Skip to main content

Ὁ Παπαδιαμάντης καί ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννηση: συμπόρευση καί διάσταση

Τῆς Χρυσῆς Παπαντωνίου Φιλολόγου

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης εἶχε ἔρθει σέ ἐπαφή μέ τήν Κολλυβαδική παράδοση, ἤδη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, χάρη στήν παρουσία τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ πού ἔχτισαν Κολλυβάδες μοναχοί στήν Σκιάθο. Αὐτήν τήν παράδοση σθεναρά ὑπερασπίζεται ὑπογραμμίζοντας γιά τούς Κολλυβάδες ὅτι ««τὸ σκωπτικὸν ἐπίθετον ἀναξίως ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ φθονερῶν τοῦ μοναστικοῦ βίου ἀπτήνων, λόγῳ ὅτι ἐκεῖνοι δὲν ἠνείχοντο καὶ δικαίως τὰ ἐν ταῖς Κυριακαῖς κόλλυβα καὶ μνημόσυνα, ἐπιμένοντες ἵνα ταῦτα γίνωνται ἐν τοῖς Σάββασι καὶ ταῖς καθημεριναῖς, κατὰ τὴν ἀρχαίαν τῆς ἐκκλησίας τάξιν» . Αὐτή ἡ διαφορά στήν ἀντίληψη περί τῆς τέλεσης τῶν μνημοσύνων, ἔδωσε στούς Κολλυβάδες τήν ἀφορμή νά ἀναπτύξουν τό σύστημα καί τήν διδασκαλία τους. Ἡ διδασκαλία τους περιεῖχε τό πνεῦμα τῆς ἐμμονῆς στήν ἀρχαία παράδοση, ἀλλά παράλληλα εἶχε συνδυάσει καί τό πνεῦμα τῆς καινοτομίας. Ἐπιδίωξη αὐτῆς τῆς καινοτομίας ἦταν τό σπάσιμο τοῦ κλοιοῦ πού εἶχαν πλέξει μεταγενέστερες παραδόσεις καί τό ξαναγύρισμα στήν ἁγνότητα τῆς ζωῆς καί τούς σεβάσμιους θεσμούς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Πάνω σέ αὐτήν τήν γραμμή οἱ Κολλυβάδες ἀνέλαβαν τήν προσπάθεια νά ἐπαναφέρουν τούς Χριστιανούς στήν ζωντανή καί συνειδητή συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή λατρεία καί κυρίως στήν σημαντικότερη ἐκδήλωσή της, τή Θεία Εὐχαριστία. Οἱ δημιουργοί αὐτῆς τῆς ἀναγέννησης, ἡ ὁποία ξεκίνησε τό 1750, μέ κύρια ἑστία τό Ἅγιο Ὄρος, ἦταν ὁ Μακάριος ὁ Νοταράς, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ὁ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, μέγας σοφός καί διδάσκαλος τοῦ Γένους καί ὁ Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πολυγραφότατος Ἕλληνας θρησκευτικός συγγραφέας τοῦ 18ου αἰ.

