Γράφτηκε στις .

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὑπόμνημα περὶ τοῦ τρόπου Ἐκλογῆς Μητροπολιτῶν (Α)

Πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Δημοσιεύουμε σὲ δύο συνέχειες τὸ ὑπόμνημα περὶ τοῦ τρόπου ἐκλογῆς Μητροπολιτῶν τὸ ὁποῖο ἀπέστειλε πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο ὁ Μητροπολίτης κ. Ἰερόθεος.

Τὸ ὑπόμνημα περιλαμβάνει τὸ εἰσαγωγικὸ καὶ "θεωρητικὸ" μέρος, τὸ ὁποῖο δημοσιεύεται σ' αὐτὸ τὸ τεῦχος, καὶ τὶς προτάσεις ἀναλυτικά, οἱ ὁποῖες θὰ δημοσιευθοῦν στὸ ἑπόμενο.

Γιὰ νὰ προϊδεάσουμε ὅμως τοὺς ἀναγνῶστες μας, παραθέτουμε σὲ εἰδικὸ πλαίσιο τὸ συνοπτικὸ διάγραμμα τῶν προτάσεων αὐτῶν.

***

Στὴν πρόσφατη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας (18-19 Φεβρουαρίου) μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔθεσα καὶ τὴν πρόταση τῆς συγκροτήσεως μιᾶς Ἐπιτροπῆς μελέτης περὶ ἀλλαγῆς τοῦ τρόπου ἐκλογῆς τῶν Ἐπισκόπων. Ἐπειδὴ ἡ πρότασή μου αὐτὴ ἀπερρίφθη "διὰ βοῆς", γι' αὐτὸ εὐσεβάστως καταθέτω τὶς σκέψεις μου γιὰ τὸ σοβαρὸ θέμα τῆς ἐκλογῆς τῶν Ἐπισκόπων σὲ χηρεύουσες Ἱερὲς Μητροπόλεις.

Πάντοτε, ἰδιαιτέρως ὅμως τὸν τελευταῖο καιρό, μὲ ἀπασχολεῖ ἔντονα τὸ θέμα τοῦ τρόπου ἐκλογῆς τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ μιὰ χηρεύουσα Ἱερὰ Μητρόπολη. Βεβαίως, ὁ τρόπος ἐκλογῆς ἀναδεικνύει καὶ τὴν καταλληλότητα τοῦ προσώπου. Ἔχουμε λάβει πολλὲς ἀποφάσεις γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς πρόσφατης ἐκκλησιαστικῆς κρίσεως, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἡ πιὸ οὐσιαστικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος εἶναι ἡ ἐκλογὴ τοῦ καταλλήλου προσώπου, γιὰ νὰ ποιμάνη μιὰ συγκεκριμένη Ἱερὰ Μητρόπολη. Γιατί ὁ Ἐπίσκοπος ποὺ θὰ ἔχη συνείδηση τῆς ἀποστολῆς του, θὰ λειτουργῇ εἴτε στὴν Ἐπισκοπή – Μητρόπολή του εἴτε στὰ Συνοδικὰ Ὄργανα ὡς ἐκφραστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποφεύγωνται πράξεις δυσλειτουργικὲς στὴν Ἐκκλησία καὶ δημιουργία σκανδάλων. Φρονῶ ὅτι πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ πρέπει νὰ στραφῆ ἡ προσοχή μας.

Ἐκεῖνο ποὺ ἰσχύει κατὰ βάση σήμερα, ἐδῶ καὶ δεκαετίες, γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι νὰ ἐπιλέγεται καὶ νὰ "χρίεται" ὁ ὑποψήφιος ἀπὸ τὸν ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἀναμφιβόλως ἔχει μιὰ σημαντικὴ πρωτοβουλία στὸ θέμα αὐτό, λόγῳ τῆς θέσεώς του στὴν ἀνωτάτη ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ εἶναι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Στὴν συνέχεια τὸ ὄνομα τοῦ ἐπιλεγέντος ὑποψηφίου ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο δημοσιεύεται στὶς Ἐφημερίδες καὶ ἀκολούθως καλεῖται ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώση αὐτὴν τὴν ἐπιλογή.

Ἡ ἐπιλογὴ δὲ τοῦ ὑποψηφίου πρὸς Ἀρχιερατεία δὲν συντονίζεται στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ συνήθως δὲν διερευνᾶται ἡ ὕπαρξη τῶν οὐσιαστικῶν ἱεροκανονικῶν "προσόντων", ἀλλὰ γίνεται σύμφωνα μὲ ἄλλες προϋποθέσεις, "κοσμικοῦ" χαρακτῆρος, ποὺ δὲν θὰ ἐπισημάνουμε στὸ κείμενο αὐτό.

Συνήθως ὁ ἀριθμὸς τῶν ψήφων ποὺ λαμβάνει ὁ μέλλων νὰ ἐκλεγῇ Μητροπολίτης ἀποδίδεται καὶ στὸν Ἀρχιεπίσκοπο, ὁπότε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θεωρεῖται ὅτι ἀνανεώνεται ἡ "ἐμπιστοσύνη" τοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.

Ἐπειδὴ ἐπικρατεῖ αὐτὴ ἡ νοοτροπία, γι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο καὶ ἡ Ἱεραρχία πολλὲς φορὲς αἰφνιδιάζεται ὡς πρὸς τὴν ἡμερομηνία συγκλήσεώς της γιὰ τὴν ἐκλογὴ Μητροπολίτου γιὰ τὴν χηρεύουσα Ἱερὰ Μητρόπολη.

Τὸ σύστημα αὐτὸ ἐκλογῆς Ἀρχιερέων ἐγκυμονεῖ πολλοὺς κινδύνους, ἀφοῦ ἡ "εὐγνωμοσύνη" τοῦ ἐκλεγέντος συνήθως "περιορίζει" τὴν ἐλευθερία του κατὰ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, διότι διαφορετικά του προσδίδεται ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ "ἀχαρίστου" πρὸς αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπιλέγουν. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν λειτουργεῖ καλῶς τὸ Συνοδικὸ σύστημα. Ἐπὶ πλέον δημιουργοῦνται πολλὰ προβλήματα καὶ μεμψιμοιρίες σὲ ἄλλους ὑποψηφίους πρὸς Ἀρχιερατεία, δημιουργοῦνται διάφορα "παράπονα" καὶ στὸ πλήρωμα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς Θεολογικὲς Σχολὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καὶ στὸ "θεολογικὸ δυναμικὸ" τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν, καὶ δικαίως, ὅτι ἀγνοοῦνται σὲ αὐτὴν τὴν κορυφαία ἐκκλησιαστικὴ πράξη.

Ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ ἀλλάξη αὐτὸ τὸ σύστημα ἐκλογῆς Ἐπισκόπων.

Κατὰ τὴν γνώμη μου θὰ πρέπη, ἀφ' ἑνὸς μὲν νὰ συγκροτηθῇ εἰδικὴ κληρικολαϊκὴ ἐπιτροπὴ γιὰ νὰ μελετήση τὸ ὅλο θέμα καὶ νὰ προτείνη τὴν νομοθετικὴ τροποποίηση τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτό, ὥστε ὁ τρόπος ἐκλογῆς τῶν Ἐπισκόπων νὰ γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ Κανονικὸ δίκαιο καὶ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα, ἀφ' ἑτέρου δὲ νὰ γίνη κάποια ἀλλαγὴ στὸν τρόπο ἐκλογῆς τῶν Μητροπολιτῶν σὲ σχέση μὲ τὴν ἰσχύουσα νομοθεσία.

Θὰ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω συνοπτικὰ μερικὲς σκέψεις γιὰ τὴν καλύτερη λειτουργία τῆς ἀναδείξεως τῶν Ἐπισκόπων στὴν Ἐκκλησία. Ἡ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιολογικὴ ἀνάλυση τοῦ θέματος θὰ διευκολύνη πολὺ στὸν καθορισμὸ τοῦ τρόπου ἐκλογῆς τῶν Ἐπισκόπων.

1. "Ψήφω καὶ δοκιμασία"

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἢ ὁ προεξάρχων Ἀρχιερεὺς ἐκφωνεῖ: "Ψήφω καὶ δοκιμασία τῶν ἁγιωτάτων Μητροπολιτῶν τῶν συγκροτούντων τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται ... τὸν θεοφιλέστατον Πρεσβύτερον εἰς Μητροπολίτην τῆς Θεοσώστου Πόλεως ...".

Δίδεται ἐδῶ μεγάλη σημασία στὸν τρόπο τῆς ἐκλογῆς, ποὺ γίνεται μὲ ψῆφο καὶ δοκιμασία. Θὰ πρέπη νὰ προσδιορίσουμε τὶς ἔννοιες τῆς ψήφου καὶ τῆς δοκιμασίας.

Στὸν δ΄ Κανόνα τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου σαφῶς διακελεύεται ὅτι ἡ ἐκλογὴ τῶν Ἐπισκόπων γίνεται ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ἐπαρχίας. Γράφεται:

"Ἐπίσκοπον προσήκει μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι· εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτον, ἢ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξάπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους, συμψήφων γενομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ γραμμάτων, τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι. Τὸ δὲ κῦρος τῶν γινομένων δίδοσθαι καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ Μητροπολίτη".

Ἐπίσης, ὁ α΄ Κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων διακελεύει: "Ἐπίσκοπος χειροτονείσθω ὑπὸ ἐπισκόπων δύο ἢ τριῶν".

Ἀκόμη καὶ ὁ ε΄ Κανόνας τῆς Λαοδικείας διακελεύει: "περὶ τοῦ μὴ δεῖν τὰς χειροτονίας ἐπὶ παρουσία ἀκροωμένων γίνεσθαι".

Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ λέξη "χειροτονία" ἀποδίδεται καὶ στὴν "ψηφοφορία", ἡ ὁποία εἶναι μιὰ πράξη ἱερά. Ἑρμηνεύοντας τὸν Ἀποστολικὸ Κανόνα ὁ Ζωναρὰς γράφει: "νὺν μὲν χειροτονία καλεῖται ἡ τῆς καθιερώσεως τοῦ ἰεράσθαι λαχόντος τελεσιουργία τῶν εὐχῶν, καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἐπίκλησις". Ὅμως "πάλαι καὶ αὐτὴ ἡ ψῆφος χειροτονία ὠνομάσθω". Γι' αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν Συνόδων "καὶ τὴν ψῆφον χειροτονίαν καλέσαντες". Ἀναφερόμενος δὲ ὁ Ζωναρὰς στὸν κανόνα τῆς Λαοδικείας γράφει "χειροτονίας ἐνταῦθα τὰς ψήφους ὠνόμασεν ὁ κανών".

Ὁ Βαλσαμῶν, ἑρμηνεύοντας τὸν α΄ Ἀποστολικὸ Κανόνα, γράφει ὅτι ὁ Κανόνας αὐτὸς ἀναφέρεται ὄχι στὴν ψηφοφορία, ἀλλὰ στὴν χειροτονία. Ἐπίσης, ὁ ἴδιος ἑρμηνεύοντας τὸν ε΄ Κανόνα τῆς Λαοδικείας, γράφει: "χειροτονίας ἐνταῦθα τὰς ψήφους ὀνομάζει ὁ κανών", καὶ βεβαίως ἡ ψηφοφορία δὲν πρέπει νὰ γίνεται παρισταμένων τῶν ἀκροωμένων.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀναφερόμενος στὴν ἑρμηνεία τῆς λέξεως χειροτονία, γράφει ὅτι στὴν παλαιὰ ἐποχὴ ὡς χειροτονία ἐννοεῖται καὶ ἡ ψῆφος, ἀργότερα ὅμως ἐννοεῖται τὸ μυστήριο τῆς χειροτονίας. Γράφει χαρακτηριστικά:

