Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Διάλογος μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Στὴν Ἱεραρχία τοῦ Ὀκτωβρίου 2004 σὲ σχετικὴ εἰσήγηση γιὰ τοὺς διαλόγους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὶς διάφορες Ὁμολογίες ὑποστηρίχθηκε ἡ ἄποψη ὅτι στὸν διάλογο τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς χαρακτηριζόμενους ὡς Ἀντιχαλκηδονίους (Μονοφυσίτες) ἐπιτεύχθηκε συμφωνία στὸ Χριστολογικὸ δόγμα, ἀλλὰ ὑπάρχει διαφωνία, διότι οἱ Μονοφυσίτες ἀρνήθηκαν νὰ δεχθοῦν τις μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ἰδιαιτέρως τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος.

Τὸ ἁπλὸ ὅμως ἐρώτημα εἶναι: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ ὅτι ἐπῆλθε συμφωνία στὸ Χριστολογικὸ δόγμα, ὅταν οἱ λεγόμενοι Ἀντιχαλκηδόνιοι δὲν παραδέχονται τὶς Οἰκουμενικὲς ἐκεῖνες Συνόδους (Δ΄, Ε', ΣΤ΄) ποὺ ὁριοθέτησαν τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία στὸ Χριστολογικὸ δόγμα, δηλαδὴ στὸ δόγμα ποὺ ἀφορᾶ τὸν τρόπο ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό;

Θὰ ἤθελα στὴν συνέχεια νὰ παρουσιάσω μὲ ἁπλό –ὅσον εἶναι δυνατόν– καὶ σύντομο τρόπο μερικὰ ἐνδιαφέροντα σημεῖα.

1. Ἡ θεωρία τοῦ Νεοχαλκηδονισμοῦ

Ἡ ἄποψη ὅτι ὑπάρχει ταύτιση στὸ Χριστολογικὸ δόγμα, καίτοι δὲν γίνονται ἀποδεκτὲς οἱ μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ἀπὸ τοὺς Μονοφυσίτες, δείχνει ὅτι: ἢ οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δὲν ἀντελήφθησαν τὰ θέματα αὐτὰ ἢ ὅτι ἰσχύει ἡ παράδοξη θεωρία τῶν ξένων, ἀλλὰ καὶ μερικῶν δικῶν μας θεολόγων, περὶ τοῦ νεοχαλκηδονισμοῦ, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει μιὰ ἐξέλιξη στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ στηρίχθηκε στὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας εἶναι μιὰ μονοφυσιτίζουσα Σύνοδος, ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ στηρίχθηκε στὸ Τόμο τοῦ Πάπα Λέοντος διόρθωσε τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἡ Ε' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐπανῆλθε στὶς ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἡ παραδοχὴ ὅμως μιᾶς τέτοιας θεώρησης τῶν πραγμάτων ἀνατρέπει τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑπονομεύει τὸ "πνεῦμα" καὶ τὴν ὑποδομὴ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Παρουσιάζει δὲ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὡς στοχαζομένους καὶ ὄχι ὡς ἐνεργουμένους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ τὴν δική τους ἐν πνεύματι ἐμπειρία τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀληθείας. Οἱ Πατέρες ὅμως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐργάσθηκαν ἁλιευτικῶς (ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι) καὶ ὄχι ἀριστοτελικῶς (δηλαδὴ οἱ φιλόσοφοι) ἦταν, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, "πάσχοντες τὰ θεῖα καὶ οὐ διανοούμενοι".