Ἀπόγονος τῶν Κολλυβάδων μοναχῶν πού ἵδρυσαν στήν Σκιάθο τήν Ἱ. Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὑπῆρξε ὁ Γέροντας Διονύσιος, γιός ἑνός ἐπιφανοῦς Σκιαθίτη λογογράφου, γνωστός στά ἑλληνικά γράμματα ὡς Ἐπιφάνιος Δημητριάδης ὁ Λογιώτατος. Ὁ Γέροντας Διονύσιος ἦταν αὐτός πού ἔδωσε ἀναγεννητική πνοή στό κοινόβιο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Σκιάθο, πού ἤδη εἶχε ἀρχίσει νά παρακμάζει. Εἶναι ὁ ἄμεσος πνευματικός πατέρας τῶν δύο Ἀλεξάνδρων, τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη καί τοῦ ἐξαδέρφου του Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη. Στή μνήμη καί στήν ψυχή τῶν δύο πνευματικῶν του τέκνων ἔμεινε βαθιά χαραγμένη ἡ μορφή τοῦ. Ἦταν τά πνευματικά ἀναστήματα τῆς Σχολῆς τοῦ Γέροντος. Γράφει γι' αὐτόν ὁ Παπαδιαμάντης: «Ἦτο πνευματικός, ἦτο κήρυξ, προσηλυτιστής, κατηχητής, σχεδὸν ἀπόστολος» . Ὁ πατέρας τοῦ Ἀλέξανδρου, ὁ παπά-Ἀδαμάντιος ἦταν ὁ πνευματικός σύνδεσμος πού ἕνωσε τά δύο παιδιά μέ τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων, καθώς ὁ ἴδιος ἦταν ἀνηψιός τοῦ πατρός Διονυσίου καί σέ αὐτόν ὁ Γέροντας μετέδωσε τό ὑψηλό φρόνημα τοῦ κληρικοῦ, τήν ἔννοια τῆς ἀποστολῆς, τήν εὐσυνειδησία, τήν ψυχική ἀνωτερότητα.

Ὁ Παπαδιαμάντης γνώρισε τόν Θεό ἀπό τούς νηπτικούς Πατέρες ὄχι μόνο στήν Σκιάθο, ἀλλά καί στό Ἅγιο Ὄρος. Ἑπομένως, ἡ γνώση του γιά τόν Θεό ἐπηρεάστηκε ἀπό τούς Φιλοκαλικούς Πατέρες καί ἦταν μία γνώση ἐμπειρική γεμάτη ἀπό φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Ὁ Θεός γι' αὐτόν εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας, εἶναι ὁ Θεός τῆς ἀγάπης πού συμπονᾶ τόν ἄνθρωπο, πού ἀγαπᾶ πιό πολύ τούς ἁμαρτωλούς πού συναισθάνονται τήν πνευματική τους φτώχεια. Ἐκφράζει τήν διάστασή του ἀπό τήν ἀντίληψη τῶν Δυτικῶν γιά τόν Θεό, γράφοντας γιά τό καθαρτήριο πῦρ τῆς Παπικῆς Ρώμης: «Ἡμεῖς Καθαρτήριον δὲν ἠξεύρομεν, πιστεύομεν ὅμως ὅτι ὁ Θεὸς ἐν τῷ ἀπείρῳ Αὐτοῦ ἐλέει πολλὰς πολλῶν ἁμαρτίας θὰ συγχωρήσῃ δεχόμενος τὰς μυστικὰς θυσίας καὶ τὰς ἐν αὐταῖς γινομένας εὐλαβῶς μνείας τῶν κεκοιμημένων. Περὶ Καθαρτηρίου δὲ καὶ ἄλλων τοιούτων δὲν πολυπραγμονοῦμεν. Οἱ Δυτικοὶ θεολόγοι εἶναι δεινοὶ εἰς τὸ νὰ περιγράφωσιν ἐπὶ τὸ φανταστικώτερον καὶ τὰς Κολάσεις καὶ τὰ Καθαρτήρια. Ἡμεῖς γνωρίζομεν μόνον ὅτι αἱ ψυχαὶ τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ὅσοι ἡμάρτησαν ὡς ἄνθρωποι, εἶναι εἰς τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ» . Ἀκόμη σέ ὅλα τά ἔργα του φαίνεται διάχυτη αὐτή ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Τήν Χριστίνα, τήν δασκάλα, πού ζοῦσε χωρίς στεφάνι, τήν βλέπει μέ συμπάθεια, γι' αὐτό στό τέλος τοῦ διηγήματός του γράφει γι' αὐτήν: «Ἀλλ᾽ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴν βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν» .

