Γράφτηκε στις .

Κύριο θέμα: Εκκλησία της Ελλάδος, έτη 1998 και 2008 - Παράλληλες εποχές

του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Εκλέχθηκα Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, το 1995, όταν είχε αρχίσει από μερικούς δειλά ο αγώνας για την διαδοχή του τότε ασθενούντος και ηλικιωμένου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Σεραφείμ. Μάλιστα ένα έτος μετά την εκλογή μου και συγκεκριμένα το 1996 ήμουν μέλος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, ως το νεώτερο μέλος της, και στην οποία συμμετείχαν όλοι οι γηραιοί Μητροπολίτες με πείρα, γνώση και σοφία, μεταξύ των οποίων ο Μεσσηνίας Χρυσόστομος, Κορίνθου Παντελεήμων, Ιωαννίνων Θεόκλητος, Νικοπόλεως Μελέτιος, Ιερισσού Νικόδημος κλπ.

Την συνοδική εκείνη περίοδο γίνονταν συζητήσεις, στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής, για την διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, αλλά επικρατούσε και αναταραχή στην Εκκλησία για τα τότε φερόμενα ως οικονομικά σκάνδαλα, για τα οποία αργότερα όσοι είχαν κατηγορηθή αθωώθηκαν. Ήταν μια κατάσταση στενόχωρη για μένα, και καθώς ήμουν νεοσσός στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο και την Ιεραρχία μου δημιουργούσε πολύ πόνο και έπρεπε κατά τις Συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου να λάβω θέση στα διάφορα αναφυόμενα θέματα. Πέρα από τις συζητήσεις στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, συγκλήθηκε για το θέμα αυτό πολλές φορές η Ιεραρχία της Εκκλησίας, μέσα στην οποία έγιναν θυελλώδεις συζητήσεις.

Έτσι, το έτος 1997, ένα έτος πριν την κοίμηση του Σεραφείμ, που έγινε τον Απρίλιο του 1998 και την εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου, έγραψα διάφορα άρθρα στο «Βήμα» και αναδημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Ιεράς Μητροπόλεως μου μέσα στα οποία κατέθετα τον προβληματισμό μου για όσα γίνονταν στο προσκήνιο και το παρασκήνιο της εκκλησιαστικής ζωής. Αυτό γινόταν με ευπρέπεια, σεβασμό, αλλά και προσωπικό κόστος.

Θα ήθελα να παραθέσω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα άρθρα εκείνα, χωρίς να τα σχολιάσω, γιατί δείχνουν την κατάσταση που επικρατούσε τότε, που έχει και μια αντιστοιχία με την εποχή μας. Αφήνω τον αναγνώστη να εξαγάγη τα σχετικά συμπεράσματα.

1. Παράκαιρη και απρεπής διαδοχολογία

«Το τραγικό της υποθέσεως είναι ότι γίνεται τέτοια συζήτηση, ενώ είναι γνωστό ότι ακόμη ζη ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ, καθώς επίσης, το εκκλησιαστικό δίκαιο δεν προβλέπει όριο ηλικίας. Και, βέβαια, μερικοί μπορεί να ισχυρίζονται ότι η κλονισθείσα υγεία του Αρχιεπισκόπου φουντώνει την εκλογολογία για τον θρόνο της Αρχιεπισκοπής. Όμως το θλιβερό είναι ότι ο λόγος για την διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών εμμέσως η αμέσως ξεκίνησε πριν πολλά χρόνια. Τρομάζω στην σκέψη μήπως όλο αυτόν τον θόρυβο τον υποθάλπουν μερικοί Κληρικοί, και μήπως τους δημοσιογράφους υποκινούν μερικοί λεγόμενοι "εκκλησιαστικοί παράγοντες"» (Ιούνιος 1997).

«Ο Αρχιεπισκοπικός θρόνος είναι κατειλημμένος και βέβαια δεν υπάρχουν οι κανονικές προϋποθέσεις να γίνουν τώρα εκλογές για την πλήρωσή του. Ο θόρυβος για εκλογές εκφράζει σαφώς μια κοσμική νοοτροπία, η μάλλον για να είμαι περισσότερο ειλικρινής, θα έλεγα ότι είναι κατώτερη και από την λεγομένη κοσμική νοοτροπία. Γιατί σε άλλους ανθρωποκεντρικούς οργανισμούς στέκονται με μεγαλύτερο σεβασμό σε ένα επιζών, έστω και εν αδυναμία, πρόσωπο, και δεν γίνεται λόγος για αντικατάστασή του φανερά πριν ακόμη ο ίδιος αποφασίσει περί του πρακτέου.

