Γράφτηκε στις .

Γεγονός καὶ Σχόλιο: Ὁ φόβος τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀθανασίας

Ἀρχὲς Σεπτεμβρίου πέθανε ὁ Ἀπόστολος Σουγκλάκος, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸν ἀθλητισμὸ (ποδόσφαιρο, πάλη), τὸν κινηματογράφο καὶ τὸ τραγοῦδι. Ὕστερα ἀπὸ βαρὺ ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο, παρέμεινε δύο ἑβδομάδες σὲ κῶμα καὶ τελικὰ πέθανε νέος σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν.

Λίγους μῆνες πρὶν τὸν θάνατό του, σὲ μιὰ συνέντευξή του ἔλεγε: «Τὸ μόνο ποὺ φοβᾶμαι.... Ἐντάξει, δὲ γουστάρω, ρὲ παιδί μου, νὰ πεθάνω –κούφια ἡ ὥρα– θέλω νὰ ζήσω 850 χρόνια. Γιατί ἡ ζωὴ εἶναι ὡραία» (Ἐλεύθερος Τύπος, 6-9-2006).

Μέσα του ὑπῆρχε ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ὅπως ἄλλωστε ὑπάρχει καὶ σὲ καθέναν ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ τελικὰ ὁ θάνατος παραμονεύει παντοῦ. Ὁ ἄνθρωπος συλλαμβάνεται καὶ γεννιέται μὲ τὴν θνητότητα καὶ τὴν φθαρτότητα καὶ ὁπωσδήποτε θὰ ἔλθη κάποια στιγμὴ ποὺ θὰ πεθάνη. Βεβαίως, ἀνέβηκε τὸ ὅριο τῆς βιολογικῆς ζωῆς, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ξεπερασθῇ τὸ καθορισμένο ὅριο. Ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀθανασίας εἶναι δεῖγμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὸ ἐνταῦθα, τὸ ἐνθάδε.

Ἡ βίωση τοῦ θανάτου εἶναι βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὑπαρξιακῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Γερμανὸς φιλόσοφος Χάϊντεγκερ ἔχει ὑποστηρίξει ὅτι τρία εἶναι τὰ δομικὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἤτοι ἡ «ἐγκατάλειψη», ἡ «ἔκσταση» καὶ ἡ «παροντικότητα». Ζῶντας ὁ ἄνθρωπος αὐτὰ τὰ τρία δομικὰ στοιχεῖα τῆς ὕπαρξής τους, διακατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγωνία, ὅτι τὰ ὄντα θὰ μποροῦσαν καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν καὶ ἂν ὑπάρχουν δὲν θὰ ὑπάρχουν γιὰ πάντα. Τότε ἡ ὕπαρξή του ἀντιλαμβάνεται ὅτι «τὸ ὑπάρχειν» σημαίνει ὅτι τὸ ὀν «ὑπάρχει πρὸς θάνατον». Καὶ στὴν συνέχεια ἡ συνειδητοποίηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, ἀλλὰ καὶ ἡ λύτρωση ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, εἶναι λύτρωση καὶ ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀγωνία.

Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μὴ θέλη νὰ πεθάνη, μπορεῖ νὰ «κτυπᾶ ξύλο», ὅταν ἀκούη θάνατο, ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ θάνατος εἶναι το μόνον βέβαιο γεγονός, ἐνῷ ἀβέβαιη εἶναι ἡ ὥρα τοῦ θανάτου.

Στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκδηλώνεται στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, φαίνεται ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀγωνία του. Ὅταν κανεὶς πιστεύη στὸν Θεὸ καὶ ὅτι Αὐτὸς εἶναι στοργικὸς πατέρας ποὺ ἀγαπᾶ τὰ παιδιὰ Τοῦ, τότε ὑπερβαίνει τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου, καὶ μερικὲς φορὲς περιμένει τὸν θάνατο γιατί δι’ αὐτοῦ ἀποκτᾶ τὴν τελειότερη ζωή.

Ἡ σκέψη τοῦ θανάτου, ἡ αἴσθηση τῆς «ἑνδεκάτης ὥρας» ὅτι, δηλαδή, βρισκόμαστε πρὸς τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης ζωῆς καὶ θὰ δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας στὸν Θεό, ὅταν γίνεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, δὲν δημιουργεῖ ἀπελπισία, ἀλλὰ πνευματικὴ ἔμπνευση καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο πιὸ ὁλοκληρωμένο, ἤρεμο καὶ κοινωνικό. Ὅταν σκέπτεται ὅτι θὰ ἔλθη ἡ ὥρα τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή, τότε θὰ εἶναι πιὸ σπλαχνικὸς στοὺς ἀδελφούς του. Οἱ θανατοκεντρικὲς κοινωνίες, τῶν ὁποίων οἱ ἄνθρωποι κλαῖνε τοὺς νεκρούς τους, ποὺ ἐπισκέπτονται τὰ μνήματα, εἶναι πιὸ γνήσιες καὶ ἀνθρωπινότερες. Ἐπίσης, ἡ αἴσθηση τοῦ θανάτου, ὅταν γίνεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, κάνει τὸν ἄνθρωπο πιὸ δημιουργικὸ καὶ τὸν ἐνδυναμώνει γιὰ νὰ ὁλοκληρώση τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελεῖ, πρὶν πεθάνη.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ προπτωτικὴ ἁμαρτία τὸν ὁδήγησε στὸν θάνατο. Μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ μποροῦμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ ἔτσι νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου.

Ν.Ι.

ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΟