Γράφτηκε στις .

Στυλιανοῦ Γερασίμου: «Σύντομη περιδιάβαση στὴν ἱστορικότερη μονὴ τῆς Ἁγίας Νάπας»

Στυλιανοῦ Γερασίμου, Θεολόγου-Μουσικοῦ

Μεταφερόμαστε πάλι στὴν ἁγία γῆ, τὴ νῆσο Κύπρο, γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦμε νοερῶς ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἱστορικὰ μοναστήρια της, τὴν Μονὴ τῆς Ἁγίας Νάπας. Τὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Νάπας βρίσκεται στὸ ὁμώνυμο χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου. Τὸ ὄνομα «Ἁγία Νάπα» σημαίνει ἅγιο δάσος. Ἡ περιοχὴ πῆρε τὴν ὀνομασία τῆς ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Νάπης, δηλαδὴ τῆς Ἁγίας τοῦ Δάσους καὶ γιὰ συντομία ὀνομάστηκε «Ἁγία Νάπα».

Πότε ἱδρύθηκε τὸ μοναστήρι δὲν γνωρίζουμε. Ἡ σπηλιά, ὁ κρυψώνας καὶ τὸ πηγάδι μαρτυροῦν τὴν ἐκεῖ διαβίωση χριστιανικῆς κοινότητας ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ χρόνια. Τὸ ὄνομα «Ἁγία Νάπα» ἔχει δοθῇ στὸ μέρος πρὶν τὸν 1366. Τὸ μοναστήρι πάντως, ὅπως σώζεται σήμερα, εἶναι κτίσμα τοῦ 15ου αἰῶνα, ὅταν ἡ Κύπρος ἦταν ὑπὸ ἑνετικὴ κυριαρχία.

Σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοση, στὴ σπηλιά, ἡ ὁποία ἔχει γίνει ἐκκλησία, βρέθηκε ἀπὸ κάποιον κυνηγὸ ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ σκύλος τοῦ κυνηγοῦ πρῶτος ἀντίκρυσε τὴν ὀλόφεγγη εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἄρχισε νὰ γαυγίζη ἐπίμονα καλῶντας τὸν κύριό του. Στὸ ἄκουσμα τῆς ἀνεύρεσης τῆς εἰκόνας πλῆθος πιστῶν ἄρχισε νὰ ἐπισκέπτεται τὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ σπηλαίου. Ἡ εἰκόνα εἶχε μᾶλλον τοποθετηθῇ στὸ σπήλαιο τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (7ος-8ος αἰῶνας) καὶ ἔτσι διασώθηκε. Τὸν 14ο αἰῶνα τὸ σπήλαιο κτίστηκε καὶ ἔγινε ναός.

Μιὰ ἄλλη παράδοση ἀναφέρει πὼς στὸ μέρος αὐτὸ κατέφυγε ἀπὸ πεῖσμα καὶ ἡ κόρη τῆς ἀριστοκρατικῆς ἑνετικῆς οἰκογενείας ἐξ αἰτίας τῆς ἄρνησης τῶν δικῶν της νὰ ἐπιτρέψουν τὸν γάμο της μὲ κάποιον μὴ ἀριστοκράτη. Γύρω στὰ 1500 λέγεται πὼς ἡ πλούσια Ἑνετὴ ἔκτισε μὲ δικά της ἔξοδα τὰ κελλιὰ καὶ ἕναν ἐλιόμυλο. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, σιγά-σιγά ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι καὶ λατινικὸ παρεκκλήσι. Ὡς λατινικὸ παρεκκλήσι λειτούργησε τὸ δεξιὸ κλίτος τοῦ ναοῦ ἀμέσως μετὰ τὴν εἴσοδο. Ἡ τεράστια συκομορέα τοῦ μοναστηριοῦ, ἡ ὁποία βρίσκεται δίπλα στὴ δεξαμενή, λέγεται πὼς ἔχει φυτευθῇ ἀπὸ τὴν ἑνετὴ γυναῖκα.

