον έσφιγγε και έπειτα τον έβαλε στην φυλακή. Και όταν ο άρχοντας πληροφορήθηκε αυτό το γεγονός, τον παρέδωκε στους βασανιστές έως ότου εξοφλήσει τα οφειλόμενα. Φαίνονται, λοιπόν, οι σκληροί τρόποι που μεταχειρίζονταν οι άνθρωποι την εποχή εκείνη για την εξόφληση των δανείων, και αυτοί οι τρόποι ήταν η πώληση των σωμάτων και των οικογενειών τους, η βία εναντίον τους, η φυλακή και ο βασανισμός. Τραγική όντως κατάσταση.

Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως ο Μ. Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αναφέρονται στις ομιλίες τους, στην τάση των ανθρώπων της εποχής τους να δανείζωνται, στην αναλγησία των τοκογλύφων και τις συνέπειες του διανεισμού από την αδυναμία των ανθρώπων να εξοφλήσουν το δάνειο και τους υπερβολικούς τόκους. Και καυτηριάζουν τόσο την ευκολία με την οποία οι άνθρωποι δανείζονται χρήματα, όσο και την σκληρότητα που εκδήλωναν οι τοκογλύφοι. Και πάνω από όλα συνιστούσαν στους ανθρώπους να επιδιώκουν να αποβάλλουν την φιλαργυρία και την φιληδονία, γιατί τα περισσότερα έξοδα και η μεγαλύτερη κατανάλωση γίνεται όχι επειδή υπάρχει ανάγκη, αλλά για να ικανοποιηθούν τα πάθη της φιλαργυρίας, της φιληδονίας και της φιλοδοξίας. Αλλά και όταν υπάρχη πραγματική ανάγκη, θα πρέπη όσοι έχουν χρήματα να δανείζουν τους συνανθρώπους τους, χωρίς να ζητούν τόκους.

Σε μια μικρότερη κλίμακα τα ίδια επικρατούν και σήμερα. Πόσοι άνθρωποι δεν υποφέρουν από το ότι δεν μπορούν να εξοφλήσουν τα δάνεια που έχουν λάβει, και πόσες οικογένειες ταλαιπωρούνται από τους δανεισμούς! Χάνουν τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους, την αξιοπρέπειά τους, την ειρήνη τους. Όλα αυτά σημαίνουν ότι θα πρέπη να ελαττώνουμε τις πολλές ανάγκες μας, αλλά και να είμαστε ελεήμονες σε αυτούς που δυσκολεύονται να συντηρήσουν την οικογένειά τους.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κυρήγματα: 15 Αὐγούστου 1998, Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως

Ἡ σημερινή ἑορτή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες ἑορτές τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου, γι’ αὐτό ἄλλωστε καί προηγεῖται νηστεία καί προσευχή, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά προετοιμαστοῦν, ψυχικά καί σωματικά γιά νά τήν ἑορτάσουν, ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἡ κοσμοσυρροή τῶν ἀνθρώπων αὐτήν τήν ἡμέρα, ἀλλά καί ὅλες τίς ἄλλες πού προηγήθηκαν στίς παρακλήσεις, δείχνει ὅτι τούς συγκινεῖ βαθύτατά το πρόσωπο τῆς Παναγίας μας.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς θά ἤθελα νά παρουσιάσω στήν ἀγάπη σᾶς δυό σημαντικές εἰκόνες πού περιγράφουν τό πρόσωπο καί τό ἔργο τῆς Παναγίας μας, τίς ὁποῖες ἀντλοῦμε ἀπό τίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν Παναγία.

Ἡ μία εἰκόνα ἔχει σχέση μέ τό πέλαγος, τήν θάλασσα. Γράφει ὁ ἅγιος Γερμανός: “Πέλαγος γάρ ἀχανές τα ταύτης μεγαλεία, ὁ ἐξ αὐτῆς οὐράνιος γεννηθεῖς σταγών ἀνέδειξεν”. Δηλαδή ὁ Χριστός, ἡ οὐράνιος σταγόνα, ἐδόξασε τήν Παναγία, ἀφοῦ ἀνέδειξε τά μεγαλεῖα της τά ὁποῖα εἶναι ἕνα ἀχανές πέλαγος.

Αὐτό τό χωρίο τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ δείχνει τήν σχέση μεταξύ του Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού τήν ἐδόξασε, Αὐτός τήν ἔκανε Μητέρα Του, Αὐτός τῆς ἔστειλε τήν Χάρη Του. Ὅ,τι ἔχει ἡ Παναγία εἶναι δωρεές τοῦ Υἱοῦ της καί μεγαλύνουμε τήν Παναγία γιά τόν καρπό τῆς κοιλίας της, τόν Χριστό. Βέβαια καί ἡ Παναγία συνήργησε σέ αὐτό, ἀφοῦ μέ τήν ζωή τῆς προσείλκυσε τόν Χριστό, καί ὁ Χριστός, αὐτή ἡ εὐλογημένη οὐράνια σταγόνα, τήν ἔκανε ἕνα λαμπρό πέλαγος, τήν δόξασε, τήν ἐτίμησε. Ἀλλά καί τά θαύματα πού ἐπιτελεῖ ἡ Παναγία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς παρρησίας της πού ἔχει πρός τόν Υἱό της.

Ἡ δεύτερη εἰκόνα ἔχει σχέση μέ τό ὅρος, τό βουνό. Γράφει ὁ ἅγιος Γερμανός: “Χαίροις, τό ἐκ Θεοῦ πιότατον καί κατασκιον ὄρος”, δηλαδή δοξάζει τήν Παναγία πού εἶναι τό εὔφορο καί γεμάτο σκιά ὅρος. Καί στήν συνέχεια λέγει ὅτι σέ αὐτό τό ὅρος μεγάλωσε ὁ λογικός ἀμνός, ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἐβάστασε τίς ἁμαρτίες καί τίς ἀσθένειές μας. Καί στό χωρίο αὐτό φαίνεται ἡ σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Παναγία, ἀλλά καί τό ὅτι ἡ Παναγία συνετέλεσε ἀποφασιστικά μέ τήν ζωή της καί τήν ὑπακοή της νά γεννηθῆ ὁ Χριστός.

Νά λοιπόν δυό ὑπέροχες πραγματικότητες πού περιγράφουν τό ἔργο τῆς Παναγίας. Τό πέλαγος καί τό ὅρος. Αὐτό φανερώνει καί τό τί προξένησε ἡ Παναγία στόν κόσμο.

Καί ἐμεῖς αὐτές τίς ἡμέρες ἀπολαμβάνουμε τίς ὀμορφιές τῆς φύσεως, ὅπως τήν θάλασσα καί τό βουνό καί ἐπιδιώκουμε νά ξεκουρασθοῦμε ἀπό τόν καθημερινό μόχθο. Παράλληλα μέ τήν ἀνάπαυση πού τήν ἔχουμε ὅλοι μας ἀνάγκη, ἅς σκεφτόμαστε ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ἡ πραγματική θάλασσα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καί τό ἀληθινό βουνό τῆς προστασίας καί βοηθείας μας. Ἅς μάθουμε νά κολυμπᾶμε μέσα στήν δροσερή θάλασσα τῆς ἀγάπης τῆς Παναγίας, καί νά ἀνεβαίνουμε στά μυστήρια καί τά μεγαλεῖα της, ὥστε νά βροῦμε ἀνάπαυση στίς ψυχές μας. Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις τό Καλοκαίρι γίνεται σωτήριο καί ὄχι ζημιογόνο. Εὔχομαι σέ ὅλους σας νά ἔχετε τήν ἀγάπη καί τήν προστασία τῆς Παναγίας στήν ζωή σας καί νά σᾶς χαρίζη ὁ Θεός μέ τίς ἀκοίμητες πρεσβεῖες της, τήν σωματική καί ψυχική ὑγεία.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κυρήγματα: 15 Αὐγούστου, Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, Ἡ Μητέρα Παναγία

Μετά τόν Χριστό μεγάλη τιμή καί δόξα ἔχει ἡ Παναγία, γιατί, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἡ Παναγία εἶναι τό μεθόριο μεταξύ της ἀκτίστου καί τῆς κτιστῆς φύσεως, δηλαδή εἶναι τό σύνορο μεταξύ του Θεοῦ πού εἶναι ἄκτιστος καί ὅλης της δημιουργίας πού εἶναι κτιστή. Ἡ Παναγία εἶναι τό ὡραιότερο δῶρο πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί ὁ καλύτερος καρπός τῆς δημιουργίας, πού δόθηκε ἀπό τήν κτίση στόν Θεό.

Αὐτή τήν δόξα τῆς Παναγίας μᾶς τήν βλέπουμε σέ ὅλα τα τροπάρια πού ψάλλουμε αὐτές τίς ἡμέρες στήν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα ὅμως σήμερα, ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἀλλά βέβαια, τήν δόξα καί τήν τιμή τῆς Παναγίας μᾶς τήν βλέπουμε κάθε φορᾶ πού τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία. Γιατί ἀμέσως μετά τήν μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, μνημονεύουμε ὅλους τους Ἁγίους, γιά τούς ὁποίους προσφέρουμε τήν θυσία καί τέλος ὁ λειτουργός ἐκφώνως λέγει: “ἑξαιρέτως τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.” Δηλαδή, ἐάν προσφέρουμε τήν θεία Λειτουργία γιά νά τιμήσουμε τούς Ἁγίους αὐτό τό κάνουμε “ἑξαιρέτως”, δηλαδή ἑξαιρετικῶς, ἰδιαιτέρως γιά τήν Παναγία μας, πού εἶναι ἄχραντη, ὑπερευλογημένη, ἔνδοξη, Δέσποινα Θεοτόκος καί ἀειπάρθενος Μαρία. Καί ἀμέσως μετά ὁ ψάλτης ψάλλει τό “Ἄξιον ἐστίν”, πού ἀναφέρεται στήν Παναγία ἤ κάποιο ἄλλο Θεομητορικό ὕμνο, ὅπως σήμερα ψάλαμε τό “αἵ γενεαί πᾶσαι μακαρίζομέν σε τήν μόνην Θεοτόκον”.

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔχουν δόξα καί τιμή, ἀλλά ἡ δόξα καί ἡ τιμή τῆς Παναγίας ὑπερέχει ἀπό ὅλους τους Ἁγίους - Προφήτας, Ἀποστόλους, Μάρτυρας, Ὁσίους, Ὁμολογητᾶς. Καί αὐτό γιατί ἡ Παναγία εἶναι τό πρόσωπο ἐκεῖνο πού ἔδωσε τήν ἀνθρώπινη φύση στόν Χριστό. Ὁ Χριστός συνελήφθη μέσα στήν κοιλία τῆς Θεοτόκου, τράφηκε μέ τό δικό της γάλα, δέχθηκε τό δικό της χάδι καί φίλημα, διδάχθηκε νά περπατάη καί δέχθηκε τίς δικές της φροντίδες ὅσο ἦταν στήν μικρή του ἡλικία. Γιατί ὁ Χριστός ἦταν μέν Θεός ἀληθινός, ἀλλά ταυτόχρονα καί ἀληθινός καί τέλειος ἄνθρωπος καί ἔτσι τό σῶμα Τοῦ ἀναπτύχθηκε ὅπως ἀκριβῶς τό δικό μας, χωρίς ὅμως τήν ἁμαρτία.

Στήν θεία Λειτουργία βλέπουμε τό μεγαλεῖο της Παναγίας μας. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέγει ὅτι ὁ Χριστός στήν θεία Λειτουργία εἶναι νυμφίος καί πανηγυριάρχης. Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού νυμφεύεται μέ τόν ἄνθρωπο καί Ἐκεῖνος πού εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς πανηγύρεως, ἀλλά ὅμως ἡ Παναγία εἶναι ἐκείνη πού παρεσκεύασε αὐτήν τήν τροφή καί εἶναι ἑστιάτωρ καί τροφός τῶν καλεσμένων. Δηλαδή ἐμεῖς κοινωνοῦμε στήν θεία Λειτουργία τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά αὐτό τό Σῶμα τό ἔδωσε ἡ Παναγία στόν Χριστό καί ὁ Χριστός τό ἐθέωσε. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος λέγει ὅτι ἐκεῖνος πού κοινωνεῖ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κοινωνεῖ καί τῆς σαρκός τῆς Παναγίας μας.

Ἔπειτα, κατά μία ἑρμηνεία, τό ἀντίδωρο, τό ὁποῖο λαμβάνουμε μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι μία εὐλογία τῆς Παναγίας μας, γιατί τό ἀντίδωρο προέρχεται ἀπό τό πρόσφορο, ἀπό τό ὁποῖο ἐξῆλθεν ὁ ἄρτος πού ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ. Δηλαδή, ὅπως ὁ Χριστός γεννήθηκε καί προῆλθε ἀπό τήν Παναγία, ἔτσι καί ὁ ἄρτος πού ἔγινε Σῶμα Χριστοῦ προῆλθε ἀπό τό πρόσφορο, πού συμβολίζει τήν Παναγία μας. Καί ἐμεῖς ὅταν τό λαμβάνουμε μετέχουμε τῶν δωρεῶν καί τῶν εὐλογιῶν της.

