Γράφτηκε στις .

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ιεραρχικό πολίτευμα και θρησκειοποίηση

 του Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη

Ο πρόσφατος θόρυβος για την «θρησκειοποίηση του Χριστιανισμού» και την «εναντίωση στη θρησκεία», αν και ταραχοποιός, για πολλούς, και ανωφελής, εντούτοις μπορεί να αποβή πολύ ωφέλιμος, αν μας αναγκάση να δούμε ορισμένες κρίσιμες πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής, οι οποίες συνήθως παραθεωρούνται.

Στη συνέχεια, λοιπόν, με παραπομπές στο έργο Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου θα προσπαθήσουμε να καρπωθούμε ωφέλεια. Πιο ειδικά θα δούμε πως η θρησκειοποίηση της εκκλησιαστικής ζωής έχει ως βασική αιτία την δυσλειτουργία η παραλειτουργία του ιεραχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας.

Χρειαζόμαστε όμως μια μικρή εισαγωγή στο θέμα.

Η τεκμηριωμένη θεολογική θέση ότι η θρησκεία είναι «νευροβιολογική ασθένεια» παρουσιάσθηκε παλαιότερα από τον μακαριστό καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη και αναλύθηκε διεξοδικά από τον Σεβ. Μητροπολίτη μας κ. Ιερόθεο, χωρίς να προκαλέση ταραχή η αντιδράσεις, αλλά αντίθετα δωρίζοντας ανάπαυση και άνοιγμα πνευματικών οριζόντων. Ήταν –και διαρκώς είναι– ένας σταθερός δείκτης προς την ορθή πορεία της εν Χριστώ τελειώσεως.

Για να τοποθετήσουμε, λοιπόν, γενικά το θέμα θα ξεκινήσουμε με ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από κείμενά τους.

«Με τον όρον Θρησκεία εννοούμεν κάθε “ταύτισιν” του ακτίστου με το κτιστόν και μάλιστα κάθε “ταύτισιν παραστάσεων” του ακτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπίνης σκέψεως, που είναι το θεμέλιον της λατρείας των ειδώλων... Με άλλα λόγια και η ταύτισις των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων της Αγίας Γραφής με το άκτιστον ανήκει και αυτή εις τον κόσμον της ειδωλολατρίας και είναι θεμέλιον όλων των μέχρι τούδε αιρέσεων». Η ταύτιση κτιστού και ακτίστου έρχεται ως συνέπεια ενός «βραχυκυκλώματος» μεταξύ εγκεφάλου και «πνευματικής» καρδιάς, μέσω του οποίου «τα νοήματα του εγκεφάλου, που είναι όλα από το περιβάλλον, γίνονται νοήματα της νοεράς ενεργείας»(π. Ι. Ρωμανίδης). Έτσι συγχέονται νοήματα που προέρχονται από το περιβάλλον με τον Θεό, με αποτέλεσμα η λατρεία του «βραχυκυκλωμένου» να προσφέρεται σε είδωλα του Θεού και όχι στον αληθινό Θεό. Αυτή η θεώρηση της Θρησκείας δείχνει ότι είναι «νευροβιολογική νόσος», από την οποία –κατά τον π. Ι. Ρωμανίδη– ήλθε να μας απαλλάξη ο Χριστός. Γι’ αυτό, «στον βαθμό που βιώνει κανείς τον Χριστιανισμό ως σχέση ζωντανή με τον Χριστό, δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως, αποφεύγει τόσο την θρησκειοποίηση όσο και την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και μπορεί να αισθανθή την ελευθερία από όλες τις εξαρτήσεις-υποδουλώσεις» (Σεβ. Ιερόθεος).

Πως, όμως, «βιώνει κανείς τον Χριστιανισμό ως σχέση ζωντανή με τον Χριστό, δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως»; Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να μιλήσουμε για την δυσλειτουργία και την παραλειτουργία του ιεραχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας.

