Γράφτηκε στις .

Αναμνήσεις από τον Ιεροκύρηκα της Ναυπάκτου: Για τον π. Χαράλαμπο Δέδε (Α')

του Σεβ. Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία (Φούντα)

Δημοσιεύουμε, όπως υποσχεθήκαμε, σε δύο συνέχειες αποσπάσματα της γλαφυρής ομιλίας του Ναυπακτίου Σεβασμιωτάτου κ. Ιερεμίου κατά την επετειακή εκδήλωση προς τιμήν του αειμνήστου Ιεροκήρυκος Χαραλάμπους Δέδε στην Ιερά Μονή Βομβοκούς την 5-9-2009 (βλ. τεύχος 158).

Τα αποσπάσματα αυτά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τον λόγο ότι δίνουν πολλά στοιχεία για την κοινωνική και εκκλησιαστική ζωή της Ναυπάκτου την εποχή εκείνη.

* * *

Παιδικές αναμνήσεις

1. Πήγαινα στην Τρίτη η Τετάρτη τάξη του Α Δημοτικου Σχολείου. Πρέπει να ήταν το έτος 1952 η 1953. Ήταν παραμονές των Χριστουγέννων και ήρθε, θυμάμαι, στο Σχολείο μας ένας Ιερέας με μεγάλη γενειάδα για να μας μιλήση. Τον βλέπαμε για πρώτη φορά. Ήταν ο νέος Ιεροκήρυκας της πόλης μας, ο πατήρ Χαράλαμπος. Δεν θυμάμαι τι μας είπε. Ακόμη όμως τώρα θυμάμαι την εντυπωσιακή ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε στο Σχολείο μας με την παρουσία του Παπούλη αυτού. Νομίζω ότι κάτι μας εδωσε, κάποιο έντυπο μας μοίρασε. Μετά την ομιλία του νέου μας ιεροκήρυκα φύγαμε, δεν κάναμε άλλο μάθημα. Μια χαρά νοιώσαμε την ημέρα εκείνη όλα τα παιδιά του Σχολείου και ήταν η χαρά αυτή διαφορετική από τις άλλες. Νοιώσαμε σαν να ήρθε ο Ίδιος ο Χριστός στο Σχολείο μας.

Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. ΙερεμίαςΤα λέγω αυτά τα λόγια κρίνοντας από τον εαυτό μου, γιατί εγώ είχα πάθει ήδη μέσα μου την έλξη προς τα θεία, αφού η μακαριστή Μητέρα μου με είχε πάει από πολύ ακόμη μικρότερη ηλικία στον Άγιο Δημήτριο, για να εξομολογηθώ στον πολυθρύλητο εκείνο και άγιο ιερέα του Θεού, τον παπα-Γιάννη τον Σιδέρη με το όνομα. Πάντως, η πρώτη εκείνη όψη του ιεροκήρυκα, πατρός Χαραλάμπους, στο Δημοτικό μας Σχολείο, αν και δεν είχα καμία-καμία συνομιλία μαζί του, μου ήταν από παιδί ένα δυνατό προσκλητήριο για τον Θεό. Αλλά την επίσκεψη αυτή του τιμωμένου ιεροκήρυκος στο Σχολείο μας, την θυμόμουν αργότερα, όταν έγινα κληρικός, ως ένα μάθημα και δίδαγμα ότι οι ιερείς πρέπει να επισκεπτόμαστε τα Σχολεία, ακόμη και αυτά τα Δημοτικά.

2. Αλλά το δυνατό καρδιακό χτύπημα και την αφιέρωσή μου στο Θεό, δια μέσου του πατρός Χαραλάμπους, το έπαθα όταν πήγαινα στην Ε Δημοτικο?. Ήταν θυμάμαι Παρασκευή της Διακαινησίμου στην Ζωοδόχο Πηγή του Ξηροπηγάδου. Ο ιεροκήρυκας, πατήρ Χαράλαμπος, ομίλησε μετά την λειτουργία υπαίθρια, στεκόμενος στο πεζουλάκι του Ιερού έξω από το Ναό. Το κήρυγμα αυτό το θυμάμαι καλά. Έλεγε: «Δώστε την καρδιά σας στην Παναγία. Αγαπήστε την Παναγία και δώστε την καρδιά σας σ’ Αυτήν. Θα νοιώσετε χαρά, μεγάλη χαρά!». Κάπου εκεί στο τέλος μερικοί γέροντες κάπνιζαν. Και ο ιεροκήρυκας τους είπε: «Ε! λιβάνια του Διαβόλου σβήσατε».