Ἑπομένως, ἡ μὴ παραδοχὴ ἀπὸ τοὺς λεγομένους Ἀντιχαλκηδονίους τῶν ἀποφάσεων τῶν Δ΄, Ε', καὶ ΣΤ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ ἡ θεωρία μερικῶν ὀρθοδόξων θεολόγων περὶ νεοχαλκηδονισμοῦ, στὴν οὐσία ἔχουν κοινὸ παρονομαστὴ καὶ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν μποροῦμε, ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς, νὰ κάνουμε λόγο γιὰ Ἀντιχαλκηδονίους ἢ Προχαλκηδονίους, ἀλλὰ γιὰ Μονοφυσίτας, ἀφοῦ οἱ ὀνομαζόμενοι Ἀντιχαλκηδόνιοι πιστεύουν ὅτι ναὶ μὲν ἡ ἕνωση στὸν Χριστὸ ἔγινε ἀπὸ δύο φύσεις, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἕνωση ὑπάρχει μία φύση στὸν Χριστό. Μερικοὶ λεγόμενοι Ἀντιχαλκηδόνιοι ὑποστηρίζουν ὅτι καίτοι ὑπάρχει μία φύση στὸν Χριστὸ μετὰ τὴν ἕνωση, ἐν τούτοις ὅμως δὲν ἀναιρέθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἄποψη εἶναι παράδοξη. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη μία φύση στὸν Χριστὸ μετὰ τὴν ἕνωση, "μὴ ἀναιρουμένης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως" καὶ πῶς ὑφίσταται αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη φύση μόνη της, χωρὶς νὰ μὴ θεωρῆται αὐτὸ νεστοριανισμός, τὸν ὁποῖο οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι θέλουν νὰ πολεμοῦν; Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μὲ κάνει νὰ τοὺς ὀνομάζω Μονοφυσίτες καὶ ὄχι Ἀντιχαλκηδονίους ἢ Προχαλκηδονίους.

2. Οἱ βασικὲς Χριστολογικὲς διαφορές

Τὸ ὅτι ὅμως δὲν εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι συμφώνησαν οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς Μονοφυσίτες στὸ Χριστολογικὸ δόγμα φαίνεται ἀπὸ τὴν διαφορὰ ἑρμηνείας σὲ μερικὲς χαρακτηριστικὲς χριστολογικὲς φράσεις, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν πυρῆνα τῆς διαφορᾶς.

Στὰ ὅσα θὰ γράψω στὴν συνέχεια θὰ γίνη προσπάθεια νὰ παρουσιασθοῦν ἁπλοποιημένα –ὅσο μπορεῖ νὰ γίνη αὐτό– τὰ σημεῖα αὐτά. Καὶ λέγω ὅσο μπορεῖ νὰ γίνη αὐτό, γιατί τὰ δογματικὰ θέματα δὲν ἁπλοποιοῦνται πολύ.

Α) "ΜΙΑ ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΕΣΑΡΚΩΜΕΝΗ"

Ἡ πρώτη φράση στὴν ὁποία φαίνεται ἡ Χριστολογικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν εἶναι ἡ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: "μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη".

Οἱ ὅροι φύση καὶ ὑπόσταση στὴν θύραθεν φιλοσοφία ταυτίζονταν ἐννοιολογικά, ἄλλωστε ὁ ὅρος φύση προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα πεφυκέναι καὶ ὁ ὅρος ὑπόσταση προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑφεστάναι καὶ δηλώνει τὴν ὕπαρξη. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, δηλαδὴ τῆς ὑπάρξεως, τοὺς χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ Πατέρες. Οἱ Καππαδόκες, ὅμως, Πατέρες διεχώρισαν τὴν φύση ἀπὸ τὴν ὑπόσταση καὶ ταύτισαν τὴν φύση μὲ τὴν οὐσία, καὶ τὴν ὑπόσταση μὲ τὸ πρόσωπο. Ἔτσι καθόρισαν τὴν ἔκφραση "δύο φύσεις, ἕν πρόσωπον" στὸν Χριστό.

