Γράφτηκε στις .

Φωτεινὲς ἀνταύγειες Χριστιανοσύνης στὴν ποίηση τοῦ Γιάννη Ρίτσου (Β )

του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου

συνέχεια από το τεύχος 154

Σε πολλά ποιήματά του υπερτονίζεται το εθνικό ιδεώδες. Ανταμωμένα όμως τα σύμβολα της πατρίδος και της πίστης.

«Μες στο βαθύ ξωκκλήσι της Ελλάδας ψαλμουδιές, βουή, θυμιάματα

και τα ψαλτήρια δέντρα στης νυχτιάς την Άγια Λαύρα

και τ’ αναλόγια καρυοφίλια το λιβάνι βόλια.

Δόξα εν Υψίστοις, να κι ο Παπαφλέσσας μ’ ανασκουμπωμένα ράσα» (Επίκαιρα», 154).

Φωτεινὲς ἀνταύγειες Χριστιανοσύνης στὴν ποίηση τοῦ Γιάννη Ρίτσου (Β )«Την ώρα που οι Άγγελοι μπαρουτοκαπνισμένοι ροβολάγανε με φωτοσκάλες απ’ τα καταρράχια

κι η αστροφεγγιά τίναζε υγρή την κίτρινη ποδιά της...

Και να τα περιστέρια της Γραφής μ’ ένα χρυσό ρολό στο στόμα

χρυσή γραφή και λέει: Αντάρτες βγήκαν στο βουνό, βγήκαν οι αρματολοί κι’οι κλέφτες....»

(«Επίκαιρα» 148-149)

Στο ποίημα «Η Κυρά των Αμπελιών», που εννοεί την Παναγία (κατ’ άλλους την Πατρίδα), εμπνέεται από τους Θεομητορικούς ύμνους. Η έμπνευσή του βρήκε έναυσμα στους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Το σπίτι του καθιερώνεται σαν εκκλησιά.

«Εδώ η Μαρία κι ο Ιωσήφ κι ο γιος τους κι άλλος Πατέρας

πιο πέρα ο Μεγαλέξανδρος, η θεια Παρασκευούλα κι ο Κολοκοτρώνης

κι εσύ αχνοφέγγοντας, Κυρά των Αμπελιών πίσω απ’τά λιόδεντρα

πίσω απ’ τα κυπαρίσσια

σταυρός, σπαθί και δόξα, αγνάντια όλων των εχθρών

και μέσα κι όξω τα λεφούσια...»(Β` 79-80)

Κι αλλού:

«Κι απάνου κει στο ξέγναντο ξωκκλήσι, με τα χέρια δεμένα

και γύρω το ραβδί του

ν’ ακούει τη λειτουργία των κορδαλών και των προβάτων ο

Παπαδιαμάντης

τον όρθρο μουρμουρίζοντας και «τόνειρο στο κύμα» (Β` 84-89)

Στο «Τραγούδι της αδελφής μου» βλέπει τη συγγραφική του αποστολή να εκμηδενίζεται από την οδύνη και τις δυσκολίες του και θέλει να πορευθή προς το φως. Εκεί ταυτίζει τον εαυτό του με το Χριστό, το αρχέτυπο του μαρτυρίου, που ζη στο υποσυνείδητό του. Και λέει:

«Ω, η ακολουθία που καρτερούσε

την είσοδό μου στα Ιεροσόλυμα.

Σαν αμίλητος Χριστός

μάντευα τους δρόμους

με βάγια στρωμένους...

.........

Γύρισε, αδελφή μου

στη μικρή Βηθλεέμ

που μας γέννησε ωραίους και ταπεινούς

κι εγώ, θα δεις, θα μαδήσω

τα όνειρα των Ιεροσολύμων

που μ’ έπαιρναν μακριά σου....»

Στο ποίημα «Μεγάλη Πέμπτη» η κατανυκτική ατμόσφαιρα της βραδιάς εμπνέει τον ποιητή και τον στρέφει προς το μυσταγωγό της νιότης του:

«Απόψε ακούμε πάλι

γύρω απ’ τη στέρνα του σπιτιού

το θρόϊσμα της χλόης απ’τό βήμα σου.

Κρύβουμε τα μάτια μας μες τα χέρια

μη δούμε στα νερά τη λάμψη της μορφής σου

κι ακολουθήσουμε το βήμα σου.

