Γράφτηκε στις .

Στὴν Συνοδική θεία Λειτουργία, τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας: Η θεολογία τών εικόνων

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

Ομιλία τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, πού εκφωνήθηκε κατά τήν Συνοδική θεία Λειτουργία, τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας, 21 Φεβρουαρίου 2010, στόν Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου Αθηνών.

*

Σήμερα, κατά τήν επέτειο τής αναστηλώσεως τών ιερών Εικόνων εορτάζεται η εορτή τής Ορθοδοξίας καί μέ αυτόν τόν τρόπο φαίνεται η σύνδεση τής ιεράς Εικόνας μέ τήν Εκκλησία καί, βέβαια, μέ τήν Ορθοδοξία.

Στὴν Συνοδική θεία Λειτουργία, τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας: Η θεολογία τών εικόνωνΣέ ένα από τά τροπάρια πού ψάλαμε σήμερα στήν ακολουθία τού Όρθρου εκφράζεται η δόξα τής Εκκλησίας. «Ημέρα χαρμόσυνος καί ευφροσύνης ανάπλεως πεφανέρωται σήμερον». Καί αυτό γιατί «φαιδρότης δογμάτων τών αληθεστάτων αστράπτει καί λάμπει η Εκκλησία τού Χριστού κεκοσμημένη αναστηλώσεσιν εικόνων τών αγίων νύν καί εκτυπωμάτων καί λάμψεσι». Εκκλησία, δόγματα καί εικόνες βρίσκονται μέσα στό φώς τής δόξας τού Θεού καί είναι η φανέρωση τής ωραιότητος τής Ορθοδοξίας.

Έχοντας τήν εντολή τού Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κυρίου Ιερωνύμου καί τής Ιεράς Συνόδου νά εκφωνήσω τόν πανηγυρικό λόγο τής ημέρας στήν Συνοδική θεία Λειτουργία, ενώπιον Κληρικών καί λαϊκών καί τής πολιτικής ηγεσίας τού τόπου τούτου, αυτήν τήν λαμπρή ημέρα τής Ορθοδοξίας, κατά τήν οποία αστράπτει καί λάμπει η Εκκλησία τού Χριστού μέ τήν φαιδρότητα τών δογμάτων της καί τήν λάμψη τών αγίων εικόνων της, θά αναφερθώ στήν ενότητα μεταξύ τών ιερών εικόνων καί τών ορθοδόξων δογμάτων.

Η ιερά Εικόνα δέν προσφέρεται γιά νά στολίζη τίς οικίες ούτε ακόμη καί τούς Ιερούς Ναούς, αλλά γιά νά μεταδίδη χάρη στούς πιστούς πού τήν ασπάζονται μέ τήν απαραίτητη ευλάβεια καί τόν σεβασμό καί ανάλογα, βέβαια, μέ τήν πνευματική τους κατάσταση. Συγχρόνως, όμως, η ιερά Εικόνα είναι μιά από τίς θεολογικές γλώσσες τής Εκκλησίας μας, πού μεταδίδει πολλά μηνύματα. Θά τονισθούν μερικά σημεία αυτής τής γλώσσας.

Στὴν Συνοδική θεία Λειτουργία, τήν Κυριακή τής Ορθοδοξίας: Η θεολογία τών εικόνωνΤό πρώτο σημείο είναι τό θεολογικό πού αναφέρεται στόν Θεό, τόν Οποίο λατρεύουμε. Κεφαλή τής Εκκλησίας είναι Αυτός ο Θεάνθρωπος Χριστός. Πρόκειται γιά τό Δεύτερο Πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος, πού ενηνθρώπησε, προσέλαβε τήν ανθρώπινη φύση καί τήν θέωσε.

Στήν Παλαιά Διαθήκη απαγορευόταν ο εξεικονισμός τού Θεού, αφού ο Θεός πού εμφανιζόταν στούς Προφήτες ήταν ο άσαρκος Λόγος, ενώ μετά τήν ενανθρώπηση καί τήν πρόσληψη τού ανθρωπίνου σώματος ο Θεός εξεικονίζεται. Αυτό ήταν τό μεγαλύτερο επιχείρημα τών εικονοφίλων, ότι δηλαδή, εφ’ όσον ο Χριστός προσέλαβε καί θέωσε τό ανθρώπινο σώμα, σημαίνει ότι μπορούμε νά Τόν αγιογραφούμε. Επίσης καί τό Σώμα τού Χριστού κατέστη πηγή τής ακτίστου Χάριτος πού φωτίζει όσους συνδέονται μαζί Του.

Επομένως, εδώ φαίνεται η μεγάλη θεολογική αλήθεια ότι ο Θεός δέν είναι μιά απρόσωπη ιδέα καί μιά αιώνια αξία ή μιά παγκόσμια δύναμη, αλλά ιδιαίτερο πρόσωπο πού αγαπά τόν άνθρωπο. Ο ιδεατός Θεός είναι ξένος πρός τά προβλήματα τού ανθρώπου, ενώ ο προσωπικός Θεός αγαπά τόν άνθρωπο καί ενδιαφέρεται προσωπικά γι’ αυτόν.

Στήν εικόνα τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού φαίνεται η δόξα πού προχέεται από τήν τεθεωμένη σάρκα τού Χριστού, σέ όλες δέ τίς εικόνες, όπου αγιογραφείται ο Χριστός, φαίνεται η ιλαρότητά Του, η ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, η αγάπη Του γιά τόν άνθρωπο. Ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη καί στοργή.

Στήν εικόνα τής εις Άδου Καθόδου τού Χριστού ο αγιογράφος δείχνει τήν δύναμη τού Χριστού, αλλά καί τό στοργικό Του βλέμμα γιά τόν άνθρωπο, καθώς επίσης δείχνει τήν τρυφερότητα μέ τήν οποία πιάνει τό χέρι τού Αδάμ καί τής Εύας καί τούς ελκύει πρός τά άνω, δηλαδή τούς σώζει μέ τήν πανσθενουργό δύναμή Του, αλλά καί τήν ανέκφραστη τρυφερότητά Του. Δέν είναι Θεός οργής, μίσους καί βίας, όπως θέλουν μερικοί νά Τόν παρουσιάζουν, ούτε σαδιστής Πατέρας, όπως μερικοί Τόν αισθάνονται από δικές τους ενοχικές καταστάσεις, αλλά ο ιλαρός, ο φιλάνθρωπος καί ο φιλόστοργος Θεός πού αγαπά υπερβολικά τόν άνθρωπο καί φθάνει ακόμη καί μέχρι τόν άδη γιά νά τόν συναντήση, είναι ο ιατρός πού θεραπεύει τό βαθύ τραύμα τού ανθρώπου καί όχι ο δικαστής καί εισαγγελέας πού απαγγέλλει κατηγορίες.

Τό δεύτερο σημείο είναι τό ανθρωπολογικό, αφού η ορθόδοξη εικόνα δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος από τόν Θεό κατά τήν ψυχή καί τό σώμα καί στόχος του είναι νά φθάση από τό κατ' εικόνα στό καθ’ ομοίωση, δηλαδή τήν θέωση.

Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία έκανε τήν διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής καί φύσει θνητού σώματος. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή τού ανθρώπου ανήκε στόν αγέννητο κόσμο τών ιδεών καί ο Θεός τήν τιμώρησε, μόλις κινήθηκε από επιθυμία, μέ τό νά περικλεισθή στό σώμα, τό οποίο τελικά είναι η φυλακή τής ψυχής. Οπότε, η σωτηρία τού ανθρώπου, όπως δίδασκε ο πλατωνισμός, είναι η αποδέσμευση τής ψυχής από τό σώμα, η δέ νέκρωση τού παθητικού μέρους τής ψυχής ήταν ο βασικός σκοπός τών στωϊκών καί τών πλατωνικών φιλοσόφων.

Όμως, η Εκκλησία διά τών ιερών εικόνων διδάσκει ότι η ψυχή καί τό σώμα είναι δημιουργήματα τού Θεού, οπότε καί τά δύο αγιάζονται καί θεώνονται. Αυτήν τήν μεγάλη αλήθεια τήν συναντάμε ακόμη καί στόν ησυχασμό, όπως τόν εξέφρασε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αφού ο νούς τού ανθρώπου διά τής προσευχής επιστρέφει στό σώμα καί τό σώμα λαμπρύνεται από τό Φώς τού Θεού.

Παρατηρώντας τήν ορθόδοξη εικόνα, βλέπουμε ότι τό Φώς τού Θεού εισέρχεται μέσα στόν άνθρωπο καί αγιάζει τήν ψυχή καί τό σώμα του. Τό θείο Φώς δέν φωτίζει έξωθεν τόν άνθρωπο, αλλά τόν αγιάζει έσωθεν, διά τής καρδίας, γι’ αυτό καί δέν υπάρχουν σκιές στίς ορθόδοξες εικόνες. Τό πρόσωπο τού αγίου είναι φωτεινό, διαυγές καί φωτίζεται από μέσα, όπως φαίνεται, κυρίως, στίς αγιογραφίες τού Πανσελήνου στό Πρωτάτο τού Αγίου Όρους.

