Γράφτηκε στις .

Ἀπό τὶς ἀναμνήσεις τοῦ Ἀρχιμ. π. Ἀρσενίου Κομπούγια (Γ)

Μὲ τὸν Ἱεροκήρυκα Διονύσιο, μετέπειτα Μητροπολίτη Τρίκκης

Μετὰ ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία του στὴν Ἐλατοῦ, ὁ π. Ἀρσένιος διορίσθηκε ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Χριστοφόρο στὸν Ἅγιο Δημήτριο Ναυπάκτου, μέχρι τὸ 1949.

Ἀπό τις αναμνήσεις του Αρχιμ. π. Αρσενίου Κομπούγια (Γ)

Τότε Πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας ἦταν ὁ Εὐσέβιος Μπερελής, ὁ ὁποῖος ἦλθε Διάκονος στὴν Ναύπακτο, καὶ διαδέχθηκε στὴν θέση αὐτὴ τὸν Δαμασκηνὸ (Παπανδρέου) μετέπειτα Μητροπολίτη Φθιώτιδος, καὶ χειροτονήθηκε στὸν Ἅγιο Δημήτριο Ναυπάκτου ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Χριστοφόρο. Τὸ κήρυγμα τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔκανε ὁ π. Ἀρσένιος. Ὁ Εὐσέβιος ἔμεινε περίπου ἕνα χρόνο Πρωτοσύγκελλος (1951). Ἔπειτα, λόγῳ μᾶλλον πολιτικῶν καταστάσεων φυλακίσθηκε στὴν Ἀθήνα 3 μῆνες καὶ ὁ Χριστοφόρος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἔχη πλέον Πρωτοσύγκελλο.

Τότε ἦλθε Ἱεροκήρυκας στὴν Ναύπακτο ὁ Ἀρχιμ. Διονύσιος Χαραλάμπους. Ὁ Διονύσιος, γεννημένος στὸ Ἀδραμύτιο τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, ἦταν Ἱεροκῆρυξ καὶ Ἡγούμενος σὲ Μοναστήρι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μηθύμνης. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς ἔκρυψε κάποιον Ἄγγλο ἀξιωματικὸ στὸ Μοναστήρι του. Ὁ ἀξιωματικὸς αὐτὸς ὅμως μιὰ μέρα μέθυσε, φανερώθηκε καὶ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Ἀνακρινόμενος ὁμολόγησε ὅτι κρυβόταν στὸ Μοναστήρι τοῦ π. Διονυσίου. Ἔτσι οἱ Γερμανοὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τοῦ ἀφήρεσαν τὰ διακριτικὰ τοῦ Ἱερέως, τὸν ξύρισαν, τὸν ἔστειλαν αἰχμάλωτο στὸ Νταχάου καὶ δούλευε καταναγκαστικὰ σὲ ἐργοστάσιο παραγωγῆς πυρομαχικῶν. Ἐκεῖ δούλευαν "πολλὲς φυλὲς καὶ γλῶσσες", μαζεμένοι ἀπὸ ὅλα τὰ κράτη ποὺ εἶχαν καταλάβει τότε οἱ Γερμανοί.