Έχουμε ακόμα δάκρυα πολλά

στο μυστικό δοχείο που μας εδώρισες

έχουμε ακόμα δάκρυα πολλά

για να ποτίσουμε το χώμα των αγρών σου....»

Στο ποίημα «Χώμα και Φως» :

«Όταν νυχτώνει ο μεγάλος ίσκιος δροσίζει τα λιθάρια

ακούμε το Θεό να περπατάει ξυπόλυτος, κάτου απ’ τα

δέντρα κ’ οι πατούσες του γεμίζουν ρετσίνι....»

Το ότι η ποιητική ευαισθησία του Ρίτσου αναπτύχθηκε κάτω από τη σκέπη του Χριστού μας το λέει ο ίδιος στο ποίημά του «Στο Χριστό»:

«Χριστέ, που μου άνθισε η καρδιά κάτω απ’ τον ίσκιο το φαιό

του Λόγου σου- άνθος σιωπηλό, της ευλογίας σου πλάσμα-

και μες στη φούχτα σου χολή κι όξος ρουφούσα το Θεό,

μ’επιείκεια δέξου το, παλιό τάμα, το νέο μου άσμα.

.........

Αξίωσε το δούλο σου να σ’ αντικρύσει στη ματιά,

με του οίχτου ωχρά τα δάχτυλα ν’ αγγίξει την πληγή σου,

λευτερωμένο απ’ τη βαθιά του μυστηρίου σου γητεία

να γδύσει σε απ’ το ένδυμα της φωτεινής σιγής σου.....»

Στα ποιήματά του «Σχήμα απουσίας» και στη μεγάλη σύνθεσή του «Το χρονικό των Σφουγγαράδων» ταυτίζεται με τη διδασκαλία της Ορθοδοξίας στα θέματα του θανάτου και της ανάστασης των νεκρών. Ερμηνεύει το θάνατο ως ένα πέρασμα προς την άλλη ζωή. Και η προσδοκία της ανάστασης χύνει βάλσαμο στις χαίνουσες πληγές. Γράφει:

«Ακολουθούν σιωπηλοί οι μικροί σταυροί

του παιδικού νεκροταφείου

περιμένοντας παράλληλα μαζί μας την ανάσταση..»

Πέρα απ’ την πίστη και την ευσέβεια και στο θέμα της αγάπης ταυτίζεται με την άποψη του Ευαγγελίου. Την διακρίνει από την έννοια του έρωτα, που έχει κοσμικές προεκτάσεις, και τη θεωρεί μορφή αγιότητας. Αυτή δένει τον άνθρωπο με το Θεό, ενώνει τα κάτω με τα άνω. Έτσι βλέπει στην «Εαρινή Συμφωνία» όπου γράφει:

«Η αγάπη πιο μεγάλη απ’ τη σιωπή

γεφυρώνει το Θεό με τον άνθρωπο

και γεμίζει το απέραντο χάσμα

με φτερά και λουλούδια....»

Και αλλού:

«Αχ, να βουίξει Ανάσταση καταμεσής του δρόμου κι ούλοι

οι άνθρωποι

ν’ αγκαλιάζονται, να φιλιούνται κι οι καρδιές απ’ τη

χαρά τους κοκκινοβαμμένοι

σαν τα λαμπριάτικα τ’ αυγά...» («Μαντατοφόρες»)

Χωρίς Θεό ο άνθρωπος παραπαίει. Δεν ξέρει ποιό είναι το δίκαιο και ποιό το άδικο. Και ο ποιητής καταφέρεται γι’ αυτό κατά της αθεΐας και της άρνησης:

«Όταν ζούσαν οι θεοί, μας λέγαν τι να κάνουμε.

Είχαμε κάπου κι εμείς ν’ αποταθούμε και να ρωτήσουμε

για τ’ αρνιά, τα παιδιά μας, τη ροδιά, τη μονόφθαλμη αγελάδα.

Τώρα

όλα τ’ αναποδογυρίσανε-βωμούς, εκκλησιές, κοιμητήρια.

Μονάχα το νερό της αρνησιάς σταλάζει αργά τη νύχτα

μες στον άδειο σταύλο...» («Το τέλος της Δωδώνης», σελ. 70)

Στο ποίημα «Εμβατήριο των Ωκεανών» γράφει:

«...Δεν ξέρουμε να περπατάμε

πάνω στους δρόμους που κάθε μέρα βάφονται

με το αίμα του ξανθού Ιησού...»