"Ἡ δὲ λέξις χειροτονία, ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ τείνω, ἤτοι ἐξαπλώνω τὰς χεῖρας, καὶ ἔχει δύω σημαινόμενα. Διότι, χειροτονία ὀνομάζεται καὶ ἡ ψῆφος, καὶ ἐκλογὴ ἁπλῶς τινὸς ἀξιώματος, ἡ ὁποία ἐγίνετο μὲ τὴν ἔκτασιν τῶν τοῦ δήμου χειρῶν, κατ' ἐκεῖνο τὸ Δημοσθενικόν. "Κὰν ὀντιναοὺν χειροτονήσητε στρατηγόν". Καὶ μάλιστα κατὰ τὸ πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἐπικρατῆσαν ἔθος, ὅτε ἀνεμποδίστως, τὰ πλήθη συναγόμενα, ἐχειροτόνουν, ἤτοι ἐψήφιζον, διὰ τῆς ἐκτάσεως τῶν χειρῶν, τοὺς ἀρχιερεῖς, ὡς λέγει ὁ Ζωναράς, κἂν ἔπειτα τοῦτο ἡ ἐν Λαοδικείᾳ σύνοδος, ἐν τῷ πέμπτῳ αὐτῇς Κανόνι ἠκύρωσεν, εἰποῦσα· "ὅτι οὐ δεῖ τὰς χειροτονίας, ἤτοι τὰς ψήφους, ἐπὶ παρουσία ἀκροωμένων γίνεσθαι." Χειροτονία δὲ τὴν σήμερον ὀνομάζεται, ἡ διὰ τῶν εὐχῶν, καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γινομένη τοῦ ἀρχιερέως ἱεροτελεστία, βάλλοντος ἐν ταυτῷ καὶ τὴν χεῖρά του, ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ χειροτονουμένου, κατὰ τὸ Ἀποστολικὸν ἐκεῖνο "χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει"".

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ ψηφοφορία γιὰ τὴν ἀνάδειξη ἑνὸς Ἐπισκόπου εἶναι μιὰ πράξη ἱερὴ καὶ πολὺ σημαντικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία ἀναδεικνύει ἕναν Ἐπίσκοπο, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐξέταση τοῦ βίου του καὶ τῆς ἐν γένει ζωῆς του, γι' αὐτὸ καὶ ἀπὸ μερικοὺς παλαιὰ χαρακτηριζόταν καὶ χειροτονία, καὶ βεβαίως ἔπειτα ἀκολουθεῖ καὶ τὸ μυστήριο τῆς χειροτονίας. Ἄλλωστε, γι' αὐτὸ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μυστηρίου ἐκφωνεῖται: "ψήφῳ καὶ δοκιμασία".

Ἡ λέξη δοκιμασία προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα δοκιμάζω ποὺ ἑρμηνεύεται ὡς "ὑποβάλλω εἰς δοκιμὴν ἢ δοκιμάζω μέταλλα, ὅπως ἴδω ἂν εἶνε καθαρά, γνήσια". Ὁπότε ἡ ἐξέτασις σημαίνει "δοκιμασία, ἔρευνα"). Ἀκόμη ἡ δοκιμασία σημαίνει "ἐξέτασις, ἔλεγχος, κυρ. πρὸς ἔγκρισιν ἢ ἀποδοχήν".

Συνεπῶς, ἡ ἐκλογὴ ἑνὸς Ἀρχιερέως γίνεται μὲ ψῆφο τῶν Ἀρχιερέων ποὺ συγκροτοῦν τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, κατόπιν δοκιμασίας καὶ ἐξετάσεως. Αὐτὸ σημαίνει, σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν Κανονολόγων στοὺς δύο Κανόνες ποὺ προαναφέραμε, ὅτι προηγεῖται τῆς ψηφοφορίας συζήτηση, ἔρευνα καὶ ἐξέταση τῶν ὑποψηφίων μεταξὺ τῶν Ἀρχιερέων ποὺ πρόκειται νὰ ψηφίσουν. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ παρίστανται ἀκροώμενοι λαϊκοί. Κατὰ τὸν Ζωναρά, ἐπειδὴ γίνεται συζήτηση γιὰ τοὺς ὑποψηφίους, "λέγονται κατὰ τινων αἰτιάματα, δι' ἅ κωλύονται ἴσως ἱερωσύνης, οὐκ ἔδοξε τοῖς Πατράσι προσῆκον παρείναί τινας ἀκροωμένους τῶν λεγομένων, ὡς αἰσχύνην τοῖς καθ' ὧν λέγονται ἐπαγόντων, καὶ τοῖς ἀκροωμένοις εἰς προτροπὴν γινομένων κακίας καὶ τοῖς ἀστηρίκτοις πρὸς πίστιν εἰς βλασφημίαν κατὰ Θεοῦ".

Ἡ δοκιμασία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἐξέταση ἐὰν ὁ ὑποψήφιος ἔχει τὰ τυπικὰ προσόντα τὰ προβλεπόμενα ἀπὸ τὸν νόμο, ἀλλὰ εἶναι συζήτηση καὶ ἔρευνα ἐὰν διαθέτη τὰ οὐσιαστικὰ προσόντα γιὰ τὴν ἀνάδειξή του στὸν βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου ἢ ἐὰν ἔχη κωλύματα τῆς Ἱερωσύνης.

Προκειμένου νὰ ἑρμηνευθῇ τί σημαίνει δοκιμασία, θὰ πρέπη νὰ ἀναφέρουμε τὸν β΄ Κανόνα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος σαφῶς ἀποφαίνεται:

"Ὅθεν ὁρίζομεν, πάντα τὸν προάγεσθαι μέλλοντα εἰς τὸν τῆς ἐπισκοπῆς βαθμόν, πάντως τὸν ψαλτήρα γινώσκειν, ἵνα ὡς ἐκ τούτου, καὶ πάντα τὸν κατ' αὐτὸν Κλῆρον οὕτω νουθετεῖ μυεῖσθαι· ἀνακρίνεσθαι δὲ ἀσφαλῶς ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου, εἰ προθύμως ἔχοι ἀναγινώσκειν, ἐρευνητικῶς καὶ οὐ παροδευτικῶς, τούς τε ἱεροὺς Κανόνας, καὶ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον, τήν τε τοῦ θείου Ἀποστόλου βίβλον, καὶ πᾶσαν τὴν θείαν Γραφήν, καὶ τὰ θεῖα ἐντάλματα ἀναστρέφεσθαι, καὶ διδάσκειν τον κατ' αὐτὸν λαὸν· οὐσία τῆς καθ' ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐστὶ τὰ θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀληθινὴ ἐπιστήμη, καθὼς ὁ μέγας ἀπεφήνατο Διονύσιος· εἰ δὲ ἀμφισβητοίη, καὶ μὴ ἀσμενίζοι οὕτω ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν, μὴ χειροτονεῖσθαι· ἔφη γὰρ προφητικῶς ὁ Θεὸς· "σὺ ἐπίγνωσιν ἀπώσω· καγὼ ἀπώσομαί σέ του μὴ ἰερατεύειν μοί"".