Μέσα στήν Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἔχουμε Πατέρα, τόν ἐπουράνιο Πατέρα, ἔχουμε ἀδελφό καί φίλο, τόν Χριστό, ὅπως ὁ Ἴδιος μας ἀποκάλεσε καί ἀδελφούς καί φίλους Του, ἔχουμε μητέρα πνευματική πού εἶναι ἡ Παναγία, ἔχουμε ἀδέλφια πού εἶναι ὅμοιοι μέ μας, καί αὐτοί εἶναι οἱ Ἅγιοι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά πνευματική οἰκογένεια καί βέβαια σημαντική θέση σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια κατέχει ἡ Παναγία, πού μᾶς δείχνει ἀγάπη, στοργή καί καλωσύνη. Καί ὅταν ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε ἐκείνη μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς ἐνισχύει, μᾶς προτρέπει μέ καλωσύνη καί ἀγάπη γιά νά μετανοήσουμε. Ὅποια θέση ἔχει στήν ζωή μας ἡ βιολογική μας μητέρα, τέτοια θέση ἔχει στήν Ἐκκλησία καί ἡ πνευματική μας μητέρα. Ποιός ἀπό μᾶς δέν ἔχει γευθῆ τήν Θεομητορική της στοργή; Ποιός δέν αἰσθάνθηκε τό πνευματικό της χάδι καί τήν τρυφερή της ἀγάπη; Ποιός δέν δέχθηκε τόν γλυκό τῆς λόγο, τήν παρθενική της εὐαισθησία καί τήν μητρόθεη χάρη; Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς, ἰδίως αὐτήν τήν ἡμέρα, τρέχουμε στούς Ναούς, μάλιστα δέ σέ Ναούς πού τιμῶνται στό ὄνομά της.Μᾶς προσελκύει σάν μαγνήτης ἡ ἀγάπη της, ἡ στοργή της καί ἡ προσευχή της.
Καί αἰσθανόμαστε σήμερα τήν ἀνάγκη νά ψάλουμε: “σώζοις ἀεί Θεοτόκε τήν κληρονομίαν σού”. Παναγία μας, εἴμαστε ἡ κληρονομία σου, γι’ αὐτό σε παρακαλοῦμε νά μᾶς σώζης μέ τήν ἀγάπη σου καί τήν Θεομητορική σου στοργή.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Ἡ αἰώνια ζωή

Κυριακή ΙΒ΄ Ματθαίου (31 Αὐγούστου)

Ἕνας νέος, ὅπως μᾶς εἶπε τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, πλησίασε τόν Χριστό καί τόν ρώτησε τί πρέπει νά κάνη γιά νά ἀποκτήση τήν αἰώνια ζωή. Ὁ Χριστός τοῦ ὑπέδειξε ἀρχικά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, πού ὁ Ἴδιος ἔδωσε στόν Μωϋσῆ, καί στήν συνέχεια τόν προέτρεψε νά πωλήση τά ὑπάρχοντά του καί νά δώση τά χρήματα πού θά συγκεντρώση στούς πτωχούς καί ἔτσι θά ἀποκτήση θησαυρούς στόν οὐρανό. Γιατί, ὅπως εἶπε, εἶναι πολύ δύσκολο νά εἰσέλθη ὁ πλούσιος στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τό κείμενο αὐτό, παρατηρεῖ ὅτι συνδέονται στενά ἡ αἰώνια ζωή μέ τόν οὐρανό καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ αἰώνια ζωή δέν εἶναι ἁπλῶς τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς καί τῆς ζωῆς τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ὁ οὐρανός δέν εἶναι ἡ ἀτμόσφαιρα πού περιβάλλει τήν γῆ ἤ τό διάστημα, καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάποια κτιστή πραγματικότητα, ἀλλά ἡ ζωή μέ τόν Θεό, ἡ ὅραση καί ἡ μέθεξη τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ. Ἔχω ὑπογραμμίσει σέ ἕνα ἀπό τά προηγούμενα κηρύγματα ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, τό Φῶς Του, καί αὐτό τό Φῶς λέγεται οὐρανός. Ἡ μετοχή σέ αὐτό τό Φῶς λέγεται αἰώνια ζωή, ἀφοῦ δέν θά ὑπάρχη τέλος.

 

Μπορεῖ νά ἔχουμε μεγάλους στόχους, ὑψηλές προσδοκίες, μεγάλες ἐπιθυμίες.... ὅμως δέν ἀρκεῖ αὐτό, ἀλλά θά πρέπει νά δεχθοῦμε τούς τρόπους πού ὑποδεικνύει ὁ Χριστός.

 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Χριστιανούς τῆς Κορίνθου γράφει ὅτι ἐάν τό ἐπίγειο σπίτι μας, δηλαδή τό σῶμα μας, καταργηθῆ, τότε ἔχουμε οἰκοδόμημα ἀπό τόν Θεό, οἰκία αἰώνια ἀχειροποίητη στούς οὐρανούς (Β΄ Κορ. ε΄, 1). Ἡ αἰώνια οἰκία στούς οὐρανούς εἶναι ἀχειροποίητη, δηλαδή δέν ἔχει κατασκευασθῆ ἀπό χέρι ἀνθρώπου, εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό πνευματικό νόημα φαίνεται σέ ἕνα ἄλλο χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο, στόν ὁποῖο γράφει ὅτι ὅλα τά ὑπομένει πρός χάρη τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ «ἵνα καί αὐτοί σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μετά δόξης αἰωνίου» (Β΄ Τιμ. β΄, 10). Στό χωρίο αὐτό συνδέεται στενότατα ἡ σωτηρία πού γίνεται ἐν Χριστῷ μέ τήν αἰώνια δόξα.

Τά ἴδια διδάσκει καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ἄλλος Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος. Στήν Β΄ Καθολική Ἐπιστολή του προτρέπει τούς Χριστιανούς νά δείξουν μεγαλύτερο ζῆλο καί νά κάνουν βέβαιη τήν κλήση τους καί τήν ἐκλογή τους, γιατί τότε δέν θά ἁμαρτήσουν ποτέ. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά τούς χορηγηθῆ πλουσίως «ἡ εἴσοδος εἰς τήν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καί σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Πέτρ. α΄, 11).

Ἔτσι, ἡ αἰώνια ζωή, ὁ οὐρανός, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰώνια δόξα εἶναι ταυτόσημες ἔννοιες καί κυρίως ἴδιες πραγματικότητες. Ὁ πλούσιος νέος ζητοῦσε ἀπό τόν Χριστό νά τοῦ ὑποδείξη τόν τρόπο νά εἰσέλθη σέ αὐτή τήν ζωή. Ἀλλά, δυστυχῶς, δέν μποροῦσε νά ἀπελευθερωθῆ ἀπό τά δεσμά τοῦ πλούτου καί γενικά τήν ἕλξη πού ἀσκεῖ ὁ παρών βίος μέ τά θέλγητρά του καί τίς προκλήσεις του. Ἔτσι, ἀρνήθηκε νά ὑπακούση στόν Χριστό καί νά ἀποδεχθῆ τόν τρόπο γιά νά κληρονομήση τά αἰώνια ἀγαθά.

Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἐμεῖς μπορεῖ νά ἔχουμε μεγάλους στόχους, ὑψηλές προσδοκίες, μεγάλες ἐπιθυμίες γιά νά ἐκπληρώσουμε τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἔχουμε δημιουργηθῆ, ὥστε ἀπό τό κατ’ εἰκόνα νά φθάσουμε στό καθ’ ὁμοίωση, ὅμως δέν ἀρκεῖ αὐτό, ἀλλά θά πρέπει νά δεχθοῦμε τούς τρόπους πού ὑποδεικνύει ὁ Χριστός. Θά πρέπει νά ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τήν ἐξάρτηση καί τήν ὑποδούλωση στά κτίσματα καί κυρίως στά πάθη. Ἡ κτίση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά συγχρόνως γίνεται καί ἀπάτη τοῦ διαβόλου. Ἄλλωστε, ὁ διάβολος διά μέσου τῆς κτίσεως, διά τῆς βρώσεως τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἐξαπάτησε τούς Προπάτορες καί ἔχασαν τήν ζωή τοῦ Παραδείσου.

Ἄν ἔχουμε τέτοιες ὑψηλές ἐπιθυμίες πού εἶναι φυσικές, γιατί ἀνταποκρίνονται στόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς μας, θά πρέπει νά ἐφαρμόζουμε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τίς διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.

Ο Μητροπολιτης
+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν

Κυριακή Στ΄ Ματθαίου (20 Ἰουλίου)

Ὁ Χριστός στόν παραλυτικό, τόν ὁποῖον προσέφεραν ἐνώπιόν Του οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, πρῶτα ἔδωσε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί στήν συνέχεια ἔδωσε καί τήν ὑγεία τοῦ σώματος. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ἀλλά χρειάζεται καί τό Ἅγιον Πνεῦμα πού θά τά ἐξαγιάση, διαφορετικά ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνολοκλήρωτος, ἐλλιπής.

Κάνοντας λόγο γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν δέν πρέπει νά τό βλέπουμε ἁπλῶς δικανικά, δηλαδή ἀπό τήν εἰκόνα τῶν δικαστηρίων, τά ὁποῖα ἐξετάζουν τά παραπτώματα τῶν ἀνθρώπων καί τούς ἀθωώνουν ἤ τούς καταδικάζουν. Οὔτε πρέπει νά τό βλέπουμε ἠθικολογικά, δηλαδή νά ἐξετάζουμε κάθε παράπτωμα ἐξωτερικά, ἀπό μερικά γεγονότα πού φαίνονται, καί νά μή ἀσχολούμαστε μέ τόν ἐσωτερικό κόσμο, δηλαδή τά ὅσα γίνονται μέσα στήν σκέψη μας καί τίς ἐπιθυμίες μας. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι κάτι ἄλλο, βαθύτερο.

Κατ’ ἀρχάς, ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς, ἐννοοῦμε τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ ἀπιστία στόν Θεό, ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία καί ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν φιλοδοξία, τήν φιληδονία καί τήν φιλαργυρία. Πρόκειται γιά ἀσθένειες πού ἐκκολάπτονται μέσα στόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκφράζονται καί ἐξωτερικά, ἀφοῦ ὑπάρχει ἄμεση σχέση μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι, οἱ ψυχικές ἀσθένειες ἐκδηλώνονται καί πράττονται μέ τό σῶμα. Ὁπότε, ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἐννοεῖται ὅτι ἀλλάζει αὐτός ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀντί νά στρέφεται πρός τήν κτίση, στρέφεται πρός τόν Θεό. Ἑπομένως, πρόκειται γιά μιά θεραπεία ἐσωτερική, πού ἔχει συνέπειες καί στό σῶμα, στήν οἰκογένεια καί τήν κοινωνία. Αὐτή τήν ἀλλαγή, τήν μεταμόρφωση, τήν προξενεῖ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Κανένα φάρμακο πού δίνουν οἱ γιατροί δέν μπορεῖ νά κάνη αὐτές τίς ἐσωτερικές ἀλλαγές. Τά φάρμακα τό μόνο πού κάνουν εἶναι νά κρατοῦν τόν ἄνθρωπο σέ μιά ἰσορροπία. Μόνον ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μεταμορφώνει τίς ἐνέργειες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος καί τίς κάνει νά κατευθύνωνται στόν Θεό καί νά χαριτώνωνται ἀπό Αὐτόν.

Ἔπειτα, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν συνδέεται μέ κάτι ἄλλο βαθύτερο, συνδέεται καί μέ αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ΄, 23). Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν σκεφθοῦμε ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, γιατί ὅσοι εἶδαν τόν Θεό ὡς Φῶς, ὁμιλοῦν γιά τήν δόξα Του, τότε καταλαβαίνουμε ὅτι στέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν βλέπει αὐτό τό Φῶς, καί αὐτό εἶναι ἁμαρτία.

Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν βλέπη τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τότε εἶναι στό σκοτάδι. Καί εὑρισκόμενος μέσα στό σκοτάδι, ἡ ψυχή του ἀγριεύει, καί ὅλα τά πάθη του ἐκδηλώνονται μέ ἀγριότητα. Ἔτσι πρέπει νά ἑρμηνευθῆ τό ψαλμικό χωρίο «ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, καί συνήχθησαν καί εἰς τάς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται» (Ψαλμ. 103, 22). Δηλαδή, τά ἄγρια θηρία, ὅταν ἐπικρατῆ σκοτάδι κυκλοφοροῦν στήν φύση καί εἶναι ἐπιθετικά, ὅταν, ὅμως ἀνατέλλη ὁ ἥλιος, τότε φοβοῦνται τό φῶς καί ἀποσύρονται στίς φωλιές τους. Αὐτό συμβαίνει καί μέ τά πάθη. Ὅταν ἔρχεται τό Φῶς τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τά πάθη ἡμερώνονται, ἐνῶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος φεύγη μακρυά ἀπό τό Φῶς, τότε τά πάθη ἀγριεύουν.
Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν τήν ἁμαρτία ζοῦσαν μέσα στό Φῶς, ἔβλεπαν τόν Θεό, ἄκουγαν τήν φωνή Του, ἀλλά, βέβαια, ἔπρεπε νά δοκιμασθοῦν μέ τήν ὑπακοή γιά νά φθάσουν σέ ὁλοκληρωμένη κοινωνία μαζί Του. Ὅμως, μετά τήν ἁμαρτία βγῆκαν ἀπό τόν Παράδεισο, ἔχασαν αὐτήν τήν εὐλογημένη ζωή καί ἀγρίεψαν ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, ὅλα τά πάθη του.

Ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο πού θέλει τήν θεραπεία, καί τήν ἀναζητᾶ μέ τήν πίστη, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δῆ πάλι τόν Θεό ὡς Φῶς, καί ἔτσι ὅλος ὁ ἐσωτερικός του κόσμος φωτίζεται. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά θεραπεύωνται ὅλες οἱ ψυχικές ἐνέργειες καί αὐτό λέγεται ἄφεση ἁμαρτιῶν. Στήν κατάσταση αὐτή καί τό σῶμα λαμπρύνεται, ἀφοῦ ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ ψυχῆς καί σώματος. Ἔτσι, ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, τοῦ ὁποίου ὅλες οἱ δυνάμεις του –ψυχικές καί σωματικές– φωτίζονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.

Σήμερα ἑορτάζουμε τόν Προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, εἶχε ἐπικοινωνία μέ τόν ἄσαρκο Λόγο, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ἀξιώθηκε νά παρευρίσκεται καί στό ὄρος Θαβώρ δίπλα στόν Σεσαρκωμένο Λόγο, τόν Χριστό, μέσα στό Φῶς Του.

Ἑπομένως, ἁμαρτία εἶναι ἡ στέρηση τοῦ Φωτός τοῦ Θεοῦ, καί ἄφεση ἁμαρτιῶν εἶναι ἡ μέθεξη καί ἡ ὅραση τοῦ θείου Φωτός. Αὐτό εἶναι τό ἐσωτερικό πνευματικό Πάσχα.

Ο Μητροπολιτης
+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ

Κυριακή Η΄ Ματθαίου (3 Αὐγούστου)


Εἶναι γνωστό τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων, τούς ὁποίους ἄρτους εὐλόγησε ὁ Χριστός καί τούς μοίρασε, μέ ἀποτέλεσμα νά χορτάσουν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι, χωρίς νά ὑπολογισθοῦν οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει: «λαβών τούς πέντε ἄρτους καί τούς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τόν οὐρανόν εὐλόγησε» (Ματθ. ιδ΄, 18). Ἀποτέλεσμα τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πολλαπλασιασμός τῶν ἄρτων καί τῶν ἰχθύων.

Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐνέργειά Του μέ τήν ὁποία εὐεργετεῖ τόν κόσμο. Ὁ Χριστός κατά τήν Ἀνάληψή Του ἀνερχόταν στόν οὐρανό καί εὐλογοῦσε τούς παρισταμένους Μαθητές Του, ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «καί ἐπάρας τάς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καί ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτόν αὐτούς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καί ἀνεφέρετο εἰς τόν οὐρανόν» (Λουκ. κδ΄, 50-51). Μᾶς ἄφησε τήν εὐλογία Του, δηλαδή τήν Χάρη καί ἐνέργειά Του, γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Χριστιανούς τῆς Ἐφέσου: «Εὐλογητός ὁ Θεός καί πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ» (Ἐφ. α΄, 3).

Αὐτή ἡ εὐλογία μᾶς δίνεται στήν θεία Λειτουργία διά τῶν Κληρικῶν πού λειτουργοῦν, ὅταν λέγουν «εἰρήνη πᾶσι» καί εὐλογοῦν μέ τό χέρι τους. Τότε μεταδίδεται στούς Χριστιανούς ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι Φῶς. Αὐτό τό Φῶς ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά τό δοῦν μερικοί ἄνθρωποι γιά κάποιον ἰδιαίτερο σκοπό, ὅπως ἔγινε μέ τόν νεομάρτυρα Ἀχμέτ τόν Κάλφα. Ἦταν Μουσουλμάνος καί ἔζησε στήν Κωνσταντινούπολη τόν 17ο αἰώνα, καί ὅταν πῆγε στόν Πατριαρχικό Ναό ἀξιώθηκε νά δῆ ἕνα θαυμαστό γεγονός, ὅπως τό περιγράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «ὅταν ἐλειτούργει ὁ Πατριάρχης οὗ γενομένου ἔβλεπεν, ὤ θαύματος! ὅταν εὐλόγει ὁ Πατριάρχης τόν λαόν, καί ἔβγαιναν ἀπό τό κριτήριον (ἀπό τό Ἱερό Βῆμα ὅπου εἶναι ὁ θρόνος), καί ἀπό τά δάκτυλά του ἀκτῖνες καί ἔπιπτον ἐπάνω εἰς ὅλων τῶν Χριστιανῶν τάς κεφαλάς, αὐτοῦ δέ μόνον τήν κεφαλήν ἄφηναν ἄμοιρον». Αὐτό τόν παρεκίνησε νά βαπτισθῆ Χριστιανός, καί ὅταν τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία ὁμολόγησε ὅτι εἶναι μεγάλη ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν καί μαρτύρησε γιά τόν Χριστό.

 

Τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καί τῶν δύο ἰχθύων προτύπωνε τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέσα στό ὁποῖο αἰσθανόμαστε τήν μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ.

 

Σέ ὅλα τά Μυστήρια ὁ Κληρικός ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ εὐλογεῖ καί τά ὑλικά ἀντικείμενα, ὅπως τό νερό στό Βάπτισμα, τόν ἄρτο καί τόν οἶνο στήν θεία Εὐχαριστία καί μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, τό ἀνδρόγυνο στό μυστήριο τοῦ Γάμου, πού ἑνώνονται εἰς σάρκα μία, καί στά ἄλλα Μυστήρια.

Ἐμεῖς βλέπουμε τήν εὐλογία τοῦ Ἱερέως καί τοῦ Ἀρχιερέως ὡς μιά κίνηση τοῦ χεριοῦ καί ἀκοῦμε ἕναν λόγο, ἀλλά ἡ ψυχή αἰσθάνεται τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, καί ἐάν ὑπάρχουν οἱ δυνατότητες καί ἐάν ἐπιτρέψη ὁ Θεός, μερικοί μποροῦν νά δοῦν καί τό Φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ πού μεταδίδεται μέ τήν ἱερατική καί ἀρχιερατική εὐλογία. Αὐτό τό αἰσθανόμαστε καί κατά τό Μυστήριο τῆς μετανοίας καί τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, ὅταν ἡ ψυχή θεραπεύεται ἀπό τίς πληγές τῆς ἁμαρτίας καί εὐφραίνεται πνευματικά.

Τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων καί τῶν δύο ἰχθύων προτύπωνε τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μέσα στό ὁποῖο αἰσθανόμαστε τήν μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό τό γεγονός εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο ἀπό τό γεγονός πού ἔγινε τότε μέ τόν πολλαπλασιασμό τῶν πέντε ἄρτων, γιατί ἡ θεία Εὐχαριστία γίνεται σέ κάθε τόπο καί χρόνο, τελεῖται σέ ὅλον τόν κόσμο «κατά πάντα» (τόπο καί χρόνο) «καί διά πάντα», δηλαδή γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες πού μᾶς δίνει ὁ Θεός, καί ἑκατομμύρια ἄνθρωποι κάθε Κυριακή καί κάθε μέρα σέ ὅλο τόν κόσμο γεύονται τοῦ ἑνός Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καί ὁμολογοῦν: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν». Ἐπίσης, ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι μετοχή τῆς οὐράνιας θείας Εὐχαριστίας πού γίνεται στόν οὐρανό, καί εἶναι ἡ μετοχή τοῦ Θεοῦ μέσα στό Φῶς, ὅταν εἴμαστε κατάλληλα προετοιμασμένοι.

Πέρα ἀπό τήν εὐλογημένη κατάσταση τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ἐπευλόγηση τῶν πέντε ἄρτων ἐπαναλαμβάνεται κάθε φορά πού τελεῖται ἡ ἀκολουθία τῆς ἀρτοκλασίας ὑπέρ ὑγείας τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι προσφέρουν τούς πέντε ἄρτους καί λαμβάνουν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ προσφέρεται μέσα στήν Ἐκκλησία διαρκῶς, αὐτή ὡς φῶς φωτίζει τόν νοῦ, θερμαίνει τήν καρδιά καί ἐνισχύει τήν θέλησή μας, ἀρκεῖ νά ἔχουμε πνευματικές αἰσθήσεις νά τήν αἰσθανόμαστε.

Ο Μητροπολιτης
+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ καί τό περπάτημα πάνω στήν θάλασσα

Κυριακή Θ΄ Ματθαίου (10 Αὐγούστου)

 

Μετά τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων, πού εἴδαμε τήν προηγούμενη Κυριακή, ὁ Χριστός ἀνάγκασε τούς Μαθητές Του, ἐπειδή προφανῶς δέν ἤθελαν νά ἀποσπασθοῦν ἀπό κοντά Του, νά ἀνεβοῦν στό πλοῖο καί νά περάσουν ἀπέναντι, ἐνῶ Ἐκεῖνος ἀνέβηκε πάνω στό ὄρος γιά νά προσευχηθῆ. Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος γράφει: «καί ἀπολύσας τούς ὄχλους ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι» καί βεβαιώνει ὅτι ὅταν βράδυασε, ἦταν ἐκεῖ μόνος Του (Ματθ. ιδ΄, 23).

Βέβαια, κατά τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός ἦταν πάντοτε ἑνωμένος, ὡς Θεός, μέ τόν Πατέρα Του, ἀφοῦ ἦταν ὁμοούσιος μέ Αὐτόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί δέν χρειαζόταν ἀπομόνωση γιά προσευχή, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς. Μέ αὐτήν, ὅμως, τήν πράξη ἤθελε νά διδάξη τούς Μαθητές Του ὅτι ἔπρεπε νά βρίσκουν εὐκαιρία γιά νά ἡσυχάζουν κατά μόνας καί νά προσεύχωνται. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος παρατηρεῖ: «πάντα δι’ ἡμᾶς ποιεῖ, οὐ γάρ αὐτός ἐδεῖτο προσευχῆς».

Πάντως, στόν Χριστό ἡ θεότητά Του ἦταν πάντα ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρωπότητα, χωρίς νά χωρισθῆ ἀπό αὐτήν, χωρίς οἱ δύο φύσεις νά ὑποστοῦν κάποια ἀλλοίωση. Πάντοτε ὑπῆρχε μέσα στό Σῶμα Του τό Φῶς τῆς θεότητος, καί κάποτε-κάποτε ἐπέτρεπε νά φανερωθῆ, ὅπως ἔγινε ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ, πού οἱ παριστάμενοι Μαθητές εἶδαν ὅλο τό Σῶμα Του φωτεινό. Ἔτσι καί ἐδῶ, κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς Του, ἄν ὑπῆρχε κάποιος ἀπό τούς Μαθητές Του, θά ἔβλεπε τόν Χριστό νά προσεύχεται μέσα στό Φῶς, καί αὐτό τό γεγονός ἦταν μιά ἄλλη Μεταμόρφωση. Ἄλλωστε, καί στό ὄρος τό Θαβώρ πού μεταμορφώθηκε, αὐτό ἔγινε κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς Του (Λουκ. θ΄, 29).

 

Ὁ Χριστός, τό Φῶς τοῦ κόσμου, ἠρεμεῖ, εἰρηνεύει, ἐνδυναμώνει τόν ἄνθρωπο, πού βρίσκεται στό σκοτάδι καί σέ μεγάλους κινδύνους.

 

Ὅμως, ἐκείνη τήν ὥρα πού ὁ Χριστός ἦταν στό ὄρος, οἱ Μαθητές Του ἦταν μέσα στήν λίμνη Γενησαρέτ, πού λεγόταν καί θάλασσα λόγῳ τοῦ μεγέθους της, καί τό πλοῖο συνταρασσόταν ἀπό τόν ἀέρα καί τά κύματα. Τό βράδυ, λοιπόν, κατά τήν τετάρτη φυλακή τῆς νυκτός, περίπου μεταξύ 3-6 ἡ ὥρα μετά τό μεσονύκτιο, οἱ Μαθητές εἶδαν κάποιον νά βαδίζη πάνω στά κύματα. Ἐπειδή νόμισαν ὅτι ἦταν κάποιο φάντασμα, φοβήθηκαν καί φώναξαν. Ἀμέσως, ὁ Χριστός τούς εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμί· μή φοβεῖσθε» (Ματθ. ιδ΄, 27). Στήν συνέχεια διόρθωσε τήν ὀλιγοπιστία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ὁ ὁποῖος βυθιζόταν λόγῳ τῆς ὀλιγοπιστίας αὐτῆς, καθώς ἐπίσης ἔδωσε ἐντολή νά σταματήση ὁ ἄνεμος καί ἡ θαλασσοταραχή.

Οἱ Μαθητές ἔβλεπαν κάποιον νά περπατᾶ πάνω στά κύματα, μέσα στό σκοτάδι τῆς νύκτας καί τόν θεώρησαν ὡς φάντασμα. Δέν ἀναγνώρισαν τόν Χριστό ἀπό τό Σῶμα Του, «οὐ γάρ ἀπό τοῦ εἴδους ἐγνώρισαν αὐτόν», λόγῳ τῆς νύκτας καί τοῦ φόβου, ἀλλά εἶδαν κάποια μορφή. Φαίνεται ἐκείνη τήν ὥρα ὁ Χριστός ἐπέτρεψε νά ἐξέρχωνται ἀπό τό Σῶμα Του μερικές ἀκτῖνες τῆς θεότητάς Του, γι’ αὐτό μέσα στήν νύκτα οἱ Μαθητές νόμισαν ὅτι εἶναι φάντασμα. Πάντως, ὁ λόγος «θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε», μετέδωσε στούς Μαθητές δυνατή ἐνέργεια, ἀληθινό φῶς, πού ἐξεδίωξε τόν φόβο καί τούς μετέδωσε ἀκράδαντη πίστη. Καί ἡ παρουσία Του μέ τόν λόγο «ἐγώ εἰμι» ἦταν σάν νά τούς ἔλεγε: «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου», «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν», «ἐγώ εἰμι ἡ ζωή». Αὐτό γέμισε μέ ἐλπίδα καί θάρρος τούς Μαθητές, ἀλλά εἰρήνευσε καί ὁλόκληρη τήν κτίση. Ὁ Χριστός, τό Φῶς τοῦ κόσμου, ἠρεμεῖ, εἰρηνεύει, ἐνδυναμώνει τόν ἄνθρωπο, πού βρίσκεται στό σκοτάδι καί σέ μεγάλους κινδύνους.

Ἕνα τέτοιον Θεό ἔχουμε, ὁ Ὁποῖος προχέει τό θεῖο Φῶς, προσεύχεται γιά μᾶς, μᾶς ἐνδυναμώνει σέ ὅλες τίς δυσκολίες στήν ζωή μας, ὅσο μεγάλες κι ἄν εἶναι. Αὐτός ὁ Θεός μᾶς προτρέπει νά προσευχόμαστε, ὥστε μέ τήν προσευχή νά λαμβάνουμε τό θεῖο Φῶς Του καί νά ἔχουμε θάρρος καί δύναμη, νά ἔχουμε πίστη καί τότε θά Τόν βλέπουμε νά ἔρχεται κοντά μας ὡς Φῶς, ζωή καί εἰρήνη, ἀκόμη καί στίς πιό σκοτεινές καί ταραγμένες στιγμές τῆς ζωῆς μας.

