Skip to main content

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος γιὰ τὴν ἀναζήτηση ἐφημερίων

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος γιὰ τὴν ἀναζήτηση ἐφημερίων

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Μέ τήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους ἀπευθύνομαι σέ ὅλους σας καί ὅπως τό ἔκανα μέ τήν Πρωτοχρονιάτικη Ἐγκύκλιο σᾶς εὔχομαι καλή καί εὐλογημένη χρονιά.

Ἡ αἰτία τῆς ἐπικοινωνίας μας αὐτῆς εἶναι νά σᾶς ἐνημερώσω γιά ἕνα θέμα πού ἀπασχολεῖ τήν Ἱερά μας Μητρόπολη καί αὐτό εἶναι τῆς ἐλλείψεως Ἐφημερίων. Βεβαίως αὐτό ἀπασχολεῖ καί ἄλλες Ἱερές Μητροπόλεις, διότι ὑπάρχει λειψανδρία, γιά διάφορους λόγους, ἀλλά ἐδῶ μέ ἐνδιαφέρει ἡ Ἱερά μας Μητρόπολη.

Δέν μπορεῖ νά λειτουργήση Ἐνορία καί νά τελεσθοῦν ἡ θεία Λειτουργία καί τά ἄλλα Μυστήρια καί Ἀκολουθίες χωρίς Ἱερεῖς. Ἡ ὀρεινή Ναυπακτία ἐρημώνει ἀπό μόνιμους κατοίκους καί φυσικά αὐτό ἔχει ἀντίκρυσμα στόν Ἱερατικό χῶρο. Πολύ μέ ἀπασχολεῖ τό θέμα αὐτό. Ὅταν οἱ Χριστιανοί θέλουν νά ἐπισκεφθοῦν γιά λίγες ἡμέρες τά χωριά τους, ἐπιθυμοῦν νά συμμετάσχουν στήν θεία Λειτουργία ἤ κάποιο μνημόσυνο τῶν συγγενῶν καί γνωστῶν τους καί δυστυχῶς δέν ὑπάρχουν Ἱερεῖς. Εὐγνωμονῶ τούς Ἱερεῖς πού παραμένουν στά χωριά καί ἐξυπηρετοῦν μέ κόπο πολύ τούς Χριστιανούς, μόνιμους ἤ περαστικούς.

Κάθε χρόνο συνταξιοδοτοῦνται ἡλικιωμένοι Ἱερεῖς, οἱ δέ θέσεις τους παραμένουν κενές καί ὅσο εἶναι δυνατόν ἐξυπηρετοῦνται ἀπό πλησιόχωρους Ἱερεῖς. Οἱ Χριστιανοί ζητοῦν νά ἀποκτήσουν κάποιο Ἐφημέριο, ἀλλά δέν ὑπάρχουν κατάλληλοι ὑποψήφιοι.

Ὑπάρχουν μερικοί πού ἔχουν τόν πόθο τῆς Ἱερωσύνης, ἀλλά δέν βρίσκουν πρεσβυτέρες, οἱ ὁποῖες νά ἐπιθυμοῦν νά ἱερωθοῦν οἱ σύζυγοί τους. Ὅπως καταλαβαίνετε τό πρόβλημα μεγενθύνεται μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου.

Αὐτήν τή στιγμή ὑπάρχουν ἐν ἐνεργεία 54 Ἱερεῖς, Ἱεροκήρυκες καί Ἐφημέριοι, καί χρειαζόμαστε περισσότερους. Ἡ Πολιτεία ὕστερα ἀπό τόν περιορισμό λόγω τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, μᾶς ἐξασφαλίζει νέες πιστώσεις γιά νά διορισθοῦν νέοι Ἱερεῖς, ἀλλά δυστυχῶς δέν προσέρχονται ὑποψήφιοι.

Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Ἐπισκοπικῆς μου διακονίας χειροτονήθηκαν μέχρι σήμερα 37 κληρικοί καί ἦλθαν ἐκ μεταθέσεως 4 Ἱερεῖς. Μερικοί ἀπό αὐτούς ἀπομακρύνθηκαν ἀπό κοντά μας γιά διάφορους λόγους.

Ἑπομένως μέ τήν παροῦσα Ἐγκύκλιο κάνω θερμότατη ἔκκληση νά ἀνταποκριθῆτε ὅλοι σέ αὐτό τό σημαντικό ἔργο. Τά χωριά μας ἐρημώθηκαν ἀπό ἀνθρώπους, ἕνας δέ κατάλληλος κληρικός ἴσως νά γίνη αἰτία ἀναζωογόνησης τους.

Ζητῶ ἐπιμόνως ὅσοι διαθέτουν τά κατάλληλα πνευματικά καί κανονικά προσόντα νά ἀκούσουν τήν ἔκκλησή μου. Ἐπίσης, ὅλοι πρέπει νά παρακινήσουμε ὅσους ἔχουν μιά σπίθα ἱερατικῆς κλίσης νά ἀποδεχθοῦν αὐτό τό ὑψηλό ὑπούργημα.

Θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι μποροῦν νά γίνουν Κληρικοί καί ὅσοι ἐργάζονται σέ ἄλλες ἐργασίες οἱ ὁποῖες ἐναρμονίζονται μέ αὐτό τό ἔργο ἤ ἀκόμη καί συνταξιοῦχοι ἀπό ἄλλες ὑπηρεσίες γιά νά προσφέρουν ὅ,τι μποροῦν στήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνθρώπους.

Κάνω αὐτήν τήν ἔκκληση σέ σᾶς καί προσεύχομαι στόν Θεό γιά νά ἀκουστῆ ἡ παράκληση καί ἡ προσευχή μου. Ζητᾶτε νά στέλνουμε Ἱερεῖς στίς Ἐνορίες, ἀλλά ποῦ νά βρεθοῦν κατάλληλοι Ἱερεῖς ὅταν δέν ὑπάρχουν καί δέν καλλιεργοῦνται ἱερατικές κλήσεις καί δέν ὑπάρχει προσέλευση;

Μέ τήν ἐλπίδα ὅτι έφέτος θά βρεθοῦν κατάλληλοι Κληρικοί γιά τήν Ἱερωσύνη, γιά νά ἐπανδρώσουν τίς Ἐνορίες.

διατελῶ μέ θερμές εὐχές

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος γιά τήν στάση τῶν Κληρικῶν κατά τήν προεκλογική περίοδο

Πρός τούς Πανοσιολογιωτάτους Ἱεροκήρυκας
καί Αἰδεσιμωτάτους Ἐφημερίους
τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί,

Ἐπειδή οἱ δημοτικές καί νομαρχιακές ἐκλογές πλησιάζουν καί θά κληθοῦμε νά ἐπιλέξουμε τούς κατάλληλους, κατά τήν ὑποκειμενική γνώμη καθενός, δημοτικούς καί νομαρχιακούς ἄρχοντες, γιά νά διευθύνουν τά πράγματα τῆς Νομαρχίας καί τῶν Δήμων, δηλαδή τοῦ πρώτου καί δεύτερου βαθμοῦ τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, αἰσθάνομαι χρέος νά ὑπογραμμίσω μερικά σημεῖα.

Καθημερινῶς στά Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως γίνονται καταγγελίες, ὅτι Κληρικοί ἀναμειγνύονται ἐμμέσως ἤ ἀμέσως στίς ἐρχόμενες ἐκλογές, ὑποστηρίζοντας μερικούς συνδυασμούς καί πρόσωπα, καί ἄλλες φορές κατηγορώντας μερικούς ἄλλους συνδυασμούς καί πρόσωπα.Ἔτσι μερικοί Κληρικοί ἐπιδιώκουν νά ἐπηρεάσουν τούς ψηφοφόρους καί νά ἐπιτύχουν τά ἀποτελέσματα τά ὁποῖα ἐπιθυμοῦν.

Τέτοιες πρακτικές εἶναι ἀπαράδεκτο νά γίνωνται ἀπό Κληρικούς, γι’ αὐτό καί κάθε φορᾶ, ὅταν ἔχουμε ἐπίσημες καταγγελίες ἐπεμβαίνουμε καί διορθώνουμε τά κακῶς γινόμενα καί πραττόμενα. Ὁ Κληρικός δέν πρέπει οὔτε μέ λόγους, οὔτε μέ πράξεις, οὔτε μέ ὑπονοούμενα νά ὑποστηρίζη ἤ νά ἐπιτίθεται ἐναντίον συνδυασμῶν ἤ προσώπων. Βεβαίως ὁ ἴδιος, ὅπως εἶναι φυσικό, εἶναι ἐλεύθερος νά ἔχη τίς προσωπικές του προτιμήσεις, τίς ὁποῖες θά ἐκφράση μόνο τήν ἡμέρα πού θά εὑρεθῆ μπροστά στήν κάλπη, χωρίς νά ὁμιλῆ πρίν τίς ἐκλογές, οὔτε βεβαίως νά φανερώνη τήν προτίμησή του μετά τίς ἐκλογές. Ὑπάρχουν πολλοί λόγοι πού ἐπιτάσσουν ἀπό τόν Κληρικό νά λάβη μιά διακριτική, συνετή καί προσεκτική στάση σέ τέτοιες ἐκλογικές ἀναμετρήσεις. Θά μποροῦσα νά σημειώσω δύο ἀπό αὐτούς.

Πρῶτον. Εἶναι γνωστόν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τά πατερικά κείμενα καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ὅτι ὁ Κληρικός εἶναι πατέρας ὅλων των Χριστιανῶν πού ἀνήκουν στό ποίμνιο τό ὁποῖο μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποιμαίνει. Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική δέν ἐπιτρέπεται νά δέχεται μιά κατηγορία ἀνθρώπων καί νά ἀποκλείη μιά ἄλλη. Ἄν παρεμβαίνει στό ποίμνιό του μέ διαχωρισμούς τότε τραυματίζει τήν ἑνότητα τοῦ ποιμνίου, καί καταρρίπτει πολύ χαμηλά τήν ποιμαντική του ἰδιότητα.

Συνήθως στήν κοινωνία μᾶς ἐπικρατεῖ ἡ παραταξιακή νοοτροπία καί κάθε παράταξη ἔχει συγκεκριμένη ἰδεολογία καί στόχους, ἐπιλέγει τά δικά της μέσα καί μετέρχεται τούς δικούς της τρόπους γιά νά ἀποκτήση τούς ψηφοφόρους πού ἐπιθυμεῖ. Αὐτό σε ἕνα βαθμό εἶναι ἐπιτρεπτό ἤ ἀνεκτό στίς δημοκρατικές κοινωνίες πού ζοῦμε. Ὁ Κληρικός, ὅμως, ὡς πατέρας τοῦ συγκεκριμένου ποιμνίου, δέν μπορεῖ νά συμμετέχη σέ τέτοια “παιχνίδια”, δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται παραταξιακά ἤ φατριαστικά. Ἡ ὅλη του παρουσία στήν κοινωνία πρέπει νά εἶναι ἑνοποιητική.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τήν νοσοῦσα προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου, καί βέβαια ὁ Κληρικός εἶναι πνευματικός ἰατρός, πού διά τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ βοηθᾶ ἀποτελεσματικά στήν θεραπεία. Ἀλλοίμονο ἄν ὁ Κληρικός, ἀντί νά θεραπεύη τίς πληγές, τίς ἀναπτύσσει περισσότερο, τίς καλλιεργεῖ καί ἀρρωσταίνει πιό πολύ τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ φύση τῆς πνευματικῆς πατρότητος δέν ἐπιτρέπει στόν Κληρικό νά ἐνεργή παραταξιακά καί κομματικά.

Δεύτερον. Ὁ Κληρικός δέν ἔχει κανένα δικαίωμα νά ἐπηρεάζη τίς πεποιθήσεις, ἀκόμη καί τίς πολιτικές, τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Μιά τέτοια ἐνέργεια εἶναι τελείως ἀπαράδεκτη καί στήν πραγματικότητα ἐκεῖνος πού κάνει κάτι τέτοιο ἐκπίπτει ἀπό τήν ἄποστολή του.

Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά γίνη ἀντιληπτό ὅτι ὁ Κληρικός, ὅταν ἐνεργεῖ ὡς πνευματικός πατέρας, δέν ἔχει δικά του πνευματικά παιδιά, πού τά ἐλέγχει ἀπόλυτα καί καθορίζει τήν πορεία τῆς σκέψεώς τους. Οἱ Χριστιανοί εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τήν δυνατότητα στόν Κληρικό νά τά βοηθήση. Ἑπομένως δέν αἰσθάνεται ὡς αὐθέντης καί φεουδάρχης, πού ἐξασκεῖ τήν δική του ἀπόλυτη ἐξουσία. Στέκεται ἀπέναντι στά πνευματικά παιδιά, μέ πολλή προσοχή καί διάκριση, ἐπειδή εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ καί γνωρίζει ὅτι ἄν κάνει λάθη στήν διαπαιδαγώγηση θά λογοδοτήση στόν Θεό, τοῦ ὁποίου παιδιά εἶναι οἱ Χριστιανοί.

Ἔπειτα, ὁ σκοπός τῆς πνευματικῆς πατρότητας δέν περιορίζεται σέ μικρά καί ἐκκοσμικευμένα πράγματα. Μέ ἄλλα λόγια ὁ πνευματικός πατέρας ἔχει σκοπό νά βοηθήση τά παιδιά νά ὁδηγηθοῦν πρός τήν θέωση καί τόν ἁγιασμό, ἀφοῦ τά θεραπεύσει πρῶτα μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ. Τά βοηθᾶ νά ἀποκτήσουν νόημα ζωῆς καί νά ἑνωθοῦν μέ τόν Θεό. Δυστυχῶς, ὅμως, παρατηροῦμε ὅτι ἡ πνευματική καθοδηγήση ὑποβαθμίζεται πολύ, καί ἡ ἱερά ἐξομολόγηση ἀσχολεῖται μέ πολύ μικρά καί ἀσήμαντα πράγματα. Μερικοί, δηλαδή, πνευματικοί πατέρες ἔχουν μάθει τούς Χριστιανούς νά ρωτοῦν γιά τό τί θά φορέσουν, τί θά ἀγοράσουν, τί θά ψηφίσουν κ.λ.π.. Αὐτό τό θεωρῶ εὐτελισμό καί ὑποτίμηση τῆς πνευματικῆς πατρότητος. Πρέπει κάποτε νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατρός εἶναι ὑψηλό καί δέν περιορίζεται σέ μερικές ἀπομονωμένες πλευρές τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Σέ ὅλη τήν ἱερατική μου ζωή ἀπέπεμπα μέ θλίψη ἐκείνους πού μέ ἐρωτοῦσαν τί νά ψηφίσουν, γιατί, ἐκτός των ἄλλων, θεωροῦσα ὅτι εἶναι ἀνώριμοι πνευματικά καί ψυχολογικά, γιατί τέτοια θέματα εἶναι ἐντελῶς προσωπικά καί δέν ἔχουν σχέση μέ τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

Συνάρτηση αὐτῶν εἶναι ὅτι ὁ πνευματικός πατέρας δέν μπορεῖ ποτέ νά παραβιάζη τήν ἐλευθερία τῶν Χριστιανῶν. Δέν μπορεῖ ἐν ὀνόματι τῆς πνευματικῆς πατρότητος νά εἰσδύη σέ λεπτές καί ἐσωτερικές πλευρές τῆς ζωῆς τους. Εἶναι ἀπαράδεκτο νά ἐκμεταλλεύεται ὁ πνευματικός πατέρας τήν εὐγνωμοσύνη πού ἐνδεχομένως αἰσθάνεται ὁ Χριστιανός σ’ αὐτόν ἤ νά χρησιμοποιῆ τήν ἀποκάλυψη τῶν ἐσωτερικῶν πληγῶν πού ἔκανε ὁ Χριστιανός σέ μιά συγκεκριμένη στιγμή, ὥστε ἔτσι νά ἐλέγχη καί νά κατευθύνη ὅλην τήν οἰκογενειακή καί κοινωνική του ζωή. Ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα εἶναι νά ἐλευθερώνη μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν Χριστιανό ἀπό τά πάθη καί στήν συνέχεια νά τόν ἀφήνη ἐλεύθερο νά πορεύεται τόν δρόμο του μέ τά ἰδιαίτερα χαρίσματα τῆς προσωπικότητός του. Στό ἀεροπλάνο χρειάζονται οἱ ρόδες γιά νά ἀπογειωθῆ, ὄχι ὅμως ὅταν βρίσκεται στόν ἀέρα. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά ὑψωθῆ κανείς ἀπό τίς πεπτωκυῖες καταστάσεις, ὁπότε ἀποκτᾶ τήν ἐλευθερία. Ἐκεῖνος πού παραβιάζει, ἐμμέσως ἤ ἀμέσως, τήν ἐλευθερία τῶν Χριστιανῶν βρίσκεται σέ μεγάλη πτώση, εἶναι ἕνας πνευματικός δικτάτορας, χειρότερος ἀπό τόν δικτάτορα πού κυβερνᾶ μέ τά ὅπλα μιά χώρα, γιατί ἐξουσιάζει ἐκβιαστικά τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο σέβεται καί Αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

Ὁ Κληρικός πού θέλει νά ἐπηρεάζη τίς ἐκλογικές ἀναμετρήσεις καί μάλιστα στίς μικρές τοπικές κοινωνίες, εἶναι φανερό ὅτι διακατέχεται ἀπό τό πάθος τῆς φιλοδοξίας, γιατί ναρκισσεύεται αὐτάρεσκα ὅτι διευθύνει τήν κοινωνία, ὅτι ἔχει λόγο στά κοινωνικά δρώμενα, καθώς ἐπίσης δείχνει καθαρά ὅτι ἀποβλέπει σέ ὑλικούς σκοπούς καί σέ διάφορες σκοπιμότητες. Στήν πραγματικότητα μετατρέπει τήν πνευματική σχέση σέ ἀτομική καί ἐγωϊστική, θεωρεῖ τά πνευματικά παιδιά ὡς ἄτομα καί ὄχι ὡς πρόσωπα, μαζοποιεῖ τούς ἀνθρώπους γιά νά ἐξυψώνεται ὁ ἐαυτός του, χρησιμοποιεῖ τούς Χριστιανούς σαφῶς μέ “ἐμπορεύσιμους” σκοπούς καί “ἀγοραστική” ἀξία, ἐξαγοράζει ὠφελιμιστικά τα ἄτομα - ψήφους.
Σέ αὐτό, βέβαια, εὐθύνονται καί οἱ Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι ἀνέχονται, σέ τέτοια σοβαρά ζητήματα ἀπό τά ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἡ διοίκηση τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν καί εἶναι θέματα δικῆς τους ἐλεύθερης ἐπιλογῆς, νά κατευθύνωνται ἀνεξέλεγκτα ἀπό ἄλλους. Ἔχουν εὐθύνη γιατί ἀπό πρόσωπα ἐλεύθερα μετατρέπονται σέ “ψήφους”, γιατί δίνουν δικαιώματα σέ μερικούς Κληρικούς νά ἀλλοιώνουν καί νά ὑποβαθμίζουν τό ὑψηλό καί σπουδαῖο ἔργο τῆς πνευματικῆς πατρότητος.

Ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί,

Λίγος χρόνος μένει ἀκόμη ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη πού θά κληθοῦμε νά ἐκλέξουμε τούς καταλλήλους ἄρχοντας γιά νά διευθύνουν τίς κοινωνίες μας. Σᾶς προτρέπω νά μήν ἀναμειχθῆτε στίς ἐκλογές, εἴτε μέ τό νά λαμβάνετε τό μέρος μιᾶς παρατάξεως καί ἑνός συνδυασμοῦ, εἴτε μέ τό νά κατηγορῆτε ἕναν ἄλλο συνδυασμό, γιατί σέ μιά τέτοια περίπτωση διαπράττετε σοβαρά πνευματικά σφάλματα, τόσο σέ σχέση μέ τήν ψυχή τῶν Χριστιανῶν, πού μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποιμαίνετε πρός σωτηρία, ὅσο καί σέ σχέση μέ τήν ἴδια τήν κοινωνία μας. Σᾶς προτρέπω, ὅμως, νά προσευχηθῆτε θερμά, ὥστε ὁ Θεός νά φωτίση γιά νά ἐπιλεγοῦν τά καλύτερα πρόσωπα, μέ σκοπό νά κυβερνῶνται μέ σωστό τρόπο οἱ κοινωνίες μας καί νά λύνωνται ἀποτελεσματικά τα διάφορα προβλήματα.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος γιὰ τὴν χρήση κινητῶν τηλεφώνων κατὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἐσχάτως παρατηρεῖται τό φαινόμενο κατά τήν διάρκεια τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν νά ἀκούγονται οἱ κτύποι τῶν κινητῶν τηλεφώνων καί πολλές φορές αὐτό γίνεται σέ σημαντικές στιγμές τῆς θείας Λειτουργίας, μέ ἀποτέλεσμα νά διασπᾶται ἡ προσοχή τῶν παρευρισκομένων στόν Ἱερό Ναό καί νά ταράσσεται ἡ ἠρεμία πού πρέπει νά ἐπικρατῆ κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες, ἰδιαιτέρως κατά τήν θεία Εὐχαριστία.

