Γράφτηκε στις .

Κύριο ἄρθρο: Εκτελεστέα η απόφαση τού Αρείου Πάγου ως σύμφωνη μέ τούς ιερούς Κανόνες

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

(Τό πλήρες άρθρο, τό οποίο δημοσιεύθηκε στό Βήμα τής Κυριακής, 29-3-2009)

Η πρόσφατη απόφαση τού Αρείου Πάγου, μέ τήν οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως τής καταδικαστικής εφετειακής απόφασης τού Μητροπολίτου πρ. Αττικής κ. Παντελεήμονος, δημιούργησε σέ μερικούς έναν προβληματισμό κατά πόσον πρέπει η Εκκλησία νά τήν εφαρμόση. Διότι κατά τήν άποψη αυτή η Εκκλησία καθαιρεί τούς Κληρικούς της μέ τά Συνοδικά Δικαστήρια καί δέν πρέπει νά εφαρμόζη αποφάσεις τών πολιτικών Δικαστηρίων, διότι αυτό συνιστά εκκοσμίκευση τής εκκλησιαστικής ζωής.

Φυσικά τό θέμα αυτό είναι μεγάλο καί πρέπει νά εξετασθή από πολλές πλευρές. Μέ τό σύντομο αυτό άρθρο θά υπογραμμισθούν πολύ συνοπτικά μερικά σημεία, χωρίς νά διεκδικήται τό θέσφατο.

1. Εκκλησιαστικός νόμος

Τό άρθρο 160 τού νόμου 5383/1932 «Περί τών Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων…» διαλαμβάνει ότι μιά αμετάκλητη απόφαση τού κοινού Ποινικού Δικαστηρίου προκαλεί «τήν υπό αρμοδίου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου καθαίρεσιν τού καταδικασθέντος άνευ ετέρας τινός διαδικασίας».

Τηρουμένων τών αναλογιών, εδώ ισχύει ό,τι καί γιά τήν πνευματική λύση τού γάμου, κατά τό άρθρο 50 τού Ν. 590/1977 «Περί τού Καταστατικού Χάρτου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος». Όταν ο Εισαγγελεύς αποστέλλη μέ έγγραφο τήν αμετάκλητη απόφαση τού Δικαστηρίου γιά τήν λύση τού γάμου, προβαίνουμε «υποχρεωτικώς εις τήν ακύρωσιν ή τήν λύσιν τούτου καί πνευματικώς», χωρίς άλλη διαδικασία, δηλαδή κάνουμε μιά διαπιστωτική πράξη.

Τό γεγονός είναι ότι ο νόμος 5383/32 είναι εκκλησιαστικός νόμος, γιά τόν οποίον η Ιερά Σύνοδος συνέπραξε πολλές φορές, ιδίως κατά τήν σύνταξη τού Καταστατικού Χάρτου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, τό 1977. Βεβαίως υπάρχουν ελλείψεις στόν νόμο αυτό, αλλά όταν ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εισηγήθηκε τήν αλλαγή τού νόμου καί τόν εκσυγχρονισμό του, πολλοί υποστήριζαν ότι «εξυπηρέτησε» τήν Εκκλησία κατά τήν διάρκεια τών 77 ετών. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται βελτίωση.

Πάντως, επί τή βάσει τού νόμου αυτού δικάζουμε τούς Κληρικούς καί μοναχούς καί μέ τόν νόμο αυτόν συγκροτήθηκε πρόσφατα τό Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο πού εξέδωσε, μέ τόν τρόπο πού τό εξέδωσε, απαλλακτικό βούλευμα γιά τόν Μητροπολίτη πρ. Αττικής κ. Παντελεήμονα. Δέν θεωρώ ότι είναι λογικό νά δεχόμαστε σύνολο τόν εκκλησιαστικό νόμο καί νά τόν εφαρμόζουμε στήν πράξη γιά τούς άλλους βαθμούς τής ιερωσύνης, αλλά τό άρθρο πού αφορά τούς Μητροπολίτας νά τό θεωρούμε μή εφαρμοστέο. Δέν είναι δίκαιο νά καθαιρούνται Διάκονοι καί Πρεσβύτεροι, σύμφωνα μέ τόν νόμο αυτό, καί νά αμφισβητήται η κανονικότητά του όταν εκδικάζονται Αρχιερείς. Δέν μπορούν νά ισχύουν δύο μέτρα καί δύο σταθμά.

2. Τό παράπτωμα τής κλοπής, κατά τούς ιερούς Κανόνας

Τό Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, τού οποίου η απόφαση επικυρώθηκε από τόν Άρειο Πάγο, είναι μέν πολιτικό-κοσμικό Δικαστήριο, αλλά έκρινε, συνεκδοχικώς, παραπτώματα πού δικάζονται μέ καθαίρεση καί από τούς ιερούς Κανόνας.

Συγκεκριμένα, η μή σωστή διαχείριση τών οικονομικών θεμάτων από τούς Επισκόπους καί ιδίως η κλοπή χρημάτων καί πραγμάτων υπόκειται στούς ιερούς Κανόνας τής Εκκλησίας καί εκείνος πού διαπράττει τέτοιο ατόπημα καθαιρείται. Γιά παράδειγμα, ο κε' Αποστολικός Κανόνας διαλαμβάνει: «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή διάκονος επί πορνεία ή επιορκεία ή κλοπή αλούς καθαιρείσθω καί μή αφοριζέσθω». Επίσης πολλοί ιεροί Κανόνες προσδιορίζουν παρόμοια ποινή στά ίδια θέματα, όπως ο κστ' τής Δ' Οικουμενικής Συνόδου, πού διαλαμβάνει: «υποκείσθω αυτόν τοίς θείοις κανόσιν», ο ιβ' τής Ζ' Οικουμενικής Συνόδου ότι «ο Επίσκοπος… ο τούτο ποιών, εκδιωχθήτω… τού επισκοπείου», ο κστ' τής Καρθαγένης, πού διαγορεύει: «αλλότριος τής οικείας τιμής» κλπ.