Ο Μητροπολιτης
+ Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακὴ 12 Αὐγούστου, Τό Ἐκκλησιαστικό Πολίτευμα

Ὅταν ἐπισκέπτεται τόν τόπο μᾶς ἕνας ἀξιωματοῦχος, ἀκολουθεῖ συνήθως ἡ ἀκρόαση, δηλαδή ἡ συνάντηση, στήν ὁποία τοῦ ἀναφέρουμε τά αἰτήματά μας, τοῦ ζητᾶμε ἱκανοποίηση μερικῶν ἐπιθυμιῶν μας πού ἀναφέρονται στήν ζωή καί τήν κοινωνία στήν ὁποία ζοῦμε. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν θεία Εὐχαριστία. Μετά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα ἀκολουθοῦν τά αἰτήματά μας καί ἡ ἔκφραση τῶν ἐσωτερικῶν αἰσθημάτων μας. Κυρίως θά ἀναφερθοῦν τρία βασικά γεγονότα.

Πρῶτον, ἀμέσως μετά τήν μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά ποῦμε στόν Πατέρα - Θεό μας - ὅτι προσφέρουμε τήν θεία Λειτουργία γιά νά τιμήσουμε καί τούς Ἁγίους, τούς Προφήτας, τούς Δικαίους της Παλαιᾶς Διαθήκης, τούς Ὁσίους καί Ὁμολογητᾶς καί κάθε δίκαιο ἄνθρωπο πού τελείωσε τήν ζωή τοῦ ἐν Χριστῷ. Πάνω ἀπό ὅλους προσφέρουμε τήν θεία Λειτουργία καί στήν Παναγία μας, γι’ αὐτό καί λέμε “ἑξαιρέτως”, δηλαδή ἑξαιρετικῶς - ἰδιαιτέρως “τῆς Παναγίας ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας”. Οἱ Ἅγιοι ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό. Τήν ὥρα αὐτή μνημονεύουμε καί τόν ἅγιο πού ἑορτάζει ἐκείνη τήν ἡμέρα, γιατί πιστεύουμε ὅτι αὐτήν τήν ἡμέρα ἰδιαιτέρως βρίσκεται ἀνάμεσά μας.

Δεύτερον, μνημονεύουμε τούς ζώντας καί τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας. Πρῶτα μνημονεύουμε τούς κεκοιμημένους, γιατί αὐτοί ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη ἀπό τίς προσευχές μας, ἐπειδή τώρα δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτε γιά τόν ἑαυτό τους καί τά περιμένουν ἀπό μας. Αὐτήν τήν στιγμή γίνεται ἡ μνημόνευση - τό μνημόσυνο γιά τούς ἀδελφούς μας, τούς συγγενεῖς μας. Γι’ αὐτό καί θά πρέπει ἐκείνη τήν ὥρα πού ὁ ψάλτης ψάλλει τό “ἄξιον ἐστίν” νά μνημονεύουμε τά ὀνόματα τῶν προσώπων πού ἀγαποῦμε καί ἔχουν φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Ἔπειτα μνημονεύουμε καί τά ὀνόματα τῶν ζώντων, προσευχόμαστε γιά τήν οἰκουμένη, τήν Ἐκκλησία πού εἶναι σέ ὅλο τόν κόσμο, γιά τούς ἱερεῖς καί διακόνους, γιά ὅσους ἀγωνίζονται νά ζοῦν μέ ἁγνότητα καί σεμνότητα καί γιά τούς ἄρχοντας, ὥστε νά ὑπάρχη εἰρήνη στό Κράτος. Ἀκόμη εὐχόμαστε γιά τήν Πόλη, στήν ὁποία ζοῦμε καί γιά ὅσους κατοικοῦν σέ αὐτήν μέ πίστη, γιά ἐκείνους πού ταξιδεύουν μέ ποικίλους τρόπους, γιά τούς ἀρρώστους καί τούς δαιμονισμένους, τούς αἰχμαλώτους, γιά ὅσους βοηθοῦν ποικιλοτρόπως τήν Ἐκκλησία, ὅσους βοηθοῦν τούς πτωχούς καί τέλος προσευχόμαστε γιά τούς ἑαυτούς μας, νά δεχθοῦμε τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ.

Τρίτον, μνημονεύουμε τόν Ἐπίσκοπό μας, στό ὄνομα τοῦ ὁποίου ὁ ἱερεύς τελεῖ τήν θεία Λειτουργία. “Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριέ του Ἀρχιεπισκόπου ἠμῶν... ὅν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνη, σῶον, ἔντιμον ὑγιά, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας”.

Οἱ Μητροπολίτες μνημονεύουν τήν Ἱερά Σύνοδο στήν ὁποία ἀνήκουν, οἱ ἀρχηγοί τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί οἱ Πατριάρχες, μνημονεύουν “πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων”. Ἡ ἐκφώνηση αὐτή δείχνει τό ἐκκλησιαστικό μας πολίτευμα. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη πίστη καί ἰδεολογία, ἀλλά ἕνας συγκεκριμένος ὀργανισμός, πού διαρθρώνεται σέ Πατριαρχεῖα, Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, Μητροπόλεις καί Ἐνορίες. Ὅλοι μνημονεύουν τόν ἀμέσως ἀνώτερό τους, στόν ὁποῖο ἔχουν ἀναφορά. Δέν νοεῖται ἀτομική ἐκκλησιαστική ζωή. Καί ὁ Ἱερομόναχος πού λειτουργεῖ στήν ἔρημό του Ἁγίου Ὅρους μνημονεύει τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, στήν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνήκει τό Ἅγιον Ὅρος. Ἄν παραλείπεται αὐτή ἡ μνημόνευση τότε ἡ θεία Λειτουργία πάσχει ἀπό κανονικότητα. Καί τό λέμε αὐτό, γιατί μιά Εὐχαριστία πού γίνεται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι πραγματική θεία Εὐχαριστία, ἀλλά μιά παρασυναγωγή. Καί βέβαια δέν εἶναι ἀρκετό το νά μνημονεύη κανείς τόν Ἐπίσκοπό του καί νά μή ἔχει οὐσιαστική κοινωνία μαζί του.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Στό Σῶμα αὐτό ἀνήκουν οἱ Ἅγιοι, οἱ Ἄγγελοι, οἱ κεκοιμημένοι πού ἔφυγαν μέ μετάνοια καί οἱ ζῶντες πού ἀγωνίζονται γιά νά εἶναι ἑνωμένοι μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ κανείς νά ζῆ μόνος του καί ἀνεξάρτητα ἀπό τούς ἀδελφούς του. Ἐπίσης, δέν μπορεῖ κανείς νά ζῆ ἔξω ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, πού εἶναι εἰς “τύπον καί τόπον τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ Χριστού”. Καί τό ἀκόμη χειρότερο δέν μπορεῖ κάποιος ἱερεύς νά τελῆ τήν θεία Λειτουργία στό ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου του, νά τόν μνημονεύη, ὥστε νά τόν διαφυλάττη ὁ Θεός ἐν εἰρήνη, σῶον, ἔντιμον, ὑγιά, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς ἀληθείας, καί ὅμως μέ τίς καθημερινές του πράξεις νά τόν συκοφαντή, νά τόν διαβάλλη, νά τόν πολεμᾶ μέ ποικίλους τρόπους.

Σήμερα δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό μιά ἀτομική θρησκευτικότητα, ἀλλά ἀπό ἕνα σταθερό ἐκκλησιαστικό βίωμα καί φρόνημα. Πρέπει νά ζοῦμε μέσα στήν πνευματική οἰκογένεια πού λέγεται Ἐκκλησία καί νά σεβόμαστε τούς Ἐπισκόπους πού ὁ Θεός ἔθεσε στόν Ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή 12 Ἰουλίου «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ε΄, 4)

Μετά τήν αἴσθηση τῆς πνευματικῆς πτωχείας, πού ἔρχεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπισημαίνεται στόν πρῶτο μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ πού εἴδαμε τήν προηγούμενη Κυριακή, ἀκολουθεῖ ὁ δεύτερος μακαρισμός, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στό πένθος, τήν μετάνοια, τά δάκρυα, τό κλάμα. Πράγματι, ὅποιος καταλάβει τήν πνευματική του κατάσταση, ὅτι ἐξέπεσε ἀπό τήν πνευματική ζωή, τότε ἀρχίζει νά πενθῆ.

Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἐπαινοῦν καί μακαρίζουν αὐτούς πού χαίρονται, πού ἔχουν ἄφθονα ὑλικά ἀγαθά καί ἀπολαμβάνουν τήν τιμή καί τήν ὑπόληψη τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἐπαινεῖ τούς πενθοῦντες. Αὐτό πράγματι ἠχεῖ παράδοξα στά αὐτιά τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων.

Γνωρίζουμε ὅτι πένθος εἶναι ἡ μεγάλη ψυχική ὀδύνη ἀπό τόν θάνατο ἑνός ἀγαπητοῦ μας ἀνθρώπου. Μάλιστα, τό πένθος κρατᾶ ἕνα χρονικό διάστημα, ἀνάλογα μέ τήν ψυχική καί πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί ἐκφράζεται μέ διάφορους τρόπους. Συνήθως, αὐτός πού πενθεῖ ἐκφράζει μερικές ἀντικοινωνικές συμπεριφορές, δηλαδή ἀπομακρύνεται ἀπό τούς συνανθρώπους του, κλείνεται στόν ἑαυτό του, σκέπτεται συνεχῶς τό ἀγαπητό του πρόσωπο, κλαίει γοερά καί πολλά ἄλλα.

Ὅμως, ὁ Χριστός δέν ἐπαινεῖ αὐτό τό κοσμικό πένθος, ἀλλά ἕνα ἄλλο πένθος πού ἔχει ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα καί ἔχει διαφορετικά ἀποτελέσματα. Ὁ Χριστός δέν ἐπαινεῖ ἁπλῶς τούς πενθοῦντες, ἀλλά τούς πενθοῦντες γιά τά ἁμαρτήματά τους, κυρίως ἐπειδή κατάλαβαν ὅτι ἔχουν στερηθῆ τόν Θεό καί τήν ζωή Του, ἔχουν χάσει τόν Παράδεισο. Ἐπίσης, ἐδῶ δέν μακαρίζονται οἱ λυπούμενοι, ἀλλά οἱ πενθοῦντες. Ἡ λύπη εἶναι μιά ψυχολογική κατάσταση. Ἐνῶ τό πένθος ἐκφράζεται μέ ὅλον τόν ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι μιά συναισθηματική κατάσταση, ἀλλά μιά πνευματική κατάσταση στήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πού καταλαβαίνει ὅτι βρίσκεται μακριά ἀπό τόν Θεό.

 

Oἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πού πενθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους, ἐλευθερώνονται ἀπό ὅλες τίς ἐξαρτήσεις τους, κινοῦνται πρός τόν Θεό καί γι’ αὐτό παρηγοροῦνται ἀπό τόν Θεό.

 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιά τήν κατά κόσμο λύπη καί τήν κατά Θεό λύπη. Γράφει: «ἡ γάρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται· ἡ δέ τοῦ κόσμου λύπη, θάνατον κατεργάζεται» (Β΄ Κορ. ζ΄, 10). Ἡ κοσμική λύπη εἶναι ψυχολογικῆς καταστάσεως, προέρχεται ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν διάλυση τῶν σχέσεων μέ κάποιον ἄνθρωπο, ἀπό τήν ἀποτυχία σέ διαφόρους τομεῖς τῆς ζωῆς. Ὅμως, ἡ κατά Θεό λύπη προέρχεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, ὅταν αὐτή φωτίζη τόν ἄνθρωπο, τότε καταλαβαίνει τήν κατάστασή του καί ἀμέσως ζητᾶ ἀπό τόν Θεό τήν βοήθειά Του γιά νά ἐπανέλθη στήν ἀρχική του κατάσταση.

Τό κατά Θεόν πένθος εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τήν λύπη καί προέρχεται ἀπό τήν αἴσθηση τῆς τριπλῆς πτωχείας, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ὅταν ὁ ἅγιος κάνη λόγο γιά τριπλῆ πτωχεία τοῦ πνεύματος, ἐννοεῖ τήν ταπείνωση στό πνεῦμα, τήν κακοπάθεια στό σῶμα καί τήν ἀκτημοσύνη στόν βίο. Τό πνευματικό πένθος ἔρχεται ἀπό αὐτήν τήν πτωχεία, γεννᾶ δάκρυα καί θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί κατ’ ἐπέκταση θεραπεύει τόν ὅλον ἄνθρωπο. Ἔτσι, τό πνευματικό πένθος δέν δημιουργεῖ θλίψη, ἄγχος, ἀπόγνωση, ἀπελπισία, γιατί γίνεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό συνιστᾶ πνευματική ὑγεία, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο.

Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν παράκληση πού προέρχεται ἀπό τό πνευματικό πένθος. Ὁ Χριστός εἶπε: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται». Ὅταν κανείς πενθῆ γιά κάποια ἀπώλεια ἀνθρώπων, ὑλικῶν ἀγαθῶν, κοινωνικῶν θέσεων, εἶναι δύσκολο νά παρηγορηθῆ. Ὅταν, ὅμως, πενθῆ γιά τήν πνευματική του κατάσταση καί ἀναζητᾶ βοήθεια ἀπό τόν Θεό, τότε ἀναλαμβάνει ὁ Θεός νά τόν παρηγορήση. Κατά ἕναν εὐλογημένο τρόπο ὅποιος πενθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, ὅποιος συναισθάνεται τήν πνευματική του κατάσταση καί μετανοεῖ καί ἐξομολογεῖται, αὐτός χαίρεται πνευματικά. Αὐτή ἡ παράκληση, πού γίνεται ἀπό τόν Θεό, εὐφραίνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ζωή αὐτή, πολύ δέ περισσότερο στήν ἄλλη ζωή.

Εἶναι εὐνόητο ὅτι τό πένθος εἶναι πνευματικό, ἡ χαρά πνευματική καί ὁ κόσμος ἀγνοεῖ καί τά δύο.