Ὅταν πλησίασε ὁ θάνατός της, ἔκτισε τὸ πέτρινο θολωτὸ μνημεῖο. Μέσα σ’ αὐτό, δίπλα ἀπὸ τὴ δροσιὰ τῆς φιάλης, ἤθελε νὰ ταφῆ. Στὴ βόρεια πλευρὰ τῆς αὐλῆς αὐτῆς ὑπάρχει κρήνη μὲ μορφὴ κεφαλῆς ἀγριόχοιρου. Πάνω ἀπὸ αὐτὴν στέκεται τὸ διώροφο κτίριο, στὸ ὁποῖο διέμενε ἀρχικὰ ἡ ἑνετὴ κόρη. Στὸν λόφο δυτικὰ τῆς ἐκκλησίας ὑπάρχει ἀρχαῖο ἐκκλησάκι, ὅπου σύμφωνα μὲ μιὰ παράδοση ἡ Παναγία ξάπλωσε νὰ ξεκουραστῇ.

Τὸ 1571 ἡ Κύπρος περνᾶ ὑπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ κυριαρχία. Τὸ μοναστήρι εὐτυχῶς δὲν καταστράφηκε. Ἡ περιγραφὴ τοῦ Pietro de la Valle, τὸ 1625, ἀντιστοιχεῖ πλήρως στὴ σημερινὴ κατάσταση τοῦ μοναστηριοῦ. Ἀπὸ τὸν ἴδιο περιηγητὴ πληροφορούμαστε ὅτι τότε ἡ Ἁγία Νάπα ἦταν γυναικεῖο μοναστήρι. Τὸ μοναστήρι μετατράπηκε σὲ ἀνδρικὸ πρὶν τὸ 1668. Γιὰ ἄγνωστο λόγο ἀπὸ τὸ 1758 καὶ ἑξῆς δὲν διαθέτει πιὰ μοναχούς. Στὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα χτίστηκε τὸ πρῶτο σπίτι στὸ χωριό. Πρῶτοι οἰκιστὲς τοῦ χωριοῦ ἦταν κάποιοι Θεσσαλονικεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τὴν πατρίδα τους λόγῳ ἐπιδημίας πανώλης. Ἀργότερα, τὸ 1813, σύμφωνα μὲ εὐδιάκριτη ἀκόμη ἐπιγραφή, ἡ μονὴ ἐπισκευάστηκε. Μετὰ τὸ 1878, ὅταν ἡ Κύπρος περνᾶ ὑπὸ βρεττανικὴ κυριαρχία, δὲν ὑπῆρχαν μοναχοὶ στὸ μοναστήρι. Ἡ ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ἐνοριακὸς ναὸς τοῦ χωριοῦ. Τὸ 1950 χρειάστηκε νὰ γίνη ἐπισκευή, γιὰ νὰ διατηρηθοῦν ἱστορικὰ κτίσματα. Ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου τοῦ Γ` τὸ μοναστήρι προτείνεται ὡς τὸ καταλληλότερο, γιὰ νὰ καταστῆ Οἰκουμενικὸ Κέντρο Διασκέψεων. Ὅμως ἡ τουρκικὴ εἰσβολὴ ἀνέβαλε αὐτὰ τὰ σχέδια.

Στὴ χάρη τῆς Παναγίας καταφθάνουν καθημερινῶς γιὰ νὰ προσκυνήσουν πολλὲς δύστοκες καὶ ἄτεκνες γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ζωστοῦν τὴν γονιμοποιοῦσα θαυματουργὸ ζώνη τῆς Ἁγίας Νάπας. Τὸ μοναστήρι ἀποτελεῖ ἰδιαίτερα κατανυκτικὸ μέρος, ὅπου μπορεῖ κανεὶς νὰ βρὴ παρηγοριὰ καὶ θεία ἀρωγή, γιατί ἡ Θεοτόκος πρεσβεύει μὲ τὶς τελεσφόρες ἱκεσίες Της γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Στὸ τέλος αὐτῆς τῆς σύντομης ξενάγησης σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἱστορικότερες μονὲς τῆς ἁγίας γῆς, τῆς νήσου Κύπρου, εὐχαριστῶ τὸν ἐφημέριο τῆς μονῆς, Πρωτοπρεσβύτερο π. Βασίλειο Νικολάου, γιὰ τὶς πληροφορίες ποὺ ἐπανειλημμένως μοῦ παραχώρησε.–