Αυτό, βέβαια, μάς υπενθυμίζει τόν ορισμό πού δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γιά τόν άνθρωπο ότι είναι «ζώον ενταύθα οικονομούμενον καί αλλαχού μεθιστάμενον, καί πέρας τού μυστηρίου, τή πρός Θεόν νεύσει θεούμενον». Ο άνθρωπος, δηλαδή, δέν είναι ένα πράγμα, δέν είναι αντικείμενο εκμεταλλεύσεως, αλλά δημιούργημα τού Θεού πού πρέπει νά βιώνη τό μυστήριο τής κατά Χάρη θεώσεως.

Τό τρίτο σημείο πού συναντάμε στήν ορθόδοξη εικόνα είναι τό κοινωνικό τής Εκκλησίας, δηλαδή σέ τί συνίσταται η κοινωνία μέσα στήν Εκκλησία. Η Εκκλησία δέν είναι ένα απλό άθροισμα ανθρώπων από ένα έθνος, αλλά η συνάντηση ανθρώπων όλων τών κατηγοριών πού έχουν ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό, είναι οικουμενική, πάνω από πατρίδες καί εθνότητες. Μέσα στήν Εκκλησία λειτουργούν άλλοι νόμοι καί άλλες προϋποθέσεις.

Στήν εικόνα τής Γεννήσεως τού Χριστού βλέπουμε τήν σημαντική θέση πού έχει η Παναγία, ως εκπρόσωπος τού ανθρωπίνου γένους, αλλά βλέπουμε καί τούς αγαθούς Ποιμένες, όπως καί τούς Μάγους από τήν Ανατολή πού ήλθαν νά προσκυνήσουν τόν Χριστό. Γύρω από τόν νεογέννητο Χριστό βρίσκονται οι σοφοί μέ τούς αγραμμάτους, οι Ιουδαίοι μέ τούς Ανατολίτες, οι άγγελοι μέ τούς ανθρώπους. Όλοι λαμβάνουν δόξα από τόν Χριστό καί αποτελούν τήν πνευματική Του οικογένεια. Δέν υπολογίζεται η καταγωγή καθενός, η εθνικότητα καί η ηλικία του, αλλά ευλογείται ο πόθος πού έχουν γιά τόν Θεό καί η ταπείνωσή τους. Οι Γραμματείς καί οι Φαρισαίοι καί όσοι στηρίζονται στόν ορθολογισμό καί τήν εξουσία τους απουσιάζουν από τό μυστήριο τής θείας ενανθρωπήσεως καί δέν συμμετέχουν στήν θεία δόξα.

Τό τέταρτο σημείο πού βλέπουμε στήν ορθόδοξη εικόνα είναι η κτισιολογία, τό λεγόμενο οικολογικό, αφού στίς ορθόδοξες εικόνες παρουσιάζεται μεταμορφωμένη καί αγιασμένη καί αυτή η κτίση. Δέν είναι η κτίση τής πτώσεως καί τής φθοράς, αλλά η κτίση, η πλημμυρισμένη από τήν δόξα τού Θεού.

Στήν εικόνα τής Γεννήσεως τού Χριστού, κοντά στό νεογέννητο Βρέφος είναι τά άλογα ζώα, τό σπήλαιο είναι φωτισμένο καί τά βουνά μεταμορφωμένα, αλλά καί τό αστέρι συμμετέχει στό μεγάλο αυτό μυστήριο. Στήν εικόνα τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού βλέπουμε τήν καινή γή καί τόν καινό ουρανό, όπως αναμένουμε νά γίνουν στήν μέλλουσα δόξα, αλλά καί όπως τό ζούν οι Άγιοι από τώρα μέσα στόν χώρο τής Εκκλησίας. Στήν εικόνα τής Βαπτίσεως τού Χριστού στόν Ιορδάνη ποταμό φαίνεται ο αγιασμός τών υδάτων καί όλων όσων βρίσκονται μέσα στό νερό. Τά πάντα υπακούουν στόν Χριστό καί δοξάζονται από Αυτόν.