Βεβαίως, κανείς δέν ἀρνεῖται τήν προσφορά τῆς κινητῆς τηλεφωνίας σέ διάφορα κρίσιμα περιστατικά καί ἡ ὁποία δίνει τήν δυνατότητα τῆς ἐπικοινωνίας μεταξύ των ἀνθρώπων. Ὅμως ἐλλοχεύουν καί διάφοροι κίνδυνοι, ἀπό τήν διαρκῆ καί χωρίς λόγο χρήση τους. Ἤδη, ὅπως ἔχουμε ἀκούσει, ἡ χρήση τῶν κινητῶν τηλεφώνων μέσα σέ δημόσιους χώρους, ἰδιαιτέρως σέ διαλέξεις, θέατρα, συναυλίες προβληματίζει ἔντονα καί γίνεται λόγος γιά ἀπαγόρευσή τους ἤ τοποθέτηση μηχανισμοῦ ἀπενεργοποιήσεώς τους, γιατί καταστρέφεται ἡ ἠρεμία καί ἡσυχία στούς χώρους αὐτούς. Ἰδιαιτέρως, ὅμως, πρέπει νά προστατεύσουμε τούς Ἱερούς Ναούς καί τίς ὧρες τῆς λατρείας ἀπό τέτοιες ἐνοχλήσεις.

Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ θεία Λειτουργία ἀπαιτεῖ συγκέντρωση τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἐπιτύχη τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό. Ὁ Ἱερεύς συνεχῶς παραγγέλλει «ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας», «προσχωμεν», «σοφία», «πάσαν τήν βιωτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν» κλπ. Τήν ὥρα πού ὁ πιστός βρίσκεται στόν Ἱερό Ναό θά πρέπη νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό καί νά εἶναι ἐλεύθερος ἀπό βιωτικές μέριμνες καί κοσμικές περιπλανήσεις. Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τό πράξη γιά τόν ἑαυτό του, τότε τουλάχιστον πρέπει νά σεβασθῆ τόν διπλανό του, ὁ ὁποῖος ἐκείνη τήν ὥρα θέλει νά προσευχηθῆ στόν Θεό ἐκ καρδίας καί νά τόν παρακαλέση γιά τά προβλήματα πού τόν ταλανίζουν.

Μπορεῖ κάποιος νά ἰσχυρισθῆ ὅτι γιά λόγους ἀνθρωπιστικούς, ἐάν εἶναι γιατρός, ἀστυνομικός, μητέρα πού ἄφησε τό παιδί της στό σπίτι καί ἦλθε στόν Ἱερό Ναό, εἶναι ἀνάγκη νά ἔχη μαζί του ἀνοικτό το κινητό τηλέφωνο τήν ὥρα ἐκείνη. Ἔστω καί σέ μιά τέτοια περίπτωση εἶναι δυνατόν ὁ κάτοχός του τηλεφώνου νά ρυθμίζη τό πρόγραμμα στόν βομβητή (σιωπηλή εἰδοποίηση), ὥστε μόνον ἐκεῖνος νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι κάποιος τόν καλεῖ καί νά ἐξέρχεται ἀπό τόν Ἱερό Ναό, χωρίς νά ἐνοχλῆ τούς ἄλλους πού παρευρίσκονται σέ αὐτόν.

Παρακαλῶ, λοιπόν, θερμοτατα ὅλους τους εὐλογημένους Χριστιανούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας νά ἀπενεργοποιοῦν τά κινητά τους τηλέφωνα, ὅταν βρίσκονται στόν Ἱερό Ναό, η, ἄν εἶναι μεγάλη καί ἀπόλυτη ἀνάγκη νά εἶναι ἀνοικτά, τουλάχιστον ἅς τά ρυθμίζουν, ὥστε νά παράγουν δόνηση καί νά μή ἀντιλαμβάνεται κανείς ἄλλος τήν κλήση αὐτοῦ πού τόν καλεῖ ἐκείνη τήν ὥρα.

Πρέπει νά ἀντιληφθοῦμε, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅτι ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη γιά μερικές ὧρες ἠρεμίας καί ἡσυχίας, ἀκόμη καί αὐτῶν τῶν αἰσθήσεων, ἰδιαιτέρως ὅταν εὑρισκόμαστε στόν χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ καί θέλουμε νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τόν Θεό. Ἀλλά αὐτό προϋποθέτει ὅτι ὅλοι θά βοηθήσουμε, ὥστε νά ἐπικρατῆ ἡσυχία μέσα στούς Ἱερούς Ναούς μας.

Παρακαλῶ καί πάλι νά κλείνετε τό κινητό τηλέφωνό σας, ὅταν βρίσκεσθε στόν Ἱερό Ναό κατά τήν διάρκεια τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, γιατί καί σεῖς ἐμποδίζεσθε νά προσευχηθῆτε ἀπερίσπαστα, ἀλλά καί ἐνοχλεῖτε τούς ἄλλους πού παρευρίσκονται στόν Ἱερό Ναό.

Διάπυρος πρός Κύριον εὐχέτης

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ὁ Ναυπακτου καί Ἅγιου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος γιὰ τὸ Τριετὲς Μνημόσυνο τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου κυροῦ Νικοδήμου

Τριετὲς Μνημόσυνο τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου κυροῦ ΝικοδήμουἈ γ α π η τ ο ί   μ ο υ

Σε λίγες ἡμέρες συμπληρώνονται τρία χρόνια ἀπό τήν ἐκδημία τοῦ ἀειμνήστου Ποιμενάρχου τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως καί ἀγαπητοῦ ἀδελφοῦ καί Προκατόχου μου μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κυροῦ Νικοδήμου.

Εἶναι χρέος ἱερό ὅλων μας νά ἐνθυμούμαστε τούς κεκοιμημένους πατέρας καί ἀδελφούς, γι’ αὐτό καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ ἱερά μνημόσυνα διά τῶν ὁποίων προσεύχεται στόν Θεό, τόν Κύριό των ψυχῶν καί τῶν σωμάτων καί τόν Ἄρχοντα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου νά ἀναπαύση τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας, γιατί “οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καί οὔχ ἁμαρτήσει”, ὅπως λέγεται στήν σχετική εὐχή.

Μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί τήν πατερική διδασκαλία μπορεῖ κανείς νά βρῆ πολύ ὑλικό στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τήν ἀναγκαιότητα καί τήν ὠφέλεια τῶν ἱερῶν μνημοσύνων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός διδάσκει ὅτι μέ τίς προσευχές μᾶς ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας προσφέρεται σέ ὅλους κάποια “ὄνησις”, κάποια ὠφέλεια. Καί αὐτό συνδέεται μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅτι μετά τήν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ζωή αὐτή, ἀλλά καί μετά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχει διαρκής ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁγιότητα, γιατί μιά στάσιμη κατάσταση, ἡ λεγομένη ἀπό τούς ἀρχαίους εὐδαιμονία, δημιουργεῖ ἀνία. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς κάνουμε μνημόσυνα γιά τούς κεκοιμημένους ὥστε ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ νά τούς προσφέρη βοήθεια, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκονται.

Αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς Κληρικούς. Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γιά νά τούς ἀναπαύση ὁ Θεός καί νά τούς ἀξιώση καί τοῦ οὐρανίου θυσιαστηρίου. Στήν εὐχή πού λέγεται γιά τούς κεκοιμημένους Κληρικούς μεταξύ ἄλλων ὑπάρχει καί ἡ φράση: “καί ὥσπερ ἐπί τῆς γῆς ἐν τῇ Ἐκκλησία σου λειτουργόν αὐτόν κατέστησας, οὕτω καί ἐν τῷ οὐρανίω σου θυσιαστηρίω ἀναδεῖξον, Κύριε”.

Ἡ τοπική Ἐκλησία τῆς Ναυπάκτου, τήν 24η τοῦ μηνός Μαΐου, θά τελέση στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τριετές μνημόσυνο γιά τήν ψυχή τοῦ ἀοιδίμου Ποιμενάρχου αὐτῆς κυροῦ Νικοδήμου ἐν μέσω πληθούσης Ἐκκλησίας Κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀρχόντων καί ἀρχομένων ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης, ἀγάπης καί σεβασμοῦ πρός τόν ἀπελθόντα Μητροπολίτη.

Ὁ ἀείμνηστος Ἱεράρχης ἔφυγε πρόωρα ἀπό τήν ζωή αὐτή, σέ νεαρά ἡλικία, μέ τρόπο τραγικό πού δημιούργησε πόνο σέ ὅλους μας, πρίν προφθάση νά ἀσκήση τήν οὐσιαστική ποιμαντική του διακονία στήν Ἱερά αὐτή Μητρόπολη. Γιά σᾶς ἦταν, ἔστω καί γιά μικρό χρονικό διάστημα, Πνευματικός Πατέρας, γιά μένα ὑπῆρξε φίλος ἀπό πολλά ἔτη, ἀγαπητός ἀδελφός καί προκάτοχός μου στήν Ἱερά αὐτή Μητρόπολη. Γι’ αὐτό καί εἶναι χρέος μας νά προσευχηθοῦμε καί νά κρατήσουμε τήν μνήμη του.

Πρός τόν σκοπό αὐτόν προσεκάλεσα νά ἔλθουν Ἐπίσκοποι πού συνδέονταν μαζί του, ὅπως τόν Μητροπολίτη Θηβῶν καί Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο, πού ἦταν καί πνευματικός του Πατέρας, τόν Μητροπολίτη Μαντινείας καί Κυνουρίας κ. Ἀλέξανδρο, πού ἦταν γνωστός ἀπό πολλά χρόνια καί προκάτοχος τοῦ Μητροπολίτη, καί τόν Μητροπολίτη Μυτιλήνης κ. Ἰάκωβο, προσωπικό του φίλο καί Μητροπολίτη τῆς γενετείρας του.

Παρακαλῶ λοιπόν θερμά καί ὅλους τους Χριστιανούς τῆς Πόλεως αὐτῆς ἀλλά καί ὅλης της ἐπαρχίας νά προσέλθουν στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τήν Κυριακή 24 Μαΐου γιά νά προσευχηθοῦμε γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου κυροῦ Νικοδήμου καί νά τιμήσουμε τήν μνήμη του.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος μέ ἀφορμή τίς πλημμῦρες τῆς 13ης Σεπτεμβρίου

Πρός τούς Κληρικούς καί λαϊκούς
τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Τήν προηγούμενη Κυριακή κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπως εἶναι γνωστόν σέ ὅλους σας, ξέσπασε μιά τρομερή καταιγίδα, ἡ ὁποία δημιούργησε πλημμύρες, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθοῦν διάφορες καταστροφές σέ σπίτια, χωράφια, χώρους ἐργασίας καί σέ ἀνθρώπους, γιατί, δυστυχῶς, θρηνήσαμε καί ἕνα θύμα, τήν τελευταία δέ στιγμή ἀποφεύχθησαν καί ἄλλα θύματα. Δοκιμάσαμε ἀφόρητη θλίψη καί βαθύτατο πόνο.

Ἀπό τήν πρώτη στιγμή βρεθήκαμε στούς τόπους τῆς καταστροφῆς καί εἴδαμε τήν ὁρμή τοῦ νεροῦ, τήν βιβλική καταστροφή πού προκλήθηκε, καθώς ἐπίσης εἴδαμε καί τόν τόπο ὅπου ἄφησε τήν τελευταία της πνοή μιά σεβαστὴ καί ἀγαπητή μας ἀδελφή.

Τό νερό, ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ κτίση, εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Στήν Ἁγία Γραφή πολλές φορές τό νερό παρουσιάζεται, ὅπως καί εἶναι, πηγή ζωῆς, γιατί χωρίς νερό ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήση. Ἡ βροχή εἶναι εὐεργετική γιά τήν γῆ, τά ποτάμια εὐφραίνουν τίς πόλεις, ἀφοῦ ὅπως λέγεται στήν Ἁγία Γραφή “τοῦ ποταμοῦ τά ὁρμήματα εὐφραίνουσιν τήν πόλιν τοῦ Θεοῦ...” (Ψάλμ. μστ•, 5). Ὅμως πολλές φορές τό νερό ἀπό πηγή ζωῆς γίνεται πληγή, δηλαδή αἰτία, καταστροφῆς, ἀφοῦ παρασύρει ὅ,τι βρῆ μπροστά του. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ εἰκόνα τῆς καταιγίδας καί ἰδιαίτερά του χειμάρρου χρησιμοποιεῖται στήν Ἁγία Γραφή γιά νά δηλώση διαφόρους σωματικούς καί ψυχικούς πειρασμούς. Ὁ Προφήτης Δαυίδ λέγει: “Ἄρα τό ὕδωρ ἄν κατεπόντισεν ἠμᾶς. Χείμαρρον διῆλθεν ἡ ψυχή ἠμών” (Ψάλμ. ρκγ', 4). Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι τά δεινά πού ἔρχονται στήν ζωή μᾶς ὁμοιάζουν μέ τήν ὁρμητικότητα τῶν νερῶν τοῦ χειμάρρου, πού ἔρχονται αἰφνίδια, ἀλλά πολύ γρήγορα σταματοῦν. “Ο χειμάρρους μέχρι καιροῦ φοβερός ἐστι, καί πάλιν ταπεινοῦται ἀθρόως ἐκλείπων”. Γι’ αὐτό συνιστᾶ νά μήν ἀπελπιζόμαστε ὅταν ἔρχονται τά δεινά γιατί ὁμοιάζουν μέ ἕνα χείμαρρο καί μέ ἕνα νέφος τό ὁποῖο παρέρχεται: “Μή τοίνυν καταπέσωμεν, ὅταν ἐπίη δεινά• χείμαρρος ἐστιν, οἴα ἄν ἤ• νέφος ἐστι παρατρέχον”.

Βεβαίως, ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος γνωρίζει πολλές τέτοιες καταστροφές, πού προέρχονται ἀπό τήν ὁρμητική μανία τῶν ὑδάτων καί τῶν χειμάρρων, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἀποτόμων καιρικῶν μεταβολῶν. Ὅμως, δέν μποροῦμε νά λησμονήσουμε ὅτι πολλές καταστροφές ἀπό καταποντισμούς προέρχονται ἀπό τήν ἐπέμβαση τοῦ ἀνθρώπου στήν φύση, καί ἀπό τήν λεγομένη οἰκολογική καταστροφή τῆς φύσεως, πού γίνεται ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βιάζει τήν φύση, τότε δέχεται ὁ ἴδιος τα ἀποτελέσματα τοῦ βιασμοῦ. Δέν θέλουμε νά ἐπιμείνουμε αὐτήν τήν στιγμή σέ αὐτό τό γεγονός, τό ὁποῖο θεωροῦμε σημαντικό. Ἡ Ἁγία Γραφή κάνει λόγο γιά χειμάρρους ἀνομίας. Καί μέ τήν ἔννοια αὐτή, βεβαίως, ἐννοεῖ τούς αἰφνιδίους καί δυνατούς πολέμους, ἀλλά μποροῦμε νά τό ἐκλάβουμε καί κυριολεκτικά: “Περιέσχον μοί ὠδίνες θανάτου καί χείμαρροι ἀνομίας ἐξετάραξαν μέ” (Ψάλμ. Ἰζ', 5).

Θέλω νά σημειώσω ὅτι πολλοί μου τηλεφώνησαν γιά νά συμπαρασταθοῦν στήν δοκιμασία τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας. Πρῶτος ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος ἐξέφρασε τηλεφωνικῶς τήν συμπαράστασή του καί δί’ ἐμοῦ μεταφέρει τίς εὐχές του στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπίσης, σέ τηλεγράφημά του “συνοδική ἐξουσιοδοτήσει” γράφει: “ἐκφράζομεν πρός τέ τήν ἡμετέραν Σεβασμιότητα καί τόν φιλοχριστόν λαόν τήν βαθείαν συμπάθειαν καί τήν ἀμέριστον συμπαράστασιν ἠμῶν. Δεόμεθα τοῦ Κυρίου ἴνα ἐπισκεφθῆ τήν καθ’ ἠμᾶς ἐπαρχίαν ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς πρός παρηγορίαν καί στηριγμόν καί πλήρη ἀποκατάστασιν τῶν πληγέντων”. Ἐπίσης, μέ ἐπισκέφθηκε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κ. Θεοκλητός καί μοῦ ἐνεχείρισε ἕνα σημαντικό χρηματικό ποσό γιά τούς πληγέντας ἀπό τήν νεροποντή. Τό ἴδιο καί ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Σπάρτης κ. Εὐστάθιος. Ἀκόμη, καί ἄλλοι ἐξεδήλωσαν ποικιλοτρόπως πνευματικῶς καί ὑλικῶς τήν συμπαράστασή τους.

Εἶναι ἀνάγκη νά βοηθήσουμε ὅλοι πρός ἐπούλωση τῶν πληγῶν, ἀλλά καί διόρθωση τῶν κακῶς ἐχόντων. Ἡ Πολιτεία πρέπει νά ἐνισχύση σημαντικά τους πληγέντας. Τό κράτος πρέπει νά φροντίση γιά τήν κατασκευή ἀνθεκτικῶν ἀντιπλημμυρικῶν ἔργων, ὥστε νά μή θρηνήσουμε ἄλλη καταστροφή. Ὅλοι πρέπει νά βοηθήσουμε τούς ἀδελφούς μας καί νά τούς παρηγορήσουμε στήν θλίψη τους, ἀφοῦ εἶδαν τίς μεγάλες ζημιές πού ἔγιναν στά σπίτια τούς τά χωράφια τους καί τούς χώρους ἐργασίας τους. Πρός τόν σκοπό αὐτό θά περιέλθη δίσκος, τό προϊόν του ὁποίου θά δοθῆ σέ ἐκείνους πού ἔχουν ἐπείγουσα ἀνάγκη. Ὀφείλουμε ὅλοι νά βοηθήσουμε σέ αὐτήν τήν δοκιμασία πού ἔπληξε πολλούς ἀδελφούς μας. Χαίρομαι, γιατί πληροφορήθηκα ὅτι πολλοί Ναυπάκτιοι, ἀπό τήν πρώτη στιγμή συμπαραστάθηκαν ὑλικῶς, ψυχολογικῶς καί προσωπικῶς στήν δοκιμασία αὐτή, καί μάλιστα μέ ἐντελῶς αὐθόρμητο τρόπο. Τούς συγχαίρω θερμά.

Εὔχομαι ὁ Θεός νά στείλη τήν Χάρη Του καί τήν βοήθειά Του σέ ὅλους ὅσους ταλαιπωρήθηκαν ἀπό τήν καταιγίδα καί δοκίμασαν τήν πικρία τῆς πλημμύρας, ἀλλά συγχρόνως νά φωτίση καί τούς ἐπιτετραμένους νά προβοῦν στίς ἀπαραίτητες ἐνέργειες ὥστε νά μή συμβοῦν ἄλλες καταστροφές.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα 1997

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ὅλη τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τήν ὁποία περάσαμε, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοίμασε γιά νά ἑορτάσουμε, κατά τό δυνατόν καλύτερα, τά Πάθη, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, στήν πραγματικότητα νά ἀγαπήσουμε περισσότερο τόν Παθόντα, Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα Θεάνθρωπο Χριστό.

Ἀπό τό μέσον της Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τα ἀποστολικά ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν προέρχονταν ἀπό τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ἀναφέρονταν στήν ἀρχιερατική ἰδιότητα τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι, ὁ Χριστός, ὡς Ἀρχιερεύς τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐτέλεσε τήν μεγάλη θυσία στόν Γολγοθά καί ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν. Μέ αὐτό τόν τρόπο θεράπευσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία, πού εἶναι παρέμβλητη στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ὁποία προκάλεσε τήν φθορά καί τόν θάνατο, ὄχι μόνο στόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν κτίση. Μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός “ἐγένετο τοῖς ὑπακούουσιν αὐτῶ πάσιν αἴτιος σωτηρίας αἰωνίου, προσαγορευθεῖς ὑπό τοῦ Θεοῦ ἀρχιερεύς κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ” (Ἑβρ. ε’, 8-10).

Σταυρός καί Ἀνάσταση συνδέονται στενώτατα μεταξύ τους. Ὁ Σταυρός εἶναι τό θυσιαστήριο τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ πάνω στό ὁποῖο ἐτέλεσε τήν μεγάλη θυσία, δηλαδή νίκησε τίς δυνάμεις τοῦ σκότους, καί ἡ Ἀνάσταση εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς δόξης τοῦ Σταυροῦ. Ἄλλωστε, αὐτός ὁ σύνδεσμος φαίνεται καθαρά στήν ἱερά ὑμνογραφία καί τήν ἱερά ἁγιογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τά τροπάρια τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς κάνουν λόγο γιά τήν δόξα καί τόν θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ, καθώς ἐπίσης καί τά τροπάρια τῆς Ἀναστάσεως, ὁμιλοῦν γιά τήν δόξα τῆς σταυρικῆς θυσίας, διά τῆς ὁποίας ἔγινε ἡ καταλλαγή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ εἰκονογραφία τοῦ Σταυροῦ παρουσιάζει τόσο τό πάθος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὅσο καί τό ἀπαθές της θεότητος, καθώς ἐπίσης ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως παρουσιάζει τόν Χριστό νά συντρίβη τό κράτος τοῦ διαβόλου μέ τόν Σταυρό. “Ιδού γάρ διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὄλω τῷ κόσμω”.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κάνουν λόγο στά ἔργα τους γιά τήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου γράφει: “αὐτός ἱερεῖον, αὐτός θύμα, αὐτός ἱερεύς, αὐτός θυσιαστήριον, αὐτός Θεός, αὐτός ἄνθρωπος, αὐτός βασιλεύς, αὐτός ἀρχιερεύς, αὐτός πρόβατον, αὐτός ἀρνίον, τά πάντα ἐν πάσιν ὑπέρ ἠμῶν γενόμενος”. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι ὁ Χριστός λέγεται “πρόβατον μέν ὡς σφάγιον, ἀρχιερεύς δέ ὡς προσαγωγεύς”. Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἐλέησε ὄχι ἁπλῶς μέ τό νά μᾶς δώση ἕναν ἀρχιερέα, ὅπως γινόταν στήν Παλαιά Διαθήκη, “ἀλλ’ αὐτός γενόμενος ἀρχιερεύς πιστός”.

Ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς Χριστός εἶναι ἡ ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι Θεάνθρωπος. Ὡς τέλειος ἄνθρωπος εἶχε παθητή καί θνητή φύση, ἦταν “πεπειρασμένος κατά πάντα καθ’ ὁμοιότητα, χωρίς ἁμαρτίας” (Ἑβρ. δ’, 15) γι’ αὐτό καί μπορεῖ νά μᾶς καταλάβη ἀποτελεσματικά στά τόσα προβλήματα καί τίς τόσες ταλαιπωρίες, πού ἔχουμε, λόγω τῆς θνητῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἑπομένως, δέν ἔχουμε “ἀρχιερέα μή δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἠμών” (Ἑβρ. δ’, 15). Ὡς τέλειος ὅμως Θεός καί ἀναστᾶς ἐκ νεκρῶν, ἀφοῦ γεννήθηκε πρό πάντων των αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα μπορεῖ νά μᾶς ἐλεήση καί νά μᾶς σώση, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “προσερχώμεθα οὔν μετά παρρησίας τῷ θρόνω τῆς χάριτος, ἴνα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὔρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν” (Ἑβρ. δ’, 16).

Αὐτός ὁ συνδυασμός συμπαθείας καί σωτηρίας εἶναι ἀποτελεσματικός. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού μποροῦν νά δείξουν συμπάθεια, ἀλλά δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά μᾶς σώσουν, νά μᾶς ἀπαλλάξουν ἀπό τά δεινά της ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς, καί αὐτό προξενεῖ μεγαλύτερη ἀπογοήτευση. Ἡ πραγματική συμπάθεια δέν εἶναι μιά ἐξωτερική παρηγοριά, δέν εἶναι ἕνας παρηγορητικός λόγος, ἀλλά εἶναι ἡ σωτηρία, ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τήν φυλακή τῶν αἰσθήσεων καί τῶν αἰσθητῶν. Αὐτό πού δέν μποροῦν νά ἐπιτύχουν ἄνθρωποι, συστήματα, ἰδεολογίες, θρησκεῖες κ.λ.π ἐπιτυγχάνει ὁ Χριστός, ἀκριβῶς ἐπειδή ὡς Θεάνθρωπος εἶναι ὁ μοναδικός Ἀρχιερεύς τῶν ἀνθρώπων, καί προσφέρει τήν σωτηρία σέ ὅσους τόν ὑπακούουν.

Ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς Χριστός ἐξακολουθεῖ καί σήμερα νά ἔχη τό δικό Του ποίμνιο καί νά τό ὁδηγῆ στήν σωτηρία καί τόν ἁγιασμό. Τήν ἀρχιερωσύνη, ὅμως, τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά τήν ἐννοοῦμε μέ ὀρθόδοξο τρόπο καί ὄχι μέ προτεσταντικό. Δηλαδή, ὁ Χριστός δέν εἶναι κάποιος πού κάποτε σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε καί τώρα κατοικεῖ στούς οὐρανούς καί ἔχει συναισθηματική σχέση μέ τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἐνεργεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέ τό πρόσωπο τοῦ κάθε Ἀρχιερέως της. Κάθε κανονικός Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό μυστήριο τῆς αἰσθητής παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ. Ἑπομένως, λαμβάνουμε τήν Χάρη τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ, ζωντας μέσα στήν Ἐκκλησία, μετέχοντας τῶν μυστηρίων καί καθοδηγούμενοι ἀπό τούς Κανονικούς Ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅλοι ζητοῦμε συμπάθεια, παρηγοριά, ἀγάπη, σωτηρία, ἐλευθερία. Αὐτά μπορεῖ νά μᾶς τά δώση μόνο ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς Χριστός, ὁ Ὁποῖος νίκησε τόν θάνατο καί προσφέρει τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας μέσα στήν Ἐκκλησία σέ ὅσους εἶναι τέκνα Του καί καθοδηγοῦνται ἀπό Αὐτόν στήν σωτηρία.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

“Έχοντες οὖν Ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τούς οὐρανούς, Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας” (Ἑβρ. δ’, 14).
Εὔχομαι ἡ Χάρη τοῦ ἀναστάντος Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ νά εἶναι πάντοτε μαζί σας, ὡς συμπάθεια, ἔλεος, Χάρη καί ἀποτελεσματική βοήθεια.

Μέ θερμές ἀναστάσιμες εὐχές

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος Πάσχα 1998

Ἀ γ α π η τ ο ί   μ ο υ   ἀ δ ε λ φ ο ί,

Μετά τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός ἐμφανίσθηκε στούς Μαθητᾶς Του καί τούς ἔδειξε τίς πληγές πού σχηματίσθηκαν στό σῶμα Του ἀπό τήν λόγχη καί τά καρφιά τοῦ Σταυροῦ. Αὐτό ἦταν σημεῖο ἀναγνωρίσεώς Του.

Ὑπάρχει μιά ὡραιοτάτη εἰκόνα στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου ἡ ὁποία παρουσιάζει παραστατικά το θυσιαστικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὅτι Αὐτός σταυρώθηκε πάνω στόν Σταυρό καί στήν συνέχεια ἀναστήθηκε, προσφέροντας ἔτσι τήν ἀγάπη Του πρός τό ἀνθρώπινο γένος. Πρόκειται γιά τήν εἰκόνα του “ὡς ἐσφαγμένου” Ἀρνίου. Λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης: “Καί εἶδον ἐν μέσω τοῦ θρόνου καί τῶν τεσσάρων ζώων καί ἐν μέσω τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἐστηκός ὡς ἐσφαγμένον, ἔχον κέρατα ἑπτά καί ὀφθαλμούς ἑπτά, ἅ εἰσί τά ἑπτά πνεύματα τοῦ Θεοῦ ἀποστελλόμενα εἰς πάσαν τήν γήν” (Ἀποκ. ε’, 6).

Ἀρνίο εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος “καί διά τοῦ ἐπί τοῦ νομικοῦ Πάσχα θυομένου προετυποῦτο”, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἀρέθα Καισαρείας. Οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως ὁ Ἠσαΐας καί ὁ Ἱερεμίας ἔβλεπαν τόν Μεσσία ὡς ἀμνό, γιατί προέβλεπαν τήν θυσία Τοῦ ὑπέρ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος συνέστησε τόν Χριστό στούς Μαθητᾶς του ὡς ἀμνό: “ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεού” (Ἰω. α’, 37).

Τό Ἀρνίο πού εἶδε ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἦταν “ὡς ἐσφαγμένον” πράγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι εἶχε τά στίγματα καί τίς πληγές τῆς θυσίας, ἀλλά ὅμως ἦταν ζωντανό. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Καισαρείας λέγει ὅτι τό ὡς ἐσφαγμένον “δηλοί τήν μετά τήν σφαγήν ζωήν αὐτού”, καί μάλιστα δηλώνει τά σύμβολα τοῦ πάθους, τά ὁποῖα ἔδειχνε ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του.

Ἕνα ἄλλο γνώρισμα τοῦ Ἀρνίου ἦταν ὅτι στεκόταν ὄρθιο παρά τίς πληγές πού εἶχε. Γι’ αὐτό ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει: “ἀρνίον ἐστηκός ὡς ἐσφαγμένον”. Καί μάλιστα στεκόταν ὄρθιο, στό μέσο των τεσσάρων ζωντανῶν ὄντων καί τῶν εἰκοσιτεσσάρων Πρεσβυτέρων, δηλώνοντας μέ τήν στάση αὐτή ὅτι ὁ Ἀναστᾶς Χριστός εἶναι ὅ “τα πάντα συνέχων καί διακρατών” (Ἄνθιμος Ἱεροσολύμων).
Τά ἑπτά κέρατα τοῦ Ἀρνίου φανερώνουν τήν δύναμη καί τήν δόξα Τοῦ (Ἀρέθας Καισαρείας) καί οἱ ἑπτά ὀφθαλμοί δηλώνουν τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα ἐνοίκισαν στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ (Ἄνθιμος Ἱεροσολύμων).

Ἡ ὅλη μεγαλοπρεπής εἰκόνα του “ὡς ἐσφαγμένου” Ἀρνίου τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου δείχνει τήν δόξα καί τό μεγαλεῖο του Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστημένου Χριστοῦ. Ὁ Χριστός θυσιάστηκε ὡς ἀμνός ἄμωμος γιά νά νικήση τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, καί στήν συνέχεια ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν γιά νά νικήση καί τόν θάνατο, καί ἔτσι νά δώση ζωή στούς ἀνθρώπους πού συνδέονται μαζί Του.
Ὁ Χριστός, τό ἔνδοξο αὐτό Ἀρνίο, θυσιάζεται συνεχῶς γιά νά προσφέρη στούς ἀνθρώπους ζωή. Κάθε θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα Πάσχα, μιά βίωση τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Στήν θεία Λειτουργία ζοῦμε τήν πασχάλεια ἀτμόσφαιρα καί ἐμπειρία. Τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, κατά τό ὁποῖο θυσιαζόταν ἕνας ἀμνός, ἦταν προτύπωση τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἡ πραγματική βρώση τοῦ Ἀρνίου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Χριστιανοί δέν περιορίζονται καί δέν ἐξαντλοῦνται στόν ἐψημένο ἀμνό, τό λεγόμενο πασχαλιάτικο ἀρνί, ἀλλά προχωροῦν στήν βρώση τοῦ πραγματικοῦ “ὡς ἐσφαγμένου ἀρνίου” πού εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος δέν δαπανᾶται ποτέ, ἀφοῦ κατά τόν λόγο τῆς θείας Λειτουργίας “μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλά τούς μετέχοντας ἁγιάζων”.

Στήν Ἀποκάλυψη, ὅμως, τοῦ Ἰωάννου ὑπάρχει καί μιά ἄλλη εἰκόνα πού ἀναφέρεται στό Ἀρνίο πού εἶναι ὁ Χριστός, καί στήν σχέση πού ἔχει μέ τούς μαθητᾶς Του. “Και εἶδον καί ἰδού τό ἀρνίον ἐστηκός ἐπί τό ὅρος Σιῶν, καί μετ’ αὐτοῦ ἑκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, ἔχουσαι τό ὄνομα αὐτοῦ καί τό ὄνομα τοῦ πατρός αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπί τῶν μετώπων αὐτών” (Ἀποκ. Ἰδ’, 1). Ὁ ἀριθμός ἑκατόν σαράντα τέσσερεις χιλιάδες εἶναι συμβολικός καί φανερώνει τό πλήρωμα τῶν ἁγίων, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων πού ἀκολουθοῦν τό Ἀρνίον “ὅπου ἄν ὑπάγη” (Ἀποκ. Ἰδ’, 4). Τά μέτωπα δέ τῶν ἁγίων αὐτῶν “τῷ φωτί τοῦ θείου προσώπου σφραγίζονται” καί γι’ αὐτό φαίνονται “αἰδέσιμοι”, φοβεροί στούς ἐξολοθρευτᾶς ἀγγέλους, κατά τόν ἅγιο Ἀνδρέα Καισαρείας.

Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι ἀπέκτησαν κοινωνία καί ἑνότητα μέ τό ἔνδοξο Ἀρνίο, τόν Χριστό. Καί ὅπως τό Ἀρνίο θυσιάστηκε, ἔτσι καί αὐτοί θυσιάζονται καθημερινά. Καί ὅπως τό Ἀρνίο ἀναστήθηκε, ἔτσι καί αὐτοί μέ τήν δύναμή Του ἀνασταίνονται ἀπό τήν παλαιά ζωή καί ζοῦν τήν νέα ζωή, στήν Νεά Σιῶν, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία.

Γενικά, στό Βιβλίο τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως βλέπουμε τίς ἐνέργειες τοῦ θηρίου, δηλαδή τοῦ διαβόλου καί τοῦ ἀντιχρίστου, ἀλλά ταυτόχρονα καί τήν δόξα καί τόν θρίαμβό του ὡς ἐσφαγμένου Ἀρνίου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Παρατηροῦμε ἀκόμη ὅτι γίνεται λόγος γιά τό “χάραγμα” τό ὁποῖο ἐγχαράσσει τό θηρίο στό δεξί χέρι καί τό μέτωπο τῶν ἀνθρώπων πού τό προσκύνησαν (Ἀποκ. ἰγ’, 16-17), ἀλλά συγχρόνως γίνεται λόγος καί γιά τήν “σφραγίδα Θεοῦ ζώντος” μέ τήν ὁποία σφραγίζονται στά μέτωπα οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. ζ’, 2-3). Ἔτσι, οἱ ἅγιοι πού ἀκολουθοῦν καί ζοῦν μέ τό Ἀρνίο ἔχουν “τό ὄνομα αὐτοῦ καί τό ὄνομα τοῦ πατρός αὐτοῦ γεγραμμένον ἐπί τῶν μετώπων αὐτών” (Ἀποκ. Ἰδ’ ,1). Ἡ τελική νίκη μέσα στήν ἱστορία ἀνήκει στό “ὡς ἐσφαγμένον” Ἀρνίο, πού θά νικήση τό θηρίο καί θά συμβασιλεύση αἰωνίως μέ τούς ἐσφραγισμένους μέ τό ὄνομά Του καί τό ὄνομα τοῦ Πατρός Του.

Ἑορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες, ἐμεῖς ὁ νέος λαός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πνευματικά το Σταυρώσιμο καί Ἀναστάσιμο Πάσχα καί ἀγωνιζόμαστε μέ τήν μυστηριακή ζωή νά σφραγισθοῦμε μέ τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ζῶντος, γιατί ὅταν σφραγισθοῦμε ἀπό τόν Χριστό, δηλαδή ὅταν ἑνωθοῦμε μαζί Του, τότε θά ἀποφύγουμε ὁποιαδήποτε ἄλλη δοκιμασία καί τυραννία, καί θά ζήσουμε τό αἰώνιο Πάσχα μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό, τοῦ Ὁποίου τό ἄπειρον ἔλεος “εἴη μετά πάντων ἠμών”.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα 2000

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι καί λέγεται Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, γιατί συνδέεται στενά μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἕνα ἱστορικό γεγονός, πού ἐπιβεβαιώνεται ἀπό μαρτυρίες διαφόρων ἱστορικῶν, κυρίως ὅμως ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν αὐτοπτῶν καί αὐτηκόων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι λόγω αὐτοῦ του γεγονότος θυσίασαν καί τήν ἴδια τούς τήν ζωή. Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Μυροφόρες γυναῖκες εἶδαν τόν Χριστό, Τόν ἄκουσαν καί μερικοί ἀπό αὐτούς Τόν ψηλάφισαν. Καί, βεβαίως, στήν συνέχεια ἔδωσαν τήν προσωπική τους μαρτυρία γι’ Αὐτόν.

Ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του δέν ἐμφανίσθηκε στούς σταυρωτές καί τούς ἐχθρούς Του γιά νά ἐπιβεβαιώση θαυματουργικά τήν ἀξία Του. Θά μποροῦσε νά τό κάνη αὐτό γιά νά ἀποδείξη τήν θεότητά Του. Ἀλλά ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀνάγκη τῶν κοσμικῶν μέσων γιά νά ἐπιβληθῆ. Ὁ Χριστός ἐμφανίσθηκε στούς μαθητᾶς Του καί τίς Μυροφόρες γυναῖκες, γιατί αὐτοί εἶχαν προετοιμασθῆ κατάλληλα γιά νά Τόν δοῦν καί ἔτσι ἡ ὅραση αὐτή ἔγινε γι’ αὐτούς ζωή. Κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, στήν θέα τοῦ Θεοῦ καί στήν μέθεξη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ φθάνει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού προηγουμένως ἔχει καθαρθῆ καί φωτισθῆ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτός εἶναι ἱκανός νά ἀντέξη τήν θέα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φωτός.

Μεταξύ των προσώπων πού εἶδαν τόν Χριστό ἦταν καί ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Βέβαια, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ Παναγία εἶδε πρώτη τόν Ἀναστάντα Χριστό, ἀλλά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή μετά τήν Παναγία ἦταν ἐκείνη πού εἶχε αὐτήν τήν μεγάλη εὐλογία, καί στήν συνέχεια ἔγινε εὐαγγελίστρια τῶν Εὐαγγελιστῶν.

Λέγεται Μαγδαληνή γιατί, ὅπως ὑποστηρίζεται, καταγόταν ἀπό τήν κώμη Μάγδαλα. Ὁ Χριστός τήν θεράπευσε ἀπό τήν δαιμονοπληξία πού εἶχε. Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς γράφει: “ἀφ’ ἧς δαιμόνια ἑπτά ἐξεληλύθει”, καί συγκαταλεγόταν στήν ὁμάδα τῶν γυναικών ἐκείνων πού ἀκολουθοῦσαν τόν Χριστό καί τόν διακονοῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους (Λουκ. η', 2-3). Μετά τήν ἔξοδο τῶν ἑπτά δαιμονίων, ἐγκαταστάθηκε μέσα της, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, “ἡ ἑπταχῶς ἐνεργοῦσα θεία Χάρις τοῦ Πνεύματος”. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή παραβρέθηκε στόν ἐνταφιασμό τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀψήφισε τόν φόβο, μαζί μέ τήν Μαρία Ἰωσή καί μάλιστα “ἐθεώρουν πού τίθεται” τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ (Μάρκ. ἴε', 47). Στήν συνέχεια, μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες προετοιμάσθηκε γιά νά ἐπισκεφθῆ τό μνημεῖο, ἀφοῦ “ἠγόρασαν ἀρώματα ἴνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν” (Μάρκ. ἴς', 1). Ἔπειτα, ἦλθε μαζί μέ τήν Παναγία “θεωρῆσαι τόν τάφον” (Ματθ. κή', 1). Εἶδε μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες τούς ἀγγέλους πού τούς ἀνήγγειλαν τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τό μετέδωσαν στούς Μαθητᾶς (Λουκ. κδ', 9). Ἀκόμη, ἔχοντας μεγάλο ζῆλο ἦλθε καί μόνη της στό μνημεῖο “σκοτίας ἔτι οὔσης” καί ἀξιώθηκε νά δή καί νά προσκυνήση τόν Χριστό (Ἰω. κ', 1-18). Ἡ θεωρία δέ τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ συνιστᾶ τήν θέωσή της.

Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καθαρίστηκε ἀπό τά δαιμόνια, ἔλαβε τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπέκτησε ζῆλο μεγάλο γιά τά θεία, θεραπεύτηκαν ὅλες οἱ ἐσωτερικές της δυνάμεις, ἀφοῦ ἀπέκτησε καί τήν ἀφοβία, ἀπαλλάχθηκε ἀπό τήν φιλαυτία, εἶχε ἐπικοινωνία μέ τήν Παναγία, τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἐπανειλημμένως πῆγε στό μνημεῖο, ἀφοῦ ἐξουδετέρωσε τόν φόβο, ὁ ὁποῖος εἶχε καταλάβει ἀκόμη καί τούς μαθητᾶς, ἀξιώθηκε νά δή τούς ἀγγέλους καί στό τέλος ἔφθασε στήν θέωση μέ τήν θεωρία τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἀποτέλεσμα τῆς θεώσεως ἦταν ἡ μετέπειτα ἁγιασμένη ζωή της, ὁ ὀσιακός θάνατός της καί τό θαυματουργικό λείψανό της. Ἡ μνήμη τῆς ἑορτάζεται τήν 22α Ἰουλίου καί ἡ ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου τῆς τήν 4η Μαΐου κάθε ἔτους.