Δεν γνωρίζω αν οι ενδιαφερόμενοι Αρχιερείς αισθάνονται τον πόνο του Αρχιεπισκόπου, όταν βλέπη και ακούη τις δηλώσεις τους, και μάλιστα διατυπωμένες και εκφρασμένες μέσα από τα Μεσα Μαζικής Ενημέρωσης με ανοίκειο τρόπο.

Στο σημείο αυτό πρέπει να εξάρω το ύψος των αρχιερέων του Οικουμενικού Πατριαρχικού θρόνου, οι οποίοι κατά την Πατριαρχία του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Δημητρίου, τον περιέβαλαν από την αρχή μέχρι το τέλος με πολύ σεβασμό και τον βοηθούσαν αποτελεσματικά στο έργο του, προβάλλοντας το πρόσωπό του. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς προσωπικό, αλλά θεσμικό. Είναι κρίμα να κλονίζονται οι θεσμοί από προσωπικά κίνητρα και απαθείς η εμπαθείς φιλοδοξίες. Παντως, η στάση του Χαμ απέναντι στην γύμνωση του πατέρα του Νώε και η κατάρα που ακολούθησε (Γεν. θ , 20-27) δείχνει την απρέπεια της υποψηφιότητος για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, με όλα όσα συνδέονται με αυτήν την υπόθεση, όταν αυτός ο θρόνος είναι κατειλημμένος» (Σεπτέμβριος 1997).

2. Υποψηφιότητες για την Αρχιεπισκοπική εκλογή

«Κατά καιρούς εμφανίζονται στα Μεσα Μαζικής Ενημέρωσης Αρχιερείς οι οποίοι είτε θέτουν αμέσως υποψηφιότητα για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, είτε απαντούν σε ερωτήσεις δημοσιογράφων που αναφέρονται σε αυτό το θέμα, είτε με κείμενά τους κάνουν προγραμματικές δηλώσεις, ωσάν ο Αρχιεπίσκοπος να είναι κοσμικός άρχοντας» (Σεπτέμβριος 1997).

«Το ότι επιλέγεται ο τρόπος της γνωστοποιήσεως των υποψηφιοτήτων τους μέσα από τις εφημερίδες, αυτό με οδηγεί σε δύο πιθανές εκδοχές. Η υποτιμούν τους εκλέκτορες Αρχιερείς, αφού επιθυμούν να πληροφορούνται αυτοί εμμέσως τα περί των προσωπικών τους επιδιώξεων, η επιδιώκουν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον και την προτίμηση ανθρώπων της πνευματικής, πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, για να ασκήσουν πίεση επάνω στους εκλέκτορες. Και οι δυο αυτές πιθανότητες συνιστούν «άηθες ήθος» και γίνονται τελικά σε βάρος τους, γιατί υπάρχουν πολλοί Αρχιερείς οι οποίοι δεν είναι διατεθειμένοι να υποκύψουν σε πολυποίκιλες πιέσεις» (Σεπτέβριος 1997).

3. Το «ποιός» και το «πως» της εκλογής

«Θεωρώ πολύ σημαντικό τον τρόπο που πρέπει να ακολουθηθή, όταν προκύψη, κατά φυσικό και όχι τεχνικό τρόπο, θέμα εκλογής για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Νομίζω πρέπει να προετοιμασθούμε από τώρα, όχι τόσο για το ποιός θα έχει τα εκκλησιαστικά προσόντα για την άνοδο στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, όσο για το πως θα πρέπει να επιτευχθή η εκλογή, όταν έλθη η στιγμή που θα προσδιορίση ο Θεός, γιατί όλα μέσα στην Εκκλησία πρέπει να γίνονται με εκκλησιαστικό φρόνημα» (Ιούνιος 1997).

«…Δεν παραθεωρώ το «ποιός» θα γίνη Αρχιεπίσκοπος, αλλά επιμένω στον τρόπο τον οποίο κάθε υποψήφιος χρησιμοποιεί για την άνοδό του στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο, πράγμα το οποίο προσδιορίζει κατά πόσο έχει τα κατάλληλα εκκλησιαστικά προσόντα για να κάνη αυτό το έργο» (Ιούνιος 1997).