Πολλοὶ θεολόγοι παρετήρησαν ὅτι σὲ κείμενα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἐναλλάσσονται οἱ ὅροι "φύσις" καὶ "ὑπόστασις" καὶ ὅτι ἄλλοτε χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος "φύσις" ἀντὶ τοῦ ὅρου "ὑπόστασις" καὶ ἄλλοτε χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος "ὑπόστασις" ἀντὶ τοῦ ὅρου "φύσις". Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τὸν Θεοδώρητο γράφει: "Ἡ φύσις τοῦ Λόγου ἤγουν ἡ ὑπόστασις, ὃ ἐστιν αὐτὸς ὁ Λόγος". Ἐδῶ φαίνεται ὅτι συνδέεται ἡ φύση μὲ τὴν ὑπόσταση καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια φαίνεται ὅτι χρησιμοποιοῦσε καὶ τὴν φράση "μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη". Δὲν μιλοῦσε ὅμως ποτὲ γιὰ μία οὐσία σεσαρκωμένη. Ἑπομένως, ὅπως ὑποστηρίζεται, χρησιμοποιοῦσε τὴν φράση "μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη" μὲ τὴν ἔννοια τῆς μιᾶς ὑποστάσεως τοῦ Λόγου σεσαρκωμένης, ὅπως τὸ λέγει στὴν τρίτη ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς Νεστόριο "ὑποστάσει μιά τη τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη", προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίση τὴν αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ ποὺ ὑποστήριζε τὴν ἄποψη ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχει ἕνωση τῶν δύο φύσεων-ὑποστάσεων καὶ ὅτι μιὰ τέτοια ἕνωση ἀπετέλεσε τὸ ἕνα πρόσωπο τῆς οἰκονομίας. Ὁπότε μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια χρησιμοποιεῖται καταχρηστικῶς ἡ ἐναλλαγὴ φύσεως καὶ ὑποστάσεως γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῇ ὁ Νεστοριανισμός. Ἄλλωστε ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔγινε ὑπόσταση καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση στὸν Χριστὸ δὲν εἶναι ἀνυπόστατη οὔτε αὐθυπόστατη, ἀλλὰ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου καὶ γι' αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται καὶ ἐνυπόστατη.

Βέβαια, ἡ ἐναλλαγὴ αὐτὴ τῶν ὅρων φύσεως καὶ ὑποστάσεως ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο σὲ μερικὰ χωρία δὲν σημαίνει ὅτι ταυτίζει ἐννοιολογικὰ τοὺς ὅρους φύση καὶ ὑπόσταση, ὅπως ἔκανε ὁ Σεβῆρος, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους "καταχρηστικῶς", χωρὶς νὰ ταυτίζη τὴν φύση μὲ τὴν ὑπόσταση ὡς ἔννοιες καὶ ὡς "πράγματα", ἀλλὰ τὶς θεωροῦσε ὡς ὑπάρξεις. Μάλιστα ὑπάρχουν μαρτυρίες σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἅγιος Κύριλλος θεωροῦσε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ φύση καὶ ἄλλο ἡ ὑπόσταση, ὅπως ἐπίσης ὑπάρχουν ἄλλα χωρία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ δύο φύσεις στὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν καθ' ὑπόσταση ἕνωση τῶν δύο φύσεων. Ἄλλωστε αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ Πατέρες μελέτησαν τὰ "δώδεκα κεφάλαια" τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας σὲ σχέση μὲ τὸν Τόμο τοῦ Πάπα Λέοντος καὶ διεπίστωσαν τὴν συμφωνία μεταξὺ αὐτῶν.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ προσωπικῶς καὶ Συνοδικῶς, ἑρμήνευσαν σωστὰ τὴν φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου "μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη". Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει ὅτι δὲν διαπράττουμε σφάλμα μὲ τὸ νὰ λέμε μὲ αὐτὴν τὴν φράση ἀπόλυτα μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ προχωρεῖ γιὰ νὰ πῇ ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος μὲ τὴν φράση "μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη" δὲν δήλωνε οὔτε μόνη την ὑπόσταση, οὔτε τὸ κοινὸ τῶν ὑποστάσεων, "ἀλλὰ τὴν κοινὴν φῦσιν ἐν τῇ τοῦ Λόγου ὑποστάσει ὁλικῶς θεωρουμένην", δηλαδὴ τὴν κοινὴ φύση τῆς θεότητος τὴν ἐνθεωρουμένη στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Δηλαδή, δὲν παραμένει στὴν φράση "μία φύσις", ἀλλὰ ἐπιμένει στὴν φράση "μία φύσις τοῦ Λόγου", ποὺ δηλώνει τὴν ἐνυπόστατη οὐσία. Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς θεωρεῖ ὅτι μὲ τὴν φράση αὐτὴ ὁ ἅγιος Κύριλλλος ὁμολογοῦσε περιφραστικῶς τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἤτοι μὲ τὴν λέξη "φύσις" ἐννοοῦσε τὴν θεία φύση καὶ μὲ τὴν λέξη "σεσαρκωμένη" ἐννοοῦσε τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Ἑπομένως, ἡ φράση αὐτὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου χρησιμοποιεῖται καὶ ἐναντίον τοῦ Νεστοριανισμοῦ, μὲ τὴν ἔννοια "μία φύσις - ὑπόστασις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη", γιὰ νὰ ἀποκλεισθοῦν τὰ δύο πρόσωπα - ὑποστάσεις στὸν Χριστό, καὶ ἐναντίον τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἑνώσεως τῆς κοινῆς φύσεως μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, χωρὶς νὰ συμβῇ κράση ἢ σύγχυση ἢ φυρμὸς ἢ τροπή, ἀφοῦ ὅπως γράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας, "μένει γὰρ ὃ ἐστιν ἀεὶ καὶ οὐκ ἠλλοίωται, οὐδ' ἂν ἀλλοιωθείη πώποτε καὶ μεταβολῆς ἔσται δεκτική", καὶ στὴν Β΄ ἐπιστολή του πρὸς Νεστόριον γράφει: "εἷς δὲ ἐξ ἀμφοὶν Χριστὸς καὶ Υἱός, οὐχ ὡς τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνηρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν...".