Μέσα στην Εκκλησία δεν είναι όλα για όλους, ούτε είναι όλοι ικανοί για όλους τους ρόλους. Υπάρχει ιεράρχηση χαρισμάτων και διακονιών. Υπάρχουν στάδια μυήσεως για τα ενδότερα της ζωής της. Στις μέρες μας, όμως, αυτή η φυσική πραγματικότητα κατά κάποιον τρόπο έχει ανατραπή, με συνέπεια να δυσκολεύονται πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί να ζήσουν κατά αλήθειαν την ζωή της Εκκλησίας. Σχεδόν καθολικά έχει επικρατήσει μια ισοπεδωτική ποιμαντική τακτική, η οποία θέλει όλα να βγαίνουν στο φως, να μη φυλάγεται τίποτε μυστικό, να μη περιφρουρήται κανένα μυστήριο απροσπέλαστο, ακόμη και γι’ αυτούς που είναι παντελώς αμύητοι. Η μετοχή όλων σε όλα προβάλλεται ως ατομικό δικαίωμα. Η μυστικότητα ταυτίζεται με τον σκοταδισμό η την λειτουργική παρακμή. Δεν προσεγγίζεται ως μέθοδος πνευματικής παιδείας, ως διαδικασία μυήσεως. Το χονδρό λάθος αυτής της απόψεως μπορεί να το καταλάβη κανείς, αν την μεταφέρη στο χώρο της επιστήμης. Κατά την άποψη αυτή, λοιπόν, είναι στέρηση ατομικού δικαιώματος και σκοταδισμός, όταν λέγεται σ’ έναν άσχετο με τα μαθηματικά ότι δεν τον ωφελεί να παρακολουθήση ένα συνέδριο ανώτερων μαθηματικών, πριν αποκτήση μετά από μακροχρόνια σπουδή την απαραίτητη εμπειρία και γνώση. Δυστυχώς, οι αποτελούντες το σύγχρονο πλήρωμα της Εκκλησίας έχουμε συμβιβασθή με αυτήν την κατάσταση. Έχουμε συμβιβασθή με την λανθασμένη άποψη ότι απροϋπόθετα όλοι είναι σε θέση να κατανοήσουν τα σύμβολα των ιερών τελετών η τις εμπειρίες των θεοπτών πατέρων, σαν να ήταν όλα αυτά υπόθεση μόνο των αισθήσεων, της γραπτής η προφορικής διδασκαλίας και της λογικής σκέψεως και όχι της μυήσεως ολοκλήρου του ανθρώπου, με την ψυχή και το σώμα του, από ήδη μυημένο «ιεράρχη», στην ζωή και το μυστήριο της Εκκλησίας.

Αυτή η νοοτροπία δημιουργεί προσκόμματα στην λειτουργία του ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Το πολίτευμα της Εκκλησίας δυσλειτουργεί. Δεν ανεβάζει τους βαπτισμένους και χρισμένους σταδιακά, με φυσικότητα, από τα χαμηλότερα στάδια της πνευματικής ζωής προς τα υψηλότερα. Παραθεωρεί την φυσική ανικανότητα του ανθρώπου να προσλάβη μονομιάς το πλήρωμα της γνώσεως. Παραθεωρεί τον ρόλο της πνευματικής πατρότητας και της ιερωσύνης. Παραθεωρεί, επίσης, το νόημα της παλαιάς λειτουργικής τάξεως της Εκκλησίας, που θέλει να απομακρύνονται από την λειτουργία των πιστών οι κατηχούμενοι, οι ενεργούμενοι από ακάθαρτα πνεύματα, οι μετανοούντες, ακόμη κι’ αυτοί που, σύμφωνα με τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, «ενώ έχουν απομακρυνθή από την εναντία ζωή, δεν καθαρίσθηκαν όμως από τις φαντασίες της με την βοήθεια της έξεως, καθώς και του θείου και καθαρού έρωτος». Όλοι αυτοί, κατά τον άγιο Διονύσιο, «αποκλείονται από τις θεαρχικές επαφές και κοινωνίες, που αποκαλύπτονται με τα ιερά σύμβολα, διότι, αν μετάσχουν σ’ αυτές ανιέρως θα ζημιωθούν και θα φθάσουν σε μεγαλύτερη περιφρόνηση των θείων και των εαυτών τους». Ο αποκλεισμός τους, δηλαδή, δεν είναι ποινή. Είναι μέριμνα για την απρόσκοπτη, σταδιακή, πρόοδό τους. Η παραθεώρηση αυτής της πραγματικότητας έχει ως συνέπεια να εξαντλήται από πολλούς η λατρεία στην τελετουργία, να προσεγγίζονται μαγικά τα μυστήρια, να ταυτίζεται το άκτιστο με κτιστά σύμβολα και νοήματα. Δηλαδή, έχει ως συνέπεια την θρησκειοποίηση της εκκλησιαστικής ζωής η, κατόπιν, την εναντίωση στην χρήση των κτιστών συμβόλων, σαν να είναι αυτά η αιτία της θρησκειοποίησης του Χριστιανισμού και όχι η δυσλειτουργία του ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας.