Εἶναι σημαντικὸ ὅτι ὁ Κανόνας αὐτὸς ὁρίζει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πρόκειται νὰ ἀναδειχθῇ Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ θὰ πρέπη νὰ διαθέτη δύο προσόντα. Τὸ ἕνα νὰ γνωρίζη τοὺς ψαλμούς του Δαβίδ, ὥστε δι' αὐτῶν νὰ καθοδηγῇ τὸν Κλῆρο καὶ νὰ τὸν μυῇ στὴν πνευματικὴ ζωή. Τὸ ἄλλο νὰ ἀναγινώσκη "ἐρευνητικῶς καὶ οὐ παροδευτικῶς" τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς Ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ γενικῶς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ ζῇ καὶ νὰ διδάσκη τὸν λαὸ μὲ τὶς θεῖες ἐντολές.

Γιατί ὅμως θεωρεῖται ἀναγκαῖο γιὰ κάποιον Ἐπίσκοπο νὰ γνωρίζη τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας; Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὴ γιὰ τὴν ἔννοια τῆς δοκιμασίας, προκειμένου νὰ ἀναδειχθῇ κάποιος στὸν βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου.

Κατ' ἀρχὰς οἱ ψαλμοὶ τοῦ Δαβὶδ εἶναι προσευχὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ εἶναι ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. Τὸ περιεχόμενο δὲ τῶν ψαλμῶν εἶναι καταπληκτικό, γιατί δείχνει τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας, τὴν ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, τὴν ἐμπειρία τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τὴν δίψα γιὰ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ κλπ. Ἁπλῶς νὰ ἀναφερθῇ ὁ μὰ΄ ψαλμός: "ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν τον ζῶντα· πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;", καὶ ὁ ἰστ΄ ψαλμὸς ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἄσκηση, τὴν ὁλονύκτια προσευχὴ καὶ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ: "ἐδοκίμασας τὴν καρδίαν μου, ἐπεσκέψω νυκτὸς· ἐπύρωσάς με, καὶ οὐχ εὑρέθη ἐν ἐμοὶ ἀδικίᾳ. ὅπως ἂν μὴ λαλήση τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων σου ἐγὼ ἐφύλαξα ὁδοὺς σκληρᾶς". Ἐπίσης, θὰ πρέπη νὰ ἀναφερθῇ ὁ ριη΄ ψαλμὸς μὲ τὰ τόσα ὑπέροχα πνευματικὰ νοήματα ποὺ διαθέτει, γιὰ τὰ δικαιώματα τοῦ Θεοῦ: "Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε· δίδαξόν μὲ τὰ δικαιώματά σου... ἐν τῇ ὁδῷ τῶν μαρτυρίων σοῦ ἐτέρφθην ὡς ἐπὶ παντὶ πλούτῳ. ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου ἀδολεσχήσω καὶ κατανοήσω τὰς ὁδοὺς σοῦ... ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου του μὴ ἰδεῖν ματαιότητα, ἐν τῇ ὁδῷ σοῦ ζῆσὸν μὲ" (Ψάλμ. ριη΄, 12-15, 37).

Ἀκριβῶς γι' αὐτὸν τὸν λόγο οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν μεγάλη σημασία στοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ. Χαρακτηριστικὰ θὰ πρέπη νὰ ἀναφερθῇ ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος:

"Ἡ δὲ τῶν Ψαλμῶν βίβλος τὸ ἐκ πάντων ὠφέλιμον περιείληφε. Προφητεύει τὰ μέλλοντα· ἱστορίας ὑπομιμνήσκει· νομοθετεῖ τῷ βίῳ· ὑποτίθεται τὰ πρακτέα· καὶ ἀπαξαπλῶς κοινὸν ταμιείόν ἐστιν ἀγαθῷν διδαγμάτων, τὸ ἑκάστῳ πρόσφορον κατὰ τὴν ἐπιμέλειαν ἐξευρίσκουσα. Τά τε γὰρ παλαιὰ τραύματα τῶν ψυχῶν ἐξιάται, καὶ τῷ νεοτρώτω ταχεῖαν ἐπάγει τὴν ἐπανόρθωσιν· καὶ τὸ νενοσηκὸς περιποιεῖται· καὶ τὸ ἀκέραιον διασώζει· καὶ ὅλως ἐξαιρεῖ τὰ πάθη, καθ' ὅσον οἴόν τε, τὰ ποικίλως ταῖς ψυχαῖς ἐν τῷ βίῳ τῶν ἀνθρώπων ἐνδυναστεύοντα".

Καὶ πιὸ κάτω γράφει: "Ψαλμὸς γαλήνη ψυχῶν, βραβευτῇς εἰρήνης, τὸ θορυβοῦν καὶ κυμαῖνον τῶν λογισμῶν καταστέλλων. Μαλάσσει μὲν γὰρ τῆς ψυχῆς τὸ θυμούμενον, τὸ δὲ ἀκόλαστον σωφρονίζει. Ψαλμὸς φιλίας συναγωγὸς· ἕνωσις διεστώτων· ἐχθραινόντων διαλλακτήριον... Ψαλμὸς δαιμόνων φυγαδευτήριον· τῆς τῶν ἀγγέλων βοηθείας ἐπαγωγὴ· ὅπλον ἐν φόβοις νυκτερινοῖς, ἀνάπαυσις κόπων ἠμερινὼν· νηπίοις ἀσφάλεια· ἀκμάζουσιν ἐγκαλλώπισμα· πρεσβυτέροις παρηγορία· γυναιξὶ κόσμος ἀρμοδιώτατος... Ψαλμὸς γὰρ καὶ ἐκ λιθίνης καρδίας δάκρυον ἐκκαλεῖται. Ψαλμός το τῶν ἀγγέλων ἔργον, τὸ οὐράνιον πολίτευμα, τὸ πνευματικὸν θυμίαμα... Ἐνταῦθα ἔνι θεολογία τελεία· πρόρρησις τῆς διὰ σαρκὸς ἐπιδημίας Χριστοῦ· ἀπειλὴ κρίσεως· ἀναστάσεως ἐλπὶς· φόβος κολάσεως· ἐπαγγελίαι δόξης· μυστηρίων ἀποκαλύψεις· πάντα, ὦσπερ ἐν μεγάλῳ τινὶ καὶ κοινῶ ταμιείω, τὴ βίβλῳ τῶν Ψαλμῶν τεθησαύρισται".

