Γράφτηκε στις .

Βιβλιοπαρουσίαση: «Εις Μνημόσυνον»

Εξεδόθη το νέο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου με τίτλο «Εις Μνημόσυνον» και υπότιτλο «Βιογραφικά και αυτοβιογραφικά των γονέων μου Σωτηρίου και Ευτυχίας και της θείας Παρασκευής» (βλ. σελ. 8-9)

«Εις Μνημόσυνον»Το βιβλίο «Εις Μνημόσυνον» εκδίδεται από την Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) Θηβών, έχει 504 σελίδες, μέγεθος 16,5 X 24 εκ., και τιμάται 12 €.

Πωλείται σε όλα τα θρησκευτικά βιβλιοπωλεία. Για παραγγελίες στο τηλέφωνο 22610 35135 και στο φαξ 22610 39201.

Πρόλογος

Όπως είναι γνωστόν, τό σώμα κάθε ζωντανού Οργανισμού, όπως καί του ανθρώπου, αποτελείται από πολλά κύτταρα μέσα στά οποία υπάρχουν τά χρωματοσώματα καί τό ιδιαίτερο DNA, τό οποίο καθορίζει τήν όλη ανάπτυξη του σώματος.

Όμως πέρα από τό βιολογικό DNA, σέ κάθε ανθρωπο υπάρχει καί τό λεγόμενο πνευματικό DNA, πού είναι η όλη ατμόσφαιρα μέσα στήν οποία μεγάλωσε, η παράδοση, τήν οποία έλαβε από τούς γονείς καί τό οικογενειακό περιβάλλον, τό σχολείο, η κοινωνία στήν οποία έζησε καί η εκκλησιαστική ζωή.

Σπουδαίο ρόλο σέ αυτό τό πνευματικό DNA παίζουν οι γονείς, οι οποίοι όχι μόνον δίνουν τό «είναι» στά παιδιά τους, αλλά, συγχρόνως, συντελούν καί στό «εύ είναι», όταν βεβαίως βιώνουν τήν παράδοση της Εκκλησίας, μέ όλη τήν δυναμική της ενέργεια. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίο οι Πατέρες της Εκκλησίας τίμησαν πολύ τούς γονείς τους καί απέδωσαν τόν πρέποντα σεβασμό σέ αυτούς. Αν διαβάση κανείς τούς λόγους του Μ. Βασιλείου καί του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου γιά τούς γονείς τους, θά αντιληφθή τήν μεγάλη σημασία τήν οποία διαδραματίζουν οι γονείς στήν ανάπτυξη των παιδιών.

Στό βιβλίο αυτό θά περιγράψω τό δικό μου πνευματικό DNA, δηλαδή τήν βιογραφία καί τήν αυτοβιογραφία των γονέων μου Σωτηρίου καί Ευτυχίας, καθώς καί της θείας μου Παρασκευής πού συνδέθηκε στενά μέ τήν οικογένειά μας καί εμένα προσωπικά.

Κάθε άνθρωπος κληρονομεί από τούς γονείς του διάφορα περιουσιακά στοιχεία, απολαμβάνει τούς καρπούς των κόπων τους καί τόν ιδρώτα της εργασίας τους. Μπορώ νά πω ότι προσωπικά δέν κληρονόμησα υλικά αγαθά από τούς γονείς μου, γιατί δέν είχαν, αφού έζησαν σέ όλη τήν ζωή τους μέ στερήσεις καί φτώχεια. Αλλά όμως, καυχώμαι γιατί κληρονόμησα τόν πνευματικό πλούτο πού είχαν αποκτήσει εκείνοι, δηλαδή μιά ζωή τίμια καί ευσυνείδητη, ποτισμένη στά νάματα της ευσεβείας.