Ὁ δρόμος πού ἀκολούθησε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της καί τό τέλος αὐτῆς τῆς πορείας δείχνουν καί τόν σκοπό καί τό τέλος ὅλων ὅσοι θέλουν νά φθάσουν στόν ἁγιασμό καί τήν θέωση, στήν θέα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Προηγεῖται ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ἀκολουθεῖ ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί στήν συνέχεια βιώνεται ἡ θέωση. Αὐτή εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή εἶναι ἡ μέθοδος θεραπείας του, αὐτή εἶναι ἡ μέθοδος μέ τήν ὁποία ἐκπληρώνεται ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας καί τῆς ὑπάρξεώς του.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Αὐτές τίς ἡμέρες πανηγυρίζουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί χαιρόμαστε ὑπερβολικά. Ὅμως, δέν πρέπει νά παραμένουμε σέ ἕνα ἐξωτερικό ἐπίπεδο, ἀλλά πρέπει νά προχωρήσουμε βαθύτερα καί νά ἀρχίσουμε νά γευόμαστε τό μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καί νά φθάσουμε κάποτε νά δοῦμε καί ἐμεῖς “ἄρτι δί’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρός προσωπον” (Ἅ' Κορ. ἰγ', 12) τόν Ἀναστάντα Χριστόν. Γιά νά γίνη αὐτό πρέπει νά μιμηθοῦμε τόν τρόπο πού ἀκολούθησε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Μέ τήν κάθαρσή μας ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν παθῶν, πού γίνεται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νά φθάσουμε στήν θέα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος γράφει: “Πάσα ψυχή κυριεύσασα τῶν παθῶν Μαρία λέγεται. Καθαρθεῖσα οὔν διά τῆς ἀπαθείας, ὁρᾶ τόν Ἰησοῦν Θεόν ὁμού καί ἀνθρωπον”.

Ἡ Χάρη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ νά εἶναι πάντοτε μαζί σας.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα 2001

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Μετά ἀπό νηστεία, προσευχή, πνευματικό ἀγώνα σαράντα ἡμερῶν, φθάσαμε στήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, πού εἶναι ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, “ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων”. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ κορυφαῖο γεγονός τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, κεντρικό γεγονός στόν ἐόρτιο κύκλο τῆς Ἐκκλησίας μας πού καθορίζει ὁλόκληρό το ἐκκλησιαστικό ἔτος.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι καί λέγεται Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, γιατί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καθορίζει τήν ζωή μᾶς τόσο στό παρόν ὅσο καί στό μέλλον. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σαφῶς λέγει: “εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαῖα ἡ πίστις ἠμών” (Ἅ’ Κορ. ἴε’, 17). Καί στόν Κατηχητικό λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποῦ διαβάζουμε στήν ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία, μεταξύ ἄλλων λέγεται: “Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη, τό νίκος; Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός, καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος. Χριστός γάρ ἐγερθεῖς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο”.

Στήν ὀρθόδοξη παράδοση συνδέεται στενά ὁ Σταυρός μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Διά τοῦ Σταυροῦ νικήθηκε τό κράτος τοῦ θανάτου καί διά τῆς Ἀναστάσεως ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ, πού κατέβη στόν Ἅδη, εἰσῆλθε πάλι στό ἀδιάφθορο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο καί ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἡ θεότητα δέν εἶχε χωρισθῆ οὔτε ἀπό τό σῶμα οὔτε ἀπό τήν ψυχή τοῦ Χριστοῦ.

Ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνδέει τόν Σταυρό μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί δίνει μεγάλη σημασία στήν Ἀνάσταση, ὡς τό ἀποκορύφωμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀντίθετα οἱ παπικοί δίδουν μεγάλη σημασία στόν Σταυρό, τόν ὁποῖον ἑρμηνεύουν διαφορετικά ἀπό ὅ,τι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζοῦμε τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός σταυρώθηκε ἀπό ἀγάπη γιά τό ἀνθρώπινο γένος. “Ούτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἴνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀποληται, ἀλλ’ ἔχη ζωήν αἰώνιον” (Ἰω. γ’, 16). Ὁ Χριστός ἐπάνω στόν Σταυρό καί μέ τήν Ἀνάστασή Του νίκησε τόν θάνατο καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἔδωσε τό καλύτερο φάρμακο στόν ἄνθρωπο γιά νά ὑπερβῆ καί ἐκεῖνος τόν θάνατο στήν προσωπική του ζωή. Τό κέντρο τῆς ζωῆς μᾶς εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ὁποίας, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: “ἦλθεν ἥ της ζωῆς βασιλεία, καί κατελύθη τοῦ θανάτου τό κράτος. Καί γέγονεν ἄλλη γέννησις, βίος ἕτερος, ἄλλο εἶδος ζωῆς, αὐτῆς τῆς φύσεως ἠμῶν μεταστοιχείωσις”.

Ἀντίθετα οἱ παπικοί θεολόγοι, ὑποστηρίζουν τήν ἄποψη ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν σταυρική Του θυσία ἐξιλέωσε τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πού εἶχε προσβληθῆ μέ τήν ἁμαρτία πού διέπραξαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα στόν Παράδεισο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο παρουσιάζουν τόν Θεό νά διακατέχεται ἀπό τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ ὀργή, ἡ προσβολή, καί ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά ἐξιλεωθῆ ἡ δικαιοσύνη Του καί νά ἀποκατασταθῆ ἡ τιμή πού ἔχασε μέ τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου. Παρουσιάζουν, δηλαδή, τόν Θεό Πατέρα ὡσάν νά ἔχη τήν ἀνάγκη νά χυθῆ τό Αἷμα τοῦ μονογενοῦς Του Υἱοῦ, πράγμα τό ὁποῖο τοῦ δίδει μεγάλη χαρά. Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι εἶναι παράδοξο νά ὑποστηρίζη κανείς τήν ἄποψη ὅτι ὁ Πατέρας ζήτησε τό Αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του ἤ ὅτι τό εἶχε ἀνάγκη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ χύθηκε στόν Σταυρό γιά νά ἁγιασθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς ἐλευθερώση ὁ Θεός ἀπό τόν θάνατο καί νά μᾶς ἐπαναφέρη κοντά του μέ τήν μεσιτεία τοῦ Υἱοῦ. Διότι, ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: “τίς ὁ λόγος, Μονογενοῦς αἷμα τέρπειν Πατέρα;”. Ἀκριβῶς ἐπειδή οἱ Παπικοί ἑρμηνεύουν τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐξιλέωση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Πατρός καί ὡς ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ πού προσβλήθηκε, γι’ αὐτό καί τονίζουν πολύ τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ καί παραγνωρίζουν ἤ ὑποτιμοῦν τήν Ἀνάστασή Του. Δέν τούς ἐνδιαφέρει τόσο ἡ νίκη τῆς ζωῆς ἐπί τοῦ θανάτου, ὅσο ἡ ἀποκατάσταση τῆς προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης! Δέν τούς ἐνδιαφέρει ἡ θεραπεία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλά στήν πραγματικότητα, ὅσο καί ἄν φαίνεται παράδοξο, ἡ...θεραπεία τοῦ Θεοῦ!!

Αὐτό, βέβαια, ἔχει καί πολλές συνέπειες στήν ὅλη ἐκκλησιαστική πρακτική. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του, διά τῆς ὁποίας σωζόμαστε, καθώς ἐπίσης κάνουμε λόγο γιά τήν θεραπεία τῆς φύσεώς μας. Δηλαδή, ἀγωνιζόμαστε γιά νά θεραπευθοῦμε καί νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα στήν παπική θεολογία γίνεται λόγος γιά τήν προσπάθεια πού πρέπει νά καταβληθῆ γιά νά ἱκανοποιηθῆ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ ὅλη ἀσκητική προσπάθεια ἔχει σαφῶς διαφορετικό χαρακτήρα καί προοπτική.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ πού ἑορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία, νά δοῦμε αὐτό τό μεγάλο ἔργο τοῦ Χριστοῦ διά τοῦ ὁποίου ἐπιτυγχάνεται ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀνακαίνιση ὅλης της κτίσεως, ἡ νέκρωση τοῦ θανάτου καί ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Γενικά, μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους μας, ἀφοῦ, βέβαια, προηγουμένως ἀποκτήσουμε πνευματικές αἰσθήσεις γιά νά συλλάβουμε τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διεφύλαξε ὅλη αὐτήν τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια, πού ἀναπαύει τήν ψυχή μας καί μᾶς γεμίζει μέ χαρά καί πνευματική ἀγαλλίαση καί μᾶς ὁπλίζει μέ ἐλπίδα καί πίστη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ἔχει ἐκκοσμικευθῆ, ἀλλά παραμένει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, πού μᾶς βοηθᾶ νά ἀποκτήσουμε αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, νά νικήσουμε τόν θάνατο καί νά ἀποκτήσουμε τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως.

Μέ τήν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς μεγάλης ἑορτῆς, σᾶς ἀπευθύνω τόν ἀναστάσιμο χαιρετισμό: “Χριστός Ἀνέστη”!

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα 2004

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ἑορτάζουμε αὐτὲς τὶς ἡμέρες, εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ σηματοδότησε μεγάλες ἀλλαγὲς μέσα στὴν ἱστορία, πρῶτα στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔπειτα στὴν κοινωνία καὶ τὸν πολιτισμό. Μεσα σὲ αὐτὸ τὸ θεολογικὸ κλίμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὸ διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία, νοηματοδοτήθηκε ἡ ζωη, ἔλαβε ἄλλο νόημα ὁ θάνατος, ἐπαναπροσδιορίσθηκαν οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀπέκτησαν σκοπὸ ὅλες οἱ θεωρούμενες λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας, γέμισε ἀπὸ αἰώνια ζωη ἡ ὕπαρξη ὅσων συνδέθηκαν μὲ τὸν Ἀναστάντα Χριστό.

Ἐπικοινωνῶντας σήμερα μαζί σας, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἤθελα νὰ ἐντοπίσω ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Καὶ αὐτὸ εἶναι ὅτι ὁ ἀναστημένος Χριστὸς φανερώθηκε στοὺς Μαθητὰς Τοῦ, ποὺ εἶχαν κοινωνία μεταξύ τους, κυρίως κατὰ τὴν διάρκεια ἑνὸς γεύματος.

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μαρκος γράφει: "ὕστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη" (Μάρκ. ἰστ', 14). Γράφει "ἀνακειμένοις", διότι τότε οἱ ἄνθρωποι, καὶ βέβαια οἱ Ἀπόστολοι, ἔτρωγαν ἀνακείμενοι. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφέρεται στοὺς Μαθητὰς ποὺ πορεύονταν πρὸς Ἐμμαούς, οἱ ὁποῖοι δὲν Τὸν ἀνεγνώρισαν ὅσο τοὺς μιλοῦσε, ἀλλὰ Τὸν ἀνεγνώρισαν κατὰ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, γιατί τότε "λαβῶν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἐπέγνωσαν αὐτὸν" (Λούκ. κδ , 30-31). Καὶ πάλι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστός, σὲ ἄλλη ἐμφάνισή Τοῦ στοὺς Μαθητάς, οἱ ὁποῖοι ἀποροῦσαν, τοὺς ρώτησε: "ἔχετὲ τί βρώσιμον ἐνθάδε;". Ὅταν οἱ Μαθηταί του ἔδωσαν ἕνα μέρος ἀπὸ ψημένο ψάρι καὶ λίγη κηρήθρα, Ἐκεῖνος "λαβῶν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν" (Λούκ. κδ , 41-43). Ἐπίσης, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰω?ννης περιγράφει τὴν ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸν αἰγιαλό, τὴν ὥρα ποὺ οἱ Ἀπόστολοι Πετρος καὶ Ἰωάννης βρίσκονταν στὴν θάλασσα καὶ ψάρευαν, καὶ τοὺς ζήτησε "προσφάγιον". Καὶ ὅταν οἱ Μαθητὲς Πετρος καὶ Ἰωάννης, ἀποβιβάσθηκαν στὴν στεριά, "βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον". Στὴν συνέχεια τοὺς προέτρεψε: "δεῦτε ἀριστήσατε". Ὀμως, "οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετᾶσαι αὐτὸν σύ τις εἰ, εἰδότες ὅτι ὁ Κυριος ἐστιν", ἀπέκτησαν, δηλαδή, βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Τοτε ὁ Χριστὸς "λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως" (Ἰω. κα', 1-14).

Στὶς ἐμφανίσεις αὐτὲς τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ φαίνονται δύο γεγονότα· το ἕνα ὅτι βρίσκονται μαζὶ οἱ Μαθητές, ἄλλοτε ὅλοι καὶ ἄλλοτε μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, καὶ τὸ δεύτερο ὅτι βρίσκονται ἡ προσκαλοῦνται σὲ φαγητό. Καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ φαγητοῦ ὁ Χριστὸς φανερώνεται σὲ αὐτούς, καὶ οἱ Μαθητὲς Τοῦ τὸν ἀναγνωρίζουν. Οἱ κινήσεις τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ἐνέργεια ποὺ ἐκπέμπεται ἀπὸ τὶς κινήσεις αὐτές, τοὺς ὑπενθύμισαν τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀφοῦ πράγματι οἱ κινήσεις αὐτὲς ἔχουν ἕνα εὐχαριστιακὸ ὑπόβαθρο, συνιστοῦν μιὰ λειτουργικὴ πράξη. Ἰδιαιτέρως ἡ φράση "λαβῶν τὸν ἄρτον εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς", ὑπενθύμισε στοὺς Μαθητὰς τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο.

Αὐτό μας διδάσκει ὅτι ἡ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὸν ὅμιλο τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στὴν θεία Εὐχαριστία, καὶ Τὸν γνωρίζουμε προσωπικά, ὅταν κατόπιν καταλλήλου προετοιμασίας, μετέχουμε τοῦ Σωματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, κοινωνοῦμε, δηλαδή, τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.

Τὸ πραγματικὸ Πασχα γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ κοινωνία τοῦ Σωματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Γι αὔτὸ προετοιμαζόμαστε ὅλη τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, καὶ τὴν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως, κατὰ τὴν θεία Λειτουργία, δὲν ἀποχωροῦμε ἀπὸ τοὺς Ναούς, ἀλλὰ παραμένουμε στὴν ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία, ποὺ εἶναι τὸ πραγματικὸ Πασχα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μὲ τὴν ἄσκηση, εἶναι στάδιον προετοιμασίας γιὰ τὴν μέθεξη τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.

Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ Πάσχα τὸ ἑορτάζουμε καὶ τὸ πανηγυρίζουμε κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία, ἰδιαιτέρως κατὰ τὴν θεία Λειτουργία κάθε Κυριακῆς, ποὺ εἶναι τὸ ἑβδομαδιαῖο Πασχα.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σὲ μιὰ ὁμιλία του γράφει ὅτι τὸ Πασχα καὶ ἡ Τεσσαρακοστὴ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα, "ἀλλ ἕτερον πάσχα, καὶ ἕτερον τεσσαρακοστή". Καὶ ἐξηγεῖ ὅτι ἡ Τεσσαρακοστὴ ἔρχεται μιὰ φορὰ τὸν χρόνο, ἐνῷ Πασχα ἑορτάζουμε τρεῖς ἡ τέσσερες φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία, γιατί "πάσχα οὐ νηστεία ἐστιν, ἀλλ ἡ προσφορὰ καὶ ἡ θυσία, ἡ καθ ἐκάστην γινομένη σύναξις". Καθε φορᾶ ποὺ προσέρχεσαι, λέγει, στὴν θεία Εὐχαριστία μὲ καθαρὴ συνείδηση "πάσχα ἐπιτελεῖς", καὶ ἑορτάζεις τὸ Πάσχα ὄχι ὅταν νηστεύης, "ἀλλ ὅταν τῆς θυσίας ἐκείνης μετέχης". Καθε θεία Λειτουργία δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία τῆς ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ Πασχα δὲν εἶναι αἰτία νηστείας καὶ πένθους, "ἀλλ εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς ὑπόθεσις". Τὸ ὅτι τὸ Πάσχα εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ κατηχούμενος, καίτοι νηστεύει "οὐδέποτε πάσχα ἐπιτελεῖ, ἐπειδὴ προσφορᾶς οὐ κοινωνεῖ". Καί, βέβαια, δὲν συνιστᾶται ἐδῶ κάθε προσέλευση στὴν θεία Κοινωνία, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ γίνεται "ἐν συνειδότι καθαρῶ".

Εἶναι ἀνάγκη ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ λάβουμε πεῖρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ νικήσουμε τὸν βιολογικὸ καὶ τὸν πνευματικὸ θάνατο καὶ νὰ δώσουμε στοὺς γύρω μας τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς ζωῆς. Αὐτὸ θὰ γίνη ἂν συμμετέχουμε ὀργανικὰ καὶ οὐσιαστικὰ στὸν ὅμιλο τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν κάθε Κυριακὴ ἐκκλησιαζόμαστε, καὶ ἐὰν κατόπιν προετοιμασίας, κοινωνοῦμε τοῦ Σωματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. Γιατί ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ εὐχαριστιακοῦ Δείπνου σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν τὴν ἀποκάλυψη αὐτή. Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ συμμετέχουν κάθε Κυριακὴ στὴν ἀναστάσιμη θεία Λειτουργία, γιατί ἔτσι ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ ἀποκτήσουν γνώση τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος θὰ δώση ἄλλη προοπτικὴ στὴν ζωή τους, θὰ φυγαδεύση τὴν ἀπόγνωση, τὴν στέρηση καὶ τὴν μοναξιά.

Μὲ τὴν εὐχὴ νὰ ἑορτάζουμε τὸ Πασχα κάθε Κυριακή, ζῶντας μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ συμμετέχοντας στὴν Κυριακάτικη θεία Λειτουργία καὶ μετέχοντας τοῦ Σωματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπευθύνω σὲ ὅλους σας τὸν ἀναστάσιμο χαιρετισμὸ "Χριστὸς Ἀνέστη".

Μὲ πατρικὲς εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πάσχα: «Δεῦτε λάβετε φῶς...»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, πρίν ἀρχίση ἡ ἀναστάσιμη Ἀκολουθία μέ τό Εὐαγγέλιο καί τό «Χριστός Ἀνέστη», ψάλλεται στόν Ναό – ὅπου ὑπάρχει ἡμίφως, ἐπειδή κλείνουν τά φῶτα – ὁ Κανόνας πού ἀρχίζει μέ τό Τροπάριο «Κύματι θαλάσσης τόν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον», πού εἶναι συνθετικό ἔργο τῆς μοναχῆς Κασσιανῆς, τοῦ Μάρκου Ἐπισκόπου Ἱδροῦντος καί τοῦ Ἱεράρχου Κοσμᾶ.

Στήν συνέχεια ἐξέρχεται ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς στήν Ὡραία Πύλη, κρατώντας μιά ἀναμμένη λαμπάδα, καί καλεῖ τούς πιστούς νά λάβουν τό φῶς. Ψάλλει ὁ ἴδιος κατ’ ἀρχάς καί μετά οἱ Ἱεροψάλτες σέ πανηγυρικό ἦχο πλάγιον τοῦ πρώτου: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός καί δοξάσατε Χριστόν τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν». Δηλαδή, ἐλᾶτε, πιστοί Χριστιανοί, νά λάβετε τό φῶς πού δέν δύει ποτέ καί δοξάστε τόν Χριστό πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς.

Ἡ λειτουργική αὐτή κίνηση εἶναι συμβολική, πού παραπέμπει ὅμως σέ ἕνα πραγματικό καί ἔνδοξο γεγονός.

Κατ’ ἀρχάς τό φῶς αὐτό, πού μᾶς καλεῖ ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς νά λάβουμε ἀπό τήν λαμπάδα του, εἶναι κτιστό, πού σημαίνει ἄναψε ἀπό κάπου ἀλλοῦ, δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, καί ὅταν λιώση ἡ λαμπάδα, πού καί αὐτή εἶναι κτιστή, ἤ ὅταν τό σβήσουμε ἐμεῖς θά σταματήση νά ὑπάρχη. Ἀκόμη καί τό φῶς τοῦ ἡλίου εἶναι κτιστό, πού φαίνεται τό πρωί καί δύει τό ἑσπέρας, τό ἀπόγευμα, καί κάποτε ὁ ἥλιος θά παύση νά στέλλη τό φῶς του.

Ὅμως, ταυτόχρονα ὁ Ἀρχιερεύς ἤ ὁ Ἱερεύς μέ τήν προτροπή νά λάβουμε αὐτό τό κτιστό φῶς ἀπό τήν λαμπάδα, ἀνάγει τήν πρόσκλησή του αὐτή σέ μιά ἄλλη πραγματικότητα, δηλαδή στό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό Φῶς τῆς Θεότητος καί εἶναι ἄκτιστο, δηλαδή δέν ἔχει ἀρχή, δέν ἔχει φθορά, δέν ἔχει τέλος, δέν δύει ποτέ.

Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας Προφήτης, ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ἕνας ἀρχηγός μιᾶς θρησκείας, ἀλλά ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος πού ἔγινε ἄνθρωπος, δηλαδή προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὡς Θεάνθρωπος ὁ Χριστός προσφέρεται σέ ὅλους ἐμᾶς τούς φθαρτούς, τούς θνητούς καί τούς σκοτισμένους ἀπό τήν ἁμαρτία γιά νά ζήσουμε, νά δοῦμε τό φῶς πού διαλύει τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, νά ἀναστηθοῦμε ἀπό τήν πνευματική νέκρωση καί ἔτσι νά δοξάσουμε τόν Ἀναστάντα Χριστό.

Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. η΄, 12). Αὐτός εἶναι τό ἀληθινό Φῶς, ὄχι τό κτιστό, τό ἠθικό, τό συναισθηματικό, τό συμβολικό, ἀλλά τό θεῖο ἄκτιστο Φῶς. Καί ἐκεῖνος πού θά ἀκολουθῆ τόν Χριστό συνεχῶς δέν θά περπατᾶ στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχη τό φῶς τῆς ζωῆς, ὁπότε θά ζῆ πραγματικά καί θά ὁδηγῆται στήν ζωή.

Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ ἐπιβεβαιώθηκε κατά τόν καλύτερο τρόπο στό ὄρος Θαβώρ, ὅταν ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Αὐτό εἶναι τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ἔτσι Τόν εἶδαν οἱ Μαθητές «ἐν ἑτέρᾳ μορφῆββ» (Μάρ. ιστ΄, 12). Αὐτό τό Φῶς εἶδε ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος στό Συνέδριο, αὐτό τό Φῶς εἶδε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πορευόμενος πρός τήν Δαμασκό, αὐτό ἐπιβεβαιώνουν συνεχῶς οἱ Εὐαγγελιστές στά Εὐαγγέλιά τους καί οἱ Ἀπόστολοι στίς Ἐπιστολές τους.

Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε στούς συγχρόνους Του καί δι’ αὐτῶν καί σέ μᾶς: «Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γένησθε» (Ἰω. ιβ΄, 36). Ὅσο ζοῦμε πρέπει νά πιστεύουμε στόν Χριστό, γιά νά γίνουμε παιδιά τοῦ Φωτός.

Ἑπομένως, καθώς τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως ἀκοῦμε τήν προτροπή τοῦ Ἀρχιερέως ἤ τοῦ Ἱερέως νά λάβουμε τό φῶς ἀπό τήν λαμπάδα, σκεπτόμαστε ὅλη αὐτήν τήν θεολογία τοῦ Φωτός, τήν θεολογία τοῦ Φωτός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καί γι’ αὐτό σύμφωνα μέ τήν προτροπή, δοξάζουμε τόν Χριστό τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν.

Αὐτό σημαίνει ὅτι λαμβάνουμε τό φῶς, κρατᾶμε τήν λαμπάδα μας ἀναμμένη καί ὁμολογοῦμε αὐτήν τήν ἀναστάσιμη ἀλήθεια, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου, ὅτι Αὐτός νίκησε τόν θάνατο, ὅτι δέν φοβόμαστε τόν θάνατο, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι εἴσοδος στό σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας, ἀλλά εἶναι μετάβαση ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή, ὅτι θά γίνη ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί ἡ συνάντηση μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό, ὅτι μπορεῖ μέ τήν δύναμη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἀπό τώρα νά γίνη καί ἡ ἀνάσταση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας μέσα μας, πού εἶναι ἡ πρώτη ἀνάσταση, καί εἶναι προοίμιο τῆς Δευτέρας Ἀναστάσεως.

Ἔπειτα, μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες μας τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως στήν θεία Λειτουργία κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ἀνάβει τό Φῶς στήν καρδιά μας, τά σώματά μας γίνονται μιά λαμπάδα πού ἔχει μέσα τό φῶς, καί ψάλλουμε θριαμβευτικά «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν». Μετά τήν θεία Λειτουργία διασχίζουμε τό σκοτάδι τῆς πόλεως ἤ τοῦ χωριοῦ πού ζοῦμε, γεμάτοι ἀναστάσιμη χαρά γιά νά πᾶμε στό σπίτι μας, νά ἀνάψουμε τήν κανδήλα μέ τό ἀναστάσιμο φῶς, ἀλλά καί νά μεταφέρουμε ὅλη τήν χαρά «τήν νίκη τοῦ φωτός» στήν οἰκογένειά μας.

Αὐτή ἡ ἐξωτερικά μέν συμβολική πράξη, ἀλλά ἐσωτερική ἰσχυρή κραυγή τῆς δύναμης τῆς δικῆς μας ψυχικῆς ἀναστάσεως εἶναι τό ἀληθινό νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀληθινή ἐλπίδα τῆς ζωῆς, ἡ ἀληθινή βεβαιότητα τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως, ἡ ἀληθινή πίστη ὅτι ὁ θάνατος νικήθηκε.

Λοιπόν, ἀγαπητοί ἀδελφοί, «υἱοί τῆς Ἀναστάσεως»: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, καί δοξάσατε Χριστόν, τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».

Μέ θερμές ἀναστάσιμες εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς 2000

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Μέ τήν σημερινή θεία Εὐχαριστία καί τήν δοξολογία γιά τήν εἴσοδό μας στό νέον ἔτος, τό 2000, εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τήν δωρεά πού μᾶς χάρισε νά ζήσουμε καί τό προηγούμενο ἔτος, παρά τά πολλά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει ἡ ἀνθρωπότητα, ἀλλά καί ὁ καθένας μᾶς προσωπικά, καί τόν παρακαλοῦμε, Αὐτόν πού εἶναι ὁ δημιουργός του χρόνου νά μᾶς διατηρήση σέ καλή σωματική καί ψυχική κατάσταση καί κατά τόν νέον ἐνιαυτόν τῆς χρηστότητός Του.

Τό νέον ἔτος πανηγυρίζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους ὡς εἴσοδος στήν τρίτη χιλιετία, καί εἴσοδος στόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα. Αὐτό τό ὁρόσημο εἶναι ἐντελῶς συμβατικό, γιατί κατά τήν ἀκρίβεια μέ τήν σημερινή ἡμέρα εἰσερχόμαστε στό τελευταῖο ἔτος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, ὁπότε μετά ἀπό ἕνα χρόνο σάν σήμερα θά εἰσέλθουμε στόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα καί τήν τρίτη χιλιετία. Βέβαια ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί καί μάλιστα οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί συμμετέχουμε σέ αὐτόν τόν ἑορτασμό, θέλοντας νά δώσουμε μιά ἄλλη προοπτική καί μιά ἄλλη σημασία. Δέν ἐπιθυμοῦμε αὐτές οἱ ἑορταστικές ἐκδηλώσεις νά εἶναι τυπικές, ἀλλά οὐσιαστικές.

Ἀπό τήν Ὀρθόδοξη θεολογία γνωρίζουμε ὅτι ὁ χρόνος συνδέεται στενά μέ τόν χῶρο, καί τά δύο, χῶρος καί χρόνος, εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ χρόνος εἶναι ἡ ἐνέργεια πού διακρίνει τά ὄντα καί ἑπομένως δέν εἶναι μιά ἁπλή κίνηση τῶν ἀστέρων, ἀλλά εἶναι ἡ κίνηση ὅλων των ὄντων καί κυρίως τῶν ζωντανῶν ὑπάρξεων. Καί βέβαια ὁ χρόνος συνδέεται μέ τήν κτιστή ὕπαρξη καί μάλιστα τήν θνητή. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά πῆ εὔστοχα ὅτι αἰώνας εἶναι ὁ χρόνος πού σταματᾶ νά κινῆται, καί χρόνος εἶναι ὁ αἰώνας πού μετρεῖται κινούμενος. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσο ζῆ ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτήν τήν ζωή συνδέεται μέ τόν χρόνο, καί ὅταν φύγη ἀπό τόν κόσμο αὐτόν τότε εἰσέρχεται σέ μιά ἄλλη διάσταση χρόνου πού λέγεται αἰώνας.

Δυστυχῶς οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι ταυτίζουν τόν χρόνο μέ τό αἰώνιο, δηλαδή ζοῦν τήν βιολογική ζωή, ὡσάν νά πρόκειται νά ζήσουν αἰώνια, γι’ αὐτό καί ἀπολυτοποιοῦν ὅλα ἐκεῖνα πού ἔχουν σχέση μέ τά ὑλικά ἀγαθά, τήν ἡδονή, τήν εὐχαρίστηση, καί ἄλλοι περιφρονοῦν τελείως αὐτήν τήν ζωή, ἀναμένοντας τά πάντα μόνο στήν ἄλλη ζωή. Ὅταν ὅμως ταυτίζουμε ἀπόλυτα τόν χρόνο μέ τό αἰώνιο, ὅταν ἐξαντλοῦμε τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος στό ἐνθάδε, τότε αὐτό εἶναι καί λέγεται ἐκκοσμίκευση. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ζοῦσαν συνεχῶς μέ τήν αἴσθηση τῆς παροδικότητος τῶν πραγμάτων αὐτῆς τῆς ζωῆς, καί τήν νοσταλγία τῆς αἰωνίου ζωῆς, τήν ὁποία βίωναν ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Μάλιστα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: “οὐκ ἄξια τα παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἠμᾶς...” (Ρωμ. η’, 18).

Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς τοῦ καθενός ἀπό μᾶς εἶναι πολύ περιορισμένος καί μικρός, ἐν σχέσει μέ τό αἰώνιο. Δέν θά ζήσουμε αἰώνια πάνω στήν γῆ. Κάνουμε ὑπομονή στίς διάφορες δοκιμασίες στήν ζωή μας, γιατί πιστεύουμε ὅτι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ζοῦμε, ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, προσδιορίζουν καί τόν τρόπο ζωῆς μετά τήν ἔξοδό μας ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Γιατί, καίτοι τελειώνει κάποτε ὁ βίος μας, ἐν τούτοις δέν τελειώνει ἡ ζωή, ἀφοῦ ὑπάρχει ζωή καί μετά τόν θάνατο, δηλαδή μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα.

Δυστυχῶς πολλοί Χριστιανοί στήν ἐποχή μᾶς ἔχουν στραμμένη τήν προσοχή τους στίς ἡμερομηνίες, στόν χρόνο καί ἀποστρέφονται τά αἰώνια καί τά ὑψηλά, δέν ἀποβλέπουν στήν ἀπόκτηση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἐπίκαιρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: “νῦν δέ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπί τά ἀσθενῆ καί πτωχά στοιχεῖα, οἶς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; ἡμέρας παρατηρεῖσθε καί μήνας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς! φοβοῦμαι ὑμᾶς, μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμάς” (Γαλ. δ’ 9-10). Εἶναι φοβερόν νά παρατηροῦμε τίς ἀλλαγές τοῦ χρόνου καί νά μή μᾶς ἐμπνέη ὁ πραγματικός σκοπός τῆς ζωῆς μας.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ: “ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἵ ἡμέραι πονηραί εἰσι...” (Ἔφ. ἐ’ 16). Πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε ὄχι γιά τήν ἀγορά μετοχῶν στό χρηματιστήριο, ἀλλά γιά τήν ἀγορά τοῦ χρόνου, ἀφοῦ μόνο τότε θά τόν βροῦμε μπροστά μας στήν μέλλουσα αἰώνια ζωή. Παρατηροῦμε, ὅμως, ὅτι στήν ζωή μᾶς ἐπικρατεῖ ἡ λεγομένη “ρύπανση τοῦ χρόνου”. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὅπως ρυπαίνει τόν χῶρο ἀπό τά προϊόντα των παθῶν του, ἔτσι ρυπαίνει καί τόν χρόνο, ἀφοῦ αὐτόν τόν σπαταλά σέ ἄσκοπα πράγματα, καί τό πιό χειρότερο, εἶναι ὅτι τόν κατασπαταλᾶ σέ πράξεις ἁμαρτωλές, σέ ἐνέργειες πού συνιστοῦν ἄρνηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐποχή μᾶς καίτοι θέλει νά λέγεται σύγχρονη καί ὥριμη, ἐν τούτοις εἶναι γεμάτη ἀπό παλαιά ρεύματα φιλοσοφικά, ἰδεολογικά, πού αὐξάνουν τήν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅμως, πῶς μποροῦν νά γεμίσουν τόν σύγχρονο ἄνθρωπο οἱ παγανισμοί καί μεσσιανισμοί, οἱ νεωτερισμοί καί μετανεωτερισμοί, τά θρησκευτικά καί δαιμονικά συστήματα;

Εὐτυχῶς πού ἡ Ἐκκλησία σήμερα, πρώτη του ἔτους, ἑορτάζει δύο μεγάλα γεγονότα. Τό πρῶτο εἶναι ἡ κατά σάρκα περιτομή τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία δείχνει ἀφ’ ἑνός μέν τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρός τό ἀνθρώπινο γένος, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν περιτομή τῶν παθῶν ἀπό τήν ζωή μας. Πρέπει νά καθαρθοῦμε, νά μεταμορφωθοῦμε καί νά μεταμορφώσουμε τά πάθη, γιατί ἡ ἐνέργεια τῶν παθῶν κάνει τόν βίο μᾶς ἀνυπόφορο καί ἀηδιαστικό. Τό δεύτερο γεγονός εἶναι ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητος, ὁ ὁποῖος “τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησεν”, μέ τήν διδασκαλία του, τό ἔργο του καί αὐτήν ἀκόμη τήν κοίμησή του. Παρέμεινεν ἡ μνήμη τοῦ ζωντανή μέσα στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ. Χρειαζόμαστε μορφές σάν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στήν δύσκολη ἐποχή μας, πού ἐπικρατεῖ ἡ νεοειδωλολατρεία, ὁ φανατισμός, ὁ ἀρριβισμός καί ὁ ἀμοραλισμός, τό ἔλλειμμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους καί τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος.

Εἰσήλθαμε σέ ἕνα νέο χρόνο καί πολλοί ἑόρτασαν καί θά ἑορτάσουν καί τήν νέα χιλιετία. Ἀλλά δυστυχῶς ἄν δή κανείς προσεκτικά τήν σύγχρονη ζωή, θά διαπιστώση ὅτι πολλοί ἄνθρωποι διακατέχονται ἀπό παλαιές συνήθειες, παλαιά ἤθη καί ἔθιμα, εἰδωλολατρική νοοτροπία, καίτοι καλοῦνται Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά τόν Χριστό καί ὅμως πολλοί ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μᾶς ὁμοιάζουν σάν νά ζοῦν πρό Χριστοῦ. Βέβαια ἀπό πλευρᾶς ἐπιστήμης ἔχουμε προόδους, ἀλλά ἀπό πλευρᾶς ἤθους καί συμπεριφορᾶς βρισκόμαστε πολύ πίσω. Πολλοί ἀπό τούς συγχρόνους ἀνθρώπους συμπεριφέρονται ὡσάν νά μή ἔχει ἔλθη στόν κόσμο ὁ Χριστός, ὡσάν νά μή περιμένουν ἀνάσταση νεκρῶν καί ζωή τοῦ μέλλοντος.

Γι’ αὐτόν τόν λόγο, τό ἔτος αὐτό θά μᾶς δοθῆ ἡ δυνατότητα ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενικῆς καί Τοπικῆς, νά δοῦμε τό μεγαλεῖο του Χριστιανισμοῦ, τήν ἀξία τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ λόγου, τήν σπουδαιότητα τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς, τήν προοπτική του μέλλοντος αἰῶνος, ἀλλά συγχρόνως καί τήν ἀποτυχία μας νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς. Ὁπότε, ὅλος αὐτός ὁ χρόνος εἶναι ἀφορμή ἐλπίδας καί μετανοίας, αἰσιοδοξίας καί αὐτοκριτικῆς, ἐλπίδας καί ἀνάστασης.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις εὔχομαι σέ ὅλους σας ὁ νέος χρόνος νά εἶναι εὐλογημένος καί ὁ Θεός νά σᾶς γεμίση ἀπό οὐράνια καί ἐπίγεια δωρήματα.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς Μητροπολίτου Ναυπάκτου

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς

 

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 104
 
Ἱερόθεος
ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης
τῆς Θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου 
 
Πρός
τούς Κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
 
Νέον ἔτος ἀνέτειλε καί μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἀνταλλάξουμε εὐχές, νά συναντηθοῦμε καί νά ἑορτάσουμε πανηγυρικά, γιά νά ἀνανεώσουμε τήν ἀγάπη μας, τήν ἐλπίδα μας γιά ζωή, γιά ὑγεία καί ἐλευθερία ἀπό ὅ,τι μᾶς καταδυναστεύει.
 
Αὐτή ἡ ἑορτή τοῦ νέου ἔτους μοῦ δίνει τήν εὐκαιρία νά ἐπικοινωνήσω μαζί σας καί νά εὐχηθῶ αὐτό τό νέο ἔτος νά ἐκπληρωθοῦν οἱ εὐγενεῖς πόθοι στήν ζωή σας, στόν ἐπαγγελματικό σας χῶρο, στήν οἰκογένειά σας καί στήν κατά Θεόν πορεία σας.
 
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτήν θά ἤθελα νά σᾶς παρουσιάσω κάποιες σκέψεις ἑνός μεγάλου θεολόγου τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, πού ἀναφέρονται στόν τρόπο πού ἐργάσθηκε ἡ Ἐκκλησία στό παρελθόν, ἀλλά καί ἐργάζεται στό παρόν, μέσα σέ δύσκολες καί τραγικές συνθῆκες τῆς ζωῆς.
 
Κατ’ ἀρχάς, ὅπως παρατηρεῖ «ὁ Χριστιανισμός εἰσῆλθε στήν ἰστορική σκηνή σάν μιά κοινότης ἤ κοινωνία, σάν νέα κοινωνική τάξη ἤ καί σάν νέα κοινωνική διάσταση, τουτέστιν ὡς Ἐκκλησία. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί εἶχαν δυνατό αἴσθημα πώς ἦταν ἕνα σῶμα».
 
Ἤδη ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει στούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς του: «Ὑμεῖς δέ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν, ὅπως τάς ἀρετάς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τό θαυμαστόν αὐτοῦ φῶς· οἵ ποτε οὐ λαός, νῦν δέ λαός Θεοῦ, οἱ οὐκ ἠλεημένοι, νῦν δέ ἐλεηθέντες» (Α΄ Πέτρ. β΄, 9-10). Οἱ Χριστιανοί ἀποτελοῦσαν τόν νέον λαό τοῦ Θεοῦ.
 
Ὅμως, στόν χῶρο πού ἀναπτυσσόταν αὐτός ὁ νέος λαός τοῦ Θεοῦ «ὑπῆρχε καί μιά ἄλλη πολιτεία, μιά πραγματικά παγκόσμια, καί αὐστηρά ὁλοκληρωτική πολιτεία, ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, πού αἰσθανόταν πώς ἦταν ἁπλῶς ἡ μόνη Αὐτοκρατορία. Ἀπαιτοῦσε νά εἶναι ἡ πολιτεία, πού περιελάμβανε ὅλο τόν κόσμο, συγκεντρωτική καί μοναδική. Ἀπαιτοῦσε νά ἔχη τόν ὅλο ἄνθρωπο στήν ὐπηρεσία της, ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἀπαιτοῦσε τόν ὅλο ἄνθρωπο στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ».
 
Πρόκειται, λοιπόν, γιά δύο πολιτεῖες, τήν ἐκκλησιαστική καί τήν πολιτική, πού εἶχαν διαφορετικό τρόπο συγκροτήσεως, διαφορετικούς σκοπούς, ἀλλά σέ κάποια σημεῖα συναντιόνταν μεταξύ τους στήν ἀντιμετώπιση τῶν καθημερινῶν ζητημάτων. Γενικά, οἱ Χριστιανοί εἶχαν τήν συνείδηση ὅτι εἶχαν μιά ἄλλη πατρίδα, τόν οὐρανό, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καί σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὅς μετασχηματίσει τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τό γενέσθαι αὐτό σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (Φιλ. γ΄, 20-21). Καί ἀλλοῦ γράφει: «Οὐ γάρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄, 14).
 
Οἱ Χριστιανοί αἰσθάνονταν «ξένοι» καί «πάροικοι» (Ἐφ. β΄, 19). Καί ἐνῶ ἐξαναγκάζονταν νά ζοῦν σέ μιά Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία καί ἦταν μέλη της, ἐν τούτοις, ζώντας σέ αὐτήν τήν ἐπίγεια πατρίδα, εἶχαν «ἕνα ἄλλο δικό τους σύστημα ὑποταγῆς», εἶχαν ἕνα ἄλλο «σύστημα πατρίδας», κατά ἕναν ἀρχαῖο ἐκκλησιαστικό συγγραφέα.
 
«Οἱ Χριστιανοί ἔμεναν στόν κόσμο καί ἦταν ἕτοιμοι νά ἐκτελέσουν πιστά τά καθημερινά τους καθήκοντα, ἀλλά δέν θά μποροῦσαν νά δεσμευθοῦν μέ πλήρη ὑποταγή στό πολίτευμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τῆς γήϊνης Πολιτείας, γιατί τό πολίτευμά τους ἦταν κάπου ἀλλοῦ, δηλαδή "στά οὐράνια"».
 
Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί βρέθηκαν σέ μιά κατάσταση δύσκολη, ἀφοῦ «ἡ σύγκρουση τῶν δύο πολιτειῶν (πατρίδων) ἦταν ἀναπόφευκτη», καί ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ διωγμοί τῶν Ρωμαίων Αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ὁπότε, ἡ Ἐκκλησία βρέθηκε σέ μιά ἀντινομική κατάσταση καί ἀντιμετώπιζε τό ἐρώτημα ἤ θά ἠρνεῖτο τόν κόσμο καί τήν ἀνθρώπινη πολιτεία ἤ θά τήν ἐκχριστιάνιζε.
 