Ὁ ἄνθρωπος συνδέει τήν εὐτυχία, τήν εὐδαιμονία μέ τήν ἐξωτερική ἐπίπλαστη χαρά, τήν χαρά πού προέρχεται ἀπό τίς αἰσθήσεις καί τήν κοσμική ζωή. Ὅμως, μιά τέτοια χαρά εἶναι προσωρινή, εἶναι σάν νά παίρνη ἕνας καρκινοπαθής μιά ἀσπιρίνη ἤ ἕνα ἀναλγητικό φάρμακο. Ὅμως, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πού πενθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους, ἐλευθερώνονται ἀπό ὅλες τίς ἐξαρτήσεις τους, κινοῦνται πρός τόν Θεό καί γι’ αὐτό παρηγοροῦνται ἀπό τόν Θεό. Στήν περίπτωση αὐτή Παρακλήτωρ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἑνοποιεῖ τήν διασπασμένη ὕπαρξή τους, ἁπλοποιεῖ ὅλη τήν ζωή τους καί γίνονται ἀληθινοί ἄνθρωποι, ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καἰ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ Κυρήγματα: Κυριακὴ 19 Αὐγούστου, Προετοιμασία γιά τήν θεία Κοινωνία

Μετά τήν εὐχή τῆς ἀναφορᾶς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πού εἶναι τό κεντρικότερο τμῆμα τῆς θείας Λειτουργίας καί κατ’ αὐτήν μεταβάλλεται, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί τίς δεήσεις μας, πού ἀπευθύνουμε στόν Χριστό, γιά τό ἐκκλησιαστικό μας πολίτευμα, ἡ Ἐκκλησία μᾶς μᾶς προετοιμάζει γιά νά κοινωνήσουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ θεία Λειτουργία δέν γίνεται ἁπλῶς γιά νά προσευχηθοῦμε, γιατί ἄν εἶχε αὐτόν τόν σκοπό, τότε θά μπορούσαμε νά τήν ἀντικαταστήσουμε μέ ἄλλες ἀκολουθίες, ἤτοι τόν Ἑσπερινό, τόν Ὄρθρο, τήν Παράκληση κ.λ.π. Ἀλλά ἡ θεία Λειτουργία γίνεται γιά νά κοινωνήσουμε, δηλαδή νά λάβουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀποκτήσουμε κοινωνία μέ τόν Χριστό. Δέν νοεῖται νά λειτουργοῦν οἱ Κληρικοί μέσα στό ἅγιον Βῆμα καί νά μή κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Καί στήν παλαιότερη ἐποχή ὅλοι οἱ Χριστιανοί κοινωνοῦσαν, ἐννοεῖται, βέβαια, ἐάν δέν εἶχαν κάποιο ἐμπόδιο γιά τήν θεία Κοινωνία.

Ἐρμηνεύοντας κάπως περισσότερο αὐτό τό γεγονός θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ὅτι, ὅπως φαίνεται στίς ἐπιστολές τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Χριστιανοί στήν ἀρχαία ἐποχή εἶχαν μέσα στήν καρδιά τούς ἐνεργοῦσαν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γινόταν φανερή ἀπό τούς ψαλμούς καί τούς ὕμνους πού ἄδονταν μέσα στήν καρδιά, ἀπό τήν καρδιακή νοερά προσευχή, ὁπότε ἔχοντας αὐτήν τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὄντας πραγματικά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ προχωροῦσαν γιά νά λάβουν τόν Χριστό καί νά ἀποκτήσουν κοινωνία μαζί Του. Ὅταν ὅμως ἁμάρταναν καί ἔπαυε νά ἐνεργή ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔπρεπε νά μετανοήσουν καί νά ἐξομολογηθοῦν καί τότε ὁ πνευματικός τους προετοίμαζε κατάλληλα γιά νά μπορέσουν νά ἀντέξουν αὐτήν τήν μεγάλη δωρεά. Γιά παράδειγμα: ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει καλό στομάχι δέν θά μπορέση νά φάγη ἰσχυρές τροφές, γιατί θά ζημιωθῆ ἀκόμη περισσότερο. Αὐτήν τήν ἔννοια ἔχει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “δοκιμαζέτω δέ ἄνθρωπος ἐαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω”. Καί συνεχίζει ὅτι ἐκεῖνος πού τρώγει καί πίνει ἀναξίως ,“κρίμα ἐαυτῶ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου” (Ἅ' Κορ. ἴα', 28-30).

Μετά τήν μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ ὁ λειτουργός μας προετοιμάζει γιά νά κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μέ καθαρή συνείδηση, ὥστε ἡ κοινωνία νά συντελέση στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τήν συγχώρηση τῶν πλημμελημάτων, τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν κληρονομία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τήν παρρησία μέ τόν Θεό καί ὄχι σέ κρίμα καί καταδίκη. Γιατί ἡ μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων μπορεῖ νά εἶναι εὐλογία, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι καί καταδίκη, ὅπως γίνεται καί μέ τό φάρμακο, πού σέ ἕναν προξενεῖ ὑγεία καί σέ ἄλλον δημιουργεῖ ἄλλες ἀντιδράσεις πού προξενοῦν κακό. Δέν φταίει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἡ δική μας πνευματική κατάσταση.

Μέσα στό στάδιο αὐτό τῆς προετοιμασίας ὁ λειτουργός προσφέρει μερικά αἰτήματα στόν Θεό, ἀπαγγέλλουμε τήν Κυριακή Προσευχή “Πάτερ ἠμών”, κυρίως γιατί ἔχει τό αἴτημα “τόν ἄρτον ἠμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἠμίν σήμερον”, ἀλλά καί διότι ἔχει τήν αἴτηση “ἅφες ἠμίν τά ὀφειλήματα ἠμῶν ὡς καί ἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμών” καί βεβαίως γιατί μετά τήν θεία Κοινωνία αἰσθανόμαστε τόν Θεό Πατέρα μας καί ἰδίως οἱ ἅγιοι βιώνουν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μποροῦν νά δοῦν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό μετά ἀπό κάθε θεία Λειτουργία ψάλλουμε: “εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον”.

Μέσα στό ἅγιο Ποτήριο εἶναι τά Ἅγια, δηλαδή τό ἅγιο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ὁ ἱερεύς λέγει: “προσχωμεν. Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις”. Μόνον ὅσοι ἀγωνίζονται ποικιλοτρόπως, στόν ἀγώνα γιά τήν μεταμόρφωση τῶν παθῶν, μποροῦν νά κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτοί πού ἀγωνίζονται χωρίζονται σέ τρεῖς κατηγορίες, κατά τήν προτροπή τοῦ διακόνου ἤ τοῦ ἱερέως, “μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε”. Δηλαδή προσέρχονται νά κοινωνήσουν ὅσοι ἔχουν φόβο Θεοῦ, ὅσοι δηλαδή ἀγωνίζονται ἀπό φόβο νά μή καταδικασθοῦν στήν Κόλαση καί συμπεριφέρονται ὡς δοῦλοι, ὅσοι ἔχουν πίστη, ἀγωνίζονται δηλαδή καί ἐλπίζουν νά εἰσέλθουν στόν Παράδεισο καί συμπεριφέρονται ὡς μισθωτοί, καί ὅσοι ἔχουν τελεία ἀγάπη καί αἰσθάνονται ὡς υἱοί τοῦ Θεοῦ.

Ἡ θεία Λειτουργία λέγεται θεία Εὐχαριστία, γιατί εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, καί θεία Κοινωνία γιατί κοινωνοῦμε τοῦ Χριστοῦ. Μακάρι νά μᾶς ἀξιώση ὁ Θεός νά τελειώσουμε τήν ζωή μας, μετά ἀπό μιά ἀξία, κατά τό δυνατόν, θεία Κοινωνία, ὥστε νά εἶναι ἐφόδιο ζωῆς αἰωνίου.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή 19 Ἰουλίου «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν» (Ματθ. ε΄, 5)

Ὁ τρίτος μακαρισμός τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται σέ ἐκείνους πού ἔχουν τήν πραότητα καί εἶναι πραεῖς. Καί ἐπειδή ὑπάρχει μιά ἀλληλουχία μεταξύ τῶν μακαρισμῶν, φαίνεται καθαρά ὅτι μετά τήν ταπείνωση καί τό πένθος, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος δέχεται τήν παράκληση-παρηγοριά ἀπό τόν Θεό, ἀκολουθεῖ ἡ πραότητα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πραότητα δέν εἶναι μιά φυσική ἀρετή, ἀλλά εἶναι πνευματικό χάρισμα πού δίνεται σέ αὐτούς πού μετανοοῦν.

Πραεῖς ἄνθρωποι δέν εἶναι αὐτοί πού δέν ὀργίζονται καθόλου, γιατί αὐτοί εἶναι ἀναίσθητοι. Καί φυσικά ὁ Χριστός μέ τόν μακαρισμό τῆς πραότητος δέν ἐπαινεῖ τήν ἀναισθησία. Ἀλλά πραεῖς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν θυμό καί τόν κρατοῦν, ἤ μᾶλλον καλύτερα τόν χρησιμοποιοῦν γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐξάσκηση τῆς ἀρετῆς.

Κατά τήν θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς δυνάμεις, ἤτοι τό λογιστικό, τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμικό. Οἱ σκέψεις ἐπεξεργάζονται στό λογιστικό, ἔπειτα γίνονται ἐπιθυμία καί τελικά ἡ ἐπιθυμία πραγματοποιεῖται μέ τήν δύναμη τοῦ θυμικοῦ. Ἑπομένως, τό θυμικό εἶναι ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς πού πραγματοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες της. Ὅταν οἱ λογισμοί καί οἱ ἐπιθυμίες κινοῦνται παρά φύση, τότε τό θυμικό πραγματοποιεῖ ὅλες τίς παρά φύση ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς, ἐνῶ, ὅταν οἱ λογισμοί καί οἱ ἐπιθυμίες κινοῦνται κατά φύση καί ὑπέρ φύση, τότε τό θυμικό βοηθᾶ τίς ἐπιθυμίες γιά τήν πραγματοποίησή τους.

Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή ἀσθενῆ, τότε ἀσθενεῖ καί τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἐνῶ, ὅταν ἡ ψυχή ὑγιαίνη, τότε καί τό θυμικό μέρος τῆς ψυχῆς εἶναι ὑγιές, ὁρμᾶ πρός τόν Θεό καί βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἀποκτήση τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό.

Ἔτσι, ἡ πραότητα δέν εἶναι ἡ ἀπραξία, ἡ ἀναισθησία, ἡ ἀδιαφορία, ἀλλά ἡ μεγάλη ἐκείνη δύναμη ἡ ὁποία κρατᾶ τά πάθη καί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑγιής, δέν ἀφήνει τίς κακές ἐπιθυμίες νά πραγματοποιηθοῦν. Ἡ πραότητα ἐλέγχει τά πάθη καί στήν καλύτερη περίπτωση τά καταστέλλει καί ὁδηγεῖ τίς ἐνέργειές τους πρός τόν Θεό. Δηλαδή, ἡ θεραπεία τῶν παθῶν μπορεῖ νά ἀρχίση ἀπό τούς καλούς λογισμούς ἤ μπορεῖ νά ἀρχίση καί ἀπό τήν καλή λειτουργία τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ὅταν αὐτό ἐλέγχη τά ἄλλα μέρη τῆς ψυχῆς καί δέν πραγματοποιῆ τούς λογισμούς καί τίς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς. Ὑπάρχει καί συνδυασμός μεταξύ τῶν δύο.

 

Οἱ πραεῖς δέν εἶναι οἱ ἀναίσθητοι, ἀλλά ἐκεῖνοι πού χρησιμοποιοῦν τόν θυμό γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.

 


Μέ αὐτά τά σοβαρά θέματα ἀσχολεῖται ἡ λεγομένη νηπτική-ἡσυχαστική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία, δυστυχῶς, ἀγνοοῦν οἱ Χριστιανοί, μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχη μεγάλη διάδοση στήν ἐποχή μας ἡ ψυχολογία καί ἡ ψυχανάλυση. Ἄν εἴχαμε γνώση τῆς νηπτικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, τότε θά γνωρίζαμε τόν τρόπο θεραπείας τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, πού συνίσταται ὄχι στήν ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη, ἀλλά τήν μεταμόρφωσή τους γιά νά ἐργάζωνται γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Στό θέμα τοῦ θυμοῦ ἡ νηπτική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας διδάσκει ὅτι ὁ θυμός δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά μπορῆ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν δύναμή του νά στρέφεται πρός Αὐτόν καί νά πολεμᾶ τόν διάβολο, καί ὄχι νά στρέφεται ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Δέν λάβαμε τόν θυμό γιά νά ἀντιδικοῦμε μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, ἀλλά γιά νά πολεμᾶμε ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων.

Ὁ Χριστός εἶπε στούς ἀκροατές Του: «ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. ια΄, 29). Ἡ πραότητα συνδέεται μέ τήν ταπείνωση. Ὁ Χριστός εἶναι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά καί ὅσοι μαθαίνουν ἀπό τόν Χριστό νά εἶναι πρᾶοι καί ταπεινοί στήν καρδιά, σηκώνουν τόν ζυγό τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί βρίσκουν ἀνάπαυση στήν καρδιά τους.

Ὁ Χριστός ἦταν πρᾶος, ἀλλά, συγχρόνως, ἤλεγξε τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, ἔδιωξε ἀπό τό Ἱερό τούς ἐμπόρους πού μετέτρεψαν τόν Ναό τοῦ Θεοῦ σέ οἶκο ἐμπορίου. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ πραεῖς δέν εἶναι οἱ ἀναίσθητοι, ἀλλά ἐκεῖνοι πού χρησιμοποιοῦν τόν θυμό γιά τήν ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, οἱ πραεῖς ἔχουν θυμό, ἀλλά τόν κρατοῦν καί ὀργίζονται, ὅταν πρέπει, ἐναντίον τῶν παθῶν καί δι’ αὐτοῦ ἀκολουθοῦν τόν Χριστό.