Ὅταν οἱ Γερμανοὶ ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν στὰ μέτωπα τοῦ πολέμου, δόθηκε διαταγὴ νὰ ἐκτελέσουν ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους τοῦ στρατοπέδου ἐκείνου. Ἔτσι σύναξαν 2.000 ἐργάτες-αἰχμαλώτους μέσα στὸν περίβολο τοῦ ἐργοστασίου καὶ ἄρχισαν νὰ τοὺς "γαζώνουν" μὲ τὰ πολυβόλα καὶ στὸ τέλος περνοῦσαν καὶ τοὺς ἔδιναν τὴν χαριστικὴ βολή. Δυό-τρεὶς ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους κατάφεραν καὶ διέφυγαν ἀπὸ κάποια πόρτα ποὺ βρῆκαν ἀνοικτὴ καὶ ἔτρεξαν πρὸς τὶς ἄλλες πτέρυγες τοῦ ἐργοστασίου. Οἱ Γερμανοί τους ἀντιλήφθηκαν καὶ τοὺς κυνήγησαν. Ὁ π. Διονύσιος μπῆκε στὸ πρῶτο δωμάτιο ποὺ βρῆκε καὶ κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα. Στὸ ἴδιο δωμάτιο βρῆκε καταφύγιο καὶ ἕνας μουσουλμᾶνος. Οἱ Γερμανοὶ σὲ λίγο ἔφθασαν ἔξω ἀπὸ τὸ δωμάτιο καὶ ἔδωσαν μιὰ κλοτσιὰ στὴν πόρτα καὶ εἶδαν μπροστά τους τὸν μουσουλμᾶνο γονατιστὸ νὰ προσεύχεται, κραυγάζοντας μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια στὸν Ἀλλάχ. Τὸν σκότωσαν ἐν ψυχρῷ δίχως νὰ μποῦν στὸν κόπο νὰ ψάξουν ὅλο τὸ δωμάτιο. Ἔτσι γλίτωσε ὡς ἐκ θαύματος ὁ π. Διονύσιος Χαραλάμπους.

Μετὰ τὸ πέρας τοῦ πολέμου ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα καὶ μέσῳ τῆς ὀργανώσεως Ζωὴ ἦλθε Ἱεροκήρυκας στὴν Ναύπακτο. Ὁ Μητροπολίτης Χριστοφόρος ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἱεροκήρυκα νὰ πάη στὸ Καρπενήσι, τὴν δεύτερη ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, τὸ ὁποῖο εἶχε πληγεῖ ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο καὶ εἶχε διπλασιάσει τὸν πληθυσμό του, λόγῳ τῆς καταφυγῆς σὲ αὐτὸ πολλῶν κατοίκων τῶν χωριῶν τῆς περιφερείας, ποὺ εἶχαν μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ πνευματικὴ στήριξη. Αὐτὸ ζητοῦσαν ἄλλωστε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ οἱ Ἀρχὲς τοῦ Καρπενησίου. Ὁ Ἱεροκήρυκας Διονύσιος εἶχε ἀποκτήσει σωματικὰ προβλήματα ὑγείας ἀπὸ τὴν παραμονή του στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως καὶ δὲν τοῦ ἦταν εὔκολο νὰ μείνη, ἰδίως τὸν χειμῶνα, πάνω στὰ ὀρεινά, γι' αὐτὸ καὶ ἀρνήθηκε.

Τότε τὸν ζήτησε ὡς Ἱεροκήρυκα ὁ Μητροπολίτης Φωκίδος Ἀθανάσιος. Ἡ Σύνοδος τοῦ ἔδωσε τὴν ἔγκριση νὰ ὑπηρετήση στὴν Φωκίδα, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως ἐνέκρινε καὶ τὴν ἀπόσπασή του καὶ πάλι στὴν Ναύπακτο, μέχρις ὅτου βρισκόταν ὁ ἀντικαταστάτης του.

*

Ἀπό τις αναμνήσεις του Αρχιμ. π. Αρσενίου Κομπούγια (Γ)

Ἀπὸ τὶς ἀναμνήσεις τοῦ Ἀρχιμ. π. Ἀρσενίου Κομπούγια (Γ)Ο π. Ἀρσένιος ἔχει νὰ διηγηθῇ ὁρισμένα περιστατικὰ ἀπὸ τὴν συνεργασία του μὲ τὸν Ἱεροκήρυκα π. Διονύσιο, τὰ ὁποῖα δείχνουν τὴν ὡριμότητά του, καθὼς καὶ τὶς πνευματικὲς συζητήσεις ποὺ ἔκαναν καθήμενοι στὰ σιδερένια στρόγγυλα τραπεζάκια τοῦ Ξανάλατου, στὸ Γρίμποβο, ποὺ τότε ἦταν ἐρημιά.

Κάποια Κυριακὴ μεσημέρι ὁ Ἱεροκήρυκας ζήτησε ἀπὸ τὸν π. Ἀρσένιο νὰ τὸν ἀντικαταστήση στὸ ἑσπερινὸ κήρυγμά του στὴν Ἁγία Παρασκευὴ Ναυπάκτου, ἐπειδὴ τὸν ἴδιο τὸν εἶχε καλέσει ὁ π. Βενέδικτος στὸ Ἀγρίνιο.

