Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Οι άθεοι εν τω κόσμω

του Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη

Μέσα στο εορταστικό κλίμα του Δωδεκαημέρου είναι ίσως αταίριαστο να μιλά κανείς για την αθεΐα. Όμως η αθεΐα είναι μια πραγματικότητα που αφορά πιστούς και άπιστους, αφού μπορεί να κρύβεται ακόμη και κάτω από προσωπεία θρησκευτικότητας, ιδιαίτερα μάλιστα της επιθετικής θρησκευτικότητας. Γι’ αυτό είναι ένα θέμα που χρειάζεται ήρεμη και σοβαρή θεολογική αντιμετώπιση με ποιμαντική νηφαλιότητα και ευαισθησία. Οπότε η ενασχόληση μαζί της μέσα σε περίοδο θεολογικά φορτισμένη, όπως είναι το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, της Περιτομής και της Βάπτισης του Χριστού, είναι κάτι που εναρμονίζεται πλήρως με την ποιμαντική της Εκκλησίας, η οποία θέλει να απελευθερώση τους ανθρώπους από την αγνωσία του Θεού και από την δουλεία στα είδωλα της φαντασίας και των παθών και να τους φέρη σε σχέση και κοινωνία με τον Χριστό.

Η αθεΐα των ημερών μας, αν σχηματοποιήσουμε κάπως τα πράγματα, μπορεί να διαιρεθή σε τρεις μορφές: την θρησκευτική, την ήπια αγνωστικιστική και την μαχητική αθεΐα. Στις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες η αθεΐα είχε αποβάλλει την μαχητικότητά της. Ο φανατισμός μάλιστα ήταν η κατηγορία που εκτοξευόταν από τους αθέους και τους αγνωστικιστές εναντίον των πιστών. Οι πιστοί κατηγορούντο ότι δεν είχαν την ευγένεια της διαλλακτικότητας απένταντι στις διαφορετικές απόψεις, στα διαφορετικά συστήματα πίστεων. Επέμεναν στην μοναδικότητα της δικής τους πίστης. Οι άθεοι και οι αγνωστικιστές ήταν οι διαλλακτικοί• στην πραγματικότητα κρύβονταν πίσω από τις διακηρύξεις της ανεκτικότητας, της πολυπολιτισμικότητας, του σεβασμού όλων των θρησκειών, προωθώντας τον πλήρη θρησκευτικό αποχρωματισμό των πολιτικών διοικήσεων, με πρόσχημα την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων.

Αυτή η ήπια αθεΐα, που δρούσε (και δρα) διαλυτικά με ευλογοφανή προσχήματα, εμφανίζεται στις μέρες μας προκλητική. Απ’ ο,τι φαίνεται οι άθεοι άρχισαν να μην αισθάνονται άβολα, όπως μέχρι τώρα, απέναντι στους πιστούς. Γι’ αυτό, η απουσία του Θεού από την ζωή τους δεν εκφράζεται πλέον με το φιλοσοφικό ένδυμα του αγνωστικισμού η το ιλαρό προσωπείο της διαλλακτικότητας, αλλά με την μορφή ενός μαχητικού αθεϊσμού. Δικαιολογούν, μάλιστα, την μαχητικότητά τους λέγοντας ότι βρίσκονται σε άμυνα. Στην πραγματικότητα όμως αισθάνθηκαν ισχυροί απέναντι σ’ αυτούς που ανέλαβαν δια πυρός και σιδήρου την εκπροσώπηση του Χριστιανισμού στον πλανήτη. Είναι φανερό ότι ο «πιστός» Μπους τους έδωσε το άλλοθι της επιθετικότητας και την ψευδαίσθηση της ισχύος απέναντι στους Χριστιανούς.