Οἱ πραεῖς, κατά τόν μακαρισμό τοῦ Χριστοῦ, θά κληρονομήσουν τήν γῆ, δηλαδή καί τήν νοητή γῆ, τόν οὐρανό, ἀλλά καί τήν γῆ αὐτή. Θά κληρονομήσουν τόν οὐρανό, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιατί κινοῦντες τόν θυμό γιά νά πολεμήσουν τόν διάβολο καί νά τηρήσουν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἑνώνονται μέ τόν Θεό, φθάνουν στήν θέωση. Ἀλλά κληρονομοῦν καί τήν γῆ αὐτή, διότι, καίτοι θεωροῦνται καταφρονεμένοι ἀπό τούς ἀνθρώπους καί στερημένοι ἀπό ὅλα τά ὑπάρχοντα, ἐν τούτοις ἔχουν τά πάντα. Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τά πάντα, ἔχει εἰρήνη καί πραότητα στήν καρδιά του, ἀντιμετωπίζει μέ ὀρθό λογισμό, μέ καλές ἐπιθυμίες καί θεραπευμένο θυμό ὅλες τίς δύσκολες καταστάσεις τῆς ζωῆς του καί εἶναι ἕνας ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καἰ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κυρήγματα: Κυριακή 25 Αὐγούστου 2002, Τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου

Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐνδιαφέρεται γιά ὅλες τίς στιγμές τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καί εὐλογεῖ ὅλες τίς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου καί βεβαίως καί τόν γάμο, διά τοῦ ὁποίου- ἀναπτύσσεται ἡ οἰκογένεια καί διαιωνίζεται ἡ ζωή, ἀλλά καί γίνεται ὁ προθάλαμος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ γάμος, δηλαδή ἡ κοινωνία τοῦ ἀνδρός μέ τήν γυναίκα μέ συνέπεια τήν γέννηση τῶν παιδιῶν, εὐλογήθηκε δύο φορές ἀπό τόν Θεό. Τήν μία, ἀμέσως μετά τήν δημιουργία τῆς Εὕας. Γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη ὅτι εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός καί εἶπε: «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν» (Γέν. α', 28). Βέβαια, κατά τήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, ὁ Θεός εὐλόγησε τό ἀνδρόγυνο τήν ὥρα ἐκείνη, ἔδωσε τήν δυνατότητα νά προέλθουν ἀπό τό ἀνδρόγυνο τά παιδιά, ἀλλά αὐτό πραγματοποιήθηκε μετά τήν πτώση τοῦ ἀνδρογύνου. Γιατί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο γεννιοῦνται σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι καρπός καί ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως. Τήν δεύτερη φορά πού εὐλογεῖ ὁ Θεός τόν γάμο εἶναι κατά τήν διάρκεια τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Ἀκριβῶς ἐπειδή προηγήθηκε ἡ πτώση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὕας γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ γάμος πρέπει νά περάση μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά εὐλογηθῆ, γιατί ὁ ἐκτός καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία κόσμος εἶναι ὁ κόσμος τῆς πτώσεως καί τῆς φθορᾶς. Ἄλλωστε ὁ Χριστός τό πρῶτο θαῦμα ἐπιτέλεσε στόν γάμο τῆς Κανά, ὅπου εὐλόγησε τό νερό καί τό μετέτρεψε σέ κρασί, καί αὐτό φανερώνει ὅτι ὁ Χριστός μετατρέπει τήν βιολογική ἕνωση σέ εὐλογημένη σχέση.

Ὁ σκοπός τοῦ γάμου, ὅπως φαίνεται καθαρά μέσα στό μυστήριο τοῦ γάμου, εἶναι διπλός. «Ἴνα σωφρονῶμεν καί ἴνα πατέρες γενώμεθα». Ὁ πρῶτος σκοπός εἶναι ἡ σωφροσύνη. Ἐάν κανείς δέν μπορεῖ νά ἀκολουθήση τόν δρόμο τῆς παρθενίας, ὅπως τό ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ ἀσκητές, μπορεῖ νά ἀποκτήση τήν ἀρετή τῆς σωφροσύνης, διά τῆς ὁποίας θεραπεύεται ποικιλοτρόπως ἡ ἁμαρτία καί τό πάθος τῆς φιληδονίας. Ὁ δεύτερος σκοπός τοῦ γάμου εἶναι ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης τῶν συζύγων καί τά ὁποῖα παιδιά ὄχι ἁπλῶς διαιωνίζουν τήν ζωή, ἀλλά μποροῦν νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἅγιοι. Γι’ αὐτό καί ὁ γάμος ἀποκαλεῖται πατήρ ἁγίων. Οἱ γονεῖς δέν ἀποβλέπουν μόνον στήν διαιώνιση τῆς ζωῆς, ἀλλά στήν ἀνάδειξη ἁγίων.

Τό μυστήριο τοῦ γάμου ἔχει καταπληκτικές εὐχές, πού δείχνουν τόν σκοπό τοῦ γάμου, ὅπως τόν ἔχει προσδιορίσει ἡ Ἐκκλησία. Ἔχει ἀκόμη καί πολλά συμβολικά γεγονότα καί πράξεις, ὅπως τό δακτυλίδι, τό στεφάνι, τό νυφικό, τίς λαμπάδες, τό ποτήριο κ.λ.π. Κάθε ἕνα ἀπό αὐτά ἔχει ὑψηλό καί βαθύ συμβολικό νόημα καί μεγάλη σημασία. Θά ἤθελα νά σταθῶ σέ ἕνα ἀπό αὐτά.

Στό τέλος τῆς τελετῆς γίνεται ὁ λεγόμενος χορός τοῦ Ἠσα|ἅ καί μαζί μέ ἄλλα τροπάρια ψάλλεται καί τό τροπάριο «ἅγιοι Μάρτυρες οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καί στεφανωθέντες πρεσβεύσατε πρός Κύριον ἐλεηθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν». Μάλιστα τοῦ χοροῦ προηγεῖται ὁ ἱερεύς κρατώντας τό ἱερό Εὐαγγέλιο. Αὐτό θέλει νά πῆ ὅτι τά βήματα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνδρογύνου θά εἶναι μαρτυρικά, γι’ αὐτό καί ἐπικαλούμαστε τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων Μαρτύρων. Γιά νά μπορέση τό ἀνδρόγυνο νά βαδίση αἰσίως τόν δρόμο αὐτόν, ἀπαιτεῖται νά προηγῆται τῆς ζωῆς τοῦ ὁ πνευματικός πατέρας, ὁ ὁποῖος θά τούς καθοδηγῆ μέ τό ἱερό Εὐαγγέλιο, δηλαδή μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε σέ ὅλα τα πράγματα ἀπαιτεῖται ἡ ὕπαρξη ἑνός εἰδικοῦ. Γιά τά ἀθλήματα χρειάζεται ὁ προπονητής καί ὁ διαιτητής, γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀνθρώπινης γνώσης εἶναι ἀναγκαῖος ὁ ἐπιστήμονας, ὁ διδάσκαλος, ὁ καθηγητής. Γιά τήν θεραπεία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν εἶναι ἀπαραίτητος ὁ θεραπευτής ἰατρός. Ἔτσι καί στόν γάμο εἶναι ἀπαραίτητος ὁ πνευματικός πατέρας, ὁ ὁποῖος θά τούς καθοδηγῆ διακριτικά, σοφά, μέ πνεῦμα σοφίας καί διακρίσεως, χωρίς νά καταργῆ τήν ἐλευθερία τους.

Ἡ βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ πατέρα δέν περιορίζεται καί δέν ἐξαντλεῖται σέ μερικές λεπτομέρειες τοῦ συζυγικοῦ βίου, ἀλλά κυρίως στό πῶς ὁ γάμος θά συνδεθῆ μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί θά ἀντλῆ ἀπό αὐτήν δύναμη καί φωτισμό. Ἄλλωστε ὅλα τα μυστήρια ἔχουν σκοπό νά ὁδηγήσουν τούς ἀνθρώπους στήν θεία Εὐχαριστία, στήν θεία Κοινωνία, ἀφοῦ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι τό κέντρο καί ὁ σκοπός ὅλων των μυστηρίων. Χωρίς τόν Χριστό κανένα πράγμα δέν ἔχει ἀξία. Μέ τόν Χριστό, ὅλα τα πράγματα καί ὅλες οἱ στιγμές καί οἱ πτυχές τοῦ ἀνθρώπινου βίου λαμβάνουν νόημα καί σκοπό. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνδρογύνου πρέπει νά ἐμπνευσθῆ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Ἐκκλησία καί οἱ δυσκολίες καί τό μαρτύριο τοῦ γάμου πρέπει νά λαμβάνη δύναμη ἀπό τήν κένωση καί τήν θυσιαστική προσφορά τοῦ Χριστοῦ.

Ἐπίσης, ὁ πνευματικός πατέρας προσπαθεῖ νά ὁδηγήση τήν ἀγάπη τῶν συζύγων καί γενικά ὅλη τήν οἰκογενειακή ζωή πρός τήν πνευματική ἀγάπη καί τήν ζωή τοῦ πνευματικοῦ γάμου, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό τονίζουν πολλές παραβολές πού εἶπε ὁ Χριστός. Μέσα ἀπό τήν προοπτική της Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί μέσα στό πνεῦμα τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὁ γάμος ἀποκτᾶ νόημα καί σκοπό. Τό πῶς θά γίνη αὐτό εἶναι θέμα τῆς διαθέσεως τοῦ ἀνδρογύνου, ἀλλά καί τῆς σοφίας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα.

Ἅς εὐχηθοῦμε καί ἅς ἀγωνισθοῦμε ἡ ζωή μας νά ἁγιάζεται ἀπό τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως ἀπό τήν ἴδια τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή 25 Ἰουλίου

ΚΥΡΙΑΚΗ 25 Ἰουλίου

Ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι ὁ Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων, καί προξένησε τήν μεγαλύτερη εὐεργεσία σέ ὅλο τόν κόσμο, γι’ αὐτό καί ἡ Παναγία, ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ χαρά ὅλης της κτίσεως. Γιατί αὐτή ἔδωσε τήν σάρκα της στόν Χριστό, αὐτή τόν κράτησε ἐννέα μῆνες μέσα στήν κοιλιά της, καί αὐτή μέ τήν ἀγάπη καί τήν στοργή τῆς τόν θήλασε, τόν μεγάλωσε.

Ἀλλά τιμώντας τήν Παναγία παράλληλα πρέπει νά τιμοῦμε καί τήν μητέρα τῆς Παναγίας, τήν ἁγία Ἄννα. Ἡ Ἐκκλησία αἰωνίως ἀποδίδει τήν εὐγνωμοσύνη της καί τήν τιμή της στά πρόσωπα ἐκεῖνα πού συνετέλεσαν στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, λοιπόν, σήμερα ἑορτάζουμε καί τήν ἁγία Ἄννα, τήν Μητέρα τῆς Παναγίας μας, ἡ ὁποία παρέδωσε τήν ψυχή της σάν αὐτή τήν ἡμέρα.

Ἐφ’ ὅσον ἡ ἁγία Ἄννα ἦταν Μητέρα τῆς Παναγίας αὐτό σημαίνει ὅτι ἦταν ἡ Προμήτωρ, δηλαδή ἡ γιαγιά τοῦ Χριστοῦ κατά τό ἀνθρώπινο. Ἀπό τήν πείρα μᾶς γνωρίζουμε τήν μεγάλη ἀγάπη τῆς γιαγιᾶς στά ἐγγόνια, ἀλλά καί τήν ἀγάπη τῶν ἐγγονῶν πρός τήν γιαγιά τους. Ὁπότε μποροῦμε νά καταλάβουμε καί τήν σχέση τῆς ἁγίας Ἄννης μέ τόν Χριστό. Αὐτή θά τοῦ ἔδειχνε ἀγάπη, θά τόν βοηθοῦσε, καθώς ἐπίσης ὁ μικρός Χριστός θά αἰσθανόταν τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη καί στοργή τῆς γιαγιᾶς του.

Ὁ πατέρας τῆς ἁγίας Ἄννης, ὁ ἱερεύς Ματθᾶν εἶχε τρεῖς θυγατέρες, τήν Μαρία, τήν Σοβήν καί τήν Ἄννα. Ἀπό τήν Μαρία προῆλθεν ἡ Σαλώμη, ἡ μετέπειτα μυροφόρος, ἀπό τήν Σοβήν γεννήθηκε ἡ Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί ἀπό τήν Ἄννα γεννήθηκε ἡ Παναγία μας. Ὁπότε, ἡ Σαλώμη ἡ μυροφόρος, ἡ Ἐλισάβετ ἡ μητέρα τοῦ Προδρόμου καί ἡ Παναγία εἶναι θυγατέρες τριῶν ἀδελφῶν καί πρῶτες ἐξαδέλφες μεταξύ τους. Βλέπουμε ἐδῶ μιά ἁγία οἰκογένεια καί μιά ἁγία συγγενική ἀτμόσφαιρα.

Ἡ ἁγία Ἄννα ἦταν μιά εὐλαβής γυναίκα, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Τό ὄνομα Ἄννα σημαίνει Χάρις καί πράγματι ἡ Χάρη κατοικοῦσε μέσα της. Συνέλαβε τήν Παναγία μέ προσευχή, νηστεία καί ὑπακοή στόν Θεό. Τήν κυοφόρησε, τήν γαλακτοτρόφησε μέ πολλή ἀγάπη, δίδοντας ὄχι μόνο το γάλα της, ἀλλά καί τήν ζωή της, τήν προσευχή της. Ὅταν ἡ Παναγία ἔγινε τριῶν ἐτῶν τήν ἀφιέρωσε στόν Ναό, στερήθηκε τήν παρουσία της, γιατί ἤξερε ὅτι εἶναι δῶρο Θεοῦ. Ὁλόκληρη τήν ζωή της ἡ ἁγία Ἄννα τήν πέρασε μέ νηστεῖες, προσευχές καί ἐλεημοσύνες.

