Γράφτηκε στις .

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μήνος: Ὅσιος Ὀνούφριος, 12 Ἰουνίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὅσιος Ὀνούφριος, 12 Ιουνίου

Ὁ ὅσιος Ὀνούφριος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἀσκητὲς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἔζησε ἀσκητικὰ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς αἰγυπτιακὲς ἐρήμους. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐγκαταβίωσε σὲ Κοινόβιο Μοναστήρι, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ὑπακοή. Ἀργότερα μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντός του ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἐρημίτη Ἐρμία, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη, τὸν περίμενε καὶ τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ καλύβη κάτω ἀπὸ ἕναν πελώριο φοίνικα κοντὰ στὸν ὁποῖο ὑπῆρχε πηγὴ καθαροῦ νεροῦ. Ἐκεῖ στὴν ἡσυχία ἐπεδόθη σὲ μεγαλύτερα πνευματικὰ γυμνάσματα καὶ προσευχόταν ἀδιαλείπτως γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Μὲ τὴν ἐν χάριτι ἄσκηση καθάρισε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἔφθασε στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση. Ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ πλημμύρισε ὅλη του τὴν ὕπαρξη, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ σκήνωμά του μετὰ τὴν ὁσιακή του κοίμηση εὐωδίαζε. «Ὅποιος ἔχει την Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ἔχει τὴν τέλεια ἀγάπη. Καὶ ἂν κανεὶς διαφυλάξει αὐτήν την χάρη, θὰ ἁγιάσουν τὰ λείψανά του, ὅπως τῶν ἁγίων μαρτύρων, τῶν προφητῶν ἡ τῶν ἄλλων μεγάλων ἁγίων» (ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης).

Κάποτε, ἐπισκέφθηκε τὸν ὅσιο Ὀνούφριο ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος. Οἱ δύο ἀσκητὲς χάρηκαν ὁ ἕνας τὴν παρουσία τοῦ ἄλλου, ἀντήλλαξαν τὶς ἐμπειρίες τους καὶ ἐνισχύθηκαν πνευματικά. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα οὕτως ὥστε ἡ συνάντηση αὐτὴ νὰ συμπέση μὲ τὴν ὥρα τῆς «ἐξόδου» του ὁσίου Ὀνουφρίου καὶ ἔτσι τὸ σῶμα του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Παφνούτιο κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο φοίνικα, ἡ δὲ ψυχή του «συναγάλλεται ἐν οὐρανοῖς μετὰ πάντων τῶν ἁγίων».

Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ὁσίου Ὀνουφρίου μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα.

Πρῶτον. Συνήθως, ὅταν ἀκούη κανεὶς γιὰ ἄσκηση καὶ ἀσκητὲς πάει ὁ νοῦς του στοὺς μοναχοὺς καὶ κυρίως στοὺς ἐρημῖτες καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πρέπη νὰ τονισθῇ ὅτι ὁ ἀσκητικὸς τρόπος ζωῆς ποὺ διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι, κατ’ ἀναλογίαν, ὁ ἴδιος γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς. Ἄσκηση εἶναι ὁ ἀγῶνας τοῦ ἀνθρώπου νὰ ζήση σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ μεταμορφώση τὰ πάθη του καὶ νὰ ἀποκτήση ὑπαρξιακὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ὀνομάζεται δὲ καὶ πρακτικὴ ζωὴ ἡ πράξη καὶ ἀποτελεῖ «ἐπίβασιν τῆς θεωρίας». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι γιὰ νὰ φθάση κανεὶς στὴν θεωρία, ἤτοι στὴν ὑπαρξιακὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, πρέπει νὰ καθαρθῇ ἀπὸ τὰ πάθη. Ὅταν γίνεται αὐτὸ τότε κατασκηνώνει μέσα στὸν ἄνθρωπο ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ διὰ τῆς Χάριτος γνωρίζει τὸν Θεό, ἀποκτᾶ τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο, ἐπειδὴ τὸν νικᾶ καὶ τὸν ὑπερβαίνει στὰ ὅρια τῆς προσωπικῆς του ζωῆς. Καὶ θεωρεῖ ὅλα τὰ γήϊνα καὶ πρόσκαιρα πράγματα, ἤτοι χρήματα, κτήματα, ἡδονή, δόξα κλ.π., «ὡς σκύβαλα». Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ὁ ὁποῖος γεύθηκε τὴν γλυκύτητα τοῦ «οὐρανοῦ», δηλαδὴ γνώρισε ὑπαρξιακὰ τὸν Θεὸ «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», ἔλεγε ὅτι «ἡ ψυχή μου πλήττει στὴ γῆ».