.............

Κύριε, Κύριε

φέρε μου πάλι

το ουρανί φόρεμα της προσευχής...»

Ο πόνος δίνει νόημα στη ζωή και ανεβάζει τον άνθρωπο σε ανώτερα στρώματα.

«Κι έλεγα μέσα μου δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος

παράς στην τσέπη,

μήτε και το ψωμί και το φιλί-δε φτάνει.

Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερινή την έγνοια...»(«Αποχαιρετισμός»)

.....................

Και σας βεβαιώ τώρα με το αίμα μου:

Ποτέ δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος ο Χριστός

όσο την ώρα που το τελευταίο καρφί τον άφηνε ακίνητο

χωρίς να τον σκοτώσει

για να κοιτάξει κατάματα τον ουρανό και τη θυσία του....» ( «Αποχαιρετισμός»

Ο Χριστιανισμός είναι η δεξαμενή απ’ όπου ο Γιάννης Ρίτσος αντλεί το μεγαλύτερο μέρος από τα σύμβολά του. Κι όλα προέρχονται από τα Ευαγγέλια, τα χριστιανικά έθιμα, την χριστιανική εικονογραφία, όπως «Ο Γάμος της Κανά», «Άγια Τράπεζα του Μυστικού Δείπνου», «Ο Αη Γιώργης», «Τα κλειδιά της Παράδεισος», «Ο Εσταυρωμένος», «Τα Πάθη και η Ανάσταση». Και στους περισσότερους στίχους του είναι φανερή η ενδόμυχη επιθυμία του να μην απομακρύνεται από το χριστιανικό περιβάλλον. Το ορθόδοξο υποσυνείδητό του εκτινάσσει παντού τη λάβα του. Κάποιες θνησιμαίες εντυπώσεις που κάποτε επικαλύπτουν τη μορφή του Ιησού, με νέους στίχους του διαλύονται. Παντού βλέπει την παρουσία του Θεού. «Ο Θεός γίνηκε πάλι ένα τζιτζίκι και τραγουδάει στην καρδιά μας», θα πη ο ίδιος. Όμως την τελική απάντηση στα έσχατα ερωτήματα του ποιητή θα την έδινε ο Ιησούς κατά το Μυστικό Δείπνο. Με τη φαντασία του ο ποιητής πηγαίνει κοντά του και τον ψάχνει. Λέει ο ίδιος στο ομώνυμο ποίημά του:

«...Αγγίζουμε τα χνάρια του με ματωμένα δάχτυλα. Που πήγε;

Που’ ναι τα χείλη του; τα στήθια του; τα πόδια του;

Μέσα στον ίσκιο του έχει μείνει. Δεν τον βρίσκουμε, έλεγε (ο Ιωάννης).

Δεν ξέρω, δεν μπορώ-χρυσή νεφέλη μου τον σκεπάζει.

Πως να πιαστώ απ’ το χέρι του ίσκιου του; Πως να πιαστώ από μιαν

ακτίνα

να μείνω κρεμασμένος στο γαλάζιο σαν καρπός στο δέντρο;

Που είναι; («Μυστικός Δείπνος»)

Είναι δύσκολη βέβαια η συνάντησή μας με τον Ιησού, γιατί πολλές φορές που χτυπάμε τις πόρτες τ’ ουρανού μας αποκρίνεται η σιωπή. Είχε διαβή ο Κύριος και μεις δεν προφτάσαμε –τυρβάζαμε περί άλλων- ν’ αγγίξουμε τα ιμάτιά του. Και κατακαθίζει μέσα μας τότε η πίκρα και το παράπονο γιατί ο ουρανός σωπαίνει στην επίμονη αναζήτησή του. Και ο Ρίτσος απελπίζεται και πάει να τον αρνηθή μα δεν τον αρνιέται. Και εξακολουθεί να τον αναζητή. Άραγε τον συνάντησε; Ποιός ξέρει; Είναι χωριστό της κάθε ψυχής το μονοπάτι και στενό σαν κόψη μαχαιριού. Ένα μόνο είναι σίγουρο, όπως φαίνεται από την ποίησή του: Ότι ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι θεομάχος, ούτε αντίθεος, ούτε άθεος.