Έχω τήν συνείδηση ότι δέν αξιοποίησα αυτήν τήν πνευματική κληρονομιά όσο έπρεπε. Πολλές φορές, δημοσίως, τόνισα ότι θά ευχόμουν νά είχα τήν αγνή καί ανόθευτη πίστη καί ευλάβεια των γονέων μου. Οι σπουδές μου, τά κηρύγματα πού έκανα, τά βιβλία πού έγραψα, δέν μπορούν νά ισοβαθμισθούν μέ τήν πίστη καί τήν υπομονή εκείνων, όπως εκδηλώθηκε σέ όλη τους τήν ζωή, ιδιαιτέρως κατά τό διάστημα της διαδικασίας του θανάτου τους.

Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι της Ορθοδόξου Παραδόσεως, εμποτισμένοι μέ τά νάματα της ρωμηοσύνης, άνθρωποι εκκλησιαστικού ήθους καί φρονήματος. Καίτοι φτωχοί, είχαν μέσα τους έναν μεγάλο πλούτο, αφού ζούσαν μέσα στό ζείδωρο νερό της παραδόσεως αυτής. Μέσα στό οστράκινο σκεύος τους μετέφεραν τόν θησαυρό αυτό μέ τόν έντονο θεραπευτικό χαρακτήρα του.

Καί οι δύο γονείς μου είχαν βιώματα εκκλησιαστικής ζωής, αλλά, συγχρόνως, μας μεγάλωσαν μέ ελευθερία καί αγάπη. Χωρίς νά διδαχθούν παιδαγωγική, ήξεραν ότι η ελευθερία εκφράζεται ως αγάπη καί η αγάπη εκφράζεται ως ελευθερία. Οι ίδιοι, όπως θά φανή μέσα από τίς σελίδες αυτού του βιβλίου, είχαν μιά πνευματική παιδεία, ήταν καρποί αγίων Πνευματικών Πατέρων καί γι’ αυτό καί προσπαθούσαν νά συνδέουν καί εμάς μέ τέτοιους Πνευματικούς Πατέρες.

Θυμάμαι, η μητέρα μου κάποια μέρα μέ πήρε μαζί της στό Νοσοκομείο Χατζηκώστα, γιά νά συναντήσουμε έναν άγιο ιερομόναχο, τόν αείμνηστο π. Ιάκωβο Βαλοδήμο. Επρόκειτο γιά έναν ευλογημένο Ιερομόναχο πού μόναζε στήν Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού πλησίον του Μονοδενδρίου Ζαγορίων καί ο οποίος είχε κληθή στό Οικουμενικό Πατριαρχείο γιά νά εξομολογήση τούς Χριστιανούς. Ήταν ένας Ιερομόναχος πού ασχολείτο μέ τήν νοερά ησυχία. Η μητέρα μου μέ προέτρεψε νά ασπασθώ τό χέρι του καί παρεκάλεσε τόν π. Ιάκωβο νά μου δώση μιά συμβουλή. Εκείνος, αφού μέ ευλόγησε, μου είπε νά κάνω καλά τόν σταυρό μου: «μπάλα, ζώση, πλάτη μέ πλάτη», καί, όπως έλεγε καί σέ άλλους πού τόν επισκέπτονταν, μέ προέτρεψε νά λέω συνέχεια τήν ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ ελέησόν με» καί όχι μόνον μιά φορά, διότι «μέ μιά χαψιά (μπουκιά) δέν χορταίνει κανείς».

Αλλά καί ο πατέρας μου πολλές φορές μέ οδηγούσε στήν Εκκλησία καί μέ μυούσε στό βαθύτερο «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας καί γενικότερα της λατρείας της Εκκλησίας μας καί μέ συμβούλευε, χρησιμοποιώντας γνώμες Γερόντων του Γεροντικού, του Ευεργετινού καί από τό βιβλίο της Κλίμακος του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου.

Πολλές φορές σκέφτομαι ότι, αν έχω κάτι νά προσφέρω στόν Θεό δέν είναι δικό μου, αλλά καρπός των ευλογημένων γονέων μου καί των κόπων των Πνευματικών μου Πατέρων.