Τά ὅσα εἴδαμε προηγουμένως δείχνουν μιά πραγματικότητα, ὅτι ὅταν χαιρόμαστε ἕναν καρπό πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι αὐτός ὁ καρπός εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν προσπαθειῶν καί πολλῶν κόπων. Αὐτό πού γίνεται σέ ὑλικό ἐπίπεδο, γίνεται καί σέ πνευματικό ἐπίπεδο. Τιμοῦμε ἕναν ἅγιο, ἀλλά ταυτόχρονα πρέπει νά τιμοῦμε καί αὐτούς πού τόν βοήθησαν νά γίνη ἅγιος καί τήν ὅλη ἀτμόσφαιρα πού συνετέλεσε στόν σκοπό αὐτό. Στήν περίπτωση πού μελετᾶμε σήμερα, δηλαδή τῆς ἁγίας Ἄννης, βλέπουμε μιά ὁλόκληρη πνευματική οἰκογένεια, ἀλλά καί μιά ὁλόκληρη πνευματική ἀτμόσφαιρα, πού συνετέλεσε στήν δημιουργία ἁγίων προσωπικοτήτων καί τήν ἐμφάνιση τῆς Παναγίας μας.

Πόση σημασία πρέπει νά δώσουμε στήν ἀτμόσφαιρα πού δημιουργεῖται μέσα σέ μιά οἰκογένεια! Συνήθως εἴμαστε ἕτοιμοι νά κατηγορήσουμε τά παιδιά, τούς νέους, ἀγνοώντας ὅμως ὅτι πολλές φορές φταῖμε ἐμεῖς πού δέν τούς δημιουργοῦμε τίς κατάλληλες συνθῆκες νά ἀναπτυχθοῦν σωστά.

Πάντως ἐφ’ ὅσον θεωροῦμε τήν Παναγία ὡς πνευματική μητέρα μας, πρέπει νά θεωροῦμε καί τήν Ἁγία Ἄννα ὡς πνευματική μας γιαγιά. Καί νά τήν παρακαλοῦμε νά μᾶς δείχνη τήν στοργή της, ὅπως τήν δείχνουν οἱ γιαγιάδες. Τήν ἔχουμε ἀνάγκη.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή 26 Ἰουλίου «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται» (Ματθ. ε΄, 6)

Ὁ τέταρτος μακαρισμός τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στήν πείνα καί τήν δίψα γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δικαιοσύνη χορταίνει τόν ἄνθρωπο.

Ξέρουμε τί σημαίνει πείνα καί δίψα τοῦ σώματος. Εἶναι ἀφόρητες καταστάσεις γιά τόν ἄνθρωπο. Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά κάνη τίς διεργασίες πού εἶναι ἀναγκαῖες γιά τήν ζωή, πρέπει νά δεχθῆ τίς κατάλληλες τροφές. Ὅπως ἐπίσης χρειάζεται καί τά ἀπαραίτητα ὑγρά γιά νά κινηθῆ ὁ ὀργανισμός του, ὁ ὁποῖος στό μεγαλύτερο ποσοστό του ἀποτελεῖται ἀπό νερό. Ὅταν ὁ ὀργανισμός στερῆται τῶν καταλλήλων τροφῶν καί ὑγρῶν, τότε ἀντιδρᾶ, δημιουργώντας τό αἴσθημα τῆς πείνας καί τῆς δίψας.

Στόν μακαρισμό αὐτόν δέν μακαρίζονται ἡ σωματική πείνα καί δίψα, ἀλλά ἡ ψυχική πείνα καί δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν δικαιοσύνη. Ἡ δικαιοσύνη μπορεῖ νά νοηθῆ μέ πολλούς τρόπους, ἤτοι ἡ γενική ἀρετή, διά τῆς ὁποίας ἑνώνεται κανείς μέ τόν Θεό, ἤ ἀκόμη ἡ μερική δικαιοσύνη πού εἶναι ἀντίθετη μέ τήν πλεονεξία καί τήν ἀδικία. Καί στίς δύο περιπτώσεις τό ἀποτέλεσμα εἶναι τό ἴδιο, ἤτοι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους.

Ὁ μακαρισμός αὐτός εἶναι συνέχεια καί ἀποτέλεσμα τῶν προηγουμένων μακαρισμῶν, ἀφοῦ ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, αὐτός πού μετανοεῖ καί διακρίνεται γιά τήν πραότητα, πεινᾶ καί διψᾶ γιά τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης πάνω στήν γῆ. Ἀλλά ὁ μακαρισμός αὐτός εἶναι καί προάγγελος τοῦ ἑπομένου μακαρισμοῦ στόν ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τήν ἐλεημοσύνη. Αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί πρῶτα πρέπει νά εἶναι κανείς δίκαιος καί στήν συνέχεια νά εἶναι ἐλεήμων. Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί εἶναι ἐνδεχόμενο κάποιος νά εἶναι πλεονέκτης, νά εἶναι ἄδικος, νά συγκεντρώνη τόν πλοῦτο μέ παράνομους τρόπους, νά εἶναι εὔπορος διαπράττοντας διάφορες ἀδικίες καί στήν συνέχεια νά παρουσιάζεται καί ἐλεήμων, δωρητής, δῆθεν γιά τό καλό τῆς κοινωνίας καί τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως, πάνω ἀπό ὅλα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά εἶναι δίκαιος, νά μή παρανομῆ, νά μήν ἀδικῆ τούς ἀνθρώπους, νά μή πλουτίζη σέ βάρος τους.

 

 

Νά ἐπιδιώκουμε τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἀγάπη καί πρέπει νά πεινᾶμε καί νά διψᾶμε γιά τόν Θεό.

 

Ἐκεῖνο πού κάνει ἐντύπωση στόν μακαρισμό αὐτό εἶναι ὅτι δέν μακαρίζεται αὐτός πού εἶναι δίκαιος, ἀλλά αὐτός πού πεινᾶ καί διψᾶ τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ Φαρισαῖοι αἰσθάνονταν ὅτι ἦταν δίκαιοι, ἀφοῦ δέν ἀδικοῦσαν τούς ἄλλους, ἀλλ᾿ ὅμως δέν ἀγαποῦσαν τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι, ἐδῶ δέν ἐπαινεῖται ἁπλῶς ἡ ὕπαρξη τοῦ δικαίου, πού πολλές φορές εἶναι νόμιμη, ἡ ὁποία, ὅμως, στερεῖται ἠθικῆς. Ἐπαινεῖται ἡ πείνα καί ἡ δίψα τῆς δικαιοσύνης, τό νά ἐνδιαφέρεται ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης μέ μεγάλη ἐπιθυμία καί νά αὐξάνεται καθημερινῶς ἡ διάθεσή του γιά τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης.

Ἡ πείνα καί ἡ δίψα γιά τήν δικαιοσύνη εἶναι ἡ ψυχική ἀνάγκη πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ἀρχῶν τοῦ δικαίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ Θεοῦ στίς κοινωνίες. Πέρα ἀπό τίς σωματικές ἀνάγκες, ὑπάρχουν καί οἱ ψυχικές ἀνάγκες καί, δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι δίνουν μεγάλη σημασία στίς ἀνάγκες τοῦ σώματος καί λιγότερη ἤ καθόλου σημασία στίς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματικό ὄν καί δέν πρέπει νά περιορίζεται ἁπλῶς στό σῶμα.

Στήν ἐποχή μας ὑπάρχει μιά ἀνισορροπία στό θέμα αὐτό, γιατί οἱ ἄνθρωποι δίνουν προτεραιότητα στά ὑλικά πράγματα, στίς βιολογικές ἐπιθυμίες, καί ἀγνοοῦν τίς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς γιά τόν Θεό, γιά τήν εἰρήνη καί τήν δικαιοσύνη, γιά τήν ἀγάπη καί τό νόημα τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνικανοποίητος, παρά τήν ἱκανοποίηση τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν, καί αἰσθάνεται ὅτι κάτι τοῦ λείπει.

Ὁ χορτασμός γιά τόν ὁποῖο γίνεται λόγος στόν μακαρισμό αὐτό εἶναι ψυχοσωματικός, δηλαδή εἶναι ἡ ψυχοσωματική ὑγεία πού χορταίνει τόν ἄνθρωπο, τοῦ δίνει νόημα ζωῆς. Ὅμως, αὐτός ὁ χορτασμός δέν εἶναι μιά στατική κατάσταση. Αὐτό πού συμβαίνει στό σῶμα, ὅτι χορταίνει, ἀλλά μετά τήν μεταποίηση τῆς τροφῆς πάλι ἐμφανίζεται ἡ πείνα καί ἡ δίψα, πολύ περισσότερο συμβαίνει καί στά πνευματικά ζητήματα. Ὁ χορτασμός ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης δημιουργεῖ ἀκόμη μεγαλύτερη πείνα καί δίψα, εἶναι «ὁ ἀχόρταγος χορτασμός» τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ διαρκής πορεία πρός τήν τελειότητα πού εἶναι ἀτέλεστη.

Ἡ ἐπικαιρότητα τοῦ μακαρισμοῦ εἶναι μεγάλη, γιατί στήν κοινωνία μας, παρά τήν ὕπαρξη πολυνομίας, ὑπάρχει μεγάλη ἀδικία καί ἀνισότητα. Γι’ αὐτό θά πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης. Ἐπειδή, ὅμως, οἱ κοινωνίες ἀποτελοῦνται ἀπό ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι διακατέχονται ἀπό διάφορα πάθη καί ἀγωνίζονται γιά τήν ἱκανοποίησή τους, γι’ αὐτό πάνω ἀπό τήν λεγομένη ἀνθρώπινη καί κοινωνική δικαιοσύνη –τήν ὁποία καί αὐτή δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε– πρέπει νά ἐπιδιώκουμε τήν ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἀγάπη καί πρέπει νά πεινᾶμε καί νά διψᾶμε γιά τόν Θεό. Χωρίς τόν Θεό καί τήν Χάρη Του θά εἴμαστε διαρκῶς πνευματικά πεινασμένοι καί διψασμένοι.

Ἡ ἁγία Παρασκευή, πού ἑορτάζεται σήμερα, αὐτήν τήν δικαιοσύνη πεινοῦσε καί διψοῦσε. Ἀγάπησε πολύ τόν Χριστό, διέθεσε ὅλη τήν περιουσία της στούς πτωχούς καί ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικά σέ Αὐτόν μέχρι μαρτυρίου. Νά τήν ἔχουμε διαρκῶς ὡς ὑπόδειγμα ἀληθινῆς ζωῆς.

Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καἰ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτά Κυρήγματα: Κυριακή 30 Ἰουλίου Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα Σίλας, Σιλουανός, Ἐπαινετός, Κρήσκης καὶ Ἀνδρόνικος

Τὴν προηγούμενη Κυριακή, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἑορτάσαμε τὸν Προφήτη Ἰεζεκιήλ, σήμερα ἑορτάζουμε μερικοὺς Ἀποστόλους, ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα, ἤτοι τους Σίλα, Σιλουανό, Ἐπαινετό, Κρήσκεντα καὶ Ἀνδρόνικο.

Ὁ Χριστός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν στενὸ κύκλο τῶν μαθητῶν Τοῦ, εἶχε καὶ ἕναν εὐρύτερο κύκλο, τοὺς Ἑβδομήκοντα, τοὺς ὁποίους προετοίμαζε γιὰ τὸ ἀποστολικὸ ἔργο. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς γράφει: «Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνέδειξεν ὁ Κύριος καὶ ἑτέρους ἑβδομήκοντα, καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δύο πρὸ προσώπου αὐτοῦ εἰς πᾶσαν πόλιν καὶ τόπον οὐ ἤμελλεν αὐτὸς ἔρχεσθαι» (Λούκ. ἰ , 1) Καὶ πιὸ κάτω γράφει: «Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου» (Λούκ. ἰ 17).

Μεταξὺ αὐτῶν τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων ἦταν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ποὺ ἑορτάζουν σήμερα. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ὁ ἅγιος Σίλας συνδέθηκε μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ ἔγινε Ἐπίσκοπος Κορίνθου, ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ἔγινε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ ἅγιος Ἐπαινετὸς ἔγινε Ἐπίσκοπος Καρθαγένης καὶ ὁ ἅγιος Κρήσκης ἔγινε Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, δηλαδὴ ἐννοεῖται ἡ Καρχηδόνα τῆς Ἱσπανίας. Καὶ οἱ τέσσερεις αὐτοὶ ἀποστολικοὶ ἄνδρες ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τὴν ἑδραίωση τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἐκοιμήθηκαν ὁσίως καὶ πορεύθηκαν πρὸς τὸν ποθούμενο Κύριό τους.

Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος στὰ τροπάρια ποὺ συνέταξε κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι οἱ Ἀποστολικοὶ αὐτοὶ ἄνδρες ἦταν πάνσοφοι, ἀφοῦ φωτίσθηκαν ἀπὸ τὶς ἀστραπὲς τοῦ Πνεύματος καὶ περιερχόμενοι τὰ πληρώματα τῆς γῆς, ἐφώτισαν τοὺς πιστούς. Ἐπίσης, χρησιμοποιεῖ καὶ τὴν εἰκόνα τῶν νεφελῶν, γιατί οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ὡς πνευματικὲς νεφέλες πῆγαν σὲ ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς, καὶ ἔριξαν τὴν οὐράνια βροχὴ καὶ κατήρδευσαν τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν μὲ τὴν θεία Χάρη, ἀποβάλλοντες τὰ ζιζάνια τῆς ἀθεΐας καὶ κάνοντες τὶς ψυχές τους καρποφόρες.

Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ Ἀπόστολοι ἀπεδείχθηκαν «ἰατροὶ ψυχῶν τε καὶ σωμάτων σωτήριοι», χρησιμοποιῶντας τὰ πνευματικὰ φάρμακα τῆς θείας Χάριτος ποὺ θεραπεύουν καὶ τοὺς νοσοῦντας κατὰ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑγιαίνοντας μὲν κατὰ τὸ σῶμα, ἀσθενοῦντας δὲ κατὰ τὴν ψυχή.