Ἑπομένως, ὅταν ὁ ὑποψήφιος Ἐπίσκοπος ἀναγινώσκη καὶ γνωρίζη τοὺς ψαλμούς, σημαίνει ὅτι τοὐλάχιστον εὑρίσκεται στὴν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοός, ἐνδέχεται δὲ νὰ εἶναι καὶ μέτοχος τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναλύεται στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ τῶν μετέπειτα ἁγίων Πατέρων, ἰδίως τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ποὺ συνιστοῦν τὴν ὅλη παράδοση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει ἐμπειρία τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ ποὺ λέγεται θεολογία.

Πέρα ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ Ψαλτηρίου, ποὺ προϋποθέτει τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὁ β΄ Κανόνας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκθέτει καὶ τὸ δεύτερο προσὸν τοῦ Ἐπσκόπου, ποὺ εἶναι νὰ γνωρίζη τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας. Καὶ αὐτὸ γίνεται, γιατί μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ παιδαγωγῇ τὸν λαὸ καὶ ὄχι μὲ μιὰ ἀνθρωποκεντρικὴ ποιμαντική. Ὅπως σημειώνεται στὸν Κανόνα: "οὐσία τῆς καθ' ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐστὶ τὰ θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων γραφῶν ἀληθινὴ ἐπιστήμη, καθὼς ὁ μέγας ἀπεφήνατο Διονύσιος". Πράγματι, τὰ λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἱεραρχίας, δηλαδὴ ἡ οὐσία τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἐντάσσεται καὶ ὁ κδ΄ Κανῶν τῆς Καρθαγένης, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο: "Ἤρεσεν, ὥστε χειροτονουμένου Ἐπισκόπου ἢ Κληρικοῦ, πρότερον ἀπὸ τῶν χειροτονούντων αὐτοὺς τὰ δεδογμένα ταῖς Συνόδοις εἰς τὰς ἀκοὰς αὐτῶν ἐντίθεσθαι, ἵνα μή, ποιοῦντες κατὰ τοὺς ὅρους τῆς Συνόδου, μεταμεληθῶσιν". Ἡ γνώση τῶν ὅρων καὶ τῶν κανόνων τῶν Συνόδων καὶ ἡ πρὸ τῆς χειροτονίας ὁμολογία αὐτῶν δείχνει τὴν ἀταλάτευτη ἐπιθυμία τῶν χειροτονουμένων νὰ ἐνεργοῦν βάσει τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ νὰ ἐξασκοῦν τὴν ποιμαντική τους διακονία βάσει τῆς ποιμαντικῆς αὐτῆς πείρας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀκριβῶς γι' αὐτὸν τὸν λόγο ἡ ρκγ΄ νεαρὰ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, "προστάζει, ὅτι ὁ μέλλων γίνεσθαι Ἀρχιερεὺς νὰ διδάσκεται τρεῖς μῆνας τὰς θείας Γραφὰς καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, ὁ δὲ μὴ τοιουτοτρόπως χειροτονηθεῖς νὰ καθήρεται, καὶ ὁ χειροτονήσας αὐτὸν νὰ ἀργῆται· ἐπειδὴ εἶναι πρᾶγμα αἰσχρὸν καὶ παράλογον νὰ διδάσκεται μετὰ τὴν χειροτονίαν ἀπὸ ἄλλους, ἐκεῖνος ὁποὺ χρεωστεῖ νὰ διδάσκη τοὺς ἄλλους".

Ὅλα αὐτὰ δείχνουν ὅτι ἡ ψηφοφορία γιὰ τὴν ἀνάδειξη ἑνὸς Πρεσβυτέρου σὲ Ἐπίσκοπο, συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν δοκιμασία, ἤτοι ἐνδελεχῆ συζήτηση, γιὰ τὸ κατὰ πόσο ὁ Πρεσβύτερος ἔχει ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ συντονίζεται στὴν διδασκαλία καὶ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Τὸ ὅτι ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας θέλει τὸν Ἐπίσκοπο νὰ ὀρθοτομὴ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, ἀφοῦ θὰ διαθέτη προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, φαίνεται στὸ ἀπολυτίκιο τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται γιὰ πολλοὺς ἁγίους Ἱεράρχας:

"Καὶ τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος τῶν Ἀποστόλων γενόμενος τὴν πρᾶξιν εὗρες, Θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν, διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομὼν καὶ τὴ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, ἱερομάρτυς ...".

Ὁ Ἐπίσκοπος, ὡς διάδοχος τῶν θρόνων τῶν Ἀποστόλων, εἶναι πρωτίστως μέτοχος τῶν τρόπων τῶν Ἀποστόλων, ποὺ σημαίνει βιώνει τὴν ὅλη ἀποστολικὴ ζωή, μέχρι τὴν μέθεξη τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ δὲ μέθεξη τῆς Πεντηκοστῆς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ χειροτονία εἰς Ἐπίσκοπον, ὅπως δυστυχῶς λέγεται ἀπὸ πολλοὺς Ἐπισκόπους τὴν ἡμέρα τῆς χειροτονίας τους, ἀλλὰ ἡ μέθεξη τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τῆς θεοπτίας.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος μετέχει τῆς θεωρίας - θεοπτίας, ἀφοῦ προηγουμένως ἐβίωσε τὴν πράξη. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ πράξη εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ἤτοι τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καὶ θυμικοῦ, καὶ πάνω σὲ αὐτὴ βασίζεται ἡ θεωρία, ἤτοι ἡ θεοπτία.