Βεβαίως, δέν θά ήθελα νά εξιδανικεύσω τά πρόσωπα των γονέων μου. Είχαν καί εκείνοι τά προσωπικά τους λάθη, τά καθημερινά τους εξ υφαρπαγής ελαττώματα, λόγω πολλών καί ποικίλων παραγόντων, κυρίως λόγω των δυσκολιών μέ τίς οποίες αναπτυσσόταν η οικογένεια καί αγωνίζονταν νά μεγαλώσουν τά παιδιά τους, μέσα στήν φτώχεια, τόν πόλεμο καί τήν Κατοχή, τίς δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, τήν ανεργία, τίς αρρώστιες κλπ. Όμως, παρά τά προβλήματα καί τά παράπονά τους, ήταν ?νθρωποι του Θεού. Τά αντιμετώπιζαν όλα μέσα από τό «πνεύμα» καί τό ρεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Μερικές φορές διαμαρτύρονταν γιά τίς δυσκολίες, αλλά αμέσως υποτάσσονταν στό θέλημα του Θεού, έκαναν υπομονή καί τά αντιμετώπιζαν όλα μέ καρτερία. Αυτό θά φανή καί στήν ανάλυση πού θά γίνη πιό κάτω, όταν θά παρατεθούν αποσπάσματα των επιστολών τους. Ιδιαιτέρως δέ θά φανή στόν τρόπο μέ τόν οποίο εκοιμήθησαν. Γιατί είναι βεβαιωμένο ότι ο τρόπος, μέ τόν οποίο φεύγει κανείς από τήν ζωή αυτή, είναι συμπύκνωση καί φανέρωση της όλης ζωής του καί δείχνει τήν ουσία καί τό βάθος της προσωπικότητός του.

Εκτός από τήν βιογραφία των γονέων μου παραθέτω καί σχετικά κείμενα της θείας μου (αδελφής της μητέρας μου) Παρασκευής Καραγιάννη, διότι συνδεόταν πάρα πολύ στενά μέ τούς γονείς μου καί μ’ εμένα. Τό ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό της καί τά άλλα είναι αποσπάσματα από τίς επιστολές πού μου απέστειλε. Επίσης δημοσιεύεται καί μία μαρτυρία γι’ αυτήν.

Τό βιβλίο ονομάζεται «Εις μνημόσυνον…», γιατί πράγματι γράφηκε ως μνημόσυνο των ευλογημένων αυτών υπάρξεων. Έχει δέ υπότιτλο «Βιογραφικά καί αυτοβιογραφικά των γονέων μου Σωτηρίου καί Ευτυχίας καί της θείας μου Παρασκευής Καραγιάννη», διότι αφ’ ενός μέν παρουσιάζω μερικά βιογραφικά στοιχεία από τήν ζωή τους, αφ’ ετέρου δέ εκθέτω μερικά στοιχεία από τίς επιστολές τους.

Τό «Μνημόσυνο» αυτό, γραμμένο μέ αγάπη καί σεβασμό, είναι η απάντηση καί τό «ευχαριστώ» σέ όλες τίς επιστολές πού οι ευλογημένοι αυτοί ανθρωποι μου έστελναν κατά καιρούς καί στούς κόπους πού κατέβαλαν νά μας μεγαλώσουν.

Θά πρέπη νά διευκρινίσω ότι, επειδή από 15 σχεδόν ετών έφυγα από τό σπίτι μου, κατ’ αρχάς στό Αγρίνιο, όπου γιά τέσσερα χρόνια σπούδασα στό εκεί Γυμνάσιο, έπειτα δέ στήν Αθήνα, τήν Θεσσαλονίκη, τήν Έδεσσα, τήν Λιβαδειά, τήν Αθήνα, τόν Λίβανο καί πάλι τήν Αθήνα, οι γονείς μου, περισσότερο ο πατέρας μου, μου έστελναν επιστολές. Δέν τίς διατηρώ όλες, αλλά τίς χαρακτηριστικότερες καί μάλιστα από τό έτος 1969 καί εντεύθεν, από τότε πού τελείωσα τό Πανεπιστήμιο καί πήγα στήν Έδεσσα, κοντά στόν Αείμνηστο Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης καί Αλμωπίας κυρό Καλλίνικο. Οι επιστολές πού μου έστειλαν, όταν ήμουν φοιτητής καί μαθητής, χάθηκαν, όπως επίσης χάθηκαν καί οι πολλές επιστολές πού εγώ έστελνα στούς γονείς μου, εκτός από τρείς.