«Παντως, πιστεύω ακράδαντα ότι ο πλέον χαρισματούχος άνθρωπος, όταν δεν χρησιμοποιή τους κατάλληλους τρόπους για να καταλάβη μια θέση, δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στην κοινωνία. Γι αυτό επιμένω στο "πως", χωρίς να παραγνωρίζω το "ποιός", γιατί το "πως" προσδιορίζει και το "ποιός"» (Ιούνιος 1997).

«Ακόμη πρέπει να στιγματήσω από τώρα την λασπολογία η οποία ενδεχομένως να εμφανισθή, δείγματα της οποίας λάβαμε ήδη από μερικές μεμονωμένες ενέργειες. Θεωρώ ότι θα είναι μεγάλος τραυματισμός της εκκλησιαστικής ενότητος, όταν σε τέτοιες ενέργειες θα είναι φυσικοί η ηθικοί αυτουργοί Κληρικοί όλων των βαθμίδων» (Ιούνιος 1997).

«Θελω να πιστεύω ότι Ιεράρχες της Εκκλησίας όχι μόνο δεν κρύπτονται κάτω από τέτοια δημοσιεύματα, αλλά και τα στιγματίζουν. Αν δεν το κάνουν αυτό, τότε προξενούν μεγάλη ζημιά στον εαυτό τους, στο έργο τους και προ παντός στην Εκκλησία» (Απρίλιος 1997).

4. Οι ψηφορόροι Αρχιερείς

«Μπορεί να υπάρχουν Ιεράρχες που έχουν κάποια συγκεκριμένη προτίμηση, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ανήκουν σε ομάδες που συγκρούονται μεταξύ τους, ούτε ότι υποτιμούν τους άλλους Αρχιερείς οι οποίοι κάνουν κάποια διαφορετική επιλογή. Δεν μπορούμε να εισάγουμε το κοσμικό πνεύμα και τον κομματικό μηχανισμό μέσα στην Ιεραρχία» (Απρίλιος 1997).

«Παντως, όποιος γνωρίζει από κοντά τα πράγματα μπορεί να διαπιστώση ότι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος διαθέτει ικανά στελέχη τα οποία έχουν φόβο Θεού, βαθειά κρίση, μεγάλη πείρα και, βέβαια, ικανή παιδεία και θεολογική μόρφωση. Τετοιες προσωπικότητες δεν μπορούν να κλειστούν σε «ομάδες» και δεν διακρίνονται από σκοπιμότητες. Αυτοί οι Ιεράρχες όταν κληθούν να κάνουν την επιλογή τους, θα το πράξουν με φόβο Θεού, σεβασμό στην Εκκλησία και τον λαο του Θεού, απηλλαγμένοι από την προβληματική των δημοσιογράφων οι οποίοι πράγματι έχουν μια ιδιαίτερη σκοπιμότητα, όταν κάνουν τα εκκλησιαστικά ρεπορτάζ. Πιστεύω απόλυτα ότι οι σοβαροί και υπεύθυνοι Ιεράρχες την κατάλληλη ώρα θα ψηφίσουν αυτούς που δεν υποκινούν τέτοιες ενέργειες, δεν κάνουν τέτοιους διαχωρισμούς και δεν μετέρχονται κοσμικούς τρόπους για να επιβληθούν» (Απρίλιος 1997).

«Η πραγματικότητα είναι ότι οι Αρχιερείς είναι ελεύθεροι άνθρωποι, που, όταν θα έλθη η κατάλληλη στιγμή, θα εκφρασθούν αναλόγως, και, μάλιστα, θα επιβραβεύσουν αυτούς που διαπνέονται από εκκλησιαστικό φρόνημα, και δεν συμμετέχουν σε τέτοιες παρασυναγωγές με σαφώς αντιεκκλησιαστικές σκοπιμότητες» (Ιούνιος 1997).

«Συμπερασματικά, πιστεύω ότι ο τρόπος εκλογής του Αρχιεπισκόπου, όταν θα έλθη η ώρα, θα φανερώση την εκκλησιαστική υγεία η ασθένεια των Αρχιερέων, καθώς επίσης και την εκκλησιαστική υγεία η ασθένεια των υποψηφίων για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Πρέπει να μείνουμε σε υψηλό επίπεδο, για να δώσουμε μαθήματα εκκλησιαστικού φρονήματος και να γίνουμε παράδειγμα για την υπόλοιπη κοινωνία, όταν θα κληθή να κάνη τις δικές της πολιτικές επιλογές. Γιατί "εάν το άλας μωρανθή εν τίνι αλισθήσεται; εις ουδέν ισχύει έτι ει μη βληθήναι έξω και καταπατείσθαι υπό των ανθρώπων" (Ματθ. ε , 13)» (Ιούνιος 1997).