Μὲ τέτοιες προϋποθέσεις, ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι θεόπνευστος, ὀρθοτομεὶ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ ὁμολογῶντας τὴν ἀλήθεια εἶναι δυνατὸν νὰ φθάση καὶ μέχρι τὴν ἄθληση τοῦ μαρτυρίου. Διαφορετικὰ δὲν εἶναι ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος.

Φαίνεται καθαρὰ ὅτι τὸ ἀπολυτίκιο αὐτὸ ποὺ ἀποδίδεται στοὺς Ἱεράρχας δείχνει τὴν οὐσία τῆς ἐπισκοπικῆς ζωῆς καὶ διακονίας, ἤτοι "ὁποῖον δεῖ εἶναι τὸν Ἐπίσκοπον", καθὼς ἐπίσης δείχνει καὶ τί σημαίνει δοκιμασία κάποιου Πρεσβυτέρου γιὰ νὰ ἀναδειχθῇ στὸν βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου. Πρέπει νὰ βιώνη τὴν πράξη καὶ τὴν θεωρία. Καὶ ἂν βεβαίως δὲν ἔχει τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ - θεωρία, τοὐλάχιστον θὰ πρέπη νὰ σέβεται τὸν πεῖρα τῶν θεουμένων, νὰ ἔχη τὸ χάρισμα τῆς προσευχῆς καὶ νὰ γνωρίζη τὴν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν διδασκαλία πολλῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας περὶ τῆς συνδέσεως τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς Ἱερωσύνης (Διακόνου – Πρεσβυτέρου - Ἐπισκόπου) μὲ τὶς τρεῖς βαθμίδες - καταστάσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς (κάθαρση - φωτισμός - θέωση). Ἡ παραπομπὴ στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου, τοῦ ὁσίου Νικήτα τοῦ Στηθάτου, τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων καὶ ἄλλων Πατέρων δείχνει "τοῦ λόγου τὸ ἀληθές".

Ὁπότε, ἡ τυπικὴ ψηφοφορία γιὰ τὴν ἀνάδειξη ἑνὸς Ἐπισκόπου καὶ ἡ ἀνυπαρξία δοκιμασίας –ἐρεύνης συζητήσεως– περὶ τοῦ ὑποψηφίου, γιὰ τὸ ἐὰν διαθέτη τὰ προσόντα ποὺ προϋποθέτει ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἢ ὄχι, ἀναιρεῖ οὐσιαστικὰ τὴν ἐκφώνηση κατὰ τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου "ψήφῳ καὶ δοκιμασία...", ὅταν δὲν γίνεται "δοκιμασία", ὅπως προβλέπουν οἱ Κανόνες καὶ ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

2. Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου γιὰ τὴν ἐκλογὴ Ἐπισκόπου

Γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἐπισκόπου ἀντλοῦμε ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες ἀπὸ τρεῖς σημαντικὲς ἐπιστολὲς τὶς ὁποῖες συνέταξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ λογαριασμὸ τοῦ πατέρα του, Γρηγορίου Ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ, σχετικὰ μὲ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν Μητρόπολη Καισαρείας. Πρόκειται γιὰ ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Καισαρείας, πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Σαμοσατέων γιὰ νὰ μεταβῆ στὴν Καισάρεια γιὰ τὴν ἐκλογή, καὶ πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους ποὺ ἐκλήθησαν νὰ συμμετάσχουν στὴν Σύνοδο γιὰ τὴν ἐκλογὴ Μητροπολίτου Καισαρείας.

Ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐπιστολὲς διαπιστώνουμε πέντε σημεῖα.

Τὸ πρῶτον ὅτι ἡ ἐκλογὴ ἑνὸς Ἐπισκόπου εἶναι πολὺ σημαντικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: "Οὐ περὶ μικρῶν, οὐδὲ τῶν τυχόντων βουλεύεσθε, ἀλλ' ὧν ἢ εὔ ἢ καλῶς ἐχόντων ἀνάγκη καὶ τὸ κοινὸν ἢ ἐκείνως ἢ οὕτως ἔχειν". Τὰ περὶ ἐκλογῶν δὲν εἶναι μικρὰ καὶ τυχαῖα ζητήματα, ἀλλὰ εἶναι ὑπόθεση "περὶ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῖν... ὑπὲρ ἧς Χριστὸς ἀπέθανε". Καὶ εἶναι σημαν τικὸ αὐτό, διότι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι "λύχνος τῆς Ἐκκλησίας" καὶ γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἢ κινδυνεύει ἢ διασώζεται μαζὶ μὲ τὸν "προστάτη" της, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία αὐτὸς εὑρίσκεται. Ἑπομένως, ἡ ἐκλογὴ Ἐπισκόπου εἶναι τὸ σημαντικότερο ἔργο γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶναι ὅτι ἡ ἐκλογὴ ἑνὸς Ἐπισκόπου ἀφορᾶ καὶ πρέπει νὰ ἐνδιαφέρη καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπαινεῖ τοὺς κατοίκους τῆς Καισαρείας ποὺ τὸν προσκάλεσαν (ἐννοεῖ τὸν πατέρα του) νὰ παρευρεθῇ στὴν ἐκλογὴ τοῦ Μητροπολίτου τους. Γράφει: "Ἐπειδὴ τοίνυν κεκλήκατε μὲν καὶ ἡμᾶς εἰς τὴν περὶ τούτου διάσκεψιν, ποιοῦντες ὀρθῶς καὶ κανονικῶς". Στὴν δὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Εὐσέβιον Ἐπίσκοπο Σαμοσατέων ἀναφέρεται στὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κλῆρο μὲ τὴν παράκληση νὰ μὴ παραμεληθοῦν σὲ μιὰ τέτοια δύσκολη περίπτωση. Δηλαδή, ὑπάρχει ἐνδιαφέρον ἐκ μέρους Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν γιὰ τὴν ἐκλογὴ ἀξίου Ἐπισκόπου. Γι' αὐτὸ γράφοντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος στοὺς κατοίκους τῆς Καισαρείας λέγει: "ταῦτα καὶ ἱερατικοῖς γράφω, καὶ μοναστικοῖς, καὶ τοῖς ἐκ τοῦ ἀξιωματικοῦ καὶ βουλευτικοῦ τάγματος καὶ τοῦ δήμου παντός".