Δεύτερον. Οἱ Ἅγιοι εἶναι μέσα στὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες ὅ,τι ἀκριβῶς καὶ οἱ ὀάσεις μέσα στὴν ἔρημο. Ὅσοι ἔχουν βρεθεῖ στὴν ἔρημο ἔστω καὶ γιὰ λίγο αὐτοὶ μποροῦν νὰ καταλάβουν καλύτερα. Ὁ δυνατὸς ἥλιος τῆς ἐρήμου προκαλεῖ κόπωση, ἱδρῶτα, δίψα καὶ παράλυση τῶν ψυχοσωματικῶν δυνάμεων. Καὶ τότε σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση καὶ μόνον ἡ θέα τῆς ὄασης, δηλαδὴ τῆς σκιας τῶν δένδρων καὶ τοῦ δροσεροῦ νεροῦ, προκαλοῦν ἀνάπαυση καὶ ἀγαλλίαση. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει μὲ τοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὶς πνευματικὲς ὀάσεις μέσα στὸν καύσωνα τῶν πειρασμῶν, τῶν ἀμφιβολιῶν, τῆς ἀνασφάλειας καὶ τοῦ ἄγχους, μέσα στὴν ἔρημο τῶν ἀπρόσωπων ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν, ὅπου ἀναζητᾶ κανεὶς ἀληθινοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν φανὸ τοῦ Διογένους. Αἰσθάνεται κανεὶς ἐνδυνάμωμα, ἀνακούφιση, παρηγοριά, πνευματικὴ ἀνακαίνιση καὶ ξεδίψασμα ἀπὸ τὸ γάργαρο νερὸ τῶν λόγων τῶν Ἁγίων, ποὺ δὲν εἶναι εὐσεβεῖς σκέψεις καὶ στοχασμοὶ ἑνὸς δυνατοῦ μυαλοῦ, ἀλλὰ ἀπόσταγμα πνευματικῆς ἐμπειρίας μιᾶς καρδιᾶς πλημμυρισμένης ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη.

Ἔρημος ὅμως γίνεται καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ὅταν ἀπωλέση τὴν θεία Χάρη. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γεύθηκαν τὴν γλυκύτητα τῆς θείας Χάριστος, ἔστω καὶ λίγο, καὶ στὴν συνέχεια συνέβη νὰ τὴν χάσουν, αὐτοὶ τὴν ἀναζητοῦν ὅπως ἡ μητέρα τὸ μικρὸ παιδί της ποὺ τὸ ἔχει χάσει μέσα σὲ κάποιο συνωστισμὸ καὶ φωνάζει καὶ τρέχει καὶ τὸ ἀναζητεῖ μὲ δάκρυα καὶ πόνο. Καὶ ὅταν τὸ βρῇ τότε χαίρει καὶ ἀγάλλεται καὶ τὸ σφίγγει στὴν ἀγκαλιά της προσέχοντας νὰ μὴ τὸ ξαναχάση. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ γεύθηκε τὴν θεία Χάρη καὶ γιὰ κάποιο λόγο τὴν ἀπώλεσε. Αἰσθάνεται τὴν καρδιά του ἔρημη καὶ ἀδειανή, καὶ κράζει, καὶ φωνάζει, καὶ προσεύχεται ἀδιαλείπτως. Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ μεγάλο ἀγῶνα, ἀγωνία, ἀναζήτηση, πόνο καὶ κλάμα τὴν ξαναβρῇ, τότε χαίρει καὶ ἀγάλλεται καὶ φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν Προφήτη Ἠσαΐα, «εὐφράνθητι ἔρημος διψῶσα...».

Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθνωνίτης ὅταν ἀναφέρεται στὸν θρῆνο τοῦ Ἀδάμ, μετὰ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου, οὐσιαστικὰ περιγράφει τὸν δικό του θρῆνο ὅταν ἀπώλεσε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια τὴν ἀναζητοῦσε μὲ πόνο καὶ δάκρυα. Καὶ διδάσκει, ἀπὸ τὴν ἐμπειρία του, ὅτι ὁ ἀσφαλέστερος δρόμος γιὰ τὴν εὕρεση καὶ διαφύλαξη τῆς θείας Χάριτος εἶναι ἐκεῖνος τῆς ταπεινώσεως.

Ὁ ἀσκητικὸς ἀγῶνας εἶναι οὐσιαστικὰ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν «στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν», ποὺ ὅμως γλυκαίνει καὶ νοηματοδοτεῖ τὴν ὕπαρξη. Ἀλλὰ καὶ τροφοδοτεῖ τὸν πνευματικὸ ὀργανισμὸ μὲ ἰσχυρὰ ἀντισώματα, γιὰ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντέχη στὰ δύσκολα, νὰ ἀποδιώχνη τὴν πίκρα τῶν λυπηρῶν καὶ νὰ βιώνη τὴν γλυκειὰ χαρμολύπη.–

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