Τα μηνύματα του μαχητικού αθεϊσμού έρχονται στην Ελλάδα από την Δύση μέσω του διαδικτύου και του τύπου. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει η εφημερίδα Τα Νέα στις 9-10/12/2006. Κατ’ αρχήν μας πληροφορεί για τις «θυελλώδεις αντιδράσεις από μουσουλμάνους, αλλά και μετριοπαθείς κάθε δόγματος» για «ένα βιντεοπαιχνίδι που παρουσιάζει μια βίαια χριστιανική σταυροφορία». Στο παιχνίδι αυτό «οι παίκτες καλούνται είτε να προσηλυτίσουν είτε να σκοτώσουν τους αντιπάλους –μόνο έτσι θα μπορέσουν να περάσουν στο επόμενο επίπεδο, να αναπλάσουν την Αμερική ως ένα χριστιανικοκρατούμενο κράτος και να επιβάλουν το όραμά της σε ολόκληρο τον κόσμο». Με κατάλληλη εισαγωγή αυτή την είδηση δημοσιεύει η εφημερίδα στην ίδια σελίδα ρεπορτάζ με τον χαρακτηριστικό υπέρτιτλο: «Με τον πόλεμο των θρησκειών να κυριαρχή στην επικαιρότητα, επιστήμονες και θεωρητικοί σε Ευρώπη και Αμερική βάζουν στόχο να κατεβάσουν τη θρησκευτική πίστη από τον θρόνο της». Στο ρεπορτάζ αυτό, εκτός από την αναφορά που γίνεται σε ορισμένους μαχητικά αθέους συγγραφείς, προβάλλεται η ερμηνεία που δίνει στην σύγχρονη αντιθρησκευτική πολεμική ο Κάρλο Αουγκούστο Βιάνο, συγγραφέας του αντικληρικού βιβλίου «Γονατισμένοι λαϊκοί»: «Κάποτε», λέει, «να σε λένε άθεο ήταν κακό και έλεγε κανείς πως είναι αγνωστικιστής για να γίνεται πιο σεβαστός από τους πιστούς. Τώρα που οι Εκκλησίες προσπαθούν ανοιχτά να βάλουν τη θρησκεία στα Συντάγματα και τους νόμους, εκείνοι οι δισταγμοί έχουν χαθεί και ο αθεϊσμός έχει γίνει μια μορφή νόμιμης άμυνας σε αυτή τη φανατική επιθετικότητα». Στην άποψη αυτή, που είναι τελείως άσχετη με την ελληνική πραγματικότητα (αφού σε μας υπάρχει η θρησκεία στο Σύνταγμα και δεν προσπαθούν τώρα «οι Εκκλησίες» να την βάλουν σ’ αυτό), φαίνεται καθαρά ότι ο αγνωστικισμός λειτουργούσε ως προσωπείο του αθεϊσμού και ότι ο άθεος αγνωστικισμός συνδέει την ηπιότητά του με τον θρησκευτικό αποχρωματισμό των νόμων και των Συνταγμάτων.

Θα πη κανείς, βέβαια, ότι όλα αυτά συμβαίνουν στην Δύση, σ’ αυτόν τον δαιμονοποιημένο από εμάς τους «ανατολικούς» χώρο, στον οποίο αποδίδουμε όλα τα φιλοσοφικά, θεολογικά και άλλα ανομήματα. Εμείς ζούμε μέσα σε μιαν άλλη παράδοση, την εκχριστιανισμένη ελληνική παράδοση, και έχουμε άλλες προϋποθέσεις ζωής και σκέψης, στηριζόμαστε σε άλλες θεολογικές βάσεις. Στην Δύση βιώνεται ένας αιρετικός Χριστιανισμός, που είναι φυσικό να δημιουργή, ως κίβδηλος, πολλές αντιδράσεις. Εμείς αναπνέουμε μέσα στην υγιεινή ατμόσφαιρα της πατερικής θεολογίας. Ζούμε το μυστήριο της Εκκλησίας απαλλαγμένο από τις παπικές νοθεύσεις και τις διαλυτικές προτεσταντικές απόψεις. Είναι όμως τα πράγματα έτσι; Δυστυχώς όχι. Γιατί η αθεΐα δεν έχει μόνον την ήπια αγνωστικιστική της μορφή, αλλά και την θρησκευτική. Και δεν βιώνεται μόνο στην αιρετική Δύση, αλλά και στην Ορθόδοξη Ανατολή, αφού βρίσκεται κάτω από την επιφανειακή θρησκευτικότητα, τον τυποποιημένο χλιαρό εκκλησιαστικό βίο, προπαντός όμως μέσα στην ιδεολογοποιημένη χριστιανική πίστη, την συνδεδεμένη με εγκόσμιες εθνικές επιδιώξεις και εξουσιαστικές τάσεις. Όταν δεν ζούμε στην προοπτική που μας ανοίγουν οι άγιοι Πατέρες μας, οι οποίοι μας υποδεικνύουν το πως θα γίνουμε «θείας κοινωνοί φύσεως»• δηλαδή, όταν δεν αναζητούμε διακαώς με την βοήθεια των θεσμών της Εκκλησίας την σχέση και κοινωνία μας με τον Χριστό, όταν δεν κατανοούμε βιωματικά το νόημα του ψαλμικού στίχου «Ο Θεός ο Θεός μου... εδίψησέ Σε η ψυχή μου», τότε ζούμε μια συμβατική επιφανειακή θρησκευτικότητα, ουσιαστικά ζούμε χωρίς τον Χριστό «ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω» (Εφεσίους 2,12).