Το κήρυγμα αυτό, αγαπητοί μου, μου έκανε τρανή και δυνατή εντύπωση. Χτύπησε την καρδιά μου. Θυμάμαι ότι πήγα σπίτι μου, φόρεσα μια μαύρη ζακέτα της γιαγιάς μου, έβαλα στο κεφάλι μου το μαύρο μαντήλι της Μάνας μου, κάνοντάς το επανωκαλύμμαυχο -γιατί έτσι είχα δει στο κήρυγμα τον πάτερ Χαράλαμπο-, γονάτισα σε μια μεγάλη και ωραία εικόνα της Παναγιάς που μου είχε αγοράσει η μητέρα μου, και έλεγα μπροστά σ’ Αυτήν, κάνοντας υπακοή στο κήρυγμα του ιεροκήρυκος: «Πάρε, Παναγία μου, την καρδιά μου»! Και έλεγα πολλές φορές τον ίδιο λόγο. Ήταν η πρώτη και δυνατή αφιέρωσή μου στον Θεό!

Τώρα, σε μεγάλη πια ηλικία, στέκομαι στα πόδια μου από την προσευχή εκείνη, που έκανα τότε στα παιδικά μου χρόνια. Την εικόνα, μπροστά στην οποία σταύρωσα τα χέρια μου και γονατιστός έδωσα την καρδιά μου στην Παναγία, την έχω ακόμη σαν το ανώτερο απ' όλα τα πολύτιμα αντικείμενά μου και προσεύχομαι και τώρα σ’ αυτήν. Δεν ξέρω πως μίλησε σε άλλους το υπαίθριο εκείνο κήρυγμα του πατρός Χαραλάμπους στο Ξηροπήγαδο, μου φτάνει όμως ότι στη δική μου ψυχή μου ήταν σάλπιγγα δυνατή, μου ήταν κεραυνός και με καθήλωσε στου Γολγοθά το βράχο, εκεί που είναι ο Σταυρός του κυρίου, η Παναγία Δέσποινα και ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο Ιωάννης ο Θεολόγος.

3. Έκτοτε τα παιδικά μου χρόνια συνεχίζονταν. Παιχνίδια, αταξίες και παιδικές πονηριές το ίδιο και σε μένα, όπως και στα άλλα παιδιά, αλλά με κρατούσε κοντά στο Θεό εκείνο το τάμα που έδωσα στην εικόνα της Παναγιάς, τάμα από το κήρυγμα του πατρός Χαραλάμπους. Αν και μικρός, ένοιωθα ότι η καρδιά μου είχε κλίνει στο Θεό και ότι μια μέρα θα γίνω κι εγώ ιερέας και κήρυκας του λόγου Του. «Χριστέ μου -έλεγα στην προσευχή μου- κάνε με να γίνω και εγώ πάτερ Χαράλαμπος»! Μάλιστα θυμάμαι ότι μαθητής του Δημοτικού Σχολείου τα καλοκαιρινά βράδυα στο Τζαμί, στην βρύση που συναζόταν τότε όλη η συνοικία, ήθελα να παριστάνω τον πάτερ Χαράλαμπο. Ανέβαινα στο βάθρο της βρύσης και έκανα κήρυγμα. Έλεγα ο,τι θυμόμουν από τα κηρύγματα του πατρός Χαραλάμπους, αλλά διάβαζα και το βιβλίο Παραβολές του Κυρίου, του πατρός Σεραφείμ Παπακώστα και έλεγα απ' έξω περικοπές από αυτό. Έλεγα τότε θυμάμαι πολλές φορές και την λέξη «κυριολεκτικώς», γιατί την λέξη αυτή την έλεγε στα κηρύγματά του ο πατήρ Χαράλαμπος.

4. Το προσωπικό μου πλησίασμα στον πατέρα Χαράλαμπο είναι, όταν, μικρός πάλι, μαθητής του Δημοτικού Σχολείου, πήγα και του ζήτησα να αγοράσω την Καινή Διαθήκη της τσέπης και μάλιστα είπα να είναι δερματόδετη και με θήκη. Την είχα δει στον ίδιο και ήθελα κι εγώ να έχω μία τέτοια Καινή Διαθήκη. Πρέπει να έκανε εντύπωση στον πατέρα Χαράλαμπο το ότι ένα μικρό παιδί ζητάει την Καινή Διαθήκη και μάλιστα σε καλαίσθητη έκδοση.