Στὸν ἀντίλογο τοῦ π. Ἀρσενίου ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀντικαταστήση καὶ μάλιστα δίχως καλὴ προετοιμασία, ὁ Ἱεροκήρυκας Διονύσιος ἐπέμενε. Τί νὰ κάνη ὁ π. Ἀρσένιος, ἀνέλαβε νὰ κάνη ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὸ ἑσπερινὸ κήρυγμα.

Δὲν πέρασαν πέντα λεπτά, καὶ νὰ ὁ Ἱεροκήρυκας παρουσιάζεται στὸν παλαιὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς –εἶχε χάσει τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὸ Ἀγρίνιο– καὶ πάει καὶ κάθεται σὲ ἕνα κάθισμα ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανούς. Ὁ π. Ἀρσένιος κατέβηκε ἀπὸ τὸ βῆμα καὶ πῆγε νὰ τὸν καλέση νὰ συνεχίση αὐτός, ἀλλὰ ὁ π. Διονύσιος δὲν δέχθηκε.

Δὲν μπόρεσα νὰ κάνω τίποτε, λέγει ὁ π. Ἀρσένιος. Συνέχισα τὸ κήρυγμα, καὶ καθόταν ἀπὸ κάτω ὁ Ἱεροκήρυκας τῆς Συνόδου καὶ μὲ ἄκουγε μὲ ταπείνωση. Ντράπηκα πολύ, ἀλλὰ τί νὰ κάνω;...

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἀρχιμ. Πάμφιλος Παπαγιάννης, ἀδελφὸς τοῦ Ἱεροκήρυκος Πατρῶν Χριστοδούλου, ἔγραψε στὸν π. Διονύσιο νὰ πάη στὴν Κύπρο. Ἐπειδὴ ὅμως ὑπῆρχε τυπικὴ δυσκολία, ἀφοῦ βρισκόταν στὸν κατάλογο τῶν Ἱεροκηρύκων ποὺ ἔπρεπε νὰ περάσουν ἀπὸ μετεκπαίδευση, ὁ Διονύσιος πῆγε νὰ δὴ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Σπυρίδωνα.

Πράγματι, παρουσιάσθηκε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο καὶ τοῦ ἔθεσε προφορικὰ τὸ αἴτημά του. Ἀκολούθησε ὁ ἑξῆς διάλογος:

–Δὲν εἶναι εὔκολο, ἅγιε Ἱεροκῆρυξ, ἀλλὰ νὰ τὸ κοιτάξουμε, μήπως μποροῦμε νὰ τὸ ἐπαναφέρουμε στὴν Σύνοδο. Πές μου τὸ ὄνομά σου νὰ τὸ σημειώσω.

–Διονύσιος Χαραλάμπους

–Διονύσιος Χαραλάμπους; Καὶ τὸν ἥρωα Διονύσιο Χαραλάμπους τί τὸν ἔχεις; (ἔγραφε τότε ἡ Ζωὴ γιὰ τὴν δράση τοῦ Διονυσίου στὴν Γερμανία, πῶς ἦταν αἰχμάλωτος καὶ ἔκανε ἱεραποστολὴ μεταξὺ τῶν ἄλλων αἰχμαλώτων. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων εἶχε ἔντονο τὸ πατριωτικὸ συναίσθημα).

–Ἐγὼ εἶμαι...

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων σηκώθηκε ἀμέσως ὄρθιος:

–Τί ἔκανε λέει! Ἔχω τὴν τιμὴ νὰ ἔχω μπροστά μου ἕναν ἥρωα! Νὰ πᾶς στὴν Ναύπακτο νὰ πάρης τὰ πράγματά σου καὶ νὰ ἔλθης ἀμέσως ἐδῶ. Θὰ σοῦ πῶ ἐγὼ τί θὰ κάνης.