Ἀναγκαία βέβαια εἶναι ἡ ἑξῆς διευκρίνιση: Τά κείμενα τοῦ Παπαδιαμάντη δέν μποροῦν νά συγκριθοῦν μέ τά κείμενα τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐκπληροῦν διαφορετική ἀποστολή. Τά φιλοκαλικά κείμενα ἀποβλέπουν στήν ἀδρανοποίηση τοῦ φανταστικοῦ τῆς ψυχῆς, σέ μία ἀφάνταστη καί ἀνίδεη προσευχή, στό ἀνίδεο καί ἀφάνταστο τοῦ νοῦ . Οἱ Πατέρες γράφουν ἀνάλογα μέ τήν διακονία πού ἔχουν μέσα στήν Ἐκκλησία καί καθοδηγοῦν μέ τήν ποιμαντική διακονία τόν λαό, χρησιμοποιώντας ἕναν διαφορετικό λόγο. Ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως φαίνεται σέ ὅλα τά ἔργα του, δέν ἦταν Πνευματικός πατέρας καί καθοδηγητής, οὔτε ἐξασκοῦσε ποιμαντική σέ ἀνθρώπους πού ἔπρεπε νά καθαρίσουν τό παθητικό καί τό λογιστικό τῆς ψυχῆς, οὔτε ἦταν δάσκαλος καί Ἱεροκήρυκας. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε ἐπηρεασθεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅπως ἐκφραζόταν στίς κοινότητες τῆς Σκιάθου, τίς ὁποῖες μποροῦμε νά ὀνομάσουμε θεραπευτικές. Δέν ἐπιθυμοῦσε νά καθοδηγεῖ μοναχούς μέ ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις. Στά κείμενά του περιέγραφε μιά κοινωνία πού διαπνεόταν ἀπό τούς χιτῶνες τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητας, μιά κοινωνία πού ζοῦσε μέσα στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἐξασκοῦσε τήν ὑπομονή, τήν καρτερία, διακατεχόταν ἀπό τήν πίστη στόν Θεό καί ζοῦσε μέσα στήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ζώντας μέσα στόν κόσμο, καί ἐπιδιώκοντας νά βγάλει τό ψωμί του ἔγραψε τίς ἀναμνήσεις καί τόν πόνο του χωρίς νά κάνει θρησκευτικό κήρυγμα, ἀλλά μᾶλλον ἔγραφε ἐξομολογητικά καί ἀνθρώπινα, συγκρίνοντας τόν κόσμο τοῦ οὐρανίου πολιτεύματος μέ τόν κόσμο τῆς ἐξορίας. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν φιλοκαλική, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἔβλεπε τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι στήν ἐπίγεια κοινωνική κατάφασή της, ἀλλά στήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τήν αἰσθανόταν μέσα στίς ἀγρυπνίες μέσα στήν Θεία Εὐχαριστία πού εἶναι τό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας. Συνελάμβανε τό πνεῦμα τῆς Θείας λατρείας πού εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἡσυχία, ἡ κένωση, ἡ προσφορά.