Ἡ Ἐκκλησία μας λέγεται Ἀποστολική, ὅπως τὸ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, γιατί στηρίχθηκε στὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο νὰ κηρύξουν καὶ νὰ βαπτίσουν. Διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων ἦταν οἱ Πατέρες καὶ διάδοχοι τῶν Πατέρων εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι διὰ μέσου τῶν αἰώνων, μέχρι σήμερα, ποὺ μεταφέρουν στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀληθινὴ πίστη, διδασκαλία καὶ ζωὴ τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀληθείας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολικὴ ἐπειδὴ εἶναι καὶ Πατερική, γιατί χωρὶς τοὺς Πατέρας, ποὺ εἶναι διάδοχοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, δὲν θὰ διασωζόταν ἡ ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας λόγος ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διασώζει τὴν ἀλήθεια, εἶναι ὅτι εἶναι Πατερική. Καί, φυσικά, οἱ Πατέρες δὲν ἐξαντλοῦνται στοὺς πρώτους ὀκτὼ αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως μερικοὶ ἰσχυρίζονται, ἀλλὰ ἐπεκτείνονται σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἱερὸς Φώτιος, ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κλπ. Κάθε ἐποχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι πατερικὴ ἐποχή.

Στὴν Ἀμερικὴ ποὺ ὑπάρχουν πολλὲς «ἐκκλησίες» καὶ ὅλες διεκδικοῦν τὴν αὐθεντικότητα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦν νὰ βροῦν τὴν ἱστορικὴ Ἐκκλησία, τὴν Ἐκκλησία, δηλαδή, ποὺ διασώζει αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ ζωῆς. Καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ὁμολογοῦν ὅτι αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ Ἐκκλησία τὴν βρῆκαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων, τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Μαρτύρων, δηλαδὴ ὑπάρχει μιὰ ἀδιάλειπτη διαδοχὴ πίστεως, χειροτονίας καὶ ζωῆς.

Πρέπει νὰ θεωροῦμε τιμὴ ποὺ ἀνήκουμε σὲ αὐτὴν τὴν Ἐκκλησία καὶ μποροῦμε νὰ ἔχουμε κοινωνία μὲ τοὺς Δώδεκα καὶ Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, ἀλλὰ καὶ τοὺς διαδόχους τους.

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰερόθεος

Γραπτά Κυρήγματα: Κυριακή 4 Αὐγούστου 2002, Τὸ Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης

Τό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἡ ἱερά τελετή διά τῆς ὁποίας μεταδίδεται ἡ ἰδιαίτερη Χάρη σέ μερικούς ἀνθρώπους γιά νά ἀναδειχθοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία Κληρικοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ διάκονοι τοῦ λαοῦ πρός τήν σωτηρία του.

Ἡ Ἱερωσύνη διαιρεῖται σέ τρεῖς βαθμούς, ἤτοι εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος πού εἶναι εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ Πρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὅπως ἀπεστάλησαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τόν Χριστό, καί εἶναι ὁ Διάκονος, ὁ ὁποῖος βοηθᾶ τούς Ἐπισκόπους καί τούς Πρεσβυτέρους στήν τέλεση τῶν Μυστηρίων. Καί οἱ τρεῖς αὐτοί βαθμοί ἔχουν εἰδική ἀποστολή καί εἰδικό ἔργο μέσα στήν Ἐκκλησία. Κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη καί ἄλλους μεταγενέστερους, ὅπως τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Νικήτα τόν Στηθάτο, τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, τό ἔργο τοῦ διακόνου εἶναι νά βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους νά καθαρίζουν τήν καρδιά τους ἀπό τά πάθη, τό ἔργο τοῦ πρεσβυτέρου εἶναι νά βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους νά φωτίζεται ὁ νοῦς τους καί τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου, μαζί μέ τά προηγούμενα, εἶναι νά ὁδηγῆ τούς ἀνθρώπους στήν θέωση.

Τό ἔργο τῶν Κληρικῶν εἶναι διπλό. Τό ἕνα εἶναι νά τελοῦν τά ἅγια Μυστήρια καί τό δεύτερο εἶναι νά θεραπεύουν τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά μετέχουν τῶν μυστηρίων μέ τόν ἁρμόζοντα τρόπο καί, βέβαια, πρέπει νά γίνεται συνδυασμός μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο. Διότι τέλεση τῶν μυστηρίων χωρίς θεραπεία δέν βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί θεραπεία χωρίς τά μυστήρια εἶναι ἀδύνατη. Καί αὐτό λέγεται γιατί ὁ Κληρικός δέν εἶναι ἕνας ψυχολόγος, πού καθοδηγεῖ τούς ἀνθρώπους μέ τίς ψυχολογικές καί καθηκοντολογικές συμβουλές, ἀλλά εἶναι ὁ πνευματικός θεραπευτής, πού θεραπεύει τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά μετέχουν κατά τόν σωστό τρόπο στά ἅγια Μυστήρια καί ἔτσι νά ἐνεργή μέσα τους ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῶν Μυστηρίων.

Γιά νά γίνη κάποιος Κληρικός πρέπει νά ἔχη τά ἀπαραίτητα πνευματικά καί κανονικά προσόντα. Ἡ βασική προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν λαό καί ἡ ὁποία ἀγάπη δέν εἶναι συναισθηματικῆς φύσεως, ἀλλά πνευματική, πού εἶναι «καρπός ἀπαθείας». Ὁ ὑποψήφιος Κληρικός, ἐπειδή θά ἀσχολεῖται μέ τήν τέλεση τῶν μυστηρίων καί τήν θεραπεία τῶν ἀνθρώπων πρέπει νά γνωρίζη ἐκ πείρας τήν θεραπευτική μέθοδο καί ἐπιστήμη. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξασκῆ κάποιος τό λειτούργημα τοῦ ἰατροῦ καί νά θεραπεύη τίς σωματικές ἀσθένειες ἐάν δέν ἔχει σπουδάση γιά πολλά χρόνια αὐτήν τήν ἐπιστήμη. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν Κληρικό. Πρέπει νά γνωρίζη ὁ Κληρικός ἐκ πείρας τί εἶναι κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τί εἶναι φωτισμός τοῦ νοῦ καί ποιές εἶναι οἱ καταστάσεις τῆς θεώσεως. Πρέπει νά γνωρίζη τόν δρόμο τῆς θεώσεως γιά νά καθοδηγῆ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ἀνθρώπους, γιατί διαφορετικά θά ἰσχύη ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ἰατρέ θεράπευσον πρώτον σεαυτόν». Καί ἐπειδή συνήθως δέν βρίσκονται οἱ κατάλληλοι Κληρικοί ὅπως τό θέλει ἡ ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔθεσαν μερικές βασικές προϋποθέσεις γιά νά εἰσέλθη κανείς στόν ἱερό κλῆρο. Ὅταν κανείς ἔχει τά λεγόμενα κωλυτικά τῆς Ἱερωσύνης τότε ἐμποδίζεται νά γίνη Κληρικός, γιατί δείχνει ὅτι δέν ἔχει ἐμπειρία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως καί ἀκόμη δέν θά γίνη ἀποδεκτός ἀπό τόν λαό γιά νά τεθῆ στήν θέση τοῦ θεραπευτοῦ ἰατροῦ. Γιά νά μπορέση κανείς νά ἐξασκήση τήν θεραπευτική διακονία τοῦ πρέπει νά ἔχη ἐχέγγυα ἀξιότητος. Δέν μπορεῖ κανείς νά πλησιάζη τά ἅγια Μυστήρια ἐάν ἡ ζωή του δέν βρίσκεται σέ κατάλληλη προοπτική καί κατάσταση.

Εἶναι μεγάλη τιμή γιά κάποιον νά ἀξιώνεται νά γίνη Κληρικός. Δί’ αὐτοῦ του τρόπου ἐκδηλώνει καί τήν ἀγάπη του πρός τόν Θεό, ἀλλά δέχεται καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μέ τό μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης συμμετέχει κανείς στήν Ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ καί ἐπιτελεῖ ἔργο ἀναγεννητικό στόν λαό, ἤτοι τελεῖ τά μυστήρια γιά τήν σωτηρία τοῦ λαοῦ, θεραπεύει τούς ἀνθρώπους, προσεύχεται ἀδιάλειπτα στόν Θεό, συμφιλιώνει τούς ἀνθρώπους μέ τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους τους, μερικές φορές θεραπεύει καί σωματικές ἀσθένειες. Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει ἐσωτερικά, τότε γίνεται παράγων εἰρήνης καί ἠρεμίας ὅλου του κόσμου.

Χρειαζόμαστε Κληρικούς ἄξιους, πού θά καθοδηγοῦν τούς ἀνθρώπους στόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Μέ τό κήρυγμα αὐτό καλῶ ὅλους ὅσοι ἔχουν καί μιά μικρή σπίθα μέσα στήν καρδιά τους νά ἀκούσουν τήν φωνή τοῦ Ἐπισκόπου τους καί νά ἐπιθυμήσουν νά γίνουν Ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Εἶναι μεγάλη τιμή καί εὐλογία.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Γραπτὰ κυρήγματα: Κυριακή 4 Ἰουλίου

Θά ἀρχίσουμε ἀπό σήμερα, ὅπως κάνουμε κάθε χρόνο, τούς δύο αὐτούς μῆνες, Ἰούλιο καί Αὔγουστο, κατά τούς ὁποίους τά ὀρεινά χωριά, ἀλλά καί γενικά οἱ Ἐνορίες τῆς Μητροπόλεώς μας γεμίζουν ἀπό κόσμο, νά γράφουμε τό σύντομο γραπτό Κήρυγμα γιά νά διαβάζεται στίς Κυριακάτικες θεῖες Λειτουργίες, γιατί τό Κήρυγμα συνδέεται στενώτατα μέ τήν θεία Λειτουργία. Καί μάλιστα ἐφέτος θά ἀναφερόμαστε σέ κάποιον ἅγιό της ἡμέρας, ὅπως παρουσιάζεται στό Συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Σήμερα, μεταξύ ἄλλων, ἑορτάζει καί ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ὁ συναξαριστής ἀναφέρει ὅτι γεννήθηκε στήν Δαμασκό καί μάλιστα ἀπό τήν ἡλικία τῶν δεκατεσσάρων ἐτῶν ἔγινε Ἀναγνώστης ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Θεόδωρο. Ἦταν ὡραία αὐτή ἡ συνήθεια νά εἰσέρχωνται τά μικρά παιδιά, ἀπό τήν μικρή τους ἡλικία στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς Ἀναγνώστης ἀπεστάλη ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων στήν ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπου καί ἀγωνίστηκε ἐναντίον τῶν μονοθελητῶν, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν ὅτι στόν Χριστό ὑπῆρχε μόνο μία θέληση. Στήν συνέχεια ἔγινε Διάκονος, Ἱερεύς καί ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης.

Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης εἶναι γνωστός στήν ἐκκλησιαστική ζωή ἀπό δύο γεγονότα.

Πρώτον, ἀπό τίς θαυμάσιες ὁμιλίες τοῦ πάνω στίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές καθώς ἐπίσης καί στίς ἑορτές διαφόρων ἁγίων. Ὁ λόγος τοῦ εἶναι συνεπτυγμένος καί οὐσιαστικός. Ὅταν διαβάζω τίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, θαυμάζω τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον εἶναι γραμμένες. Κινοῦνται μέσα σέ μιά παραδοσιακή γραμμή, δηλαδή ἀναφέρονται σέ θέματα πού πάντοτε ἀπασχολοῦσαν τόν ἄνθρωπο καί ἔχουν σχέση μέ τό τί ἦταν προηγουμένως ὁ ἄνθρωπος, πῶς διεφθάρη ἀπό τήν ἁμαρτία καί πῶς ἀνακαινίστηκε ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης ὁ λόγος τοῦ εἶναι ποιητικός. Χρησιμοποιεῖ συνεχῶς κοσμητικά ἐπίθετα καί προσπαθεῖ νά ἀνεβάση τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.

Ἔπειτα ὁ ἅγιος Ἀνδρέας εἶναι γνωστός γιά τόν περίφημο μεγάλο Κανόνα πού συνέγραψε καί ὁ ὁποῖος ψάλλεται στούς Ναούς κάθε ἡμέρα τμηματικά τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ὁλόκληρος πρός τό τέλος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Πρόκειται γιά ἕναν μεγαλειώδη Κανόνα, ἕνα θαυμάσιο ποίημα πού διακρίνεται γιά τήν θεολογία, τόν κατανυκτικό χαρακτήρα καί τόν ποιητικό λόγο. Ἐκεῖ περιγράφεται μέ ὡραῖο τρόπο ἡ δόξα τοῦ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως, ἡ κατάσταση στήν ὁποία περιέπεσε μετά τήν πτώση, ἀφοῦ διεφθάρη ἡ ἀνθρώπινη φύση καί βεβαίως ἡ ἀνακαίνιση πού ἔγινε μέ τόν Χριστό.Μᾶς περιγράφει μέ καταπληκτικό τρόπο ποιός εἶναι ὁ φυσικός ἄνθρωπος καί ποιός ὁ παρά φύσιν ἄνθρωπος. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι φυσικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού ζῆ μέ τίς αἰσθήσεις καί τίς ἡδονές, ἐνῶ στήν οὐσία αὐτός εἶναι ὁ παρά φύσιν ἄνθρωπος, ἀφοῦ φυσικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος, πού ἔχει μέσα του τήν Χάρη τοῦ θεοῦ.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν Ἅγιοι, ὡσάν τόν ἅγιο Ἀνδρέα Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης, πού μᾶς δείχνουν ποιός εἶναι ὁ σκοπός καί ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νά καθρεπτιζόμαστε στήν ζωή καί τήν διδασκαλία τους καί νά τούς ἔχουμε πρότυπα, ὥστε νά βροῦμε καί ἐμεῖς τήν πραγματική μας πορεία καί νά παύσουμε νά εἴμαστε χαμένοι μέσα στό δάσος τῶν παθῶν.

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