Ξαναδιαβάζοντας τελευταία τίς επιστολές τους πού κρατούσα στό αρχείο μου, διαπίστωσα ότι διακρίνονταν από έναν ρωμαίϊκο παλμό καί αισθάνθηκα ότι δέν είχα δικαίωμα νά τίς κρατήσω στήν αφάνεια. Απέσπασα, λοιπόν, μερικά τμήματα από αυτές γιά νά συνθέσω τήν αυτοβιογραφία τους. Πρόκειται γιά γνήσια κομμάτια καί ατόφιο πνευματικό χρυσό, πού βγαίνει μέσα από τό πλούσιο «θησαυροφυλάκιο» της Ορθόδοξου Παραδόσεώς μας.

Θά ήθελα νά υπογραμμίσω δύο απαραίτητα σημεία. Τό πρώτον ότι στά κείμενα των γονέων καί της θείας μου έκανα ελάχιστες διορθώσεις, κυρίως στήν ορθογραφία. Κράτησα τό ύφος του γραπτου λόγου καί τόν τρόπο γραφής. Τό δεύτερον, ότι ολόκληρο τό βιβλίο αυτόγράφηκε καθ’ υπαγόρευση. Υπαγόρευα καί κατέγραφε στόν υπολογιστή ο Αρχιμ. Καλλίνικος Γεωργάτος, τόν οποίο ευχαριστώ εκ καρδίας από της θέσεως αυτής γιά τόν κόπο πού κατέβαλε. Επίσης ευχαριστώ καί τήν κ. Σίσσυ Σεραφετινίδου γιά τόν κόπο νά αντιγράψη στόν υπολογιστή τίς επιστολές της θείας μου Παρασκευής, ακόμη ευχαριστώ εκ καρδίας τίς μοναχές της Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου - Πελαγίας, γιατί επιμελήθηκαν τήν έκδοση αυτή σέ όλα της τά στάδια. ’Επί πλέον θά ήθελα νά ευχαριστήσω καί τά αδέλφια μου, Κοσμά, Ταρσούλα καί Στέφανο, όπως καί μερικά άλλα πρόσωπα, τά οποία θέλησαν νά κρατήσουν τήν ανωνυμία τους, πού ενίσχυσαν οικονομικά τήν έκδοση. Απευθύνω ευχαριστίες καί στήν κ. Ελευθερία Σερμπέτη, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως καί στήν κ. Βασιλική Μελικίδου δρ. Φιλολογίας, γιατί διάβασαν τό κείμενο καί έκαναν σχετικές παρατηρήσεις. Επίσης εκφράζω τήν ευγνωμοσύνη μου καί τίς ευχαριστίες μου στήν κ. Λένα Καλαϊτζή πού έκανε δωρεάν καί μέ ολοκάρδια διάθεση τήν φωτοστοιχειοθεσία (Η προσφορά τους ειναι σημαντική γιά τόν καθορισμό της τιμής του βιβλίου).

Παραδίδω αυτό τό βιβλίο στό κοινό «εις μνημόσυνον αιώνιον» καί εις υπόδειγμα της αγάπης των γονέων πρός τά παιδιά τους, διότι, όπως θά διαπιστωθή, μπορεί τά στοιχεία των επιστολών νά λειτουργήσουν ως παιδαγωγικά μηνύματα καί υποδείγματα αγωγής σέ μιά εποχή πού επικρατεί φιλαυτία καί ιδιοτέλεια.

Τό βιβλίο αυτό υπαγορεύθηκε τήν Σαρακοστή του έτους 2006 καί ο πρόλογος εγράφη τό Μέγα Σάββατο, του ιδίου έτους, ημέρα σαββατισμού, προσμένοντας τήν Ανάσταση του Χριστού

† Ο Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιερόθεος

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