Ἐξετάζοντας τήν θρησκευτικότητα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐνδιαφέρουσα εἶναι καί ἡ μελέτη τοῦ πατρός Εὐάγγελου Γκανά, ὁ ὁποῖος ἀνατρέπει τήν σχέση τοῦ Παπαδιαμάντη μέ τήν Ὀρθοδοξία στήν βάση τῆς φιλοκαλικῆς παράδοσης καί τῆς κολλυβαδικῆς της ἀναγέννησης . Ἀρχικά διαπιστώνει τήν ἄτεγκτη καταγραφή τῆς βίας καί τῆς κακίας, ἐκεῖ πού ἄλλοι βλέπουν εὐχαριστιακή λειτουργία τοῦ λαϊκοῦ σώματος ἤ «θεραπευτικές κοινότητες»: « Μικρὸν χωρίον, μεγάλη κακία. Τὸ μῖσος ἐμαίνετο, καὶ μαινόμενον ἐβασίλευεν, ἐν μέσῳ οἰκογενειῶν καὶ ἀτόμων. Ἐκυκλοφόρει εἰς ὅλας τὰς ἀρτηρίας, εἰς ὅλας τὰς φλέβας τῆς μικρᾶς κοινωνίας. Ὁ ἅγιος νόμος τοῦ Χριστοῦ κατεπατεῖτο, ἀπεδίδετο πάντοτε κακὸν ἀντὶ κακοῦ, πολλάκις κακὸν ἀντὶ ἀγαθοῦ, οὐδέποτε ἀγαθὸν ἀντὶ κακοῦ. Ἀνυπέρβλητος φραγμὸς ἐχώριζε τὰ δύο κόμματα, τὰς δύο φατρίας » . Τό συμφέρον εἶναι ἡ ὑπέρτατη θεότητα πού ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους σέ ἕναν ἀνελέητο ἀγώνα γιά τήν ἐξασφάλισή του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ Ντελισυφέρω, ἡ ὁποία βρίσκεται σέ μία διαρκή κατάσταση πολέμου μέ τούς πάντες: «Πόλεμον εἰς τὴν οἰκίαν διὰ νὰ ἐπιβάλλῃ τὴν πειθαρχίαν εἰς τὰ τέκνα της ἢ εἰς τὴν νύμφην της, ἢ εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων της, πόλεμον εἰς τὴν αὐλὴν καὶ εἰς τὸν δρόμον διὰ νὰ σωφρονίσῃ τὴν γειτόνισσαν ἥτις τὴν ἐνωχλοῦσε· πόλεμον εἰς τὸν φοῦρνον διὰ τὰ ψωμιά, πόλεμον εἰς τὸν ἐλαιῶνα, μὲ τοὺς κακοὺς γείτονας· πόλεμον εἰς τὴν ἀγορὰν μὲ τοὺς αἰσχροκερδεῖς καπήλους καὶ τοκογλύφους, πόλεμον εἰς τὰ δημόσια γραφεῖα καὶ τ᾽ ἀρχεῖα μὲ τοὺς καταπιεστὰς ὑπαλλήλους καὶ εἰσπράκτορας· πόλεμον εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὸ στασίδι καὶ διὰ τὴν «ἀράδα της» .

Ὡστόσο τό τελικό συμπέρασμα τοῦ π. Γκανά συμπίπτει μέ τήν ἄποψη πού τεκμηριώθηκε παραπάνω, ὅτι στό ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη δέν ὑπάρχουν δογματικές προτάσεις, οὔτε ὁ συγγραφέας φιλοδοξεῖ μέσα ἀπό τό ἔργο του νά ἀναγνωριστεῖ ὡς καθοδηγητής καί πνευματικός πατέρας. Οἱ ἥρωες τοῦ Παπαδιαμάντη δέν εἶναι οἱ ἅγιοι, οἱ ἀσκητές, οἱ ὁλοφάνεροι φορεῖς τῆς χάριτος. Εἶναι ὅμως ἄνθρωποι ταπεινωμένοι καί γι' αὐτό ταπεινοί. Ἑπομένως, ὁ συγγραφέας ἑστιάζει σέ βιωμένες ζωές καί αὐτό τό γεγονός ἀποτελεῖ τό σημεῖο ἐκκίνησης γιά τήν μόνη ἀξιόπιστη κριτική τῶν χριστιανικῶν πεποιθήσεων. Αὐτές οἱ ζωές γιά τόν ἀναγνώστη εἶναι ζωές μαθητείας στό κήρυγμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια οἱ ἀφηγήσεις τοῦ Παπαδιαμάντη μποροῦν νά ἰδωθοῦν ὡς ἱστορίες πού ἐγγράφονται σέ μία γενικότερη ἀφήγηση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν ἱστορία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως αὐτή ἀποτυπώνεται στίς βιβλικές διηγήσεις.

  • Προβολές: 917