Οἱ Μονοφυσίτες ὅμως τὴν φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου "μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη" τὴν ἑρμήνευσαν σύμφωνα μὲ τὴν δική τους παράδοση, ποὺ ταυτίζει ἐννοιολογικὰ τὴν φύση μὲ τὴν ὑπόσταση, ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων καὶ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Ἔτσι ὁδηγοῦνται στὴν μία φύση καὶ τὸν Μονοφυσιτισμό. Αὐτὸ τὸ ἀπέκρουε ὁ ἅγιος Κύριλλος στὰ κείμενά του. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Σεβῆρος "ταυτὸν οἶδεν ἀλλήλαις, ὅρῳ τε καὶ λόγῳ τὴν φῦσιν καὶ τὴν ὑπόστασιν" καὶ μάλιστα "κακούργως ταυτὸν εἶναι λέγει τὴ φύσει τὴν ὑπόστασιν...", ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τονίζει ὅτι "τοῦτὸ ἐστι τὸ ποιοῦν τοῖς αἱρετικοῖς τὴν πλάνην, τὸ ταυτὸν λέγειν τὴν φῦσιν καὶ τὴν ὑπόστασιν".

Τὸ θέμα αὐτὸ θὰ διασαφηνισθῇ ἀκόμη περισσότερο μὲ τὰ ὅσα θὰ γραφοῦν στὴν συνέχεια, ἀλλὰ πάντως πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῇ ὅτι χρειάζεται μεγάλη προσοχὴ στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.

Β) "ΔΥΟ ΦΥΣΕΙΣ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΜΟΝΗ"

Ἡ δεύτερη φράση, στὴν ὁποία φαίνεται ἡ χριστολογικὴ διαφοροποίηση μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν, εἶναι ἡ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας περὶ τοῦ ὅτι κατανοεῖται ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστὸ "τὴ θεωρία μόνη", δηλαδὴ στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν "δύο φύσεις τὴ θεωρία μόνη". Ὁ ἅγιος Κύριλλος χρησιμοποιοῦσε τὴν φράση αὐτὴ ἐναντίον τοῦ Νεστορίου ποὺ ὑπεστήριζε τὴν πραγματικὴ διαίρεση τῶν δύο φύσεων. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμήνευσαν αὐτὴν τὴν φράση μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στὸν Χριστὸ ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις "ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως", ἀλλὰ καὶ τῶν δύο φύσεων –θείας καὶ ἀνθρωπίνης– ὑπόσταση εἶναι ὁ Λόγος, δηλαδὴ χρησιμοποιήθηκε γιὰ νὰ ἀποκλεισθῇ ἡ διαίρεση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό. Ὁπότε μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων δὲν μποροῦν νὰ ὑφίστανται αὐτὲς οἱ φύσεις στὸν Χριστὸ ὡς ἰδιοϋπόστατες καὶ χωρισμένες φύσεις, δηλαδὴ δὲν ὑφίστανται χωριστὰ ὡς ἰδιαίτερες ὑποστάσεις. Ἄλλωστε καὶ ἡ προσληφθεῖσα ἀνθρώπινη φύση δὲν ἦταν πρὶν τὴν πρόσληψη αὐθυπόστατη. Ἔτσι οἱ δύο φύσεις στὸν Χριστό, μετὰ τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση, δὲν ὑπάρχουν ὡς ξεχωριστές, ἀνεξάρτητες μεταξύ τους καὶ αὐθυπόσταστες, ἀφοῦ καὶ τῶν δύο φύσεων ὑπόσταση ἔγινε ὁ Λόγος, καὶ μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ γίνεται λόγος γιὰ δύο φύσεις "τὴ θεωρία μόνη".