Ἑπομένως, παρουσιάστηκαν δύο τάσεις. Ἡ πρώτη τάση ἦταν «ἡ φυγή στήν ἔρημο», μέ τίς μοναχικές κοινότητες, διοργανωμένες ὡς νέες πολιτεῖες μέ ἄλλους νόμους καί ἄλλο σκοπό, καί ἡ δεύτερη τάση ἦταν ἡ «οἰκοδόμηση τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας», τό νά «ξαναχτίσουν τόν κόσμο σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου».
 
Καί οἱ δύο προτάσεις δοκιμάστηκαν στήν πράξη. Ὑπῆρξαν περιπτώσεις πού οἱ μοναστικές κοινότητες διοργανώθηκαν μέ βάση τήν πρώτη Ἐκκλησία τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», καί ἄλλες περιπτώσεις πού μεταμορφώθηκαν οἱ δομές τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Φυσικά, ὑπῆρχαν καί περιπτώσεις πού καί οἱ δύο προτάσεις ἀπέτυχαν. Κυρίως παρατηρήθηκε ὅτι «ἡ ἰδέα μιᾶς "ἐκκλησιαστικοποιημένης" αὐτοκρατορίας ἦταν ἀποτυχία», «ἀλλά ἡ ἔρημος πέτυχε καλύτερα» νά ἐκφράση τήν ζωή τοῦ Εὐαγγελίου.
 
Καί ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ παρατηρεῖ: «Οἱ Χριστιανοί δέν ἀρνοῦται τόν πολιτισμό σάν πολιτισμό. Εἶναι ὅμως αὐστηροί γιά κάθε ὑπάρχουσα πολιτιστική κατάσταση καί τήν κρίνουν μέ τά μέτρα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί οἱ Χριστιανοί εἶναι υἱοί τῆς αἰωνιότητος, δηλαδή οἱ μελλοντικοί πολῖτες τῆς οὐράνιας Ἱερουσαλήμ. Ἀκόμη προβλήματα κι ἀνάγκες "τοῦ αἰῶνος τούτου" δέν μποροῦν ν’ ἀποπεμφθοῦν ἤ νά παραθεωρηθοῦν σέ καμμιά περίπτωση καί κατά καμμιά ἔννοια, ἀφοῦ οἱ Χριστιανοί καλοῦνται νά ἐργασθοῦν καί νά ὑπηρετήσουν ἀκριβῶς "σ’ αὐτό τόν κόσμο" καί "σ’ αὐτό τόν αἰῶνα". Μόνο πού πρέπει ὅλες αὐτές οἱ ἀνάγκες, οἱ σκοποί καί τά προβλήματα νά θεωρηθοῦν μ’ αὐτή τή νέα κι εὑρύτερη προοπτική πού ἀποκαλύπτεται ἀπό τή χριστιανική ἀποκάλυψη πού φωτίζεται ἀπό τό φῶς της».
 
Αὐτές οἱ παρατηρήσεις τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ εἶναι πολύ ἀξιόλογες γιά τήν ἐποχή μας, γιατί παρατηρεῖται, δυστυχῶς, σέ μερικά σημεῖα ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας. Βέβαια, δέν ἐκκοσμικεύεται ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά τά μέλη της, πού ἀλλοιώνουν τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Πολλά μέλη τῆς Ἐκκλησίας συμβιβάζονται μέ τήν νοοτροπία καί τίς δομές τοῦ κόσμου τούτου, ταυτίζονται μέ τόν εὐδαιμονιστικό καί ἡδονιστικό τρόπο ζωῆς, περιορίζονται στίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθητά τοῦ κόσμου τούτου καί ξεχνοῦν τήν ζωή πού ἀποκάλυψε ὁ Χριστός.
 
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
 
Ἤδη, μέ τήν σημερινή ἡμέρα εἰσερχόμαστε στό νέον ἔτος 2023 καί καλοὐμαστε νά μεταμορφώσουμε τήν ζωή μας, νά τήν θέσουμε σέ νέες βάσεις καί σέ νέα προοπτική, νά μή εἴμαστε δεδουλωμένοι «ὑπό τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου» (Γαλ. δ΄, 3), ἀλλά νά εἴμαστε «συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. β΄, 19). Ζώντας σέ αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή ἄν δέν μποροῦμε νά τήν μεταμορφώσουμε μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τουλάχιστον νά ἀγωνιζόμαστε νά μή γινόμαστε δοῦλοι τῆς φθορᾶς καί νά μή προδίδουμε τόν Χριστό.
 
Θά ὁλοκληρώσω τίς σύντομες αὐτές σκέψεις μέ ἕναν ἐκπληκτικό λόγο τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ γιά τό πῶς ζοῦσαν οἱ πρώτοι Χριστιανοί: «Σ’ "αὐτόν τόν κόσμο" οἱ Χριστιανοί δέν μποροῦσε παρά νά εἶναι ὁδοιπόροι καί ξένοι. Τό πραγματικό τους πολίτευμα ἦταν στά οὐράνια (Φιλ. 3, 20). Ἡ Ἐκκλησία ἦταν παροικία σ’ αὐτόν τόν κόσμο (παροικοῦσα). Ἡ χριστιανική κοινωνία ἦταν κάτι πού ἀνῆκε στή δικαιοδοσία ἄλλου πολιτεύματος, στήν δικαιοδοσία πού εἶχε ὁ ἐπάνω κόσμος στή γῆ. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν "προχωρημένο φυλάκιο" τ’ οὐρανοῦ στή γῆ, ἤ "ἀποικία τοῦ οὐρανοῦ"» στήν γῆ.
 
Μέσα σέ αὐτό τό προφητικό καί ἀποστολικό πνεῦμα πρέπει νά ζήσουμε αὐτό τό νέο ἔτος, δηλαδή νά ζοῦμε σέ αὐτόν τόν κόσμο, νά προσπαθοῦμε νά τόν μεταμορφώσουμε, ὅσο εἶναι δυνατόν, ἀλλά νά ἔχουμε στραμμένο τό βλέμμα μας στόν Θεό καί τήν οὐράνια πατρίδα μας, ἀλλά καί νά αἰσθανόμαστε ὅτι ὁ τόπος πού ζοῦμε εἶναι «μιά ἀποικία τοῦ οὐρανοῦ», ἀναμένοντας νά πορευθοῦμε στήν πραγματική μας πατρίδα. Τότε ὅλα τά πράγματα τῆς ζωῆς, αὐτή ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἀλλά καί ὁ θάνατος θά ἔχουν ἄλλο νόημα.
 
Εὔχομαι χρόνια πολλά μέ τήν ἔμπνευση πού δίνει ὁ Χριστός.
 
Μέ πατρικές εὐχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 1996

Ἀγαπητοί μου, 

Καί πάλι ἀξιωθήκαμε ἀπό τόν Θεό νά ἑορτάσουμε τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀνθρώπου καί νά αἰσθανθοῦμε τήν Χάρη τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, ἀλλά καί τήν ἐλπίδα τῆς Θεοφανείας͵ τῆς ἀναγεννήσεώς μας ἐν Χριστῶ. Γιατί, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάνη τόν ἄνθρωπο Θεό. 

Μέσα στὰ γεγονότα πού συνδέονται µέ τὴν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων σηµαντική θέση κατέχει καί ὁ ἀρχαγγελικός ὕµνος’ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β, 13). Οἱ ἄγγελοι δοξολόγησαν τόν ὕψιστο Θεό γιά τήν ἀγάπη Του πρός τό ἀνθρώπινο γένος καί ὕμνησαν τήν εἰρήνη πού ἦλθε στή γῆ. Ὁ ὕμνος τῆς εἰρήνης ἀκούγεται σέ πολλά τροπάρια τῆς σηµερινῆς ἑορτῆς, τόν ψάλλουμε καί τόν τραγουδᾶμε. 

Αὐτές ὅμως τίς µέρες ἐμφανίζονται πολλοὶ πού ὁμιλοῦν γιά τόν ὕμνο τῶν ἀγγέλων περί εἰρήνης, ἀλλά ταυτόχρονα διεκτραγωδοῦν τήν ἀπουσία της καί ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτή ἡ εἰρήνη, τήν ὁποία ὕµνησαν οἱ ἄγγελοι, εἶναι ἀνύπαρκτη, ἀποῦσα, ἀφοῦ παντοῦ ὑπάρχουν ἀναστατώσεις, πόλεμοι καί ταραχές. Ἔτσι ἐρωτᾶ, κανείς, ἡ εἰρήνη, τήν ὁποία ὕμνησαν οἱ ἄγγελοι δέν ὑπάρχει στήν γῆ; Ὁ Χριστός ἔπαυσε νά προσφέρη εἰρήνη στούς ἀνθρώπους; Πρέπει νά ξέρουμε καλά ὅτι ἡ εἰρήνη, πού ὑμνήθηκε τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔχει σχέση µέ ὅλα αὐτά πού ἔχουμε ὑπ' ὄψη µας, γιατί πρόκειται γιά µιά ἄλλη κατάσταση. 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόµενος στό µεγάλο ἔργο τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπιτέλεσε µέ τήν ἐνανθρώπισή Του, λέγει ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ εἰρήνη µας, ἀφοῦ κατέρριψε τό µεσότειχο τοῦ φραγμοῦ, δηλαδή κατήργησε τήν ἔχθρα στήν δική Του σάρκα, συμφιλίωσε τόν ἄνθρωπο µέ τό Θεό καί κατασκεύασε ἕνα καινούργιο ἄνθρωπο (Ἐφ ϐ' 14-16). Ἑπομένως, µιλώντας γιά εἰρήνη ἐννοοῦμε τήν συμφιλίωση τοῦ ἀνθρώπου µέ τόν Θεό, πού ἔγινε στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτήν τήν εἰρήνη ὕμνησαν καί δοξολόγησαν οἱ ἄγγελοι, γιατί µέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἦλθε µιά καινούργια πραγματικότητα στόν κόσµο, ἄγνωστη ἔως τότε, ἀφοῦ ἕνας καί μοναδικός εἶναι ὁ Θεάνθρωπος µέσα στήν ἱστορία. 

Συνεπῶς, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀναφέρεται στήν εἰρήνη, δέν ἐννοεῖ ἁπλῶς τήν ἀπουσία τοῦ πολέμου ἀλλά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτήν τήν εἰρηνική κατάσταση ἀπολαμβάνουν ἐκεῖνοι πού ζοῦν µέσα στήν µυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί εἰρηνεύουν µέ τόν ἑαυτό τους, τόν πλησίον τους καί τό Θεό. 

Πράγματι, ἡ εἰρήνη δέν εἶναι ἕνα ἁπλό κοινωνικό ἀγαθό, δέν εἶναι µιά ἁπλῆ συναισθηματική κατάσταση, πού διακρίνεται γιά τήν πλαδαρότητα καί τήν ἀπραξία, ἀλλά εἶναι µιά µεγάλη πνευματική δύναμη, πολύ πιό ἰσχυρή ἀπό τόν πόλεμο καὶ τὶς διενέξεις. Γιατί, τόσο ὁ πόλεμος ὅσο καί οἱ προστριβές μεταξύ τῶν ἀνθρώπων εἶναι καρπός καί ἀποτέλεσμα ἀδυναµίας τῶν λεγομένων ἰσχυρῶν, ἀφοῦ µέ τὸν τρόπο αὐτό προσπαθοῦν νά περιφρουρήσουν τούς φόβους καὶ τὶς ἀνασφάλειές τους. Ἡ εἰρήνη ἀπαιτεῖ δύναμη καί αὐτοκυριαρχία, ἀφοῦ ἔχει τήν δυνατότητα νά ἐπιβάλλεται μέ πνευματικά καί πολιτιστικά µέσα καί ὄχι µέ τήν βία καί τήν τροµοκρατία. 

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπαινοῦν καί µεγαλύνουν τήν ἐσωτερική εἰρήνη ὡς ἕνα πολύτιμο ἀγαθό. Εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα διδάσκει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιά τό θέµα αὐτό. Ὀνομάζει τήν εἰρήνη «γλυκύ καί πρᾶγμα καί ὄνομα», πού εἶναι δικό του «μελέτημµα καί καλλώπισµα». Ἡ εἰρήνη εἶναι ἡ θεία δύναμη διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός εἰρηνεύει τόν ἄνθρωπο µέτόν ἑαυτό Του, εἶναι «ἡ κατά τῶν παθῶν δεσποτεία». Κάνοντας λόγο γιά τήν εἰρήνη ἐννοεῖ τήν καλή εἰρήνη, αὐτήν πού ἀποβλέπει στόν καλό σκοπό, πού συνάπτει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό. Δίνοντας βαρύτητα στήν ἐσωτερική ὑπαρξιακή εἰρήνη λέγει ὅτι µιά ἐξωτερική εἰρήνη, ἡ ὁποία χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό δέν εἶναι καλή καί εὐλογηµένη. 

Αὐτήν τήν ἐσωτερική εἰρήνη ἔφερε ὁ Χριστός στόν κόσµο. Γι' αὐτό λίγο πρίν ἀπὸ τό πάθος Του εἶπε στούς µαθητάς Του: «εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν» (Ἰω. ιδ', 27). Τήν ἔδωσε στοὺς Μαθητάς καί παραμένει µέσα στήν Ἐκκλησία. Βέβαια, ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅ,τι γίνεται στὸν κόσµο, γιατί ὅλες τίς κοινωνικές του ἐφαρμογές τίς κάνει µέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί πραγματοποιοῦνται ἀπό τούς ταπεινούς μαθητάς τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως μπορεῖ κανείς νά παρατηρήση ὅτι καί στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας δημιουργοῦνται διενέξεις, ἀλλά πρέπει νά ἀντιπαρατηρηθῆ ὅτι δέν φταίει σέ τίποτε ὁ Χριστός, γιατί τέτοιες καταστάσεις δηµιουργοῦνται ἀπό ἀρρωστημένα µέλη τῆς Ἐκκλησίας. 

Πέρα ἀπό τό ἐκκλησιολογικό καὶ ὀντολογικό περιεχόµενο τῆς εἰρήνης, πού δοξολόγησαν οἱ ἄγγελοι δέν μπορεῖ κανείς νά ἀντιπαρέλθη τήν βιαιότητα τῶν πολέμων, πού γίνονται ἀκόμη καί σήµερα σέ πολλά µέρη τῆς γῆς. Ἴσως μερικοί Χριστιανικοί λαοί θά σταματήσουν σήµερα τίς ἐχθροπραξίες, γιά νά ἑορτάσουν Χριστούγεννα, ἀλλά ἀπὸ αὔριο θά ἀρχίσουν τίς συγκρούσεις καί θά ἐξακολουθήση νά τρέχη τό νεανικό αἷμα ἄδικα πάνω στήν γῆ. Εἶναι καί αὐτό µιά µορφή ὑποκρισίας, πού διέπει τούς συγχρόνους ἀνθρώπους ἀκόμη δέ καί τοὺς χριστιανούς. 

Πρέπει νά στιγµατίσουµε τήν ὑποκρισία μερικῶν ἰσχυρῶν λαῶν, πού θέλουν νά λέγονται χριστιανοί καί οἱ ὁποῖοι παρουσιάζονται ὡς εἰρηνοποιοί καὶ µεσολαβητές μεταξύ τῶν ἀντιμαχομένων λαῶν, ἀλλά στήν πραγματικότητα δηµιουργοῦν παγκόσμια σκάνδαλα, προξενοῦν ταραχές καὶ πολέμους, εἴτε ἐπειδή κυριαρχοῦνται ἀπό αἰσθήματα ὑπεροχῆς, εἴτε ἐπειδή διακρίνονται ἀπό ἐθνική ἀνασφάλεια, εἴτε διότι ἐπιδιώκουν τήν διακίνηση τῶν ὅπλων καί τῶν πυρομαχικῶν, αὐτῶν τῶν φοβερῶν πολεµικῶν προϊόντων. 

Γιά τήν ὑποκριτική αὐτή κατάσταση δέν φταίει καθόλου ὁ Χριστός καί ὁ Χριστιανισμός, πού εἶναι Ἐκκλησία τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης, ἀλλά ὅλοι ἐκεῖνοι πού δέν δέχονται τόν Χριστό καί δέν ἐνώνονται πραγματικά μαζί Του. Γι’ αὐτό καλούµαστε νά συµβάλλουμε ὅλοι, µέ τόν τρόπο του ὁ καθένας, στήν προσπάθεια νἁ σταµατήσουν οἱ πόλεμοι καί οἱ διαµάχες, καί νά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη πάνω στή γῆ. 

Πάντως, αὐτήν τήν ἱερή ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, κατά τήν ὁποία αἰσθανθήκαμε τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ µέσα στήν καρδιά µας, ἰδιαιτέρως κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας, πρέπει νά προσευχηθοῦμε θερµά στό Χριστό, τόν ἄρχοντα τῆς εἰρήνης, νά φωτίση τίς σκεψεις καί τούς διαλογισμούς τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, ὥστε νά ἐπικρατήση στήν ἀνθρωπότητα ἡ πολυπόθητη εἰρήνη καὶ νά σταµατήση νά χύνεται τό τρελλό αἷμα τοῦ µίσους καί τῆς καταστροφῆς. Κυρίως, ὅμως πρέπει νά προσευχηθοῦμε θερµά, ὥστε νά γνωρίσουμε ὅλοι µας προσωπικά τό Χριστό καί νά ἑνωθουμε µαζί Του, γιά νά εἰρηνεύσουμε µέ τόν ἑαυτό μας τήν οἰκογένειά µας καί τήν κοινωνία, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ πραγµατικὸς Εἰρηνοποιός, τοῦ Ὁποίου τό ἄπειρον ἔλεος καί ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν εἰρήνη Του νά εἶναι πάντα µαζί µας. 

Μέ θερµές εὐχές καί εὐλογίες

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ

ΙΕΡΟΘΕΟΣ 

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 1997

Ἀγαπητοί μου,

Πανηγυρίσαμε σήμερα, ἀπό τά βαθειά χαράματα, ἀλλά καί θά πανηγυρίζουμε αὐτές τίς ἡμέρες, τό μεγάλο γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ αἴσθηση πού παραμένει μέσα μας, μετά τήν συμμετοχή μας στό μεγάλο πανηγύρι τοῦ Ὄρθρου, ὅπου ψάλλονται θαυμάσιοι ὕμνοι πού εἶναι γραμμένοι ἀπό μεγάλους ὑμνογράφους, οἱ ὁποῖοι βίωσαν προσωπικά το μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κυρίως μέ τήν μέθεξή μας στό πανηγύρι τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι αἴσθηση ἀγάπης, εἰρήνης, λυτρώσεως, ἐσωτερικῆς ἀναπαύσεως καί πληρότητος.

Ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί κάθε Χριστολογική ἑορτή, εἶναι μιά διαρκῆς πηγή ζωῆς καί ἐμπνεύσεως, πού ζωοποίησε καί ζωοποιεῖ τούς ἀνθρώπους ὅλων των γενεῶν. Πόσοι ἄνθρωποι δέν βρῆκαν νόημα ζωῆς, δέν ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τό ὑψηλό νόημα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, δέν μαγεύθηκαν ἀπό τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; Αὐτή ἡ θεία ἀγάπη πού ἐκφράζεται καί ἐκδηλώνεται μέ τήν ταπείνωση, τήν κένωση, ἀναπαύει τό πνεῦμα μας, πού εἶναι ἀνήσυχο ἀπό τό ἀνθρώπινο μίσος καί τόν ἀπάνθρωπο ἐγωϊσμό.

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τήν μεγαλύτερη πρόκληση μέσα στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἁπλό κύκλο μεταξύ γεννήσεως καί θανάτου ἑνός ἀνθρώπου, ὅπως τό βλέπουμε σέ ὅλες τίς θρησκεῖες, ἀλλά γιά Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ἀνθρωπότητος καί τοῦ κόσμου. Πρόκειται γιά ἕνωση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, θνητοῦ καί ἀθανάτου, καί αὐτό, πράγματι, ἀποτελεῖ τήν μεγαλύτερη πρόκληση στήν ἱστορία. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀναφερόμενος στήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, λέγει ὅτι αὐτό τό γεγονός εἶναι τό “μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον”.

Πράγματι, μετά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, ὅλα τα πράγματα εἶναι ἐπαναλαμβανόμενα. Ἡ κτίση εἶναι ἡ ἴδια, ὅπως τήν δημιούργησε ὁ Θεός, μέ τήν διαφορά ὅτι μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου δέχθηκε τήν φθορά. Κάθε φορᾶ πού γεννιέται ἕνας ἄνθρωπος, ἐνεργοποιεῖται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ “αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτής” (Γέν. α’, 28). Ὅλα εἶναι ἐπαναλαμβανόμενα. Τό μόνο καινούριο εἶναι ἡ Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, ἀφοῦ Αὐτός, πού εἶναι ὁ ἄκτιστος Λόγος, προσλαμβάνει τό κτιστό, Αὐτός, πού εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, γίνεται καί υἱός τοῦ ἀνθρώπου.

Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπετέλεσε τήν μεγαλύτερη πρόκληση μέσα στήν ἱστορία. Ἦταν πρόκληση γιά τήν θρησκευτική ἡγεσία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πού βασάνιζε τούς ἀνθρώπους μέ τίς τυπικές ἐξωτερικές διατάξεις, χωρίς νά βλέπη τήν ἐσωτερική του ὑπόσταση καί ἀναζήτηση. Ἦταν πρόκληση γιά τήν λεγομένη τότε κοινωνική συνοχή, τήν ὁποία, ὅμως, ἐξασφάλιζε ἡ τυραννία καί ἡ ἐπιβολή διά τῶν ὅπλων, ἀφοῦ οἱ λαοί ἦταν ὑπόδουλοι στούς Ρωμαίους. Ἦταν πρόκληση γιά τήν λεγομένη ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, πού στηριζόταν ἁπλῶς σέ ἐξωτερικούς παράγοντες καί ἐξωτερικές προδιαγραφές, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἀρέσκονται στό νά κλείνωνται στό ἄτομό τους καί νά βλέπουν μόνο τα ἀγαθά της ἀτομικῆς ἐπιβίωσης. Ὁ Χριστός μέ τήν Γέννησή Του ἀνέτρεψε ὅλα τα θρησκευτικά, κοινωνικά καί ἀνθρωποκεντρικά δεδομένα καί ἔδωσε νέο νόημα ζωῆς. Ὁ Ἴδιος εἶπε ἐκεῖνον τόν ὑπέροχο λόγο: “πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν, καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;” (Λουκ. Ἰβ’, 49).

Ἔτσι, μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἦλθε στόν κόσμο μιά δυνατή καί δραστική φωτιά πού ἀνέτρεψε ὅλα τα δεδομένα. Κατήργησε τίς θρησκεῖες πού ἐκμεταλλεύονταν τούς ἀνθρώπους, ἀνέτρεψε ὅλα τα τυραννικά καθεστῶτα πού βασάνιζαν καί τσαλάκωναν τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ἔβγαλε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν φυλακή τῆς ἀτομικότητός του. Καί βέβαια, τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἀρνητικό, ἀλλά κυρίως θετικό, ἀφοῦ τόν κόσμο τόν ἔκανε Ἐκκλησία, δημιούργησε ἕναν καινούργιο κόσμο μέ μιά ἄλλη παράδοση, τῆς ὁποίας κέντρο εἶναι αὐτός ὁ Ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, καί περιεχόμενο ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση, ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά ἔχει ἕνα ἄλλο ὑψηλότερο καί βαθύτερο νόημα ζωῆς.

Τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν περιορίζεται μόνον στήν ἐποχή κατά τήν ὁποία γεννήθηκε ὁ Ἴδιος, ἀλλά ἐπεκτείνεται μέσα στήν ἱστορία. Καί σήμερα ἐξακολουθεῖ ὁ Χριστός νά ἀποτελῆ πρόκληση. Συνήθως ὁ ἄνθρωπος ἀρέσκεται στό ἐπίπεδο σχῆμα, δηλαδή στήν αἰσθησιακή ἀπόλαυση, στήν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων καί στήν μαγεία τοῦ λογικοῦ, στήν ἐνασχόλησή του μόνο μέ τήν κοινωνία. Ἀλλά αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο πρόβλημα, γιατί στήν περίπτωση αὐτήν ὁμοιάζει μέ τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον πού στολίζει τόν χῶρο τῆς φυλακῆς. Στόν ἐκκοσμικευμένον αὐτόν ἄνθρωπο ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δείχνει τήν ἔξοδο ἀπό τήν φυλακή τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς αἰσθησιοκρατίας, ὑποδεικνύει τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς.

Ὁ Χριστός καί σήμερα ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τό οὐράνιο ἐκεῖνο πῦρ, ἡ δυνατή ἐκείνη φωτιά πού μπορεῖ νά καύση κάθε μικρό καί ἄρρωστο, κάθε ἀποσπασματικό καί τυραννικό. Μπορεῖ νά μᾶς προσφέρη ἕνα ἄλλο ὑψηλό καί διαφορετικό νόημα ζωῆς. Μπορεῖ νά μᾶς βγάλη ἀπό τήν φυλακή τοῦ ἀτομισμοῦ, τῆς τυραννίας τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί τῶν αἰσθήσεων. Μπορεῖ νά γεννήση μέσα μας μιά καινούρια ζωή.

Εἴθε ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ νά πυρπολήση τίς καρδιές μας καί νά μᾶς δώση ἕνα ἄλλο νόημα ζωῆς, ὑψηλότερο ἀπό τά γνωστά νοήματα πού συνδέονται μέ τό κτιστό, τό ἀνθρώπινο καί τό θνητό.

Ἡ Χάρη τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ νά εἶναι πάντα μαζί σας.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 1998

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Τά γεγονότα τά ὁποῖα ἑορτάζουμε αὐτές τίς ἡμέρες εἶναι θεϊκά καί ἀνθρώπινα, ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, προσλαμβάνει ἀνθρώπινη σάρκα καί ἔρχεται στά ἡμέτερα, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώνεται στά θεϊκά. Ἑπομένως, αὐτές τίς ἡμέρες ἑορτάζουμε τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, ἀλλά καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ Λόγου στήν γῆ, ἀλλά καί τήν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου στόν οὐρανό.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐκπλήσσονται στήν ἀνάμνηση καί πρό παντός στήν βίωση αὐτοῦ του μεγάλου γεγονότος, τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί στέκονται ἐκστατικοί μπροστά στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Σήμερα, τήν ἐόρτιο αὐτή ἡμέρα, θά ἤθελα νά ὑπενθυμίσω μερικούς λόγους τοῦ μεγάλου θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ ὁμιλία του στήν γενέθλιο ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαχρονική καί γεμίζει τήν ψυχή μέ ἀγαλλίαση καί χαρά. Ὅταν τήν διαβάζη κανείς, ὅπως τό ἔκαναν δισεκατομμύρια Χριστιανοί στούς δέκα ἕξη αἰῶνες, συγκινεῖται βαθειά, συγκλονίζεται πνευματικά καί ἐκπλήσσεται θεσπέσια. Πρόκειται γιά ἕναν ὕμνο ζωῆς καί μάλιστα ζωῆς ἀληθινῆς.

Στήν ἀρχή τοῦ λόγου τοῦ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος προτρέπει τούς οὐρανούς νά εὐφρανθοῦν καί τήν γῆ νά αἰσθανθῆ ἀγαλλίαση γιά τόν ἐπουράνιον Θεό, πού ὅμως ἔγινε ἐπίγειος, καθώς ἐπίσης προτρέπει τούς ἀκροατᾶς του νά αἰσθανθοῦν ἀγαλλίαση λόγω τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα ἀγαλλίαση ἀπό τρόμο καί χαρά• τρόμο γιά τήν ἁμαρτία, χαρά γιά τήν ἐλπίδα.

Πράγματι, ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ μᾶς ἔρριξε σέ βαθειά ἀπελπισία, στόν βυθό τῆς ἀπογνώσεως, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε δυνατότητα σωτηρίας καί ἀπολυτρώσεως, λόγω τῆς ἀπωλείας τῆς κοινωνίας μας μέ τόν Θεό. Ὅμως, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἔφερε τήν ἐλπίδα τῆς ζωῆς. Ἔτσι, ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐλπίδα μας, ἡ χαρά μας καί ἡ ζωή μας. Χωρίς τόν ἐνανθρωπήσαντα Χριστό τίποτε δέν εἶναι εὐχάριστο στήν ζωή. Τά πάντα γεμίζουν ἀπό τήν πτωμαΐνη τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος δέν εὐχαριστεῖται μέ τίποτε, ἔξω ἀπό τόν Χριστό.

Ὁ μεγάλος ὅμως θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὑψιπέτης τῆς θεολογίας ἀετός, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, δέν σταματᾶ στήν ἁπλή συνειδητοποίηση τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά προχωρεῖ στήν προτροπή γιά τήν προσωπική ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ὡραῖο καί εὔστοχο θεολογικό λόγο γράφει: “δεῖ γάρ μέ παθεῖν τήν καλήν ἀντιστροφήν”, δηλαδή πρέπει καί ἐμεῖς νά ὑποστοῦμε τήν καλή ἀντίστροφη πορεία, νά ἀνεβοῦμε πνευματικά, διότι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἔχει σκοπό “ἴνα πρός Θεόν ἐνδημήσωμεν ἤ ἐπανέλθωμεν”. Ἡ ἀνύψωσή μας, ἡ καλή ἀντίστροφη πορεία συνδέεται μέ τήν μετάνοια, τήν ἐπιστροφή στόν Θεό, τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν, πού ἐκφράζεται μέ τήν προσευχή καί τήν ὑπακοή στό θέλημά Του. Πρόκειται γιά τήν πνευματική ἀλλοίωση πού συνδέεται μέ τήν θεραπεία καί τήν κάθαρση ὅλων των ψυχικῶν καί σωματικῶν ἐνεργειῶν. Καί οἱ ἑορταστικές ἐκδηλώσεις τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἀποβλέπουν σέ αὐτήν τήν πνευματική μας ἀλλοίωση.

Εἶναι γνωστόν, ὅμως, ὅτι ἡ πεπτωκυία ἀνθρώπινη φύση ἔχει μιά ροπή πρός τό κακό καί τήν ἁμαρτία, καί μάλιστα εὔκολα μετατρέπει ὅλα τα μεγάλα Χριστολογικά καί σωτηριώδη γεγονότα σέ ἐπίπεδες καί ἐπιπόλαιες γιορτές, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἱκανοποιοῦνται τά πάθη. Θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά θρησκειοποίηση τῶν κοσμοσωτηρίων γεγονότων. Πρόκειται γιά τήν πτωτική κατάσταση τῶν πρωτοπλάστων καί τῶν ἀπογόνων τους, ἡ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τόν Θεό, τήν ἀληθινή ζωή, καί δημιούργησαν θρησκεῖες γιά νά λατρεύουν ψεύτικους Θεούς. Ἔτσι, ἀπό τήν ζωντανή ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό ἔφθασαν στήν θρησκειοποίηση.

Αὐτήν τήν πειρασμική κατάσταση, πού εἶναι ἔσχατο ὅριο ἀπονοίας, γνώριζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γι’ αὐτό καί σέ μιά ἀποστροφή τοῦ λόγου του θά παραγγείλη στούς ἀκροατᾶς του νά μή ἑορτάσουν τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέ δημόσιες πανηγύρεις, ἀλλά μέ θεϊκό τρόπο, ὄχι μέ κοσμικό ἀλλά μέ ὑπερκόσμιο τρόπο. Τούς προτρέπει ἀκόμη μέ τόν εὔστοχο λόγο του: “Ἐορτάσωμεν μή τά ἡμέτερα, ἀλλά τά τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δέ τά τοῦ Δεσπότου• μή τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς ἰατρείας• μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως”. Πόσοι ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν περιπίπτουν στόν πειρασμό, ἀντί νά ἑορτάσουν τόν ἡμέτερον, δηλαδή τόν Δεσπότη Χριστό, νά ἑορτάζουν τόν ἑαυτό τους, ἀντί νά πανηγυρίζουν τά Χριστούγεννα ὡς γεγονότα ἰατρείας, νά τά πανηγυρίζουν πνευματικά ἀσθενεῖς. Ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος ἀρρωσταίνει ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς, ἀκόμη καί αὐτά τά γεγονότα τῆς σωτηρίας του. Μοῦ κάνει δέ ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνδέει τήν ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἰατρεῖα, ἀφοῦ ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἔγινε τό μεγαλύτερο καί ἰσχυρότερο φάρμακο, πού θεραπεύει τήν πνευματική ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ὁ ἐναθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς ζωῆς μας, ἰδιαιτέρως μετά τόν πνευματικό θάνατο πού συνέβη στόν Ἀδάμ καί τόν ὁποῖο κληρονομήσαμε καί ἐμεῖς, εἶναι ἡ ἰατρεῖα τῆς φύσεώς μας. Δέν μποροῦμε νά βροῦμε πουθενά ἀλλοῦ τήν ἐλπίδα καί τήν θεραπεία. Δέν προσφέρει ἐλπίδα ἡ ἱκανοποίηση τῶν ἀσθήσεων καί τῆς λογικῆς. Δέν ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική μας ἀναζήτηση καί δέν θεραπεύουν τήν βαθειά τραυματισμένη μᾶς ψυχή οἱ προκλήσεις πού προσφέρουν οἱ δυνατότητες αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ καί δέν πρόκειται νά ἱκανοποιηθῆ ποτέ, ἄν δέν βρῆ τόν στόχο, πού εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό, αὐτές τίς ἡμέρες ἅς μή γιορτάσουμε τά “ἠμέτερα”, ἀλλά τά “τοῦ ἠμετέρου”. Αὐτός, δηλαδή ὁ Χριστός, εἶναι ὁ πραγματικά δικός μας, ὁ ἡμέτερος ἠμῶν, πού μπορεῖ νά ἀποβάλη ἀπό τήν ψυχή τόν ζόφο, τήν ἀπόγνωση, τήν ἀπελπισία καί νά ἐνσταλάξη τήν ἐλπίδα. Αὐτός ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἰατρεῖα μας, Οὐ τό ἄπειρον ἔλεος εἴη μετά πάντων ὑμῶν.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 1999

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Λαμπρή καί εὐφρόσυνη ἡ ἑορτή καί πανήγυρη σήμερα. Μέ ψαλμούς καί ὕμνους καί ὠδές πνευματικές, ἀλλά καί αἰσθήματα εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας ἑορτάσαμε τήν Γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Εὐφραίνονται οἱ οὐρανοί καί ἀγαλλιᾶται ἡ γῆ “διά τόν ἐπουράνιον, εἴτα ἐπιγειον”, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, δηλαδή γιά τόν Χριστό πού ἦταν ἐπουράνιος, ὁ ὁποῖος γιά τήν δική μας σωτηρία ἔγινε ἐπίγειος, χωρίς νά ἐγκαταλείψη τά ἐπουράνια. Αἰσθανόμαστε πνευματική χαρά γιά τήν ἐπιδημία τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, καί τήν δική μας ἐνδημία καί ἐπάνοδο στά θεία, τά ἐπουράνια, ὅπως λέγει καί πάλιν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: “ἐπιδημία Θεοῦ πρός ἀνθρώπους, ἴνα Θεόν ἐνδημήσωμεν ἤ ἐπανέλθωμεν”. Διότι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔχει τούς δύο αὐτούς πόλους, ἤτοι τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στά ἡμέτερα καί τήν ἄνοδο τήν δική μας στά θεία. “Δεί γάρ μέ παθεῖν τήν καλήν ἀντιστροφήν”.

Ἡ σημερινή ἑορτή τῶν Χριστουγέννων προσλαμβάνει ἰδιαίτερη σημασία, ἐπειδή καθορίστηκε παγκοσμίως νά ἐορτάζωνται τά δύο χιλιάδες χρόνια ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτό γίνεται μέ τήν εἴσοδό μας στό ἔτος 2.000 πού εἶναι τό τελευταῖο ἔτος τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Ἔτσι ἔχουμε ἱστορία δύο χιλιάδων ἐτῶν ἀπό τότε πού ἐνηνθρώπησε ὁ Χριστός, καί βεβαίως ὡς Χριστιανοί ἔχουμε τήν δυνατότητα νά κάνουμε τόν ἀπολογισμό μας, κατά πόσον ἀφήσαμε τήν μεγάλη αὐτή δωρεά νά μεταμορφώση τήν ζωή μας καί νά ἀνακαινίση τόν κόσμο. Διότι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μιά, ἅς μου ἐπιτραπῆ ἡ φράση, ἰδιωτική ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ἕνα ἔργο τό ὁποῖο δῆθεν ἦταν ἀναγκαῖο γιά τήν Θεότητα, ἀλλά ἔγινε γιά νά σώση, νά ἀναπλάση τήν πεπτωκυία ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτό καί τίθεται ἀδυσώπητό το ἐρώτημα: Οἱ Χριστιανοί γεύθηκαν τούς καρπούς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ;

Τό γεγονός πάντως εἶναι ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἄλλαξε τόν ροῦ τῆς ἱστορίας, δημιούργησε νέα κατάσταση, ἀνέτρεψε τόν παλαιό κόσμο, τόν κόσμο τῆς πλάνης καί ἔδωσε στόν ἄνθρωπο νέα προοπτική. Φυσικά, ὅταν κάνουμε λόγο γιά ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου, δέν ἐννοοῦμε ὅτι αὐτό ἔγινε ἁπλῶς μέ τήν Γέννησή Του, ἀλλά καί μέ ὅλους τους σταθμούς τῆς θείας Οἰκονομίας, τόν Σταυρό καί τήν Ταφή, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη, καί τήν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὅλα αὐτά τά γεγονότα εἶναι ἑνωμένα. Μέ τήν Γέννησή Του ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν θέωσε, ἀλλά μέ τόν Σταυρό, τόν θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του νίκησε τόν θάνατο πάνω στήν δική του ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο μποροῦμε νά χαρακτηρίσουμε τήν ἱστορία καί τόν χρόνο στήν πρό τοῦ Χριστοῦ καί τήν μετά τόν Χριστόν περίοδο. Πρό Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἦταν πεπτωκυία καί θνητή, μετά Χριστόν εἶναι θεωμένη καί ἀθάνατη.

Αὐτό ἔχει μεγάλες καί συνταρακτικές συνέπειες. Πρό Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι ἀνῆκαν σέ μιά θρησκεία μέ ὡραῖες τελετές καί προσδοκίες, ἐνῶ μετά Χριστόν δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἀνήκουν σέ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Πρό Χριστοῦ ὁ πολιτισμός ἦταν ἀνθρωποκεντρικός, ἐνῶ μετά Χριστόν ὁ πολιτισμός γίνεται Θεανθρωποκεντρικός. Πρό Χριστοῦ ἐπικρατοῦσε ἡ δουλεία τοῦ ἀνθρώπου στά κτίσματα καί σέ ἄλλους ἀνθρώπους, ἐνῶ μετά Χριστόν κυριαρχεῖ ἡ ἐλευθερία τοῦ πνεύματος, ἡ ἀπελευθέρωση ἐν Χριστῷ. Δισεκατομμύρια ἄνθρωποι μετά Χριστόν ἔζησαν ἕναν νέο τρόπο ζωῆς καί πολιτείας καί ἔδωσαν τήν μαρτυρία τῆς νέας ζωῆς πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός. Σέ κάθε ἑορτή τῶν Χριστουγέννων πανηγυρίζουμε αὐτό τό μεγάλο γεγονός, ἰδιαιτέρως ὅμως τό κάνουμε σήμερα πού οἱ Χριστιανοί ἑορτάζουν τά 2.000 χρόνια ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Βέβαια, τά πανηγύρια αὐτά γιά νά ἔχουν οὐσιαστικό περιεχόμενο πρέπει νά γίνωνται μέσα σέ ἀτμόσφαιρα αὐτοκριτικῆς ἀπό μας, τούς συγχρόνους Χριστιανούς. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά σκεφθοῦμε δημιουργικά κατά πόσον ἐμεῖς, οἱ σύγχρονοι Χριστιανοί, γευόμαστε αὐτούς τούς σκοπούς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, κατά πόσον ἡ ζωή καί ἡ πολιτεία μᾶς ἐμποτίστηκε ἀπό αὐτό τό μεγάλο ρεῦμα τῆς θεώσεως πού πέρασε, μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀνθρωπότητα. Καί, βεβαίως, πρέπει νά ρωτήσουμε κατά πόσον οἱ πόλεμοι καί οἱ διαμάχες μεταξύ των χριστιανικῶν Κρατῶν καί οἱ ἐπιθετικές διαθέσεις προερχόμενες ἀπό Χριστιανούς, οἱ κοινωνικές ἀδικίες καί οἱ ἀκαταστασίες στόν κόσμο μας, ἡ ἀνασφάλεια καί ἡ ἀπογοήτευση πού παρατηροῦνται καί στούς Χριστιανούς, οἱ ἁμαρτίες καί οἱ ἀποστασίες ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἄν ὅλα αὐτά συμβιβάζονται μέ τό ἀληθινό πνεῦμα πού ἔφερε ὁ Χριστός στόν κόσμο μέ τήν ἐνανθρώπησή Του.

Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά γίνη ὁ ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων, καί μάλιστα τώρα πού εἰσερχόμαστε στά 2.000 χρόνια ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Γιατί διαφορετικά οἱ ἑορταστικές ἐκδηλώσεις θά εἶναι κοσμικές. Καί βεβαίως ἐδῶ εἶναι ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: “ἐορτάσωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς• μή κοσμικῶς, ἀλλά ὑπερκοσμίως• μή τά ἡμέτερα, ἀλλά τά τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δέ τά τοῦ Δεσπότου• μή τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς ἰατρείας• μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως”.