Η διαχείριση τών εκκλησιαστικών πραγμάτων πρέπει νά γίνεται «ως τού Θεού εφορώντος» καί δέν επιτρέπεται σέ κανέναν Επίσκοπο τό «σφετερίζεσθαι τι εξ αυτών», όπως αυτό διαλαμβάνεται σέ πολλούς ιερούς Κανόνας. Αυτό σημαίνει ότι η κακή διαχείριση τών οικονομικών πραγμάτων καί ο σφετερισμός τού εκκλησιαστικού χρήματος πού είναι «ιερό», γιατί δίδεται από τούς πιστούς Χριστιανούς καί πρέπει νά καταλήγη πάλι στούς πτωχούς Χριστιανούς, υπόκειται στίς κανονικές εκκλησιαστικές κυρώσεις.

Επομένως, δέν μπορούμε νά ισχυριζόμαστε ότι δέν πρέπει νά εφαρμόζουμε τίς αποφάσεις τών πολιτικών-κοσμικών Δικαστηρίων, όταν τό παράπτωμα αποδείχθηκε μέ τήν βάσανο τής εξετάσεως, καί τό οποίο τιμωρείται καί από τούς ιερούς Κανόνας. Πολλώ δέ μάλλον όταν η αντιμετώπιση τού θέματος από αρμόδια Συνοδικά Όργανα δέν έγινε μέ υπευθυνότητα καί σοβαρότητα. Η Εκκλησία θά έπρεπε καί από μόνη της νά κρίνη Κληρικούς πού καταδικάστηκαν από τά πολιτικά Δικαστήρια γιά ποινικά αδικήματα, όχι νά αναζητά τρόπους αθωώσεως.

3. Σεβασμός στούς νόμους

Όλοι είμαστε πολίτες αυτής τής Χώρας καί οφείλουμε νά τηρούμε τήν νομοθεσία τής Πολιτείας. Δέν είναι δίκαιο νά επικαλούμαστε τήν νομοθεσία, όταν είναι πρός τό συμφέρον μας καί νά τήν αρνούμαστε όταν δέν μάς συμφέρη. Η πρός Διόγνητον επιστολή τού 2ου αιώνος γράφει ότι οι Χριστιανοί «πείθονται τοίς ωρισμένοις νόμοις καί τοίς ιδίοις βίοις νικώσι τούς νόμους».

Ιδιαιτέρως εμείς οι Μητροπολίτες προκειμένου νά αναλάβουμε τήν διοίκηση τών Μητροπόλεών μας, δώσαμε διαβεβαίωση ενώπιον τού Προέδρου τής Δημοκρατίας ότι θά τηρούμε «υπακοή εις τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους τού Κράτους». Πολλώ δέ μάλλον πού ο εν ισχύι νόμος περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων είναι εκκλησιαστικός καί εφαρμόζεται από τήν Εκκλησία γιά πολλά χρόνια.

Βεβαίως η διαβεβαίωση τών Αρχιερέων ενώπιον τού Προέδρου τής Δημοκρατίας καί μάλιστα γιά τήν εκπλήρωση τών αρχιερατικών καθηκόντων καί τήν τήρηση τών αποστολικών καί συνοδικών Κανόνων καί τής Ιεράς Παραδόσεως πρέπει σέ μιά σύγχρονη Πολιτεία νά αναθεωρηθή, αλλά στήν παρούσα περίπτωση όλοι οι Αρχιερείς, μηδέ καί τού Αρχιεπισκόπου εξαιρουμένου, τήν δώσαμε καί οφείλουμε νά τήν τηρήσουμε.

Η άποψη περί τού δεδικασμένου από πλευράς Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων δέν μπορεί νά σταθή καί από λογικής πλευράς, άν εξετάση κανείς πώς ελήφθη η συγκεκριμένη απόφαση καί ότι αμφισβητήθηκε ακόμη καί από τούς Αρχιερείς πού συμμετείχαν στό Συνοδικό αυτό όργανο.

4. Τό «δίκαιον τής κρίσεως»

Κάθε Κληρικός καί Επίσκοπος πού διαθέτει ένα στοιχειώδες εκκλησιαστικό φρόνημα λυπάται όταν φθάνη στό σημείο νά επιβάλη τήν ποινή τής καθαιρέσεως σέ έναν Κληρικό καί μάλιστα Επίσκοπο, αλλά είναι καί αυτό μέσα στά πλαίσια τής εκκλησιαστικής μας αρμοδιότητας. Τό «δίκαιον τών χειροτονιών» καί τό «δίκαιον τής κρίσεως» είναι αδιάσπαστα γνωρίσματα τών Επισκόπων πού συσκέπτονται καί συναποφασίζουν συνοδικώς.

Επομένως, θεωρώ ότι η απόφαση τού Αρείου Πάγου, γιά τούς λόγους πού ανέφερα συντόμως πιό πάνω, είναι εφαρμοστέα από τά Συνοδικά Δικαστήρια, είναι στήν πραγματικότητα απόφαση πού προβλέπεται καί από τούς ιερούς Κανόνας. Αντίθετα, η ποινή τής εκθρονίσεως, χωρίς ταυτόχρονη καθαίρεση, είναι αντικανονική, γιατί δέν προβλέπεται από τούς ιερούς Κανόνας.

 

ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