5. Ο Αρχιεπίσκοπος και το Συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας

«Στις διάφορες αναλύσεις που γίνονται για την εκλογή του Αρχιεπισκόπου δημιουργείται εσφαλμένα η εντύπωση ότι αυτό είναι το μοναδικό πρόβλημα που βασανίζει και απασχολεί την Εκκλησία. Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι η παρουσία ενός ηγέτου είναι ένα σοβαρό ζήτημα για την Εκκλησία. Αλλά, όμως, η λύση αυτού του προβλήματος δεν είναι η πανάκεια όλων των άλλων προβλημάτων. Τρομάζω με την σκέψη ότι είναι ενδεχόμενο η Εκκλησία να μετατραπή σε Βατικανό, σε μια κοσμική οργάνωση, καθώς επίσης τρομάζω στην δυνατότητα να εξομοιωθή η διοίκηση της Εκκλησίας και η παρουσία του Αρχιεπισκόπου με την διοίκηση την οποία εξασκεί ο Πρωθυπουργός στην Κυβέρνηση. Πράγματι, ο Πρωθυπουργός είναι υπεύθυνος για τους υπουργούς που επιλέγει και τους απολύει, όταν διαπιστώση ότι είναι ανεπαρκείς. Αυτό δεν ισχύει με την εκκλησιαστική Διοίκηση, αφού κάθε Μητρόπολη, ενώ είναι ενωμένη με τις άλλες Μητροπόλεις, και κάθε Μητροπολίτης, ενώ είναι συνοδικό μέλος τόσο της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, όσο και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, εν τούτοις έχει μια αυτονομία.

Εκείνο που θέλω να υπογραμμίσω είναι ότι το διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας συνδέεται με το αρχαίο ελληνικό σύστημα των πόλεων και όχι με το φεουδαλιστικό σύστημα της Δυσεως. Έτσι, ο πιο δραστήριος Αρχιεπίσκοπος δεν μπορεί να ενεργοποιήση έναν αδρανή Μητροπολίτη, καθώς επίσης, ένας δραστήριος Μητροπολίτης δεν ενοχλείται καθόλου στην διοίκηση της επαρχίας του, από την αδράνεια ενός Αρχιεπισκόπου. Βεβαια, δεν θέλω να υποστηρίξω ότι δεν πρέπει να ενδιαφερόμαστε για την καλύτερη επιλογή Αρχιεπισκόπου, από πλευράς εκκλησιαστικού φρονήματος και γνώσεως, γιατί θα ενδιαφερθή για τα γενικότερα θέματα της Εκκλησίας, αλλά κυρίως ότι δεν πρέπει να διακατεχόμαστε από εκκλησιαστικούς μεσσιανισμούς, οι οποίοι καταλήγουν σε ολοκληρωτισμούς» (Ιούνιος 1997).

«Την αποκέντρωση που δεν μπορεί να επιτύχη το σύγχρονο Κράτος την ζη η Εκκλησία, με τις Μητροπόλεις, τις Ενορίες και τα Μοναστήρια. Και, βέβαια, η εξουσία του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου διαφέρει σαφώς από τις εξουσίες του Πρωθυπουργού.

Καθε Μητρόπολη έχει δική της αυτοτέλεια, δική της οργάνωση, και κάθε Μητροπολίτης ενεργεί κατά ελεύθερο τρόπο, μέσα βέβαια στα πλαίσια των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Υπάρχει και η Συνοδος των Μητροπολιτών για να λύνη τα γενικότερα θέματα που απασχολούν την Εκκλησία. Ο Αρχιεπίσκοπος ως υπεύθυνος στην Πρωτεύουσα της Ελλάδος προεδρεύει της Ιεράς Συνόδου. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν μπορεί, βάσει των ιερών Κανόνων να κάνη καμμιά ιεροπραξία και στην μικρότερη Μητρόπολη, άνευ αδείας του οικείου Μητροπολίτου.

Έτσι, ο ισχυρότερος Αρχιεπίσκοπος δεν μπορεί να ενεργοποιήση τον πλέον ανήμπορο Μητροπολίτη, που δεν έχει όρεξη να εργασθή. Και ο πιο αδύνατος Αρχιεπίσκοπος δεν μπορεί να εμποδίση καθόλου τον Μητροπολίτη που θέλει να εργασθή στην περιφέρειά του. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος Αρχιεπίσκοπος δεν μπορή να ανταποκριθή στα καθήκοντά του, για διαφόρους λόγους, δεν αδρανοποιείται η Εκκλησία στο σύνολό της, όπως θα μπορούσε να γίνη με τον Πρωθυπουργό της χώρας, ούτε έχει ευθύνη για ο,τι γίνεται σε κάθε Μητρόπολη» (Φεβρουάριος 1997).