Τὸ τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι σαφῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γράφοντας τὴν ἐπιστολὴ τοῦ πατέρα του, συγκατατίθεται στὴν ἐκλογὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιὰ τὴν Μητρόπολη Καισαρείας. Ἀναφερόμενος στὸ ὅτι ὑπῆρχαν πολλοὶ ὑποψήφιοι, καὶ ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Καισαρείας ἐπιθυμοῦσαν ἄλλους ὑποψηφίους, γράφει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ προτιμήση κάποιον ἄλλον, παρὰ μόνον τὸν Βασίλειο ποὺ ἔχει καθαρθῇ ὡς πρὸς τὸν βίο καὶ τὸν λόγο καὶ εἶναι ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὴν θέση αὐτή. Γράφει: "ἀνδρὸς καὶ βίῳ καὶ λόγῳ κεκαθαρμένου, καὶ μόνου τῶν πάντων, ἢ ὅτι μάλιστα, κατ' ἀμφότερα δυναμένου στῆναι πρὸς τὸν νῦν καιρόν, καὶ τὴν κατέχουσαν τῶν αἱρετικῶν γλωσσαλγίαν". Ἐδῶ δείχνει τὰ προσόντα τοῦ ὑποψηφίου Μητροπολίτου, ἤτοι πρέπει νὰ εἶναι κεκαθαρμένος ὡς πρὸς τὸν λόγο καὶ τὸν βίο καὶ νὰ εἶναι κάτοχος ὀρθοδόξου θεολογίας. Συγχρόνως, γράφοντας στὸν Ἐπίσκοπο Σαμοσατέων Εὐσέβιο, εὔχεται γιὰ τὴν ἐκλογὴ ποιμένος "κατὰ τὸ βούλημα τοῦ Κυρίου, δυνάμενον διευθῦναι τὸν λαὸν αὐτοῦ". Καὶ συνιστᾶ τὸν Μέγα Βασίλειο ὡς ἕναν τέτοιο Ἐπίσκοπο, γράφοντας "ὅτι μεγάλην παρρησίαν πρὸς τὸν Θεὸν κτησόμεθα καὶ τῷ ἐπικαλεσαμένω ἡμᾶς λαῷ μεγίστην εὐεργεσίαν καταθησόμεθα". Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος δοκιμότερος στὸν βίο καὶ δυνατότερος στὸν λόγο καὶ γυμνασμένος στὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὸν Βασίλειο. Καὶ ἐπειδὴ ὑπῆρχαν μερικοὶ ποὺ προφασίζονταν ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε μιὰ ἀσθενικὴ κράση καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι Ἐπίσκοπος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ὅτι μὲ τὴν ἐκλογὴ Ἐπισκόπου ἐκλέγεται διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἀθλητής. "Οὐ γὰρ ἀθλητὴν προβαλεῖσθε, ἀλλὰ διδάσκαλον". Ἑπομένως, περισσότερη ἀξία ἔχει τὸ διδασκαλικὸ χάρισμα ἀπὸ τὴν σωματικὴ ρώμη.

Τὸ τέταρτο σημεῖο εἶναι ὅτι θεωρεῖ πῶς ἡ ψῆφος ποὺ θὰ δοθῇ πρέπει νὰ εἴνα ὀρθὴ καὶ νὰ εἶναι ψῆφος Θεοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ ἐκλέκτορες πρέπει νὰ ἔχουν βαθειὰ αἴσθηση ὅτι ψηφίζουν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γράφει: "ἡ ψῆφος ἡμῶν κρατοίη, οὕτως ὑγιῶς τε καὶ ὀρθῶς ἔχουσα, ὡς μετὰ Θεοῦ ψηφιζομένη". Ἡ ψῆφος τῶν ἐκλεκτόρων Ἀρχιερέων εἶναι ἱερὰ καὶ πρέπει νὰ συντονίζεται μὲ τὴν ψῆφο τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τὸ πέμπτο σημεῖο εἶναι ὅτι δὲν συμφωνεῖ καθόλου μὲ τὶς φατρίες, τοὺς συμβιβασμούς, τοὺς συμψηφισμοὺς καὶ τὶς ποικίλες ἀλληλοδεσμεύσεις γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἀρχιερέως. Γράφοντας στοὺς κατοίκους τῆς Καισαρείας ἀπεριφράστως ὑπογραμμίζει ὅτι, ἂν τὰ πράγματα ἐξελιχθοῦν ἀνάλογα μὲ τὶς συντεχνίες καὶ τὶς συγγένειες καὶ τὰ παρόμοια, καὶ ὅτι ἂν παρασύρη τὶς ἐκλογὲς ἡ δύναμη τοῦ ὄχλου, τότε ἐκεῖνος θὰ παραμείνη στὴν ἄκρη, δηλαδὴ δὲν θὰ συμμετάσχη στὴν ὅλη διαδικασία. Συγκεκριμένα γράφει: "Εἰ δὲ ἄλλο τί, καὶ μὴ τοῦτο συνδόξειε, καὶ κατὰ φατρίας καὶ συγγενείας τὰ τοιαῦτα κρίνοιτο, καὶ ἡ ὀχλώδης χεὶρ πάλιν παρασύροι τὸ ἀκριβές, πράττοιτε καθ' ὑμᾶς αὐτοὺς τὸ ἀρέσκον, ἡμεῖς δὲ συσταλησόμεθα". Ἐπίσης γράφοντας πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους ὑπογραμμίζει τὴν ἴδια ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή, ἐὰν οἱ ἐκλογὲς γίνουν μὲ προσυμφωνημένα σχέδια καὶ μὲ φιλονικίες, ποὺ εἶναι ἀντίθετες μὲ τὸ δίκαιο, τότε θὰ χαρῇ ποὺ θὰ περιφρονηθῇ καὶ δὲν θὰ συμμετάσχη σὲ τέτοιες διαδικασίες. Γράφει: "εἰ δὲ ἐπὶ ρητοῖς ἡ ὁδὸς καὶ κρατεῖς μέλλοιεν αἱ στάσεις παρὰ τὸ δίκαιον, χαίρομεν παρεωραμένοι. Ὑμέτερον ἔστω τὸ ἔργον, ἡμῶν δὲ ὑπερεύχεσθε".