Το λέγω αυτό, ότι δηλαδή πρέπει να του έκανε εντύπωση το αίτημά μου, γιατί εκείνο τον καιρό είχαμε κάνει όλα τα Κατηχητικά μία εκδρομή στην Πάνω Δάφνη. Ήταν και ο μακαριστός Δεσπότης μας Χριστοφόρος στην εκδρομή εκείνη. Επιστρέφαμε από την εκδρομή και φτάσαμε στην Κάτω Δάφνη. Απ’ έξω από ένα καφενείο, σαν ένα διάλειμμα, είχε καθήσει ο Δεσπότης, ο ιεροκήρυκας πατήρ Χαράλαμπος και άλλοι ιερείς και κουβέντιαζαν. Εγώ είχα αποκοπεί από τα άλλα παιδιά και είχα πλησιάσει προς το καφενείο, για να με δη ο πατήρ Χαράλαμπος, ο οποίος με είχε γνωρίσει ήδη, και να με φωνάξη κοντά του. Έτσι κι έγινε! Με φώναξε με το μικρό μου όνομα, με παρουσίασε στο Δεσπότη και είπε γι’ αυτό που του ζήτησα, για την δερματόδετη δηλαδή Καινή Διαθήκη με θήκη. Γι’ αυτό είπα ότι πρέπει να του έκανε εντύπωση του πατρός Χαραλάμπους το παιδικό μου αίτημα.

5. Στην συνέχεια άρχισα να εξομολογούμαι στον πατέρα Χαράλαμπο. Θυμάμαι ότι σε κάποια εξομολόγηση, όταν πήγαινα στην Β Γυμνασίου, μου είπε: «Παιδί μου Τάκη, να γίνης ιερεύς του Υψίστου. Ιερεύς του Υψίστου να γίνης, παιδί μου»! Είχα ήδη μέσα μου από μικρότερη ηλικία την κλίση προς την Ιερωσύνη, αλλά η ιεροπρέπεια και η σοβαρότητα με την οποία μου το είπε τότε ο πατήρ Χαράλαμπος αυτό, με έθελγε ακόμη περισσότερο για να γίνω ιερεύς του Θεού και το αποφάσισα. Το προσκλητήριο αυτό του πατρός Χαραλάμπους, έτσι όπως μου το είπε τότε, το έχω πει σε προηγούμενα χρόνια και σε άλλους επαινώντας τον. Αλλά και εγώ ο ίδιος αρέσκομαι να αναφέρω στα κηρύγματά μου την έκφραση «Ιερεύς του Υψίστου», επειδή με είχε εντυπωσιάσει, όταν την άκουσα από τον πατέρα Χαράλαμπο, όταν με καλούσε για την ιερωσύνη.

6. Ως παιδί έπειτα στο Ιερό του Αγίου Δημητρίου ο πολυαγαπημένος μου και αλησμόνητος εκείνος παπα-Χρήστος με έστελνε συχνά στην οικία του πατρός Χαραλάμπους για να πάρω το βαλιτσάκι με τα άμφιά του. Μου άρεσε ιδιαίτερα να πηγαίνω στο σπίτι του πατρός Χαραλάμπους. Ήταν το ισόγειο της οικίας του φωτογράφου Φλέγκα, που είχαν γιο τον Κωστάκη, μικρότερο από μένα στην ηλικία. Στο σπίτι του ιεροκήρυκα, όταν έμπαινα θαμπωνόμουν από το γραφείο του, γιατί έβλεπα σ’ αυτό τα βιβλία του, όλα με τάξη και νοικοκυριό τακτοποιημένα στην μια η δυό βιβλιοθήκες του. Ήταν, θυμάμαι, όλα τα βιβλία του ντυμένα μ’ ένα ασπρουδερό παχύ χαρτί. Πάνω από το γραφείο του έβλεπα μία φωτογραφία κάποιου ιερέα. Φαινόταν ο ιερεύς αυτός στη φωτογραφία του καθιστός και το βλέμμα του κοίταγε προς τον ορίζοντα. Ο πατήρ Χαράλαμπος μου είπε ότι αυτός είναι ο Αρχιμανδρίτης πατήρ Ευσέβιος Ματθιόπουλος, που ίδρυσε την Αδελφότητα της ΖΩΗΣ. Και που να τόξερα ότι κάποια μέρα θα πήγαινα στο χωριό του μεγάλου αυτού ιεραποστόλου και αναγεννητού της πατρίδος μας, την Μελισσόπετρα της Γορτυνίας, για να του κάνω Τρισάγιο στο ίδιο του το σπίτι που γεννήθηκε και ότι θα μου γίνη πολύ σεβαστός πατήρ, που θα τον μνημονεύω σε κάθε μου λειτουργία.

(συνεχίζεται στο επόμενο)