«Ο Αρχιεπίσκοπος παίζει σπουδαίο ρόλο στα γενικότερα θέματα και προβλήματα, τα διεκκλησιαστικά, τα εθνικά κλπ. Αλλά σε αυτά έχει μεγάλη ευθύνη η Συνοδος των Μητροπολιτών, τόσο η Διαρκής Ιερά Συνοδος, όσο και η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Όταν αυτά τα Σωματα λειτουργούν σωστά, και σε αυτό έχουν ευθύνη όλοι οι Μητροπολίτες, τότε δεν θα υπάρχουν προβλήματα, παρά την ενδεχόμενη αδυναμία κάποιου Αρχιεπισκόπου. Και όταν αυτά τα όργανα με την ευθύνη των Μητροπολιτών δεν λειτουργούν σωστά, τότε δεν μπορούμε να αποδίδουμε ευθύνες στον Αρχιεπίσκοπο.

Το θέμα, βέβαια, έχει πολλές προεκτάσεις που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν εδώ, όπως το γεγονός ότι για να λειτουργή σωστά το συνοδικό σύστημα στο επίπεδο των Ιεραρχών πρέπει να λειτουργή ορθόδοξα το συνοδικό σύστημα και ιεραρχικό πολίτευμα στο επίπεδο των Μητροπόλεων και των Ενοριών. Εκείνο που ήθελα να τονίσω, και είναι η βασική μου σκέψη, είναι ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την πολιτική διοίκηση με την εκκλησιαστική και δεν μπορούμε να βλέπουμε το έργο του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου μέσα από την προοπτική του εκάστοτε Πρωθυπουργού, γιατί είναι άλλης τάξης και προέλευσης, αφού η σύγχρονη κρατική εξουσία είναι καθαρά δυτική, ενώ η εκκλησιαστική διοίκηση είναι ελληνορθόδοξη» (Φεβρουάριος 1997).

«Η σύναξη των Μητροπολιτών εν Συνόδω, αλλά και ο τρόπος της συγκλήσεως αυτής, καθώς και ο τρόπος με τον οποίον οι Επίσκοποι διαβουλεύονται για τα σοβαρά εκκλησιαστικά προβλήματα, φανερώνουν όλη την υπάρχουσα κατάσταση μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, δηλαδή την ασθένεια η την υγεία, την εκκοσμίκευση η την αυθεντία.

Σιγουρα η σύναξη των Επισκόπων που αποτελούν την Τοπική Εκκλησία είναι έκφραση του συνοδικού θεσμού, ο οποίος είναι απαραίτητος για την συγκρότηση της Εκκλησίας. Όμως, η συνοδικότητα δεν εξαντλείται απλώς στην παρουσία των Επισκόπων, αλλά και στο κατά πόσον οι συμμετέχοντες στην Συνοδο διακρίνονται από το εκκλησιαστικό φρόνημα. Επομένως, η συνοδικότητα της Εκκλησίας εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την αληθινή εκκλησιολογική συνείδηση των εκκλησιαστικών ηγετών. Άλλωστε, η αυθεντία της Εκκλησίας δεν συνδέεται απλώς με έναν θεσμό, αλλά με την παρουσία Πνευματικών Πατέρων» (Σεπτέμβριος 1997).

«Το πρώτιστο έργο των εκκλησιαστικών συνάξεων για να καθορίζουν ορθοδόξως τον συνοδικό θεσμό, είναι η ενότητα της Εκκλησίας. Τα πάντα πρέπει να αποβλέπουν σε αυτήν, και αυτή πρέπει να είναι η μοναδική προσδοκία των Επισκόπων. Μεσα από το πρίσμα αυτό πρέπει να εξετάζονται όλα τα ζητήματα. Η προσπάθεια βελτίωσης των εκκλησιαστικών πραγμάτων, που γίνεται όμως με την καταστρατήγηση της εκκλησιαστικής ενότητος, δεν ευοδώνεται από το Άγιον Πνεύμα. Με άλλα λόγια, τέλεια προγράμματα, θαυμάσιες επιδιώξεις για την αντιμετώπιση από την Εκκλησία των κοινωνικών προβλημάτων, όταν δεν προϋποθέτουν και δεν συντελούν στην ενότητα, είναι καταδικασμένα σε αποτυχία. Για εκείνους που συντελούν στην διασάλευση της εκκλησιαστικής ενότητος ισχύει το χωρίο του Αποστόλου Παύλου: «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα του Θεού οικεί εν υμίν; ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» (Α Κορ. γ , 16-17). Αν εντάξη κανείς το χωρίο αυτό μέσα στην όλη προοπτική του, τότε θα διαπιστώση ότι ο Απόστολος Παύλος δεν αναφέρεται στο σώμα κάθε πιστού, όπως το παρουσιάζει μία ηθικολογική ερμηνεία, αλλά στο Σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία» (Σεπτέμβριος 1997).