Οἱ Μονοφυσίτες ὅμως τὴν φράση αὐτὴ τὴν ἐννοοῦν μὲ τὴν ἄποψη ὅτι μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων δὲν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ δύο φύσεις, ἀφοῦ ἀπετέλεσαν μία φύση, γι' αὐτὸ μὲ τὴν φράση "τὴ θεωρία μόνη" πρέπει νὰ θεωρῆται ὅτι δὲν ὑφίσταται ἡ ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, ἀλλὰ μόνον θεωρητικῶς καὶ κατ' ἐπίνοιαν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ δύο φύσεις μὲ ἰδιαίτερες ἐνέργειες.

Ἑπομένως οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦν τὴν φράση "δύο φύσεις τὴ θεωρία μόνη" μὲ τὴν ἔννοια ὅτι οἱ δύο φύσεις στὸν Χριστὸ δὲν διακρίνονται ἀνεξάρτητες μεταξύ τους, λόγῳ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, οὔτε εἶναι ἰδιαίτερες ὑποστάσεις, ἐνῷ οἱ Μονοφυσίτες τὴν φράση αὐτὴν τὴν χρησιμοποιοῦν μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ὑφίσταται ἡ ἀνθρώπινη φύση στὸν Χριστό, μετὰ τὴν ἕνωση.

Γ) "ΣΥΝΘΕΤΟΣ ΦΥΣΙΣ", "ΣΥΝΘΕΤΟΣ ΥΠΟΣΤΑΣΙΣ"

Ἡ τρίτη φράση στὴν ὁποία φαίνεται ἡ διαφορὰ στὴν Χριστολογία μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν εἶναι οἱ ἐκφράσεις "σύνθετος φύσις" καὶ "σύνθετος ὑπόστασις".

Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ἁγίων Πατέρων μποροῦμε νὰ μιλοῦμε, ἀναφερόμενοι στὸν Χριστό, γιὰ "σύνθετον ὑπόστασιν", ὅτι δηλαδὴ ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου εἶναι ἡ ὑπόσταση καὶ τῶν δύο φύσεων, ἤτοι τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι διατηροῦνται τὰ ἰδιώματα τῶν δύο φύσεων, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο φύσεις ἐνεργοῦν στὴν ἑνιαία ὑπόσταση τοῦ Λόγου, "μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας". Ἔτσι οἱ δύο φύσεις (θεῖα καὶ ἀνθρώπινη) εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους στὴν μία σύνθετη ὑπόσταση.

Οἱ μονοφυσίτες δὲν παραδέχονται τὸν ὅρο "σύνθετος ὑπόστασις" καὶ κάνουν λόγο γιὰ "σύνθετον φῦσιν", ὅτι δηλαδὴ μετὰ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἀποτελέσθηκε μία φύση. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη παραδεκτὸ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς, γιατί ὅπως ὑποστήριξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὅρος σύνθετος φύση σημαίνει ὅτι χάνουν τὰ ἰδιώματα οἱ δύο φύσεις ποὺ ἑνώνονται, γιατί ἀποτελοῦν μία τρίτη ἑνιαία φύση, ὁπότε ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἦταν οὔτε ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, οὔτε ὁμοούσιος μὲ τὴν Μητέρα. Γιὰ παράδειγμα, ἐὰν ἑνώσουμε μερικὰ εἴδη, ἤτοι τὸ νερό, τὸ ἁλάτι, τὸ λάδι κλπ. γίνεται μιὰ καινούρια φύση. Γι' αὐτὸ "ἀδύνατόν ἐστιν ἐκ δύο φύσεων μίαν φῦσιν σύνθετον γενέσθαι".