Μέ αὐτές τίς ἐόρτιες σκέψεις, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπαύγασμα τῆς συμμετοχῆς μας στό πανηγύρι τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο εἶναι μυστήριο τῆς κενώσεως καί τῆς ἀναστάσεως, ἰδιαιτέρως αὐτήν τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ἅς εὐχηθοῦμε νά τρεφόμαστε ὅλοι μας διαρκῶς ἀπό τήν ἀκένωτη πηγή τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐκδηλώθηκε μέ τήν ἐναθρώπησή Του, καί νά πλημμυρίζη ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, προσωπική, οἰκογενειακή, ἀπό τόν ὠκεανό τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 2000

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Τό ἀστέρι πού καθοδηγοῦσε τούς Μάγους γιά τήν ἀνεύρεση τοῦ Χριστοῦ στήν Βηθλεέμ, ἀποτελεῖ ἕνα κεντρικό σημεῖο τῶν διηγήσεων τῶν Εὐαγγελιστῶν γιά τά γεγονότα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά ἕνα γεγονός, γιά τό ὁποῖο λέγονται πολλά καί ἀσχολήθηκαν πολλοί ἐπιστήμονες καί ἀστρολόγοι, προκειμένου νά μελετήσουν τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτό τό φαινόμενο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στό ἀστέρι τῶν Μάγων, λέγει ὅτι ἦταν μιά λογική δύναμη καί ὄχι ἕνα ἁπλό ἀστέρι. Σχολιάζοντας τά σχετικά χωρία τῶν Εὐαγγελιστῶν, λέγει ὅτι τό ἀστέρι αὐτό δέν μοιάζει μέ ἄλλα ἀστέρια. Αὐτό φαίνεται: Πρώτον ἀπό τήν πορεία πού ἀκολουθοῦσε, ἤτοι ἀπό βορρᾶ πρός νότο, ἐνῶ ὅλα τα ἀστέρια κινοῦνται ἀπό ἀνατολᾶς πρός δυσμᾶς. Δεύτερον, ἀπό τόν καιρό πού τό ἔβλεπαν, ἀφοῦ δέν τό ἔβλεπαν μόνον τήν νύκτα, ἀλλά τήν ἡμέρα, πράγμα ἀδύνατον γιά τά ἄλλα ἀστέρια. Τρίτον, ἀπό τό ὅτι ἄλλοτε κρυπτόταν καί ἄλλοτε ἐμφανιζόταν, καί μάλιστα δέν εἶχε μόνιμη πορεία, ἀλλά ἐκινεῖτο, ὅταν ἔπρεπε νά κινῆται, καί σταματοῦσε, ὅταν ἔπρεπε νά σταματήση. Ὁμοίαζε δηλαδή μέ τόν στύλο τῆς νεφέλης πού σταματοῦσε στό στρατόπεδο τῶν Ἰουδαίων ἤ καί ἤγειρε τό στρατόπεδο γιά νά βιασθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν χρειαζόταν. Τέταρτον, περίεργος ἦταν ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ὁδηγοῦσε τούς Μάγους, ἀφοῦ κατέβαινε χαμηλά καί μάλιστα στάθηκε πάνω ἀπό τό μέρος πού ἦταν ὁ Χριστός, καί ἔτσι τούς ὑπέδειξε τό συγκεκριμένο ἐκεῖνο σημεῖο.

Ἀπό ὅλα αὐτά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμπεραίνει ὅτι δέν ἦταν ἕνα ἀστέρι “ἀλλά δύναμις τίς ἀόρατος εἰς ταύτην μετασχηματισθεῖσα τήν ὄψιν”, δηλαδή ἦταν κάποια ἀόρατη δύναμη πού ἔλαβε τήν μορφή τοῦ ἀστέρος. Ἄλλοι Πατέρες λένε ὅτι πρόκειται γιά φωτεινό ἄγγελο πού ὁδηγοῦσε τούς Μάγους καί μάλιστα αὐτός ἦταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἀπαντώντας στήν ἐρώτηση γιατί στήν περίπτωση τῶν Μάγων ὁ Θεός τούς καθοδήγησε μέ ἀστέρι καί ὄχι μέ ἄλλους τρόπους, ὅπως τό βλέπουμε σέ ἄλλες περιπτώσεις, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Θεός καί οἱ ἄνθρωποι πού ἀποστέλλει γιά τήν σωτηρία τῶν ἄλλων χρησιμοποιοῦν ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἀγαπᾶ κάθε ἄνθρωπος καί μέ τά ὁποῖα ἔχει ἐξοικειωθῆ. Οἱ Μάγοι, ὡς ἀστρονόμοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δέν θά ἔδιναν σημασία, ἄν ἀποστέλλονταν Προφῆτες, ἀλλά ἔδωσαν προσοχή μόνον σέ ἀστέρια, ἀφοῦ παρακολουθοῦσαν συνεχῶς τόν οὐρανό. Ἡ σοφία καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φαίνεται καί στό ὅτι στήν ἀρχή ἀνέχθηκε νά καλέση τούς Μάγους μέ τήν θέα τοῦ ἀστέρος, ὥστε νά τούς ὁδηγήση ὑψηλότερα. Γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἔφθασαν στήν φάτνη μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀστέρος, στήν συνέχεια, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ ἀνέβησαν ὑψηλότερα πνευματικά, συνομιλοῦσε μαζί τους μέ ἄγγελο. Πρίν τήν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ τούς καθοδηγοῦσε μέ ἄγγελο, πού ἔλαβε τήν μορφή τοῦ ἀστέρος, μετά ὅμως τήν προσκύνηση τούς καθοδηγεῖ ἀπ’ εὐθείας μέ ἄγγελο.

Ὁ Θεός μᾶς καθοδηγεῖ ποικιλοτρόπως πρός τήν σωτηρία, χρησιμοποιώντας ἐκεῖνα πού ἀγαποῦμε καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα συνηθίζουμε νά κάνουμε στήν ζωή μας. Ἄλλοτε μᾶς ὁμιλοῦν ἄνθρωποι, ἄλλοτε καθοδηγούμαστε ἀπό τήν συνείδηση, ἄλλοτε μᾶς ὑποδεικνύουν τά πρακτέα τα περιστατικά τῆς ζωῆς μας, ἄλλοτε τά γραπτά κείμενα, ἄλλοτε ὁ προφορικός λόγος, ἄλλοτε οἱ ἀποτυχίες στήν ζωή κλπ. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει πνευματικές αἰσθήσεις καί διάθεση ψυχική, τότε μπορεῖ σέ κάθε στιγμή νά ἀκούση τήν φωνή τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό εἶναι ἑπόμενο, ὁ Θεός, πού ἔχει τήν ἀποκλειστική ἐξουσία πάνω σε αὐτόν, νά θέλη τήν σωτηρία του, νά ἀναστήση τήν πρίν πεσοῦσα εἰκόνα. Ποιός γονεύς δέν θά ἤθελε τό καλό του παιδιοῦ του, δέν θά ἤθελε νά τό βλέπη νά βρίσκεται στόν σωστό δρόμο; Καί ὅταν βλέπη τό παιδί του νά ἀκολουθῆ ἐσφαλμένη πορεία, κάνει τά πάντα γιά νά τό ἐπαναφέρη. Πολύ περισσότερο αὐτό κάνει ὁ Θεός. Δέν θέλει νά βλέπη τόν ἄνθρωπο νά βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Καί γι’ αὐτό χρησιμοποιεῖ διαφόρους τρόπους γιά νά τοῦ ὑποδείξη τόν δρόμο πλεύσεως πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί, βέβαια, εἶναι εὐτυχής ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά διακρίνη τήν πρόσκληση καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἱστορία ὅμως τῶν Μάγων μᾶς δείχνει καί κάτι ἄλλο, ὅτι δηλαδή πρέπει νά ἔχουμε ὑψηλές ἐπιδιώξεις στήν ζωή μας καί νά μή ἐξαντλούμαστε στά βιωτικά, τά ὑλικά καί τά ἐφήμερα πράγματα. Ἔξω καί πάνω ἀπό μᾶς ὑπάρχει κάτι ὑψηλότερο πού πρέπει νά προσέχουμε. Δέν εἴμαστε πλασμένοι γιά τόν κόσμο τοῦτον. Ὅσο ἔχουμε στραμμένο τό βλέμμα μας πρός τόν οὐρανό, τόσο καί μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε στήν γῆ, δηλαδή θά μπορέσουμε νά ἀποφύγουμε τούς Ἠρώδεις καί τούς διαφόρους ἐχθρούς μας καί θά συναντήσουμε τόν Χριστό στήν φάτνη.

Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας δέν ἔχουν ἰδανικά, ὑψηλές ἐπιδιώξεις, δέν ἔχουν στηρίγματα, γι’ αὐτό καί σέ κάθε δυσκολία ἀπογοητεύονται, ἀπελπίζονται καί παθαίνουν πανικό, μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες γιά τήν ζωή τους καί τό αἰώνιο μέλλον τους.

Ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ἅς προσέξουμε τό ἀστέρι πού ἔχουμε στήν ζωή μας, τόν Χριστό καί τούς ἁγίους, ὥστε ἡ πορεία μας νά ἔχη αἴσιο τέλος, ἀπηλλαγμένο ἀπό δυσκολίες καί ἀπρόβλεπτες καταστάσεις.

Εὔχομαι σέ ὅλους σας χρόνια πολλά μέ τήν Χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 2002

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ἑορτάζουμε καί ἐφέτος τό μεγάλο γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνακαίνιση ὁλοκλήρου της κτίσεως. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε χάσει τήν σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό καί αὐτό εἶχε συνέπεια σέ ὅλη τήν κτίση. Ὁπότε ἔπρεπε νά γίνη ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὥστε νά ἀνακαινισθῆ καί ἡ κτίση. Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔχει μεγάλη θεολογική σημασία καί σπουδαιότητα.

Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς πού εἶναι πολύ γνωστό καί ἀγαπητό σέ ὅλους μας ἀπό τά παιδικά μας χρόνια, δέν περιγράφει ἁπλῶς τό γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐκφράζει ἕνα μεγάλο θεολογικό νόημα. Ψάλλουμε κατανυκτικά καί συγχρόνως θριαμβευτικά μέσα στήν νυκτερινή χριστουγεννιάτικη θεία Λειτουργία: “Ἡ γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἠμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμω τό φῶς τό τῆς γνώσεως, ἐν αὐτή γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, Σέ προσκυνεῖν, τόν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης καί Σέ γινώσκειν ἕξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα Σοι”.

Τά βασικά σημεῖα τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν προσκύνηση τῶν Μάγων, βρίσκονται στίς λέξεις “φῶς τῆς γνώσεως”, “τόν ἥλιον τῆς δικαιοσύνης”, “ἐξ ὕψους ἀνατολήν”.

Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος, καί ἰδιαιτέρως αὐτό γινόταν καί ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνας φιλοσόφους, ἀναζητοῦσε νά ἀποκτήση τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου. Ἀναπτύχθηκαν πολλά φιλοσοφικά καί ἐπιστημονικά συστήματα γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό, ἀλλά κανένα δέν ἱκανοποιοῦσε τήν πείνα καί τήν δίψα τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἕνα σύστημα ἀναιροῦσε τό ἄλλο. Πρόκειται γιά μαγικά, ὀρθολογιστικά, ἀνθρωπομορφικά, μυστικιστικά καί μεταφυσικά συστήματα. Ὅμως, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ συνδέεται μέ τό Φῶς τό ὁποῖο ἐξέλαμψε μέ τήν Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Εἶναι γνώση ἑνός θείου προσώπου καί ὄχι γνώση τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἀρχῶν βάσει τῶν ὁποίων δῆθεν δημιουργήθηκε ὁ κόσμος.

Τό φῶς αὐτό τῆς γνώσεως συνδέεται μέ τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τόν Χριστό. Δέν πρόκειται γιά τόν κτιστό ἥλιο πού οἱ πρόγονοί μας ἐλάτρευσαν ὡς θεό σέ μιά περίοδο τῆς ἱστορίας, ἀλλά γιά τόν ἄκτιστον Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, τόν Χριστό. Εἶναι ἕνας Ἥλιος πού φωτίζει καί ζεσταίνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ζωογονεῖ τό σῶμα του, πού τόν καθοδηγεῖ στήν ὁδό τῆς ἀληθείας, πού τόν ὁδηγεῖ στήν βίωση τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Καί βέβαια αὐτό τό Φῶς τῆς γνώσεως, ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καί ἡ ἐξ ὕψους Ἀνατολή εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύφθηκε στούς ἀνθρώπους καί μετέδωσε τήν ἀληθινή γνώση. Δέν πρόκειται γιά μιά γνώση πού προέρχεται ἀπό τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια καί τήν γνώση τῶν γήϊνων πραγματικοτήτων, ἀλλά εἶναι ἀποκάλυψη αὐτοῦ του ἰδίου τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

Τό ἀπολυτίκιο, λοιπόν, τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ κάνει λόγο γιά τό Φῶς τῆς γνώσεως, πού συνδέεται μέ τήν ἀνατολή τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης καί εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Καί αὐτά τά σημεῖα ἔχουν μεγάλη σημασία γιά τήν ἐποχή μας.

Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή πού ὅλοι ἀναζητοῦν τήν γνώση τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ἀλλά καί αὐτοῦ του ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Τά μέσα μέ τά ὁποῖα μεταδίδεται αὐτή ἡ γνώση αὐξάνονται καθημερινά. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά μάθη τά μυστικά του σύμπαντος, τά μυστικά πού κρύβονται μέσα στόν ἑαυτό του, τά μυστικά της ἀρχῆς πού κυβερνᾶ καί διέπει τόν κόσμο. Ἀναζητᾶ νά βρῆ συστήματα ὥστε νά ἐπικρατήση ἐπί τέλους ἡ δικαιοσύνη πάνω στήν γῆ καί νά παύσουν οἱ ἀδικίες καί οἱ πόλεμοι. Ὅμως, ἐπειδή αὐτή ἡ ἀναζήτηση στηρίζεται σέ ἀνθρώπινες δυνάμεις δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιήση τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Θά πληθαίνουν οἱ γνώσεις, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος θά παραμένη πεινασμένος καί διψασμένος.

Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί γνωρίζουμε ἐκ πείρας ὅτι “τό Φῶς τῆς γνώσεως”, “ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης”, “ἡ Ἀνατολή τῶν ἀνατολών” εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως βιώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία πού εἶναι τό Σῶμα Του, καί διά Αὐτοῦ γνωρίζουμε τόν Πατέρα καί ἔχουμε κοινωνία μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο Ἐκεῖνος ἀποστέλλει στόν κόσμο. Αὐτή ἡ ὑπαρξιακή γνώση δίδει ἄλλο νόημα καί σκοπό στήν ζωή μας. Αὐτό τό φῶς τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης βγάζει τήν ὕπαρξή μας ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἀγνοίας.

Ἅς εὐχηθοῦμε αὐτό τό Φῶς τῆς γνώσεως, αὐτός ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης νά καταυγάση τίς ψυχές μας, ὥστε νά βλέπουμε μέ ἄλλη προοπτική τόν κόσμο, καί τήν ζωή μας.

Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Χριστουγέννων 2003

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Καὶ πάλι μέσα στὴν χειμωνιάτικη ἀτμόσφαιρα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, πανηγυρίζουμε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς υἱοὶ κατὰ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὰ ὁποῖα πανηγυρίζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους, ποὺ ἔζησαν στὴν προσωπική τους ζωὴ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀποπνέουν αὐτὸ τὸ ἄρωμα τῆς ἀγάπης, τῆς εὐσπλαχνίας καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.

Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ ἀκούγεται καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: "καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Ἂ´ Τίμ. γ´, 16).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει τὸν λόγο αὐτὸ μέσα σὲ μιὰ ἑνότητα γιὰ τὸ ποιά πρέπει νὰ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Ἐπισκόπου καὶ γενικότερα τοῦ Κληρικοῦ, ποιό εἶναι τὸ ἔργο του, ποιό πρέπει νὰ εἶναι τὸ κήρυγμά του καὶ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τελικά, τὸ ἔργο τοῦ Κληρικοῦ εἶναι νὰ κηρύττη συνεχῶς τὸ μέγα μυστήριο τῆς σωτηρίας, ποὺ εἶναι το ὅτι ὁ Θεὸς φανερώθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, δικαιώθηκε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐμφανίσθηκε στοὺς ἀγγέλους, κηρύχθηκε στὰ ἔθνη, ἔγινε πιστευτὸς στὸν κόσμο, ἀναλήφθηκε μὲ δόξα. Καὶ αὐτὸ τὸ κήρυγμα ἦταν ὁ κεντρικὸς πυρῆνας τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ γενικότερα τῆς Ἐκκλησίας.

Πράγματι, ὁ Θεὸς μὲ τὴν Γέννησή Τοῦ ἔδειξε ὅτι δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἰδέα, οὔτε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος. Στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἡ ἕνωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μὲ τὴν θεία φύση, πρᾶγμα ποὺ συνετέλεσε στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ὡς Θεάνθρωπος φανερώθηκε στοὺς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι προηγουμένως δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸν Θεό, κηρύχθηκε στὰ Ἔθνη, πιστεύθηκε στὸν κόσμο καὶ ἀνελήφθηκε μὲ δόξα.

Ὁ σεσαρκωμένος Θεὸς εἶναι ἡ δόξα μας καὶ ἡ ζωή μας. Αὐτὸν μποροῦμε νὰ αἰσθανόμαστε ὡς Πατέρα, στὸ Σῶμα Τοῦ μποροῦμε νὰ ἀνήκουμε μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή, τὸ Σῶμα Τοῦ μποροῦμε νὰ τρῶμε καὶ τὸ ἁγιασμένο Τοῦ Αἷμα μποροῦμε νὰ πίνουμε, τὴν παρουσία Τοῦ μποροῦμε νὰ αἰσθανόμαστε κοντά μας, Αὐτὸν μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε νὰ δοῦμε ἐκτυπώτερα μετὰ τὴν κοίμησή μας, κυρίως μετὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία Τοῦ, δι' Αὐτοῦ μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν ἔχουμε κανένα ἄλλο κήρυγμα πιὸ πειστικὸ καὶ πιὸ ἀποτελεσματικὸ νὰ κάνουμε στοὺς ἀνθρώπους. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι μικρά, ἀνθρώπινα, πτωχά, ἀνίκανα νὰ δώσουν νόημα καὶ ζωή.

Στὸ χωρίο ὅμως ποὺ ἀναφέραμε, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ καὶ μιὰ φράση ποὺ εἶναι σημαντική: «Μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον».

Κατ' ἀρχάς, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πράγματι ἕνα μυστήριο. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως «ἀεὶ μένει μυστήριον» γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογική, γιὰ τὸ πῶς, δηλαδή, ἔγινε ἡ ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως. Κατὰ τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη, ἡ θεοπλασία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς, δηλαδὴ ἡ Γέννησή Τοῦ κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση «καὶ ἄρρητος ἐστι λόγῳ παντί, καὶ ἄγνωστος νὼ παντί», ἀκόμη καὶ στοὺς ἀγγέλους. Τὸ μυστήριο αὐτὸ δὲν κατανοεῖται μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική, ἀλλὰ βεβαιώνεται μὲ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἀποκτοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Δὲν εἶναι ὑπόθεση διανοίας, ἀλλὰ μιὰ βεβαιότητα καρδίας. Πράγματι, ὅποιος ζῇ μὲ μετάνοια καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ αἰσθάνεται μέσα στὴν καρδιά του τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπερβαίνει ὅλα τὰ δεινὰ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατο.

Ἔπειτα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ «μυστήριον τῆς εὐσεβείας». Ἡ Ὀρθόδοξη εὐσέβεια δὲν εἶναι μερικοὶ ἐξωτερικοὶ τύποι καὶ μιὰ συμμόρφωση σὲ μερικοὺς κανόνες καλῆς, ἔστω καὶ θρησκευτικῆς, συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀλλοίωση τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ μιὰ εὐσέβεια ποὺ στηρίζεται στὴν θεολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν μεταμόρφωση τῆς ὑπάρξεώς μας ἀπὸ ὅλο τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας.

Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας· αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη καὶ τὸ ἔργο τῶν Κληρικῶν· αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς - ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς· αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας καὶ ἡ ἀπαντοχή μας· αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς μας· αὐτὸ εἶναι «τὸ μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον». Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι θρησκευτικὰ λόγια καὶ θρησκευτικὰ συναισθήματα, δὲν εἶναι ἀνθρώπινοι στοχασμοὶ καὶ καλὲς σκέψεις, δὲν εἶναι ποικιλόμορφες φαντασίες καὶ εὐγενικοὶ τρόποι συμπεριφορᾶς, δὲν εἶναι ἀναλύσεις κοσμικῶν καὶ ἱστορικῶν γεγονότων καὶ συμμετοχὴ σὲ κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς διαδικασίες, ἀλλὰ εἶναι ὁμολογία τῆς θεολογίας τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ποιμαντικὴ γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ πυρῆνας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τὸ κέντρο τῆς ποιμαντικῆς διακονίας κάθε Κληρικοῦ καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος.

Ὅταν ἕνα τέτοιο μυστήριο ἐνεργεῖται καὶ κηρύσσεται στοὺς ἀνθρώπους, τότε ἡ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ τὸ ἔργο της, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ ἀνακαίνιση ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως.

Ἀδελφοί, αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων, ἡμέρα θεολογικῆς ἀγάπης καὶ ἐκκλησιαστικῆς στοργῆς, πρέπει νὰ ἀκουσθῇ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστὶ τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ». Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.

Ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἄπειρο ἔλεὸς Τοῦ νὰ εἶναι μαζί σας.

Μὲ ἑόρτιες εὐχές

Ὁ Μητροπολίτης

Ὁ Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