Ὁ π. Διονύσιος ἐπέστρεψε στὴν Ναύπακτο καὶ διηγήθηκε στὸν π. Ἀρσένιο τὰ γεγονότα. Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ π. Ἀρσενίου, ὁ Διονύσιος ἦτο στενοχωρημένος πρὶν τὴν ἀναχώρησή του, καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν π. Ἀρσένιο νὰ τὸν ἀκολουθήση.

–Δὲν γίνεται αὐτό, δὲν μπορῶ, μὲ συγχωρεῖς. Καὶ ποὺ ξέρεις, π. Διονύσιε, ἔτσι ποὺ σὲ δέχθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, μπορεῖ νὰ σὲ δοῦμε δεσπότη κάποιαν ἡμέρα.

–Ἄσ' τα, π. Ἀρσένιε, δὲν εἶναι γιὰ μᾶς αὐτά. Τὴν ψυχή μας νὰ σώσουμε...

Ὁ Διονύσιος πῆγε τελικὰ στὴν Κύπρο. Μόλις ἔφθασε ἔστειλε καὶ πάλι γράμμα στὸν π. Ἀρσένιο, λέγοντάς του νὰ πάη καὶ αὐτὸς στὴν Μεγαλόνησο.

Ὅταν τὸ 1951 γίνονταν ἐκλογὲς γιὰ τὴν Μητρόπολη Λήμνου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων πρότεινε τὸν Διονύσιο. Οἱ Συνοδικοὶ Ἀρχιερεῖς (ἦσαν τότε δώδεκα) ἀντέτειναν ὅτι δὲν τὸν γνωρίζουν.

Τότε σηκώθηκε ὁ Χριστοφόρος Ναυπακτίας, ὁ ὁποῖος ἦταν συνοδικός, λέγοντας:

–Θὰ σᾶς πῶ ἐγὼ ποιός εἶναι ὁ Διονύσιος Χαραλάμπους...

Καὶ ὁ Χριστοφόρος ἔπλεξε τὸ ἐγκώμιο τοῦ Ἱεροκήρυκος, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Διονύσιος Χαραλάμπους νὰ λάβη καὶ τοὺς δώδεκα ψήφους.

Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ π. Ἀρσένιος, αὐτὸ ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό, διότι ἀποδείχθηκε ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμμία μικρότητα ἢ πικρία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν κατὰ τὴν μεταξύ τους συνεργασία, ἀλλὰ ἀντίθετα τὸ καθῆκον καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς διαποίμανσης τῶν ἀνθρώπων ἀπαιτοῦσαν νὰ ληφθοῦν ὁρισμένες ἀποφάσεις. Ἔτσι ὁ Ἱεροκήρυκας Διονύσιος Χαραλάμπους μὲ τὸ ἐγκώμιο τοῦ πρώην Μητροπολίτου του ἐξελέγη Μητροπολίτης Λήμνου.

Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Σπυρίδωνος Παγκρατίου. Στὴν θεία Λειτουργία προΐστατο ὁ Μητροπολίτης Φθιώτιδος Ἀμβρόσιος, ὁ ἀπὸ Ναυπάκτου καὶ συλλειτούργησε ὁ Χριστοφόρος Ναυπακτίας. Στὸν Ναὸ αὐτὸ ἦταν Προϊστάμενος ὁ Ναυπάκτιος Ἀρχιμ. Ἀμβρόσιος Νικολάου, γυιὸς τοῦ Ἱεροψάλτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Ναυπάκτου, μετέπειτα Μητροπολίτης Ἐλευθερουπόλεως. Στὴν χειροτονία συμμετεῖχε καὶ ὁ π. Ἀρσένιος. Μετὰ τὴν χειροτονία τὸν πλησίασε ὁ φίλος του Ἐτεοκλὴς (ὁ π. Ἐπιφάνιος ὡς λαϊκὸς) καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν γνωρίση μὲ τὸν Διονύσιο. Ὁ π. Ἀρσένιος τὸν σύστησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:

–Σεβασμιώτατε, νὰ σᾶς γνωρίσω ἕναν θεολόγο ἀγωνιστῆ, θαυμαστὴ τῶν πατέρων τῆς Νιτρίας καὶ τῆς Θηβαΐδος!...

Α.Κ.

(συνεχίζεται)