Δ) "ΕΚ ΔΥΟ ΦΥΣΕΩΝ", "ΕΝ ΔΥΟ ΦΥΣΕΣΙΝ"

Τὸ τέταρτο σημεῖο ποὺ διαφοροποιεῖ τὴν χριστολογία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν εἶναι οἱ φράσεις "ἐκ δύο φύσεων" καὶ "ἐν δύο φύσεσιν".

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ διατύπωσαν καὶ συνοδικῶς, ἐκφράζουν τὴν ἀλήθεια ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν δύο φύσεις ποὺ ἑνώθηκαν στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, ὅτι ἡ ἕνωση ἔγινε "ἐκ δύο φύσεων" , ἀλλὰ συγχρόνως ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ "ἐν δύο φύσεσιν", ἀφοῦ δὲν καταργοῦνται οὔτε συμφύρονται τὰ ἰδιώματα κάθε φύσεως μετὰ τὴν ἕνωση. Καὶ ἀκόμη κάθε φύση ἐνεργεῖ στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου "μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας".

Οἱ Μονοφυσίτες δὲν μποροῦν νὰ ἀποδεχθοῦν αὐτὴν τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ πιστεύουν ὅτι καίτοι ὁ Χριστὸς ἀποτελέσθηκε ἀπὸ δύο φύσεις –θεία καὶ ἀνθρώπινη– ἐν τούτοις μετὰ τὴν ἕνωση ὑπάρχει μία φύση στὸν Χριστό. Αὐτὸ ἀνατρέπει ὁλόκληρο τὸ Χριστολογικὸ δόγμα. Ἡ ἄποψη μερικῶν Μονοφυσιτῶν ὅτι, παρὰ τὴν ἑνιαία φύση, δὲν ἀναιρεῖται ἡ ἀνθρώπινη φύση μετὰ τὴν ἕνωση, δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀποδεκτή, διότι ὁδηγεῖ κατ' εὐθεῖαν στὸν Νεστοριανισμό.

Σὲ αὐτὲς τὶς βασικὲς τέσσερεις φράσεις φαίνεται ἡ διαφορὰ τῆς Χριστολογίας μεταξὺ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ Μονοφυσιτῶν. Ἐπειδὴ οἱ Μονοφυσίτες δὲν μποροῦν νὰ παρακάμψουν τὶς ἑρμηνεῖες στὶς φράσεις αὐτές –κλειδιά- γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ ἕνωση μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Μονοφυσιτῶν καὶ γι' αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὸ ὅτι συμφώνησαν οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς Μονοφυσίτες, κατὰ τὸν διάλογο, πάνω στὸ Χριστολογικὸ δόγμα.

3. Ἐμπειρικὴ δογματική

Βέβαια κάποιος ποὺ διαβάζει τέτοια κείμενα ποὺ ἀναλύουν τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ θεωρήση ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας φιλοσοφοῦσαν, ὅπως ἔκαναν καὶ οἱ θεολόγοι τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ παρακάμπονται αὐτὲς οἱ φιλοσοφικὲς ἀναλύσεις γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε κοινωνία μεταξύ μας.

Ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εὐσταθεῖ. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ὁριοθέτησαν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση τὸ Χριστολογικό, δὲν τὸ ἔκαναν γιὰ νὰ ἀναπτύξουν τὴν φιλοσοφία. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῆς μαρτυρίας τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων εἶχαν καὶ δική τους ἀποκαλυπτικὴ πεῖρα. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία, κατὰ τὴν θεοπτία τῶν τριῶν Φώτων τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶχαν ἐμπειρία ὅτι τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐνηνθρώπησε καὶ ἑπομένως καὶ αὐτὴ ἡ τεθεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση στὸν Χριστὸ ἔγινε πηγὴ τῆς ἀκτίστου Χάριτος καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπαν τὸ ἕνα Φῶς ποὺ ἦταν πηγὴ τῶν ἄλλων Τριῶν Φώτων καὶ ἦταν ἄσαρκο (Πατέρας), ἔβλεπαν ἕνα ἄλλο Φῶς, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ Πρῶτο, ἀλλὰ ἦταν σεσαρκωμένο (Χριστὸς) καὶ ἔβλεπαν ἕνα ἄλλο Φῶς ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸ Πρῶτο, ἀλλὰ δὲν ἦταν σεσαρκωμένο (Ἅγιον Πνεῦμα).