Υπάρχει όμως εκτός από την δυσλειτουργία και παραλειτουργία του ιεραρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Ως παραλειτουργία εννοούμε την μερική λειτουργία του, όταν υπερτονίζονται πτυχές του εκκλησιαστικού βίου, ενώ παραθεωρούνται άλλες. Είναι, για παράδειγμα, οφθαλμοφανές στις μέρες μας ότι ως μεγάλα εκκλησιαστικά θέματα θεωρούνται όσα αναφέρονται στην κανονική συγκρότηση της Εκκλησίας, με μονομερή τονισμό των Κανόνων που αναφέρονται στα όρια των δικαιοδοσιών των διαφόρων εκκλησιαστικών διοικήσεων, στην ιεράρχηση των θρόνων, στην οφειλόμενη υπακοή στους ιεραρχικά ανωτέρους, κατ’ εξοχήν στους Επισκόπους, που φέρουν το πλήρωμα της ιερωσύνης. Για να μην συνιστούν όμως όλα αυτά (τα ορθά) παραλειτουργία πρέπει να συνδέονται άρρηκτα με όλες τις εκφάνσεις της εκκλησιαστικής ζωής, προπαντός με την αποδοχή και τήρηση όλων των ιερών Κανόνων, των Όρων της πίστεως των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά και των προϋποθέσεων των Όρων και των Κανόνων, που είναι η εμπειρική γνώση του Θεού εκ μέρους τουλάχιστον των Επισκόπων, «των ενθέων ημών καθηγεμόνων». Σύμφωνα με τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη «ο θείος ιεράρχης, όπως λέγουν οι Γραφές, είναι ερμηνευτής των θεαρχικών δικαιωμάτων, διότι είναι άγγελος Κυρίου παντοκράτορος Θεού». Γνωρίζει τι είναι αρεστό στον Θεό, γι’ αυτό και δεν μπορεί να πη η να πράξη κάτι που δεν είναι «τω Θεώ προσφιλέστατ[ον]». Και φυσικά το προσφιλέστατο στον Θεό είναι να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να φθάσουν «εις επίγνωσιν αληθείας», που ταυτίζεται με τον Χριστό.

Η σωτηρία και η «επίγνωσις της αληθείας», η ζωντανή σχέση με τον Χριστό, που αποκλείει την θρησκειοποίηση, όσο και την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, είναι η κύρια και μοναδική λειτουργία του ιεραρχικού της πολιτεύματος. Αυτή η «σωτήριος δωρεά» παρέχεται στα μέλη της Εκκλησίας ιεραρχικά, διότι, κατά τον άγιο Διονύσιο, στα «θεαρχικά κρίματα» είναι νομοθετημένο τα θεία δώρα να δωρίζονται «τοις αξίοις του μετασχείν» μέσω «των αξίων του μεταδούναι».

Αυτή η μετάδοση και μετοχή δεν «θρησκειοποιείται», όμως δυσκολεύεται, όπου παρατηρείται δυσλειτουργία η παραλειτουργία του ιεραρχικού πολιτεύματος.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