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος στὸν "Ἐπιτάφιο" πρὸς τὸν Μέγα Βασίλειο μᾶς δίδει καὶ μερικὲς χαρακτηριστικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μ. Βασιλείου.

Κατ' ἀρχὰς λέγει ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος δὲν ἐπεδίωξε τὴν ἐπισκοπικὴ τιμή, ἀλλὰ κυνηγήθηκε ἀπὸ αὐτήν, δὲν δέχθηκε ἀνθρώπινη χάρη, ἀλλά την Χάρη τοῦ Θεοῦ: "οὐ κλέψας τὴν ἐξουσίαν, οὐδ' ἁρπάσας, οὐδὲ διώξας τὴν τιμήν, ἀλλ' ὑπὸ τῆς τιμῆς διωχθεῖς, οὐδ' ἀνθρωπίνην χάριν, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ καὶ τὴν θείαν δεξάμενος".

Ἔπειτα, ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν τρόπο τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς χειροτονίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἰς Ἐπίσκοπον, λέγει ὅτι πρόκειται γιὰ νίκη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: "Πλὴν ἔδει νικῆσαι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ μέντοι καὶ νικᾶ πολλὴ τὴ παρουσία". Αὐτὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα παρεκίνησε "τοὺς χρίσοντας", ποὺ ἦταν ἄνδρες "ἐπ' εὐσεβείᾳ γνώριμοι καὶ ζηλωταί", νὰ ἔλθουν ἀπὸ μακριά. Ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἐκλογὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ ἡ χειροτονία ποὺ ἀκολούθησε θεωρεῖται χρίση. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν ποὺ πῆγαν στὴν Καισάρεια γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦταν καὶ ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ, τὸν ὁποῖον ἀποκαλεῖ "νέον Ἀβραὰμ καὶ πατριάρχην ἡμέτερον". Καὶ μάλιστα ἀναφέρει ἕνα θαυμαστὸ γεγονός. Ἐνῷ ὁ πατέρας του βρισκόταν σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, πάσχοντας ἀπὸ ἀσθένεια, ἐν τούτοις "κατατολμᾶ τῆς ὁδοῦ, βοηθήσων τὴ ψήφῳ, καὶ θαρσήσας τῷ Πνεύματι". Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα του ἔδινε δυνάμεις γιὰ νὰ συμμετάσχη στὴν ἐκλογὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μὲ τὴν ψῆφο του. Καὶ ἐνῷ πῆγε στὴν Καισάρεια γέρων καὶ ἀσθενὴς σὲ ἕνα φορεῖο, ποὺ ἦταν σὰν τάφος, ἐπέστρεψε στὴν Πατρίδα τοῦ ὑγιὴς καὶ νέος, λαμβάνοντας ὁ ἴδιος δύναμη ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. "Νεκρὸς ἐντεθεὶς ὡς τάφῳ τινὶ τῷ φορείῳ, νέος ἐπάνεισιν, εὐσθενής, ἄνω βλέπων, ρωσθεὶς ἐκ τῆς χειρὸς καὶ τῆς χρίσεως, οὐ πολὺ δὲ εἰπεῖν, ὅτι καὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ χρισθέντος". Γι' αὐτὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ "καὶ πηδᾶ γῆρας χρισθὲν τῷ Πνεύματι".

Μὲ ὅλα αὐτὰ φαίνεται ὅτι ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ χειροτονία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἦταν ἔργο Θεοῦ: "Πρῶτον μὲν ἐκεῖνο πᾶσι ποιεῖ φανερόν, ὡς οὐκ ἀνθρωπίνης χάριτος ἥν αὐτῶ ἔργον, ἀλλὰ Θεοῦ δῶρον τὸ δεδομένον". Καὶ αὐτὸ φάνηκε ἔντονα ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐνέργειες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὡς Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας.

Γενικά, ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ χειροτονία αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἦταν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ παρεκίνησε ἁγίους Ἐπισκόπους νὰ ἔλθουν στὴν Καισάρεια γιὰ νὰ συμμετάσχουν στὴν ἐκλογικὴ διαδικασία καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν ἐκείνη ποὺ ἐπιτέλεσε θαύματα. Ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ κατοικοῦσε στὸν Μέγα Βασίλειο ἤλκυε ἁγίους Ἐπισκόπους νὰ ἐπιτελέσουν τὸ ἔργο τῆς ἐκλογῆς. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση καὶ ἡ ψῆφος εἶναι ἱερά, κινεῖται ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μὲ τέτοιες προϋποθέσεις ἐξελέγη ὁ Μέγας Βασίλειος γιὰ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ ἀποτελεῖ πρότυπο καὶ ὑπόδειγμα γιὰ ὅλους ἐμᾶς γιὰ τὸ πῶς θὰ πρέπη νὰ ἐκλέγουμε καταλλήλους Κληρικοὺς στὶς Μητροπόλεις, γιὰ νὰ κατευθύνουν τὸ ποίμνιο πρὸς νομὰς σωτηρίους. Θὰ πρέπη, κατὰ κάποιον τρόπο καὶ βαθμό, ἡ ψῆφος τῶν Ἐπισκόπων νὰ εἶναι συντονισμένη μὲ τὴν ψῆφο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπηλλαγμένη ἀπὸ κοσμικὲς νοοτροπίες καὶ συμβιβασμούς, καθὼς ἐπίσης νὰ κατευθύνεται σὲ Κληρικοὺς ἀξίους κατὰ τὸν βίο, τὸν λόγο καὶ τὴν θεολογία.

Θεωρῶ ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἐκλέγεται ὁ Ἐπίσκοπος καὶ οἱ διαθέσεις τῶν ἐκλεκτόρων δείχνει τὸν βαθμὸ τῆς ἐκκοσμικεύσεως ἢ μὴ τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας.

(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο:Ὑπόμνημα πὲρὶ τοῦ τρόπου Ἐκλογῆς Μητροπολιτῶν (Β))