Τό οικολογικό πρόβλημα, η μόλυνση τού περιβάλλοντος, δέν έχει καμμιά θέση μέσα στήν πάμφωτη δόξα τής ορθόδοξης εικόνας, αλλά βρίσκεται έξω από αυτήν. Τό Φώς από τόν Χριστό καί από τόν αγιασμένο άνθρωπο διαπορθμεύεται καί στήν άλογη κτίση καί δημιουργία, ενώ αντίθετα τά πάθη τού ανθρώπου δημιουργούν τό οικολογικό πρόβλημα. Στίς εικόνες δέν παρουσιάζεται ο στεναγμός καί η οδύνη τής κτίσεως, αλλά η δόξα της, καί αυτό μάς υπενθυμίζει τόν λόγο τού Αποστόλου Παύλου: «Η γάρ αποκαραδοκία τής κτίσεως τήν αποκάλυψιν τών υιών τού Θεού απεκδέχεται... καί αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από τής δουλείας τής φθοράς εις τήν ελευθερίαν τής δόξης τών τέκνων τού Θεού» (Ρωμ. η', 19-22). Έτσι, μέσα στήν ορθόδοξη εικονογραφία φαίνεται καθαρά η διδασκαλία τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου γιά τήν συμμετοχή τής κτίσεως στό πανηγύρι τής Αναστάσεως τού Χριστού.

Τό πέμπτο σημείο πού παρατηρούμε στήν ορθόδοξη εικόνα είναι τό σκοτεινό στοιχείο. Σέ όλες σχεδόν τίς εικόνες, πού αναφέρονται στόν Χριστό καί τό έργο τής θείας Του οικονομίας, βλέπουμε κάποιο σπηλαιώδες σκότος. Αυτό τό συναντάμε στήν εικόνα τής Γεννήσεως, στήν εικόνα τής Βαπτίσεως, στήν εικόνα τής εις Άδου καθόδου τού Χριστού. Τό σκοτεινό αυτό σπήλαιο δέν ομοιάζει καθόλου μέ τό πλατωνικό σπήλαιο, μέσα στό οποίο οι άνθρωποι, πού βρίσκονται στό σκοτάδι τής παρούσης ζωής, βλέπουν αμυδρώς ως σκιές τόν κόσμο τών ιδεών έξω από αυτό. Στίς ορθόδοξες εικόνες βλέπουμε ότι οι άνθρωποι ζούν μέσα στό θείο Φώς, ενώ τό σκότος πού βρίσκεται στό βάθος είναι ο χώρος τού θανάτου.

Όπως τό φώς έχει δύο ιδιότητες, τήν φωτιστική καί τήν καυστική, άλλα φωτίζει καί άλλα καίει, ανάλογα μέ τήν κατάσταση τού κάθε αντικειμένου, έτσι καί τό Φώς τού Θεού φωτίζει καί καίει, ανάλογα μέ τήν κατάσταση τού ανθρώπου. Έτσι, αυτό τό σκοτάδι δέν είναι η απουσία τού Θεού, αλλά η παρουσία τού Θεού ως σκότος καί πύρ καί αυτό βέβαια εξαρτάται από τήν κατάσταση τού ιδίου τού ανθρώπου.

Πάντως, γεγονός είναι ότι, όπως φαίνεται στήν εις Άδου Κάθοδο τού Χριστού, δηλαδή τήν ορθόδοξη εικόνα τής Αναστάσεως, ο Χριστός κατεβαίνει στόν άδη κάθε ανθρώπου, εισέρχεται μέσα στήν απελπισία του καί στήν χώρα τού προσωπικού του υπαρξιακού θανάτου, ακόμη καί όταν οι θύρες τής ύπαρξής του είναι κεκλεισμένες, γιά νά δώση τήν δυνατότητα στόν καθένα νά εξέλθη από αυτό τό βασανιστικό σκοτάδι τής απελπισίας καί τής μοναξιάς του καί νά τόν οδηγήση σέ προσωπική κοινωνία μαζί Του, χωρίς όμως νά καταργήση τήν προσωπική του ελευθερία.

Τελικά, η ορθόδοξη εικόνα, μέ τόν τρόπο μέ τόν οποίο παρουσιάζει τόν Χριστό καί τούς Αγίους, δείχνει ότι ο Θεός μας είναι γεμάτος αγάπη καί στοργή γιά τόν άνθρωπο, πού κατεβαίνει καί μέχρι τόν άδη τής προσωπικής του απελπισίας καί απογνώσεως γιά νά τόν συναντήση ο άνθρωπος έχει υψηλές προδιαγραφές καί σέ όποια κατάσταση κι άν βρίσκεται μπορεί νά γεμίση από Φώς η κτίση η οποία βιάζεται από τόν εμπαθή άνθρωπο αποδέχεται καί αναμένει τήν ανακαίνισή της καί ο κάθε προσωπικός άδης μπορεί νά γεμίση από τήν δόξα τού Φωτός τού Θεού.