Όλες αυτές τις μέρες ακούγαμε το πρώτο το τροπάριο των καταβασιών των Χριστουγέννων να λέη: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε• Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε». Αυτός ο στίχος είναι αυτούσια η προτροπή που απηύθυνε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στο ποίμνιό του, με αφορμή τα «Θεοφάνεια, είτουν τα Γενέθλια του Σωτήρος». Είναι μια πρόσκληση σε πανηγυρισμό και έχει ένα θριαμβευτικό χαρακτήρα. Όμως, οι προϋποθέσεις για την υπακοή στην προτροπή αυτή, ενώ υπάρχουν ως δυνατότητες μέσα μας, υποκείμενες στην θέλησή μας, εντούτοις δεν είναι ενεργείς για όλους μας. Ο πεπτωκός άνθρωπος μάλιστα δεν τις αγαπά, δυσανασχετεί μαζί τους. Οι ευαγγελικές εντολές που τις οριοθετούν είναι γι’ αυτόν βάρος. Δεν κατανοεί ότι ο «ζυγός» των εντολών του Χριστού είναι «χρηστός» (απαλός και ωφέλιμος) και το «φορτίο [του] ελαφρόν εστι» (Ματθαίου 11,30). Γι’ αυτό δεν επιθυμεί την συνάντησή του με τον Χριστό• αισθάνεται ότι κοστίζει στην φιλαυτία του, η οποία του έγινε δεύτερη φύση. Προτιμά να ζει ως «άθεος εν τω κόσμω». Αυτό τουλάχιστον μας δείχνει η ιστορία. Ο Χριστός, βέβαια, έχει μέσα στον κόσμο τους δικούς Του, τους φίλους Του, τους προφήτες της Καινής Διαθήκης, αυτούς που αναμένουν με χαρά την έλευσή Του από τους ουρανούς, αλλά είναι δυστυχώς λίγοι. Είναι λίγοι αυτοί που συλλαμβάνουν μέσα τους τον Χριστό με την πίστη και Τον σαρκώνουν με την καλλιέργεια και πρόσκτηση των αρετών Του• είναι «μικρόν ποίμνιον», αλλά αποτελεί το δυναμικό λείμμα των εκλεκτών του Θεού.

Τα παραπάνω δεν είναι ατομικές απαισιόδοξες διαπιστώσεις του γράφοντος. Ο Χριστός στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, στο τέλος της παραβολής του «άδικου κριτή της χήρας» και ακριβώς πριν από την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, δηλαδή στο μέσον δύο παραβολών που μιλούν για την επιμονή στην προσευχή, αλλά και το ειλικρινές και ταπεινό πνεύμα μέσα στο οποίο πρέπει αυτή να καλλιεργήται, απηύθυνε στον λαό την ερωτηματική πρόταση: «πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (18,8).

Είναι προσωπική επιλογή και ευθύνη του κάθε μέλους της Εκκλησίας να αναζωπυρώση μέσα του το χάρισμα του Βαπτίσματος, να έχη ενεργό την πίστη, για να μη ζη ως θρησκευόμενος «άθεος εν τω κόσμω».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