6. Θεός και Εκκλησία

«Τελικά πρέπει να το πιστεύσουμε ότι την Εκκλησία την διευθύνει ο Θεός δια μέσου των ανθρώπων, και θα γίνη το θέλημά Του. Είναι δυστύχημα, όμως, όταν εργαζόμαστε ανθρωποκεντρικά και σπέρνουμε ζιζάνια μέσα στον άγιο και σεβάσμιο χώρο της Εκκλησίας. Είναι κακό όταν καλλιεργούμε έντονα έναν ιδιότυπο μεσσιανισμό» (Απρίλιος 1997). σελ. 81

* * *

Όλα αυτά απηχούσαν τον προβληματισμό μου που είχα το έτος 1997, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ήταν ασθενής, αλλά προήδρευε των Συνεδριάσεων τόσο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, όσο και της Ιεραρχίας και πολλοί προετοιμάζονταν για την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου. Και οι απόψεις αυτές δεν απέχουν εν πολλοίς και από το κλίμα που επικρατεί σήμερα, γιατί εκφράζουν, όπως θεωρώ, τις βασικές εκκλησιολογικές αρχές που διέπουν (η πρέπει να) διέπουν την εκκλησιαστική ζωή. Ο αναγνώστης μπορεί να εξαγάγη τα συμπεράσματά του, κατά πόσον οι τότε επισημάνσεις μου βρήκαν απήχηση και δικαιώθηκαν η απαξιώθηκαν.

Τελικά, πρέπει όλοι μας να διαποτιζόμαστε από το εκκλησιαστικό φρόνημα, που είναι το απαραίτητο στοιχείο όλων όσων ζουν μέσα στην Εκκλησία είτε είναι Κληρικοί είτε είναι λαϊκοί, που προσδιορίζει το πως πρέπει να ζούμε μέσα στην Εκκλησία. Αυτό συνιστά ο Απόστολος Παύλος στον μαθητή του Τιμόθεο: «ίνα ειδής πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α Τιμ. γ , 15)

Κατά τον Έριχ Φρομ το πρόβλημα δεν είναι να «έχει» κανείς κάτι (την εξουσία), αλλά να «είναι» ως πρόσωπο. Γράφει: «Ένα άλλο παράδειγμα της διαφοράς ανάμεσα στους τρόπους της ζωής με βάση το έχειν και με βάση το είναι, είναι η άσκηση της εξουσίας. Το κρίσιμο σημείο βρίσκεται στη διαφορά του να έχει κανείς εξουσία από το να είναι εξουσία… Η εξουσία με βάση το είναι, δεν βασίζεται μόνο στην ικανότητα του ατόμου να εκπληρώση ορισμένες κοινωνικές λειτουργίες, αλλά και στην ίδια την ουσία μιας προσωπικότητας, που έχει πετύχει ένα μεγάλο βαθμό ανάπτυξης και ολοκλήρωσης. Αυτά τα άτομα ακτινοβολούν εξουσία και δεν χρειάζεται καν να δώσουν διαταγές, να απειλήσουν, να δωροδοκήσουν. Είναι άτομα με βαθιά ανάπτυξη που αποδεικνύουν με την ύπαρξή τους -και όχι μόνο με τα λόγια η τις πράξεις τους- αυτό που μπορούν να γίνουν όλοι οι άνθρωποι».

Αν ο άνθρωπος σε τέτοιες σημαντικές καταστάσεις στην ζωή του που πρέπει να αποφασίζη υπεύθυνα, συμπεριφέρεται ανάρμοστα και ανώριμα, τότε ισχύει ο λόγος του σοφού Αριστίππου, που μου τον ανέφερε ένας αγαπητός φίλος αυτές τις ημέρες: «ο εν αμίλλαις πονηραίς αθλιώτερος ο νικήσας».–

ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