Μακαριώτατε,

Οι ορθόδοξες εικόνες είναι ένα βαθύτατο, θεολογικό, εμπειρικό, δογματικό βιβλίο, καί, όταν εισδύη κανείς σέ αυτό, μπορεί νά αντιληφθή όχι μόνον τί είναι ο Χριστιανικός ορθόδοξος Θεός, αλλά καί τί είναι η Εκκλησία Του καί ποιό είναι τό νόημα τής ζωής τού ανθρώπου.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι τό δοξασμένο καί θεωμένο Σώμα τού Χριστού, είναι ο χώρος τής συναντήσεως τών πάντων, αγγέλων καί ανθρώπων, κεκοιμημένων καί ζώντων, αρχόντων καί αρχομένων, Κληρικών καί λαϊκών, ανδρών καί γυναικών, ξένων καί ιθαγενών, είναι ο πνευματικός νυμφώνας τής δόξης, είναι τό κατάλυμα τών θείων ερώτων. Η ορθόδοξη εικόνα δείχνει ότι τήν ζωή τού ανθρώπου δέν τήν καθορίζει η υλική οικονομία, αλλά τήν νοηματοδοτεί η θεία οικονομία, πού τού δίνει ελπίδα καί προοπτική.

Η Εκκλησία δέν είναι ιδιοκτησία κανενός καί κανένας δέν μπορεί νά τήν ιδιοποιηθή καί νά αποκλείση κάποιους άλλους είναι ανοικτή σέ όλους τούς ταπεινούς, πού διακρίνονται από τόν τελωνικό στεναγμό, αλλά ταυτόχρονα είναι κλειστή στούς Φαρισαίους καί τούς υποκριτές πού νομίζουν ότι βρίσκονται μέσα στήν Εκκλησία. Η Εκκλησία δέν είναι χώρος ανταγωνισμών καί αγώνων επικρατήσεως μερικών ομάδων, αλλά είναι ενότητα προσώπων, είναι χώρος μαρτυρίας καί μαρτυρίου, σιωπής καί προσευχής, σταυρώσεως, αναστάσεως καί Πεντηκοστής. Η Εκκλησία δέν περιορίζεται στούς τοίχους καί τήν οροφή, ούτε εκφράζεται από αμεταμόρφωτους ανθρώπους, πού ασχολούνται μέ τό προσκήνιο καί τό παρασκήνιο καί έχουν απλώς γνώσεις περί τού Θεού, όχι όμως τήν γνώση τού Θεού, αλλά η Εκκλησία εκφράζεται από τούς αγίους Προφήτες, Αποστόλους, Πατέρες, Οσίους καί Μάρτυρες, πού είναι ολοφώτεινοι, είναι η «λιακάδα» τής γής.

Η ορθόδοξη εικόνα, ως έκφραση τών ορθοδόξων δογμάτων καί τής εσωτερικής λάμψεως τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, σκορπάει αγάπη καί στοργή, γαλήνη καί ηρεμία, ελκύει τούς πονεμένους καί διψώντες τήν δικαιοσύνη τού Θεού, προαναγγέλλει τήν τελική κυριαρχία τού Θεού τής αγάπης, δείχνει τόν μεταμορφωμένο κόσμο, τήν καινή κτίση.

Ο Θεός φανερώθηκε εν σαρκί, η Εκκλησία δοξάζεται ως Σώμα Χριστού, η εικόνα είναι έκφραση τής μεταμορφωμένης ζωής καί τής ανακαινισμένης κτίσεως, η Ορθοδοξία είναι η ελπίδα τών απελπισμένων, η πλησμονή τών στερημένων. Αγάλλεται σήμερα η Εκκλησία, ευφραίνεται μέ τήν δόξα τού Νυμφίου της, καί οι ιερές εικόνες είναι τά στολίδια τού λαμπρού νυμφικού τής ένδοξης αυτής νύμφης τού Χριστού.

Οπότε, μακάριοι όσοι αγαπούν τήν δόξα τού Νυμφίου καί τής Νύμφης καί ζούν στόν κεκοσμημένο νυμφώνα τής δόξας, ενδεδυμένοι μέ τόν χιτώνα τής ευφροσύνης. Μακάριοι όσοι συμμετέχουν στόν δείπνο τής Βασιλείας, τόν οποίο δείχνουν οι ιερές εικόνες καί γεύονται τήν νηφάλια μέθη τού Πνεύματος, πού εξέρχεται ως θυμίαμα εύοσμο από αυτές. Μακάριοι όσοι απολαμβάνουν τήν δόξα τής Ορθοδοξίας όχι μιά φορά τόν χρόνο, αλλά κάθε μέρα, όσοι συμμετέχουν στόν τρισάγιο ύμνο τών αγγέλων καί τό άσμα τών λελυτρωμένων.–