Ἔπειτα, ὅταν κοινωνοῦσαν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν θεία Εὐχαριστία, εὑρισκόμενοι οἱ ἴδιοι σὲ κατάσταση ἐμπειρίας, αἰσθάνονταν πνευματικὰ τὸ τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦ ὁποίου ἐνεργοῦσε ἡ ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἀντιλαμβάνονταν ὅτι δὲν ἦταν ἕνας κοινὸς ἄρτος, ἀφοῦ ἀλλοίωνε καὶ μεταμόρφωνε τὴν ὅλη ὕπαρξή τους.

Τὸ ἴδιο αἰσθάνονταν, ὅταν πρόφεραν μὲ κατάνυξη τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Καὶ στὶς τρεῖς αὐτὲς περιπτώσεις (θεοπτία, θεία Κοινωνία, νοερὰ προσευχὴ) βίωναν ἐνυπόστατο ἄκτιστο φῶς καὶ ἐνυπόστατη θεία ἐνέργεια, γι' αὐτὸ καὶ εἶχαν προσωπικὴ πεῖρα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἐνεργείας Τοῦ.

Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, τὴν ἐξέφρασαν μὲ τοὺς ὅρους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γιὰ νὰ ἀνατρέψουν τὶς αἱρέσεις τῶν στοχαστῶν θεολόγων ποὺ δὲν εἶχαν προσωπικὴ ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν αἱρετικῶν.

4. Τρία κείμενα

Τὰ θέματα αὐτὰ ποὺ παρουσίασα μὲ συνοπτικὸ καὶ ἁπλὸ τρόπο εἶναι σοβαρὰ καὶ βεβαίως ἀπαιτεῖται μελέτη σὲ βάθος. Ὑπάρχουν τρία βασικὰ κείμενα τὰ ὁποῖα χρήζουν βαθυτέρας μελέτης ἀπὸ ὅσους ἐνδιαφέρονται περισσότερο. Τὸ ἕνα εἶναι τὰ "δώδεκα κεφάλαια" τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ποὺ εὑρίσκονται στὴν Γ΄ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Νεστόριο, τὸ δεύτερο εἶναι οἱ "διαλλαγὲς" τοῦ Ἰωάννου ποὺ ἀνευρίσκονται στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς τὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας, καὶ τὸ τρίτο εἶναι ὁ "Τόμος" τοῦ Πάπα Ρώμης Λέοντος. Ὑπάρχει μιὰ θεολογικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν τριῶν αὐτῶν κειμένων, δηλαδή το ἕνα δὲν ἀναιρεῖ τὰ ἄλλα, ἀφοῦ καὶ τὰ τρία αὐτὰ κείμενα ἐγράφησαν μὲ διαφορετικὴ ἀφορμή. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι καὶ τὰ τρία αὐτὰ κείμενα συνδέονται στενὰ μὲ τὸν ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τοὺς ὅρους τῶν μετέπειτα Συνόδων ἤτοι τῆς Ε' καὶ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑποστηριχθῇ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὅτι ἐπετεύχθη συμφωνία μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ἀντιχαλκηδονίων στὴν Χριστολογία, καὶ ὅτι ἡ διαφωνία ὑπάρχει μόνον ὡς πρὸς τὴν ἀναγνώριση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀντιφατικό. Πῶς ἐπῆλθε συμφωνία στὸ Χριστολογικὸ δόγμα, ὅταν δὲν γίνονται ἀποδεκτὲς οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ποὺ τὸ καθόρισαν;

Ἐπίσης, ὁ ὀρθότερος χαρακτηρισμὸς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν δὲν εἶναι ἁπλῶς Ἀντιχαλκηδόνιοι ἢ Προχαλκηδόνιοι, ἀλλὰ Μονοφυσίτες, ἀφοῦ δέχονται τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Χριστὸς ἀποτελέσθηκε "ἐκ δύο φύσεων", ἀλλὰ δὲν παραδέχονται συγχρόνως καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅτι ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ καὶ "ἐν δύο φύσεσιν" "ἐν μιὰ ὑποστάσει".–